Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ιωάννης Κωλέττης

Ιωάννης Κωλέττης

Ο Ιωάννης Κωλέττης, γεννήθηκε το 1773 ή 1774 και πέθανε στις 31 Αυγούστου 1847, ήταν Έλληνας πολιτικός την εποχή της Επανάστασης του 1821. Υπήρξε ιδρυτής του Κόμματος της Φουστανέλας ή Γαλλικού Κόμματος, όπως επικράτησε να λέγεται, και πρώτος Πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στο χωριό Συρράκο των Ιωαννίνων το 1778, όπου και φοίτησε στο τοπικό σχολείο. Υπάρχει μάλιστα η παράδοση ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περνώντας από εκεί το 1777 προφητευσε για τον μικρό Κωλέττη πως: «Το παιδί αυτό θα προκόψη, θα κυβερνήση την Ελλάδα και θα δοξασθή».

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα ασχολούμενος με το εμπόριο . Με προτροπή και οικονομική ενίσχυση του θειου του , Γεωργίου Τουρτούρη, μετέβη στην Πίζα της Ιταλίας όπου παρέμεινε 7 χρόνια σπουδάζοντας ιατρική. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με τον λόγιο κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, τον οποίο αργότερα υπερασπίστηκε σθεναρά στις εναντίον του διώξεις. Επίσης φέρεται να είναι ο συντάκτης της επαναστατικής φυλλάδας Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, πρωτοδημοσιευμένης το 1806 στην Ιταλία.[1] Γύρω στα 1810 επέστρεψε στα Ιωάννινα και ξεκίνησε την άσκηση της ιατρικής. Η καλή φήμη του οδήγησε τον γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, Μουχτάρ, να τον προσλάβει ως προσωπικό του γιατρό, εισερχόμενος έτσι στην Αυλή του Αρβανίτη ηγεμόνα.

Το 1819 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εξασφαλίζοντας με τη θέση του τη μύηση στο επαναστατικό εγχείρημα σημαντικών Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στις δυνάμεις του Αλή πασά.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, εκμεταλλευόμενος την παράλληλη ανταρσία του Αλή προς την οθωμανική Πύλη, διέφυγε, και στις 25 Ιουνίου 1821 κήρυξε μαζί με τον Ιωάννη Ράγκο την επανάσταση στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Η αποτυχία του εγχειρήματός τους οδήγησε στην καταστροφή των δύο κωμοπόλεων και στην καταφυγή του Κωλέττη στο Μεσολόγγι. Ακολούθως μετέβη στην Πελοπόννησο, αναμειγνυόμενος πλέον ενεργά στην πολιτική του Αγώνα.

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα Απομνημονεύματά του σχετικά με απόπειρα δολοφονίας κατά του Οδυσσέα Ανδρούτσου το 1822 και άλλες ραδιουργίες κατά του Ανδρούτσου την ίδια περίοδο: "Σ' αυτά όλα έφταιγε ο Κωλέττης. Από τον Αλή Πασσά - ήταν γιατρός του Μουχτάρπασια - γνώριζε τον Δυσσέα τι νου είχε, ήταν ο καλύτερος απ' όλους τους άλλους στρατιωτικούς. Δεν μπορούσε να τον παίξη αυτόν ο Κωλέττης. Κι ήθελε να τον βγάλη από τη μέση και να κάμη τους δικούς του σκοπούς. Ο Κωλέττης είναι από τους Καλαρρύτες. Όταν χαλάστηκαν οι Καλαρρύτες από τους Τούρκους πέρασε από το Γώγο κι αλλουνούς αρχηγούς της δυτικής Ελλάδος και πήρε συστατικά εις την Κυβέρνησιν ότι γνωρίζαμε αυτόν και τον κάναμε αντιπρόσωπό μας. Οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι άμαθοι και άπραγοι στα πολιτικά, τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους ξεκλησμένους ανθρώπους κι έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξή του. Μαθητής των Τούρκων και κατεξοχή του τυράγνου Αλήπασσα, τέτοια φώτα σαν εκείνου θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να 'νεργήση. Όταν κιντυνεύη η πατρίς, αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους, τους κατατρέχει αυτός και οι φίλοι του, οπούναι Αργειοπαγίτες." [Kεφάλαιον τέταρτον, σελιδα 137-138]

Πρώιμη πολιτική σταδιοδρομία

Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 μετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, κοντά στην παλαιά Επίδαυρο και ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη "Προσωρινού Πολιτεύματος", το οποίο ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822. Η Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε Πρόεδρο του Νομοτελεστικού Σώματος τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που προσέφερε στον Κωλέττη τη θέση του Μινίστρου (Υπουργού) των Εσωτερικών, ενώ για μικρό διάστημα ανέλαβε και τη θέση του Μινίστρου των Στρατιωτικών.

