Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος


Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος.

Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος (κατά κόσμον Δημήτριος Κουκούζης) γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1911 και πέθανε στις 10 Απριλίου 2005, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας στην αμερικανική ήπειρο κατά τον 20ο αιώνα. Γεννημένος στην Ίμβρο της, τότε, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρέθηκε από νωρίς στο θρησκευτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης σε μία περίοδο ραγδαίων αλλαγών για το Πατριαρχείο και τον ρωμαίικο πληθυσμό της νεοπαγούς Τουρκικής Δημοκρατίας.

Σύντομα αποφάσισε την έξοδό του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπηρετούσε ως Αρχιεπίσκοπος, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Η διακονία του δίπλα στον Αθηναγόρα απετέλεσε καίρια μαθητεία, η οποία καθόρισε την περαιτέρω εκκλησιαστική του σταδιοδρομία. Μία επιπλέον παράμετρος κατανόησης της προσωπικότητας του Ιακώβου είναι η πρώιμη ενασχόλησή του με το διαχριστιανικό διάλογο ως Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών στα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Η δράση του εκτός από εκκλησιαστική ήταν βαθιά πολιτική και διπλωματική. Την περίοδο της ποιμαντορίας του κατάφερε να είναι η κυρίαρχη ηγετική φυσιογνωμία του ελληνισμού των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και ο προνομιακός συνομιλητής της αμερικανικής ηγεσίας. Με αυτές του τις ιδιότητες προσπάθησε την ευνοϊκή αντιμετώπιση από πλευράς των Η.Π.Α. θεμάτων ελληνικού εθνικού ενδιαφέροντος.

Η παραίτησή του επέφερε μία σειρά καταιγιστικών εξελίξεων για την ελληνική μειονότητα της Αμερικής δημιουργώντας δυσεπίλυτα προβλήματα στις εκκλησιαστικές και διοικητικές δομές της. Ο θάνατος τον βρήκε πλήρη ημερών σε νοσοκομείο του Κονέκτικατ. Η έξοδός του από τα επίγεια χαιρετίστηκε από την αμερικανική και ελληνική πολιτική και θρησκευτική ηγεσία με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τους πρώην Προέδρους των Η.Π.Α. Μπιλ Κλίντον, Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο και Τζίμμυ Κάρτερ. Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημά της η χήρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Κορρέτα Σκοτ Κινγκ σημείωνε ενθυμούμενη την ανθρωπιστική δράση του Ιακώβου:

"Σε μία εποχή όπου πολλοί από τους εξέχοντες θρησκευτικούς ηγέτες του έθνους παρέμεναν σιωπηλοί, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος με θάρρος υποστήριξε το Κίνημά μας για την Ελευθερία και προχώρησε δίπλα στο Μ. Λ. Κίνγκ, ενώ συνέχισε να υποστηρίζει την ειρηνική κίνηση ενάντια στη φτώχεια, το ρατσισμό και τη βία σε ολόκληρη τη ζωή του."

Για να τη συμπληρώσει ο παλαιός χρονικογράφος "Του Βήματος" και "Των Νέων" Παύλος Παλαιολόγος:
"Τολμηρός, θεληματικός, με πολλή φαντασία, πρωτοποριακός σε ρυθμό που δυσκολεύονται και οι προοδευτικοί ακόμα να παρακολουθήσουν, συχνά βρίσκεται μόνος του στους δρόμους τους οποίους χαράζει. Η μοίρα των πρωτοπόρων. Διαφορετικά, δεν θα ήταν πρωτοπόρος.

Πρώιμη περίοδος

Ο Δημήτριος Κουκούζης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1911 στους Αγίους Θεοδώρους της Ίμβρου και ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά του Αθανάσιου και της Μαρίας Κουκούζη. Αφού, αρχικά, φοίτησε στην αστική σχολή της κοινότητας των Αγίων Θεοδώρων και το ελληνικό ημιγυμνάσιο Παναγίας, το 1927, σε ηλικία 15 ετών, εγγράφηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, την οποία διηύθηνε, ως σχολάρχης, ο τότε Μητροπολίτης Γέρων Δέρκων Ιωακείμ Πελεκάνος. Απεφοίτησε αριστούχος τον Ιούλιο του 1934 υποβάλλοντας εναίσιμη διατριβή με τίτλο «Περί Ουνίας».

