Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010
Flavius Valerius Constantinus
Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των δυτικών επαρχιών
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010
Παροπλισμός του "Βέλος"
Το Κίνημα του Ναυτικού
Συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το Κίνημα που ετοίμαζαν από το 1969 δεν εκδηλώθηκε, γιατί προδόθηκε στις 22 Μαΐου 1973. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και βασανισμοί.
Το Ναυτικό, στρατιωτικό σώμα με φιλελεύθερη παράδοση, δεν έλαβε ενεργά μέρος στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτό φάνηκε και από την παραίτηση του αρχηγού του Κωνσταντίνου Εγκολφόπουλου, αμέσως μετά την επικράτηση των συνταγματαρχών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού στη Χούντα εκδηλώθηκε στο αποτυχόν κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (13 Δεκεμβρίου 1967), όταν ο Στόλος εξήλθε στο Αιγαίο.
Αμέσως μετά, στελέχη του Ναυτικού της τάξεως του 1940, όπως οι Πλωτάρχες Παππάς, Σέκερης και Μάλιαρης, άρχισαν να οργανώνουν ένα συνωμοτικό πυρήνα εντός του στρατεύματος, με στόχο την ανατροπή της Δικτατορίας. Από τις αρχές του 1969 ο μικρός πυρήνας των στελεχών αυτών άρχισε να μεγαλώνει, με τη συστηματική μύηση αξιωματικών στο κίνημα τα οποία έδιδαν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την ανατροπή της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια: από την απαγωγή του Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της άσκησης του Στόλου με την επωνυμία «Θρίαμβος» (Αύγουστος 1969), μέχρι την κατάληψη της Κρήτης, της Μήλου και άλλων νησιών και το σχηματισμό εκεί κυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την επάνοδο και του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1969). Στην πράξη, όμως, τα σχέδια αυτά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Τρία χρόνια αργότερα, ο κύκλος των κινηματιών είχε μεγαλώσει, ενώ επίλεκτα μέλη της είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στην Ιεραρχία του Ναυτικού. Οι Παππάς, Παπαδόγκωνας, Μάλλιαρης, Γκιόγκεζας, Κουσουρής κ.ά. ήταν όλοι τους διοικητές σε μεγάλα αντιτορπιλικά, έχοντας μυήσει και ανώτερα στελέχη κάθε πλοίου, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πάρουν τα πλοία και να εξεγερθούν κατά της χούντας. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί και αξιωματικοί από τον Στρατό και την Αεροπορία, πολίτες μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και απόστρατοι αξιωματικοί, όπως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που θα προμήθευε με καύσιμα τους κινηματίες από την οικογενειακή επιχείρηση.
Μετά την εξέγερση της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973, οι κινηματίες πήραν το λαϊκό μήνυμα και αποφάσισαν να δράσουν. Την απόφασή τους αυτή την κοινοποίησαν στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μέσω αυτού στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους. Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία αφού καταλάμβαναν θα τοποθετούσαν διοικητή τον απόστρατο ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, που ήταν μυημένος στο Κίνημα. Μόλις επικρατούσαν, θα καλούσαν πολιτικούς όλων των κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
Η ημερομηνία για την εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε η 22α Μαΐου, όταν στο Αιγαίο θα έπλεε μοίρα Νατοϊκών πλοίων, παρά τις αντιρρήσεις των Παππά, Σέκερη και Παπαθανασίου, που προτιμούσαν την 18η Μαΐου, όταν τρία αντιτορπιλικά θα απέπλεαν σε προγραμματισμένες ασκήσεις με σχεδόν όλη τη δύναμη των Πεζοναυτών. Πρότειναν να κυκλώσουν με τα αντιτορπιλικά τους τα πλοία με τους πεζοναύτες και είτε να τους πάρουν με το μέρος τους, είτε να τους χρησιμοποιήσουν ως ομήρους για να εκβιάσουν τη Χούντα. Η πρότασή τους δεν έγινε αποδεκτή.
Την παραμονή της εκδήλωσης του κινήματος, οι μυημένοι αξιωματικοί υποψιάστηκαν ότι το σχέδιό τους έγινε αντιληπτό από τη Χούντα και αποφάσισαν την αναβολή του. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή περικύκλωσαν τον Ναύσταθμο, ενώ από το πρωί της 23ης Μαΐου αρχίζουν οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι βασανισμοί. Η έλλειψη ενός ηγέτη στο Κίνημα ήταν εμφανής, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με ομάδα στρατιωτικών.