Μετά την εκδίωξη από το Ναύπλιο των "πολιτικών" από τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο Κωλέττης συμμετείχε στη νέα διοίκηση του Κρανιδίου υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Σε αυτή ανέλαβε τη στελέχωση στρατεύματος, το οποίο θα χρησιμοποιούταν στη διαμάχη με τους "στρατιωτικούς". Οι δυνάμεις της Διοίκησης του Κρανιδίου, επονομαζόμενες κυβερνητικές, νίκησαν εύκολα το στρατό του Κολοκοτρώνη, επιβάλλοντας την εξουσία των Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτου, Κωλέττη.

Η επικράτησή τους δυσαρέστησε τους προκρίτους της Πελοποννήσου, οι οποίοι συμμάχησαν με τον Κολοκοτρώνη, εκκινώντας νέα ανταρσία στην Πελοπόννησο. Όμως και αυτή τη φορά οι δυνάμεις των Ρουμελιωτών υπό την καθοδήγηση του Μινίστρου Κωλέττη κατέστειλαν την εξέγερση οδηγώντας στη φυλακή προσωπικότητες του Αγώνα όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Η εισβολή των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στον Μωριά, εντούτοις, ανάγκασε την κυβέρνηση να τους απελευθερώσει, αναθέτοντας στον Κολοκοτρώνη την αρχιστρατηγία.

Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε μέλος του "Πανελληνίου", του συμβουλευτικού οργάνου του Κυβερνήτη. Σύντομα ήρθε σε αντίθεση με την πολιτική του Καποδίστρια και πέρασε στην πλευρά των αντιπάλων του, αναμειγνυόμενος μάλιστα και στο κίνημα του Δημητρίου (Τσάμη) Καρατάσου το 1830. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 συγκρότησε κυβερνητική τριανδρία (Τριμελής Επιτροπή) μαζί με τους Αυγουστίνο Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Πολιτική δράση την περίοδο της Απόλυτης Μοναρχίας

Η άφιξη του Όθωνα και η εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Μέσα σε αυτό ο Κωλέττης αρχικά συνεργάστηκε και συμμετείχε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Σπυρίδωνα Τρικούπη όπως και στην ακόλουθη κυβέρνηση Μαυροκορδάτου.

Στις 31 Μαΐου του 1834 διορίστηκε Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, σχηματίζοντας την πρώτη του κυβέρνηση, της οποίας ο βίος διήρκεσε μέχρι τις 20 Μαΐου 1835, ημέρα που ανέλαβε ο αντιβασιλέας Άρμανσμπεργκ τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συντελέστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Παρά την έντονη πίεση των Γάλλων για απόδοση στον Κωλέττη της Προεδρίας της κυβέρνησης, η Αντιβασιλεία αρνήθηκε να το πράξει. Κατόπιν αυτού απεστάλη ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μία οκταετία.

Η άτυπη εξορία του Κωλέττη έληξε με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, όποτε κλήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του ανέλαβε διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Αρχικά συμμετείχε ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά (3 Οκτωβρίου 1843) και εν συνεχεία εξελέγη, με βάση τον νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, πληρεξούσιος της επονομαζόμενης "Εθνοσυνέλευσης της 3ης Σεπτεμβρίου" (8 Νοεμβρίου 1843). Στις 19 Νοεμβρίου εξελέγη μέλος του Προεδρείου της Εθνοσυνέλευσης και στις 21 Νοεμβρίου ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος.

Η στάση του Κωλέττη στην εκπόνηση του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού βασιλείου ταυτίστηκε με αυτή των Α. Μεταξά και Α. Μαυροκορδάτου που έθεταν ως σκοπό την τήρηση ισορροπιών μεταξύ των επιδιώξεων των πολιτικών δυνάμεων και των διεκδικήσεων του μονάρχη. Το φάσμα ενός επαπειλούμενου νέου εμφυλίου πολέμου καθόριζε καταλυτικά την όλη διαδικασία της εκπόνησης του συνταγματικού χάρτη.

Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στις 11 Ιανουαρίου 1844, όταν τέθηκε θέμα συνταγματικής διάκρισης βάσει του άρθρου 3 μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ο Κωλέττης εκφώνησε λόγο υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων Ελλήνων, ο οποίος προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινωνία της εποχής και οδήγησε στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης παρά την πλειονοψηφία των αυτοχθόνων πληρεξουσίων. Σε αυτή τη μνημειώδη ομιλία διαμορφώθηκε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα, η έννοια που καθόρισε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους τουλάχιστο μέχρι το 1922. Ο Κωλέττης, που θεωρείται πατέρας της Μεγάλης Ιδέας, επηρεασμένος από τη νεότητά του ακόμη από το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου (στη μνήμη του ήταν αφιερωμένη και η "Ελληνική Νομαρχία"), οραματιζόταν την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μίας χριστιανικής ηγεμονίας. Το τελικό κείμενο του Συντάγματος ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 Μαρτίου ο Όθωνας ορκίστηκε την τήρησή του.

Πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός

Συνακόλουθα με την κύρωση του Συντάγματος αποφασίστηκε η διενέργεια εκλογών και ο Όθωνας πρότεινε στους Α. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα προς τις εκλογές. Ο Κωλέττης αρνήθηκε τη συμμετοχή του υπολογίζοντας τη φθορά, την οποία θα είχε ο πολιτικός που θα ανελάμβανε τη διενέργεια των εκλογών. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εκλογικής αναμέτρησης ορίστηκε η 6η Ιουνίου ενώ σύμφωνα με τα τότε κρατούντα διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Διενεργήθηκε δε κατά τον εκλογικό νόμο που είχε προηγουμένως ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την αναμέτρηση διαπράχθηκαν πολλές παρατυπίες και από την πλευρά του Μαυροκορδάτου και από την πλευρά των Κωλέττη και Μεταξά. Συγκεκριμένα ο Μαυροκορδάτος έχοντας στα χέρια του την κρατική μηχανή προσπαθούσε να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων ενώ αντίστοιχα ο Κωλέττης και ο Μεταξάς υπέθαλπαν τοπικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις φίλα κείμενων προς αυτούς προσώπων όπως αυτή του οπλαρχηγού Θεοδωράκη Γρίβα στην Ακαρνανία. Σε αυτό το κλίμα και πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι εκλογές ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε παραίτηση και στη θέση του ορίστηκε ο Κωλέττης. Τα τελικά αποτελέσματα στην κατανομή βουλευτικών εδρών έδωσαν στο Ρωσικό Κόμμα (Ναπαίοι) του Ανδρέα Μεταξά 55 έδρες, στο Αγγλικό Κόμμα (Μαρλαίοι) του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 28 και στο Γαλλικό Κόμμα (Μοσχομαγκίτες) του Ιωάννη Κωλέττη είκοσι. Στις 6 Αυγούστου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος με πρώτο κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Κωλέττη.

Η πρωθυπουργία του Κωλέττη σημαδεύτηκε από ένα αδυσώπητο πόλεμο των πολιτικών δυνάμεων και συνεχείς παρεμβάσεις προς όφελος της χώρας, που αντιπροσώπευε το κάθε κόμμα. Ο Ανδρέας Μεταξάς αποχώρησε σύντομα από το συνασπισμό, λόγω της διαχείρισης του εκκλησιαστικού ζητήματος, αφήνοντας στον Κωλέττη την απόλυτη ευθύνη της διακυβέρνησης και στρέφοντας το φιλικό του τύπο εναντίον του. Οι οικογενειακές φατρίες επικρατούσαν ακόμα δυσχεραίνοντας το έργο της κυβέρνησης. Επιπλέον ο βασιλιάς παρά τον περιορισμό του από το Σύνταγμα συνέχισε να παρεμβαίνει ανοικτά στην κρατική πολιτική.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση ο Πρωθυπουργός προσπάθησε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, ασκώντας διπλωματία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ παράλληλα έθετε το στόχο της διεύρυνσής της προς τα παλαιά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ο Κωλέττης κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό και περιφρόνηση του κοινοβουλευτισμού, χαρακτηριστικά οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες μιλούσαν για δικτατορία. Η πολιτική ένταση, όμως, την περίοδο εκείνη ήταν τόσο οξεία ώστε οι χαρακτηρισμοί ενείχαν στοιχεία υπερβολής και οι όποιες εξουσιαστικές πρακτικές είχαν άλλα μέτρα σύγκρισης από τα σύγχρονα και εξυπηρετούσαν άλλες ανάγκες.