Το πέρας των σπουδών του στη Χάλκη τον βρήκε αναποφάσιστο σχετικά με την περαιτέρω επαγγελματική του πορεία και για μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε λαϊκός ιεροκήρυκας και κατηχητής στη γενέτειρά του. Ο ίδιος διηγούνταν, αργότερα, ότι επηρεάστηκε να ακολουθήσει την ιερατική οδό από ένα όνειρο[4]. Σε αυτή του την απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση της μητέρας του, η οποία, προερχόμενη από λευιτική οικογένεια, θεωρούσε ότι η οικογένειά της είχε ήδη προσφέρει αρκετά μέλη στην εκκλησία. Παρά τούτο ο Δημήτριος αποδέχθηκε την πρόταση του παλαιού σχολάρχη του και χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου Θεραπείων την 25η Νοεμβρίου 1934 λαμβάνοντας το όνομα Ιάκωβος προς τιμήν του ευεργέτη του, Μητροπολίτη Ίμβρου Ιακώβου Παπαπαϊσίου.

Στην Ι. Μητρόπολη Δέρκων υπηρέτησε για μία τετραετία ως Αρχιδιάκονος και Ιεροκήρυκας, αλλά επιθυμία του ήταν η έξοδός του από την Τουρκία λόγω της πολιτικής που ακολουθούσε η χώρα έναντι της ρωμαίικης μειονότητας. Το 1939 έλαβε πρόσκληση από τον, τότε, Αρχιεπίσκοπο Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρα να μεταβεί στις Η.Π.Α. αναλαμβάνοντας τη θέση του Αρχιδιακόνου. Η εκδημία του στην Αμερική έγινε το ίδιο έτος και παράλληλα με τα καθήκοντα του Αρχιδιακόνου ανέλαβε θέση διδάσκοντος στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού με αντικείμενο την Καινή Διαθήκη και την Ομιλητική, ενώ διετέλεσε βοηθός Κοσμήτορα έως το 1942 και για σύντομο χρονικό διάστημα διευθυντής της Σχολής.

Στις 16 Ιουνίου 1940, ανήμερα της εορτής της Αγίας Τριάδος, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον ομώνυμο Ναό του Λόουελ της Μασαχουσέτης από τον Κοσμήτορα της Σχολής του Τιμίου Σταυρού, Επίσκοπο Βοστώνης Αθηναγόρα Καββάδα και τοποθετήθηκε εφημέριος στον Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Το 1941 διορίστηκε ιεροκήρυκας στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος, Νέας Υόρκης και το επόμενο έτος εφημέριος στον Ι. Ναό Αγίου Νικολάου του Σαιντ Λούις. 
Η οριστική εφημεριακή του θέση ήταν αυτή του προϊσταμένου του Καθεδρικού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Βοστώνη, όπου παρέμεινε έως το 1954. Το 1950 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα. Παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα απέκτησε τίτλο S.T.N., "Master of Sacred Theology Degree" από τη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.

Η θητεία στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών

Μετά την εκλογή του Αθηναγόρα στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Ιάκωβος εξελέγη Μητροπολίτης Μιλήτου και σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Η εκλογή, όμως, δεν έγινε αποδεκτή από τον ίδιο και αιτιολογώντας την άρνησή του προέτεινε τη δυσθυμία επιστροφής του στην Τουρκία. Το γεγονός αυτό κόστισε την παύση επικοινωνίας του με τον Πατριάρχη για μία τριετία. Στις 17 Δεκεμβρίου 1954 με εισήγηση του Πατριάρχη Αθηναγόρα προς την Ιερά Σύνοδο εξελέγη Επίσκοπος Μελίτης και διορίστηκε πρώτος μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Η χειροτονία του τελέστηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1955 στον Πατριαρχικό Ναό Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι προεξάρχοντος του από Ίμβρου Μητροπολίτη Δέρκων, Ιακώβου.