Η Χούντα με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», αποκρύβοντας το μέγεθος του κινήματος, που το γνώριζε πολύ καλά. Σε ηρωική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού αναδείχτηκε ο απόστρατος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος βασανίστηκε απάνθρωπα στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για 47 ημέρες και έμεινε ανάπηρος.
Στις 25 Μαΐου 1973, το πολεμικό πλοίο «Βέλος», με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, έναν από τους πρωτεργάτες του κινήματος, αποχώρησε από την άσκηση του ΝΑΤΟ, που διεξαγόταν στα ανοικτά της Σαρδηνίας και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου κυβερνήτης και πλήρωμα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, ρίχνοντας με αυτό τον τρόπο την αυλαία του Κινήματος του Ναυτικού. Η ενέργειά του αυτή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και κατέδειξε ότι η αντίθεση στη Δικτατορία ήταν μεγάλη και μέσα στο στράτευμα.
Το σύνολο των συλληφθέντων στο Κίνημα του Ναυτικού ήταν 79 άτομα. Από αυτούς, οι 63 ήταν του Ναυτικού (60 εν ενεργεία και τρεις απόστρατοι), πέντε του Στρατού (τρεις απόστρατοι και δύο εν ενεργεία), πέντε της Αεροπορίας (εν ενεργεία) και έξι ιδιώτες. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι έως τις 27 Αυγούστου 1973 και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, αφού έλαβαν αμνηστία. Δεν συνέφερε τη Χούντα να αντιπαρατεθεί με έναν ολόκληρο Κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Το Κίνημα του Ναυτικού μπορεί να απέτυχε οργανωτικά, αλλά πέτυχε πολιτικά. Διότι έκανε φανερό ότι το καθεστώς των Απριλιανών κλονίζεται στη βάση του, που ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Το καθεστώς Παπαδόπουλου προσπάθησε στη συνέχεια να δείξει ένα «φιλελεύθερο» πρόσωπο, αλλά μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανετράπη από τους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς του Ιωαννίδη.
Από: www.sansimera.gr
De Siris
Η πρώτη προβολή...
«Ζ»
Πολιτικό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, παραγωγής 1969 και διάρκειας 127 λεπτών. Είναι βασισμένο στη ομώνυμη νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στην ταραγμένη δεκαετία του '60 για την Ελλάδα. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία δείγματα του πολιτικού κινηματογράφου.
Το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε το 1966 με τίτλο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (εκδόσεις Λιβάνη). Το «Ζ» του τίτλου παραπέμπει στο σύνθημα «Ζει», που φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που συνόδευσαν τον Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία τον Μάιο του 1963. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, βρέθηκε να διαβάζει το βιβλίο του Βασιλικού στο ταξίδι της επιστροφής του στο Παρίσι από την Αθήνα, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όταν οι δικτάτορες είχαν πλέον αλυσοδέσει τη χώρα, ως ελάχιστη συνεισφορά στη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης.
Απευθύνθηκε στον ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και μαζί ετοίμασαν το σενάριο, χωρίς να έχουν χρήματα. Παραγωγός δεν βρισκόταν στον ορίζοντα, το ποσό που διέθετε το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου ήταν μικρό και η ταινία κινδύνευε να μην υλοποιηθεί. Ως από μηχανής θεός, ο ηθοποιός Zακ Περέν τού πρότεινε να γυριστεί η ταινία στην Αλγερία. Εκεί είχε πάρα πολλούς φίλους που μπορούσαν να συμμετάσχουν στην παραγωγή. Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν στο Αλγέρι, με τη συμμετοχή γνωστών και σπουδαίων ηθοποιών, όπως ο Υβ Μοντάν, η Ειρήνη Παπά, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, ο Φρανσουά Περιέ και ο Ρενάτο Σαλβατόρι.