Το σημαντικότερο στοιχείο της περιόδου υπήρξε η κυβερνητική σταθερότητα, γεγονός άγνωστο για τη μέχρι τότε πορεία του κράτους. Ωστόσο ο Κωλέττης στάθηκε φειδωλός σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προσπαθώντας την ομαλή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας προς τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1847 με αφορμή την άρνηση του πρέσβη της στην Αθήνα Κωνσταντίνου Μουσούρου να παράσχει διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο, για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη (κύκλος γεγονότων που οδήγησε στη διακοπή των διπλωματκών σχέσεων των δύο χωρών και ονομάστηκαν Μουσουρικά).

Το τέλος του Κωλέττη και μεταθανάτιες κρίσεις

Στα τέλη του 1846 η υγεία του Κωλέττη άρχισε να επιδεινώνεται, δεδομένο που δημιούργησε κύμα αυτομόλησης βουλευτών προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κλίμα έντασης για τη διαδοχή στο Γαλλικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Κωλέττη να ζητήσει από τον βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Έτσι ο Όθωνας στις 14 Απριλίου 1847 προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο. Παρά την ασθένειά του, ο γηραιός Ηπειρώτης πολιτικός επικράτησε σαρωτικά στις εκλογές, εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, αν και το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από την αντιπολίτευση. Αυτός υπήρξε και ο τελευταίος του πολιτικός αγώνας. Ο Ιωάννης Κωλέττης πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847 "ως αγωνιστής εν μέσω των φουστανελοφόρων του", όπως επισημαίνει ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, σιγοτραγουδώντας ένα ηπειρώτικο ηρωικό τραγούδι.

Μετά τον θάνατό του διατυπώθηκαν αντικρουόμενες θέσεις, ενίοτε ακραίες, από ιστορικούς, και σύγχρονούς του πολιτικούς. Η ιστορική έρευνα, όμως, αποδεικνύει, μάλλον ή ήττον τον Κωλέττη ως έναν ρομαντικό εκπρόσωπο του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος από την ανάμιξή του στην πολιτική δεν αποκόμισε υλικά κέρδη. Σε αποκαλυπτήρια της προτομής του Ιωάννη Κωλέττη στα Ιωάννινα στις 5 Ιουνίου του 2005 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επεσήμανε μεταξύ άλλων: "Ο Ιωάννης Κωλέττης είχε μια πλήρως τεκμηριωμένη πολιτική θεωρία για την εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Καθοδηγητικό στοιχείο της πολιτικής του σκέψης ήταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές και η μεταφορά τους στην ελληνική πραγματικότητα.

Από το Παρίσι, όπου βρέθηκε ως πρέσβης για σχεδόν μια δεκαετία, διερεύνησε τη θέση της χώρας "εις την μεγάλην μηχανήν του εκτεταμένου πολιτικού ορίζοντα", όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Έχοντας βαθιά πίστη στις δυνατότητες που διέθετε και διαθέτει το ελληνικό έθνος, θεμελίωσε ως εισηγητής της Μεγάλης Ιδέας, την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο.

Οι αρετές που χαρακτήριζαν την πολιτική στάση και συμπεριφορά του Ιωάννη Κωλέττη ήταν η φρόνηση, η υπομονή και η επιμονή. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, πολιτικοί φίλοι και αντίπαλοι, προσέδωσαν σειρά ιδιοτήτων στον Ηπειρώτη πολιτικό που, κατά παράδοξο τρόπο, ισχύουν όλες, ακόμα και οι πλέον αντίθετες: ήταν διάνοια "ολίγον χιμαιρική" αλλά και ρεαλιστής, φιλόδοξος αλλά όχι αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και επιφυλακτικός, ιδιαιτέρως ευφυής και συγχρόνως αθώος, ήταν τέλος ανατολίτης αλλά και ευρωπαίος.