Από το πρώτο διάστημα της ανάληψης των καθηκόντων του επιδόθηκε σε επαφές και ενέργειες, οι οποίες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέστησαν δυναμική την παρουσία του στο Συμβούλιο, ώστε να επηρεάζει σοβαρά τη Γενική Γραμματεία και τα εκτελεστικά όργανά του στις αποφάσεις τους και να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις Ορθοδόξων και Π.Σ.Ε., ιδιαίτερα στο θέμα της συμμετοχής όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως Εκκλησιών-μελών σε αυτό.

Η τετραετής υπηρεσία του στο Π.Σ.Ε., ως Μονίμου Αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στάθηκε ιδιαίτερα σημαντική τόσο στην ιστορία του Συμβουλίου κατά την πρώτη δεκαετία των δραστηριοτήτων του και της εδραίωσής του στο διαχριστιανικό κόσμο, ως κέντρου της Οικουμενικής Κίνησης, όσο και στην ιστορία του Πατριαρχικού Γραφείου. Μαζί με τους Wiplliam Adolf VisserT Hooft και Francis House απέβη μία από τις τρεις προσωπικότητες που σφράγισαν τη ζωή των κεντρικών γραφείων του Π.Σ.Ε. στο τέλος της δεκαετίας του ‘50. Επιπλέον υπήρξε μέλος εκκλησιαστικών αποστολών σε Ρουμανία (1955), Νέα Ζηλανδία, Ινδία, Αιθιοπία, Ισραήλ, Ιορδανία, Λίβανο, Συρία, Φινλανδία (1956), Ρωσία, Ολλανδία και Αγγλία (1958). Για τη συνολική προσφορά του στο πλαίσιο δράσης του Π.Σ.Ε. τιμήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1995 σε εκδήλωση, που διοργανώθηκε στην Ατλάντα.

Η εκλογή του στην Αρχιεπισκοπή

Η χηρεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Αμερικής με το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μιχαήλ το 1958 δημιούργησε μία αλυσιδωτή πορεία αντιδράσεων, οι οποίες οδήγησαν τον Ιάκωβο στη θέση του Οιακοστρόφου της ελληνορθόδοξης κοινότητας της αμερικανικής ηπείρου.
Επιθυμία της πλειονοψηφίας των μελών της Πατριαρχικής Συνόδου ήταν η πλήρωση της έδρας από τον, τότε, Μητροπολίτη Ίμβρου Μελίτωνα Χατζή, παλαιού μέλους της Πατριαρχικής Αυλής και εξέχουσας φυσιογνωμίας της εκκλησιαστικής διπλωματίας. Η θέλησή τους, όμως, δε συμβάδιζε με τις θέσεις του Πατριάρχη και της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι σε επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη με ημερομηνία 8 Αυγούστου του 1958 ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμαινε:

"Εξ ετέρου, όμως, δεδομένου ότι ομού μετά των θρησκευτικών καθηκόντων, άτινα θα κληθή να εκπληρώσει ο εκλεγεισόμενος αρχιεπίσκοπος, εύρηνται συνυφασμένα ιδιάζοντα εθνικά συμφέροντα αφορώντα τον εν Αμερική Ελληνισμόν, ας μοι επιτραπή να διατυπώσω την ευχήν όπως η Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης, κατά την επιλογήν Αυτής μεταξύ των ικανοτέρων Ιεραρχών της Μητρός Εκκλησίας, ευαρεστηθή και λάβη υπ' όψιν της την υποψηφιότητα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μελίτης κυρίου Ιακώβου, ούτινος αι ικανότητες, το ήθος και ο εθνικός παλμός τυγχάνουν της πλήρους εκτιμήσεως και απολύτου εμπιστοσύνης της Β. Κυβερνήσεως."