Περιπετειώδης ήταν και η μουσική επένδυση της ταινίας. Ο Γαβράς τηλεφώνησε στον Μίκη Θεοδωράκη, που βρισκόταν εξόριστος στη Ζάτουνα Αρκαδίας, για να του ζητήσει να γράψει τη μουσική. Ο συνθέτης δέχθηκε, αλλά ζήτησε πρώτα να διαβάσει το σενάριο της ταινίας. Η Χούντα, όμως, δεν του επέτρεπε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και οι διάφοροι τρόποι που μηχανεύτηκαν οι άνθρωποι της παραγωγής για να τον συναντήσουν δεν έφερε αποτέλεσμα. Προ του αδιεξόδου, ο Θεοδωράκης τους είπε να επιλέξουν αυτοί από τους δίσκους του ποια τραγούδια του ταιριάζουν στο ύφος της ταινίας. Ο μαέστρος Μπερνάρ Ζεράρ και ο Κώστας Γαβράς ανέλαβαν το δύσκολο έργο.
Ο τόπος της δράσης της ταινίας δεν αναφέρεται ρητά, αλλά σαφώς υπονοείται η Ελλάδα και από την εξέλιξη της ιστορίας η υπόθεση Λαμπράκη. Είναι παρόντες ο Λαμπράκης (Υβ Μοντάν) και ο ανακριτής Σαρτζετάκης (Ζαν Λουί Τρεντινιάν). Άλλωστε, ο σκηνοθέτης δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί αυτού. Στους τίτλους της αρχής διαβάζουμε: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη».
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε έναν επιστήμονα, που έχει προγραμματίσει να κάνει μια ομιλία κατά της χρήσης της ατομικής βόμβας. Καθώς φτάνει έξω από την αίθουσα στην οποία πρόκειται να μιλήσει, δέχεται την επίθεση μιας ομάδας ακροδεξιών εξτρεμιστών που συνδέονται πολιτικά με την κυβέρνηση, ενώ η αστυνομία που είναι παρούσα δεν παρεμβαίνει. Συνέρχεται από το ισχυρό χτύπημα και κάνει την ομιλία, αργότερα όμως πεθαίνει από τα τραύματά του. Ένας δημοσιογράφος βρίσκει ένα μάρτυρα κι ένα δικαστή που είναι πρόθυμος να τον ακούσει, παρά τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης. Στη δίκη που ακολουθεί αποκαλύπτεται μια κυβερνητική συνωμοσία, αλλά τα πάντα ανατρέπονται, όταν στην εξουσία ανεβαίνει νέα κυβέρνηση, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο οδηγεί στην αδιαλλαξία και την απαγόρευση των μακριών μαλλιών, των Beatles και των εκδηλώσεων υπέρ της ειρήνης.
Η ταινία βγήκε στους γαλλικούς κινηματογράφους στις 26 Φεβρουαρίου 1969, αλλά γνώρισε τη διεθνή καταξίωση μετά την προβολή της στο φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Δημιούργησε αίσθηση και τιμήθηκε με τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και των κριτικών (FIPRESCI) για τον Κώστα Γαβρά. Η φήμη της πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τον επόμενο χρόνο ήρθε η σειρά των Όσκαρ. Η ταινία εκπροσώπησε την Αλγερία (χώρα των παραγωγών της ταινίας) και απέσπασε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το Όσκαρ για το μοντάζ της (Φρανσουάζ Μπολό), που αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα της ατού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας.
Το «Ζ» άρεσε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, επειδή δεν ταυτίστηκε με μία χώρα και είχε παγκόσμιο χαρακτήρα. Πολλοί θεατές είχαν να θυμηθούν μια ανάλογη ιστορία κρατικής αυθαιρεσίας στη δική τους πατρίδα, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή. Βασική αρετή του έργου είναι το μπόλιασμα της πολιτικής στόχευσης με τις χολιγουντιανές τεχνικές των ταινιών δράσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό θρίλερ «που συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος να αισθάνεστε δεμένοι σε κόμπο», όπως έγραψε μία γαλλίδα κριτικός.
Από: www.sansimera.gr
De Siris
Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010
Αδελφοί Γκριμ
Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ
Οι αδελφοί Γκριμ γεννήθηκαν σ' ένα μικρό χωριό της Γερμανίας, ο Γιάκομπ στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και ο Βίλχεμ στις 24 Φεβρουαρίου του 1786. Και οι δύο σπούδασαν νομικά, όπως και ο πατέρας τους, ενώ από μικρή ηλικία έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τις γερμανικές λαϊκές αφηγήσεις και παραδόσεις.