Συνυπολογίζοντας το βάρος του πρόσφατου επαναστατικού παρελθόντος, έθετε ως στόχο του την οργάνωση μιας στερεής και σύγχρονης κρατικής εξουσίας, συγκροτώντας έναν εθνικό πολιτικό λόγο και επιζητώντας την ευρεία, ευρύτερη από τα όρια του κόμματός του, αποδοχή του πολιτικού του προγράμματος. Αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις που θέλησαν να ανατρέψουν το "ιστορικό" γεγονός του ’21, που προσπάθησαν να ακυρώσουν τις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί πριν την έκρηξη της Επανάστασης και κατά την εξέλιξή της.

Ο Ιωάννης Κωλέττης ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, που προκαλούσε έντονα συναισθήματα. Τον Κωλέττη θα μπορούσε κανείς να τον αγαπήσει ή να τον μισήσει, δεν θα μπορούσε όμως, σε καμία περίπτωση, να τον αγνοήσει.

Ο Ευάγγελος Κοροβίνης στο γνωστό βιβλίο του "Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία", εκδόσεις Αρμός, 5η έκδοση, (2008), τον χαρακτηρίζει με τα μελανότερα χρώματα, επειδή θεωρεί ότι ο Ιωάννης Κωλέττης εισήγαγε τη φαυλοκρατία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διαχειριζόμενος τα κοινά απέκτησε μεγάλη περιουσία (630.000 χιλιάδες δραχμές) -(σελ. 24).

Επιπλέον χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι: "Ο Κωλέττης μέχρι αργά το απόγευμα ασχολείτο με τη διεκπεραίωση ρουσφετιών πρώτα στην κατοικία του και μετά στην έδρα της κυβερνήσεως. Στη διάρκεια των υπηρεσιακών συσκέψεων που επακολουθούσαν συνήθως κοιμόταν, ενώ απουσίαζε συστηματικά από τις συνεδριάσεις της Βουλής" (σελ. 25)


De Siris

Τάσος Λιγνάδης

Τάσος Λιγνάδης

Ο Τάσος Λιγνάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε στις 31 Αυγούστου 1989, ήταν κριτικός του θεάτρου.

Κατά τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων βίωσε τη γερμανική κατοχή ως μέλος της Αντιστασιακής Οργάνωσης ΕΣΑΣ και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στον παράνομο Τύπο ως αρθρογράφος στα περιοδικά Μαθητικά Γράμματα και Νεανική Φωνή. Με την Απελευθέρωση γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου πήρε μέρος στο φοιτητικό κίνημα ως ιδρυτικό μέλος της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγου Πανεπιστημίου) και πρόεδρος της ΠΕΚΕ (Πανσπουδαστική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1970 με τίτλο της διατριβής του "Το πρώτο Δάνειον της Ανεξαρτησίας".

Το 1955 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Μωραΐτη και το 1963 εκλέχτηκε λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Φιλοσοφική Σχολή, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της Απριλιανής Δικτατορίας. Εργάστηκε επίσης στη Σχολή Αηδονοπούλου, στο Pierce College και στο Λύκειο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Σχολή Μωραΐτη οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις, ενώ την περίοδο της Μεταπολίτευσης διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, θέση που κράτησε ως το 1980. Στο Εθνικό Θέατρο εργάστηκε επίσης ως καθηγητής στη δραματική σχολή. Από το 1977 εργάστηκε στην ΕΡΤ ως σύμβουλος προγράμματος με αρμοδιότητες στο χώρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, διέκοψε ωστόσο τη συνεργασία του, λόγω ιδεολογικών διαφωνιών. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1955 από τις σελίδες του περιοδικού της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού Νέον Αθήναιον, όπου δημοσίευσε πολλές μελέτες ως το 1963. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά και εφημερίδες όπως τα : Ελληνικά Χρονικά του Λουκή Ακρίτα (1952-1954), Νέα Πορεία (Θεσσαλονίκης), Λόγος (1947), Χρονικό (1972), Νέα Εστία, Επίκαιρα, Νίκη, Εσπερινή, Μεσημβρινή, Η Καθημερινή.