Η επιστολή του Πρωθυπουργού βοήθησε τον Πατριάρχη να προωθήσει τη λύση Ιακώβου. Αλλά η κίνηση αυτή δε βρήκε σύμφωνα επτά μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου, τα οποία ο Πατριάρχης απέλυσε δι’ ειδικών πιττακίων από συνοδικούς και, ακολούθως, συγκάλεσε πενταμελή σύνοδο για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας.

Τελικά στις 14 Φεβρουαρίου 1959 ο Ιάκωβος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και κλήθηκε προκειμένου να εκφωνήσει το Μέγα Μήνυμα, ήτοι την αποδοχή της εκλογής του.

Ποιμαντορική δράση στην Αμερική

Η ομογενειακή δράση

Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 1959 στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στη Νέα Υόρκη. Η σύμπτωση της αρχιεπισκοπίας Ιακώβου με τη μεγάλη αύξηση του ελληνικού πληθυσμού των Η.Π.Α. έθεσε νέες ποιμαντικές προτεραιότητες και προώθησε δυναμικές και ριζοσπαστικές λύσεις σε νεοπαγείς ανάγκες και χρονίζοντα προβλήματα.

Ο Ιάκωβος θεσμοθέτησε τις ανά διετία Κληρικολαϊκές συνελεύσεις, σημαντικό όργανο συζήτησης και επίλυσης των ομογενειακών προβλημάτων. Αναβάθμισε το ρόλο του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου και της Εθνικής Φιλοπτώχου και εισήγαγε νέες δομές στην Αρχιεπισκοπή, με τμήματα Νεολαίας, Εκπαίδευσης, Κατηχητικής Παιδείας, Επικοινωνιών, Ιεραποστολής κ.α. Παράλληλα φρόντισε για την εδραίωση και επέκταση ιδρυμάτων όπως ο Οίκος Ευγηρίας Αγίου Μιχαήλ στο Γιόνκερς. Μετέτρεψε την εφημερίδα «Ορθόδοξος Παρατηρητής» σε δεκαπενθήμερο δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής και επί των ημερών του έφτασε να αριθμεί 200.000 συνδρομητές. Ίδρυσε την οργάνωση «Ηγεσία των 100» (Leadership 100) ως αποθεματικό ταμείο με σκοπό τη στήριξη των προγραμμάτων της Αρχιεπισκοπής και των ιδρυμάτων της και προώθησε την ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων, τις οποίες θεωρούσε κέντρο της ομογενειακής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων της Αμερικής.

Στον εκπαιδευτικό τομέα με πρόνοια του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού έγινε Ίδρυμα πλήρως αναγνωρισμένο από την Ένωση Θεολογικών Σχολών Η.Π.Α. και Καναδά. Επιπλέον πέτυχε να αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος η θεολογική αυτή σχολή ως ισότιμη των θεολογικών σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και της αντίστοιχης σχολής της Χάλκης. Ακόμη, συνέλαβε και υλοποίησε την ιδέα για τη δημιουργία του Ελληνικού Κολεγίου, κέντρου ελληνικών σπουδών συνδεδεμένου με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού.
Στην προσπάθειά του για τη μεταρρύθμιση της ομογενειακής παιδείας το 1973 προώθησε, μέσω του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου, την ένωση της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου με το Ελληνικό Κολέγιο. Η κίνηση αυτή, όμως, δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, την ενδυνάμωση δηλαδή του κύρους της Ακαδημίας με αναβαθμισμένο πρόγραμμα σπουδών και την παροχή πανεπιστημιακού διπλώματος. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος παραδέχθηκε αργότερα ότι δεν επετεύχθησαν οι στόχοι που είχε θέσει.

Μία από τις προτεραιότητες στη δράση του Ιακώβου στάθηκε η κατηχητική παιδεία των ελληνικών πληθυσμών πρώτης και δεύτερης γενιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αναδιοργάνωσε με τη βοήθεια του πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Νικοζήση το Τμήμα Κατηχητικής Παιδείας. Χρησιμοποιώντας μία επιτροπή ειδικών θεολόγων και δασκάλων κατάφερε να το καταστήσει ένα από τα εναργέστερα τμήματα της Αρχιεπισκοπής.