Συνέλεγαν παραδοσιακές ιστορίες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί όσο πιο πιστά μπορούσαν την τεχνική και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι αφηγητές. Από αυτές εμπνεύστηκαν για να γράψουν περισσότερα από 200 παραμύθια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως «Παραμύθια Γκριμ». Μεταφράστηκαν σε 160 γλώσσες και αγαπήθηκαν από τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανάμεσά τους, «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Σταχτοπούτα», «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, «Η ωραία κοιμωμένη», «Χάνσελ και Γκρέτελ», «Ραπουντζέλ».
Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη «Γερμανική Γραμματική», ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως «Νόμος του Γκριμ», που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική.
Το 1829 τα δύο αδέλφια έγιναν βιβλιοθηκάριοι και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Gottingen. Την ίδια χρονιά, ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις «Γερμανικές Μυθολογίες», με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.
Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.
Από: www.sansimera.gr
De Siris
Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010
Αγία Σοφία
Ο ναός της του Θεού Σοφίας
Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες.
Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν ονόμασε τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν το 346.
Κατά την εποχή του Αρκαδίου, το 404, η πρώτη Αγιά Σοφιά πυρπολείται και θα κτισθεί εκ νέου από τον Θεοδόσιο Β'. Θα πυρποληθεί όμως και πάλι το 532, κατά τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρο ο Μιλήσιος.
Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ). Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών».
Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.
Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε τζαμί και με την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ μετατράπηκε σε μουσείο.
Από: www.sansimera.gr
De Siris
Μαρίκα Νίνου
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010
Κατίνα Παξινού
Η ταινία και η συνάντηση με τον θείο Όσκαρ.
Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ, ενώ παράλληλα ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει πολύ σύντομα τη διεθνή αναγνώριση. Όταν λοιπόν ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Παξινού θα εγκλωβιστεί στο Λονδίνο, όπου ήδη έπαιζε στο αγγλικό θέατρο με ιδιαίτερη επιτυχία/Ηταν αδύνατο να επιστρέψει στην Ελλάδα, και τελικά, ταξιδεύοντας με αντιτορπιλικό (!), βρέθηκε στην Αμερική, στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Εκεί, κάποιος από την εταιρεία παραγωγής Paramount πρόσεξε σε κάποια παράσταση στη Νέα Υόρκη και της έδωσε το Β' γυναικείο ρόλο στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα, του Σαμ Γουντ, σε σενάριο Χέμινγουεϊ. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο της έδωσε με τη σειρά του μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σύμφωνα με τα όσα η ίδια αφηγήθηκε στον εγγονό της, το γνωστό ηθοποιό Αλέξανδρο Αντωνόπου¬λο, την ημέρα της απονομής βρισκόταν από νωρίς στην αίθουσα, καθισμένη δίπλα στον πρωταγωνιστή της ταινίας Γκάρι Κούπερ. «Όμως από την ταραχή μου δεν άκουσα το όνομα μου. Χρειάστηκε να μου το πει εκείνος: "Μα, εσένα λένε" μου ψιθύρισε, σπρώχνοντας με στη σκηνή». Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Ανεβαίνοντας στη σκηνή και παίρνοντας το αγαλματίδιο στα χέρια της, το αφιέρωσε στους Έλληνες συναδέλφους της, που τότε, λόγω του πολέμου, αγωνίζονταν πίσω στην πατρίδα. Δεν ήξερε καν αν ήταν ζωντανοί! Το πρώτο «ελληνικό» Όσκαρ έφερε πάνω του χαραγμένο το ονοματεπώνυμο: Katina Paxinou. Ας μην ξεχνάμε ότι η Παξινού παραμένει μέχρι σήμερα η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός που έχει πάρει 'Οσκαρ... Σχετικά με τη ζωή της στο Χόλυγουντ και σύμφωνα με τα όσα είχε αφηγηθεί στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Λυμπερόπουλο, φέρεται να είπε: «Όταν ζούσα στο Χόλιγουντ, κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος είναι σαν την εκκλησία, με τους πριμάτους και τις πριμαντόνες, που με τις χρυσοποίκιλτες αμφιέσεις μαγεύουν ή αποβλακώνουν τους θεατές-ποίμνιο... Μπροστά στις κάμερες, αλλά και πίσω τους, υπάρχουν καλοί και κακοί επαγγελματίες, αλλά κυρίως τα πάντα κινούν άπληστοι στο δολάριο παραγωγοί».