Εργογραφία

Η επανάστασις των αγγέλων. 1963.
Ο Λόρκα και οι ρίζες. 1964.
Το Άξιον Εστί του Ελύτη· Εισαγωγή – Σχολιασμός – Ανάλυση Τ.Λιγνάδης. Αθήνα, 1976 (έκδοση β΄, με προσθήκη).
Η ξενική εξάρτησις κατά τη διαδρομή του νεοελληνικού κράτους. 1975.
Θεατρολογικά. Αθήνα, 1978.
Διπλή επίσκεψη σε μια ηλικία και σ’ έναν ποιητή (Ν.Γκάτσος). 1983
Παιδικός οδηγός για γνωριμία με το θέατρο. Αθήνα, Διάγραμμα, 1985.
Ο Χουρμούζης (ιστορία – Θέατρο). 1986..
Προβληματισμοί γύρω από το αρχαίο δράμα και την τέχνη του ηθοποιού. Χαλάνδρι, έκδοση του Αετοπούλειου Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Χαλανδρίου, 1987 (σε συνεργασία με τους Μάγια Λυμπεροπούλου και Ν.Γ.Μπούρα).
Καταρρέω· Δοκίμια για το σύγχρονο ελληνισμό. Αθήνα, Ακρίτας, 1996 (έκδοση γ΄).
Το μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου· Δοκίμια για τη νεώτερη και σύγχρονη λογοτεχνία. Αθήνα, Ακρίτας, 1996.


De Siris

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Άγιος Αλέξανδρος

Άγιος Αλέξανδρος

Ο Άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε το έτος 240 μ.Χ., άλλοι λένε το 239, στην αγιοτόκον Μ. Ασία, από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν με «νουθεσίαν και παιδείαν Κυρίου».

Τα μεγάλα χαρίσματα και η πίστη του και η ευλάβεια του Αγίου, τα οποία απέκτησε κατά την παιδική και νεανική του ηλικία, φάνηκαν και αναδείχθηκαν αργότερα, κατά την δωδεκάχρονη πατριαρχία του και κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, πού έγινε στη Νίκαια της Μ. Ασίας το έτος 325 μ.Χ., κατά την οποίαν καθορίστηκε με σαφήνεια η Πίστη της Εκκλησίας, πού την νόθευαν οι διάφορες αιρέσεις και κακοδοξίες.

Από τα παιδικά του χρόνια ένοιωσε ο ίδιος άμεσα τι θα πει διωγμός και κυνηγητό και πόνος και ταλαιπωρία, γιατί βρέθηκε μέσα στην θύελλα των μεγάλων διωγμών του δευτέρου αιώνος. Αντί όμως να τον φοβίσουν και να τον αποθαρρύνουν, έκαναν πιο στέρεη την πίστη του και μεγαλύτερη την αγάπη του για τον Χριστό.

Ήταν σε ηλικία δέκα ετών, όταν ξέσπασαν οι διωγμοί του φοβερού Χριστιανομάχου αυτοκράτορα Δεκίου και αργότερα του αυτοκράτορα Βαλεριανού (257-260) και σε ώριμη ηλικία έζησε τούς διωγμούς του δαιμονικού Διοκλητιανού (303-305) και του αυτοκράτορα Γαλερίου Μαξιμιανού (305-311). Έτρεχε μαζί με τούς Μάρτυρες και βρισκόταν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, πού βρισκόταν σε αδιάκοπο κυνηγητό και κατέφευγε σε σπηλιές και σε κατακόμβες, κρύβοντας τα μέλη της και προστατεύοντας μικρούς και μεγάλους, πού είχαν την ελπίδα τους στο έλεος του Θεού.

Πρωτοπρεσβύτερος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως – Εκπρόσωπος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο Οι εκκλησιαστικές πηγές τον παρακολουθούν και τον ιστορούν, όταν είχε λάβει την ιεροσύνη και υπηρετούσε ως Πρωτοπρεσβύτερος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπου Πατριάρχης ήταν ο Άγιος Μητροφάνης και είχε τον Άγιο Αλέξανδρο ως «δεξί του χέρι». Όλες τις σημαντικές αποστολές τις ανέθετε στον ευλαβέστατο Πρωτοπρεσβύτερό του, διότι ο Πατριάρχης ήταν ήδη πολύ ηλικιωμένος και φιλάσθενος. Έτσι ο Άγιος Αλέξανδρος δόθηκε ολόκληρος στην διακονία της Εκκλησίας με τον πύρινο λόγο του, κατά των αιρέσεων του Αρείου, ο οποίος είχε παρασύρει πολλούς στις κακοδοξίες του και προκαλούσε αναστατώσεις και διαμάχες μεταξύ των Χριστιανών. Ταυτόχρονα ο καθαρός και άμεμπτος βίος του Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου, πού ήταν άνθρωπος νηστείας και προσευχής, γινόταν πρότυπο βίου, αλλά και καλού αγωνιστού της Πίστεως.