Ως κορυφαία προσφορά του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου στην ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής διακρίνεται ο Καταστατικός Χάρτης του 1978. Η εκπόνηση του νέου Καταστατικού Χάρτη είχε ως σκοπό τη διοικητική αποκέντρωση με την απόδοση στους επισκόπους περισσότερων αρμοδιοτήτων ενώ ο Αρχιεπίσκοπος διατηρούσε την ευθύνη να παρακολουθεί, να συντονίζει και να κατευθύνει τη λειτουργία του εκκλησιαστικού θεσμού.

Η χρήση της αγγλικής γλώσσας στη λατρεία

Μία από τις πλέον κρίσιμες αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου ήταν η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στη λειτουργική ζωή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής. Αρχή αυτής της πρωτοβουλίας αποτέλεσε η έκθεση των απόψεων του Αρχιεπισκόπου για το θέμα στην 20η Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Νέας Υόρκης το 1970. Σκοπός της χρήσης της αγγλικής στη Θεία Λειτουργία ήταν η πρόσληψη των κειμένων από τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που δεν κατανοούσαν την κοινή ελληνιστική διάλεκτο στην οποία ήταν γραμμένα. Στην ίδια Συνέλευση και σε συνάρτηση με το γλωσσικό ζήτημα τέθηκε το θέμα της ενίσχυσης του καθεστώτος αυτονομίας της Αρχιεπισκοπής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Οι καινοτόμες αυτές προτάσεις προκάλεσαν την έντονη αντίδραση ομογενειακών και ελλαδικών παραγόντων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Ιάκωβο για προσπάθεια «αφελληνισμού» της ομογένειας. Υπήρξαν φωνές που αιτούνταν, ακόμη, και την παύση του Αρχιεπίσκοπου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως μία επιπλέον παράμετρος της πρότασης για τη λειτουργική χρήση της αγγλικής ήταν η ανάγκη προσέγγισης των άλλων ορθοδόξων διοικήσεων των Η.Π.Α., οι οποίες ήδη χρησιμοποιούσαν την τοπική γλώσσα στις τελετές τους. Η προσέγγιση αποσκοπούσε στην ενίσχυση της εκπεφρασμένης διάθεσης για τη δημιουργία κοινού εκκλησιαστικού κέντρου των Ορθοδόξων στις Η.Π.Α.

Τελικά η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία υπερψηφίστηκε από την Κληρικολαϊκή Συνέλευση με τη δικλείδα του να επιλέγει η κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα τη γλώσσα στην οποία επιθυμούσε να τελεί τη λατρεία της.

Διαχριστιανικές και διορθόδοξες πρωτοβουλίες

Ένα μήνα μετά την εκλογή του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συναντήθηκε, επίσημα, με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στη Ρώμη, γενόμενος έτσι ο πρώτος Ορθόδοξος Ιεράρχης που έπειτα από τρεις και πλέον αιώνες συνομίλησε με τον αρχηγό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτή η συνάντηση σηματοδότησε ένα κύκλο επαφών μεταξύ του Βατικανού και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος οδήγησε στην ιστορική συνάντηση του 1964 μεταξύ των Προκαθημένων παλαιάς και νέας Ρώμης και, συνακόλουθα, στην άρση των αναθεμάτων. Σε όλη αυτή την πορεία ο Ιάκωβος στάθηκε ο "ιθύνων νους" της σύγκλισης και ο βασικός συνομιλητής από πλευράς του Οικουμενικού Θρόνου.