Το 1949 -πέντε χρόνια μετά τη βράβευση της για το ρόλο της Πιλάρ- τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπίαριτς, για την ερμηνεία της στην ταινία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. «Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας» είχε πει ο πατέρας της αμερικά¬νικης δραματουργίας Ευγένιος Ο' Νιλ για την Κατίνα Παξινού «ν' ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα». Εκείνη θα επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα το 1952, όπου και θα αρχίσει ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί Ίψεν και Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον σκηνικό ενδιαφέρον τις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων.
Έλαβε αδιάλειπτα μέρος στα διάφορα φεστιβάλ της δεκαετίας του '50 με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο/Όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγάπη της για τον κινηματογράφο. Έπαιξε στις ταινίες Ο κύριος Αρκάντιντου 'Ορσον Γουέλς και Ο Ρόκος και τα αδέλφια τούτου Λουκίνο Βισκό-ντι (1960) πλάι στο νεαρό τότε γόη του ευρωπαϊκού σινεμά Αλεν Ντελόν, αλλά και στο συμπατριώτη της ηθοποιό Σπύρο Φωκά. Το 1968, μετά τη σημαντικότατη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν δικό τους θίασο που περιοδεύει στο Θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο Διά¬να της οδού Ιπποκράτους στην Αθήνα. Την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει στο Θέατρο Πάνθεον την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, στην παράσταση Μά¬να Κουράγιο, του Μπρεχτ. Η αεικίνητη χορογράφος Μαρία Χορς έχει εδώ μια προσωπική μαρτυρία να αφηγηθεί από τη μακρόχρονη συνεργασία μαζί της, την εποχή που ήταν άρρωστη, στο επί σκηνής κύκνειο άσμα της. «Μόλις τελείωσε την παράσταση Μάνα Κουράγιο και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε με το βλέμμα της ανάμεσα στους συντελεστές τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε του είπε: "Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα"». Ο τελευταίος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία Το νησί της Αφροδίτης, πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στο θέατρο, το 1969.
Ο άνθρωπος
Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, επιδόθηκε σε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή το 1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιξαμπέλλα Ντ' Εστέ». Πέρα όμως από τα παράσημα, τις διακρίσεις, τα βραβεία, τα χειροκροτήματα, τα δύσκολα «εύγε» και «μπράβο», η Παξινού υπήρξε ένας άνθρωπος απλός. Το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, οι σταθερές ασχολίες της. Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ερωτήματα ρουτίνας του τύπου «τι θα φάμε;», «πόσους θα καλέσουμε απόψε;», «πριν ή μετά την παράσταση;» γέμιζαν το υπόλοιπο της μέρας της όταν δεν έκανε πρόβες ή δεν έδινε τον καλύτερο της εαυτό στους απαιτητικούς ρόλους με τους οποίους καταπιανόταν και έφερνε πάντα επάξια στο επίπεδο που το όνομα και η τελειομανία της απαιτούσαν. Όπως γράφει ο σύντροφος της ζωής και της τέχνης της -άλλη εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου μας- Αλέξης Μινωτής: «Η αμεσότητα ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτε το Θεωρητικό/Ήταν παντού ολόκληρη, ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους... Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανέβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυΐα, που ίσχυε όχι μόνο
Στην τέχνη, μα και στη ζωή...»
Του Δημήτρη Φοινίτση
De Siris
Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης
Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης
Προσκοπική και Οδηγική εκδήλωση. Γιορτάζεται κάθε χρόνο από το 1926 στις 22 Φεβρουαρίου, σε ανάμνηση της γέννησης του ιδρυτή του Προσκοπισμού Λόρδου Μπέϊντεν - Πάουελ (22/2/1857).
Την ημέρα αυτή οι Πρόσκοποι και οι Οδηγοί συλλογίζονται για τις αξίες των οργανώσεών τους, αποστέλλουν τις ευχές σε όλους όσοι ανήκουν στη μεγάλη αυτή παγκόσμια οικογένεια και πραγματοποιούν εράνους για να βοηθήσουν προσκόπους και οδηγούς σε φτωχές χώρες.
Από: www.sansimera.gr
De Siris