Ο διαχριστιανικός διάλογος ήταν μία από τις βασικές επιδιώξεις του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου. Στα πλαίσια και ως κεντρική μορφή αυτού διετέλεσε για εννέα χρόνια (1959-1968) συμπρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ – WCC) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών (NCC) για μία τριετία (1967-1969). Εκτός, όμως, από το διαχριστιανικό επεδίωξε και το διάλογο μεταξύ Χριστιανών και Ιουδαίων. Η δράση του σε αυτό τον τομέα τον έφερε στις τάξεις της Εθνικής Συνδιάσκεψης Χριστιανών και Ιουδαίων (NCCJ), από την οποία τιμήθηκε το 1965 με το "Χρυσό Μετάλλιο Γενναίας Ηγεσίας" και το 1969 με το "Βραβείο Θρησκευτικού Ηγέτη". Επίσης, του αποδόθηκε η βράβευση του "Κληρικού του Έτους" (1970) από τον οργανισμό Θρησκευτική Κληρονομιά της Αμερικής (RHA) και δύο φορές (1971, 1981) από το Συμβούλιο Εκκλησιών της πόλεως της Νέας Υόρκης (CCCNY).

Τρίτος άξονας στις προσπάθειες του Ιακώβου για την ομαλοποίηση και κατανόηση μεταξύ των θρησκειών, ομολογιών και εκκλησιαστικών διοικήσεων υπήρξε η προσπάθειά του για τον ορισμό ενός ενιαίου κέντρου μεταξύ των ορθοδόξων επισκόπων όλων των κανονικών διοικήσεων της Αμερικής. Όντας Αρχιεπίσκοπος της μεγαλύτερης και καλύτερα οργανωμένης Αρχιεπισκοπικής Εκκλησίας στην Αμερική κλήθηκε να ανταποκριθεί σε κρίσεις και προβλήματα της Αρχιεπισκοπής του και άλλων Ορθοδόξων δικαιοδοσιών, που βρίσκονταν σε σχίσμα ή υπό αντιθρησκευτικό καθεστώς. Τα προβλήματα των Ουκρανών Ορθοδόξων στο Νέο Κόσμο, η κανονικότητα ορισμένων επισκόπων, οι μεταξύ τους διαιρέσεις καθώς και η πρωτοβουλία της Ρωσικής Εκκλησίας της Αμερικής (Μετροπόλια) να λάβει καθεστώς αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσιών, απασχόλησαν την αρχιεπισκοπική διακονία του Ιακώβου. Ως αντιπρόσωπος του πρωτόθρονου Πατριαρχείου στην Αμερική πρωτοστάτησε το 1960 στην ίδρυση της Μόνιμης Επιτροπής Κανονικών Ορθοδόξων Ιεραρχών Αμερικής (SCOBA), της οποίας παρέμεινε πρόεδρος για μία τριακονταπενταετία. Σκοπός της Συνδιάσκεψης ήταν ο στενότερος δεσμός μεταξύ των εθνικών ορθοδόξων διοικήσεων και η συμπόρευση στη διακήρυξη της ορθόδοξης μαρτυρίας.

Πολιτική και διπλωματική δράση

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος εκδήλωσε την πολιτική του δράση σε δύο βασικά πεδία. Το πρώτο είχε να κάνει με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αρχής της ισότητας και έχει αμερικανοκεντρικό χαρακτήρα. Το δεύτερο αφορά τον άτυπο διπλωματικό του ρόλο και τις πολιτικές κινήσεις, στις οποίες προέβη με στόχο την ευνοϊκή αντιμετώπιση από μέρους της αμερικανικής ηγεσίας θεμάτων ελληνικού, εθνικού ενδιαφέροντος (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Οικουμενικό Πατριαρχείο κ.α.). Εκτός, όμως, από αυτά τα δύο πεδία αναμείχθηκε σε πολιτικές διαμάχες στις Η.Π.Α. και την Ελλάδα, πρακτική που υπήρξε αμφιλεγόμενη και αμφισβητήθηκε έντονα από μερίδα του ελληνικού πολιτικού και δημοσιογραφικού χώρου.

Προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Από την αρχή της ποιμαντορίας του στην Αμερική θεώρησε χρέος του να εκδηλώσει έμπρακτα τη συμπαράστασή του στον αγώνα των Αφροαμερικανών των Η.Π.Α. για ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα με τη λευκή πλειοψηφία. Συμμετείχε ενεργά στον αγώνα του Κινήματος για την Ελευθερία, τον οποίο συντόνιζε ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, παλαιός του γνώριμος από την εποχή που και οι δύο ήταν ιεροκήρυκες στη Βοστώνη, και εξέφρασε τις θέσεις του σε συνεντεύξεις και δημόσιες ομιλίες.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1963 εξέδωσε μία ιστορική ανακοίνωση στην οποία καυτηρίαζε τη στέρηση των βασικών ανθρωπίνων, πολιτικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Στάθηκε, επίσης, ένθερμος υποστηρικτής της ψήφισης της Πράξης των Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 για την οποία δήλωσε μετά την έγκρισή της:

"Δόξα τω Υψίστω! Ίσως αυτό σημάνει την απαρχή μίας νέας εποχής για όλη την ανθρωπότητα, μιας περιόδου όπου ο Λόγος του Θεού θα χαράσσει την πορεία και θα καθοδηγεί τις ζωές μας."

Κορυφαία στιγμή της αντιρατσιστικής δράσης του Ιακώβου στάθηκε η κάθοδός του στην πορεία της Σέλμα, Αλαμπάμα, όπου περπάτησε σφίγγοντας το χέρι του Μ.Λ. Κινγκ και ηγούμενος μαζί του της πορείας. Αυτή του η εμφάνιση φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού LIFE και αποτέλεσε ένα ισχυρό μήνυμα προς την αμερικανική κοινωνία, η οποία αντίκρισε ένα λευκό θρησκευτικό ηγέτη να αγωνίζεται για τα δικαιώματα των μαύρων ενώ ταυτόχρονα έδωσε νέα προοπτική στη δράση του ελληνικού στοιχείου στις Η.Π.Α. Οι New York Times έγραψαν χαρακτηριστικά για το γεγονός:

"Το εντυπωσιακό εξώφυλλο του περιοδικού TIME, που απεικόνιζε τον Δρ. Κινγκ μαζί με τον μαυροντυμένο Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, σηματοδότησε μία νέα παρουσία των Ελληνοαμερικανών και της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στην αμερικανική ζωή."

Για το γεγονός της συμμετοχής της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας στον αγώνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο βετεράνος οικουμενιστής και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας π. John Long είχε δηλώσει ότι:

"Βοήθησε τους άλλους να δουν τους Ορθοδόξους ως Αμερικανούς. Παράλληλα έγειρε την προσοχή (των Αμερικανών) στη στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ορθοδόξων στη Σοβιετική Ένωση και την Τουρκία."

Η δυναμική του παρουσία στην κοινωνικοπολιτική σκηνή των Η.Π.Α. συνέχισε να εκδηλώνεται και σε άλλα θέματα. Εξέφρασε ενεργά την αποδοκιμασία του έναντι του πολέμου του Βιετνάμ, υποστήριξε τα δικαιώματα των Εβραίων κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης και ενθάρρυνε την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή ζητώντας, παράλληλα, την απόδοση δικαίου στους Άραβες Παλαιστινίους.

Για την ανθρωπιστική και κοινωνική του δράση ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση των Η.Π.Α., το "Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας", το οποίο του απένειμε το 1980 ο Πρόεδρος Τζίμμυ Κάρτερ. Το 1986 του απονεμήθηκε το "Μετάλλιο Τιμής του Ellis Island" για τη διακεκριμένη προσφορά του ως μετανάστη, που ενσωματώθηκε στην κοινωνία των Η.Π.Α. και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες προς αυτήν. Επιπλέον υπήρξε ισόβιο επί τιμή μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας (United States Senate Committee on Foreign Relations).

Βιβλία - Εκδόσεις

Τα άπαντα επί πανανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνικών θεμάτων, University Studio Press, Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού Καρίπειον Μέλαθρον, Θεσσαλονίκη, 2008. 

De Siris