Το 303 μ.Χ. ο Άγιος Αλέξανδρος ήταν σε ηλικία 63 ετών, όταν ξέσπασε ο μεγάλος διωγμός του σατανόψυχου αυτοκράτορα Διοκλητιανού, πού είχε χαρακτηριστεί ως ο φοβερότερος διώκτης των Χριστιανών και σκότωνε αμέσως και με βίαιο τρόπον όλους εκείνους, πού δεν προσκυνούσαν τα άψυχα είδωλα, πού ο ίδιος τα θεωρούσε ως θεούς. Αφού ταλαιπωρήθηκε αρκετά κρυπτόμενος και μετακινούμενος από περιοχή σε περιοχή για να μη αποκαλυφτεί και κυρίως για να μπορεί να υπηρετεί την Εκκλησία, πού βρισκόταν ακόμα σε παρανομία και καταδίωξη για τον κοσμικό νόμο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κάθε Χριστιανός εθεωρείτο επαναστάτης και εχθρός του κράτους, βρέθηκε στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, όταν το 313 μ.Χ. έγινε η διακήρυξη της ανεξιθρησκείας με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνο), με το οποίον αναγνωρίστηκε και επίσημα ως θρησκεία ο Χριστιανισμός.

Ο Πατριάρχης Άγιος Μητροφάνης αγαπά ιδιαίτερα τον Πρωτοπρεσβύτερό του Αλέξανδρο και εκτιμά τα πνευματικά και σπάνια προσόντα του και την προθυμία του για την προστασία της Εκκλησίας και την επίλυση των προβλημάτων της. Έτσι επειδή ο Άγιος Μητροφάνης ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και φιλάσθενος, έστειλε ως εκπρόσωπο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο τον Άγιο Αλέξανδρο.

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Όταν τελείωσε, θριαμβευτικά για την Εκκλησία, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Άγιος Αλέξανδρος έτρεξε αμέσως από την Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη για να ανακοινώσει στον Πατριάρχη Μητροφάνη τα μεγάλα νέα της νίκης της Πίστεως κατά της αιρέσεως, της Ορθοδοξίας κατά της κακοδοξίας. Ο Πατριάρχης τον περίμενε με αγωνία και προσευχόταν συνεχώς. Μόλις λοιπόν συναντήθηκαν τον αγκάλιασε, τον ασπάστηκε με πολλή συγκίνηση και του είπε να ξαναφύγει σε μεγάλη αποστολή, ώστε να ανακοινωθούν τα ευχάριστα νέα σε όλες τις ορθόδοξες επισκοπές και τις τοπικές εκκλησίες. Πρόθυμα ο Άγιος Αλέξανδρος έκανε υπακοή στο θέλημα του Άγιου Μητροφάνη, έβαλε μετάνοια και παρ’ ότι ήταν και αυτός σε μεγάλη ηλικία, των 85 ετών, ξεκίνησε να κάνει μια πολύ μεγάλη περιοδεία και να ανακοινώσει επίσημα τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και το «Σύμβολον της Πίστεως» και την καταδίκη της αιρέσεως του Αρείου, σε όλη τη Μακεδονία, στην Θράκη, στην υπόλοιπη Ελλάδα, στην Σερβία, την Ιλλυρία (Αλβανία) και τις άλλες γειτονικές περιοχές.

Τότε όμως, και ενώ ο Άγιος Αλέξανδρος βρισκόταν στην περιοδεία του, ο Πατριάρχης Μητροφάνης, πού είχε φθάσει στην ηλικία των 117 ετών, εξασθένησε τόσον πολύ, ώστε τον Ιούνιο του 325, παρέδωσε την ψυχή του «εις χείρας Θεού ζώντος», αφού προηγουμένως είχε ορίσει ως διάδοχό του τον Πρωτοπρεσβύτερο Αλέξανδρον πού τον ήξερε καλά και τον θεωρούσε ως τον μόνον άξιον να τον διαδεχτεί στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Την επιθυμία και απόφαση του αυτήν την είχε γνωστοποιήσει και στον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο, πού συνεφώνησε μαζί του.

Μετά την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο, ο Άγιος Αλέξανδρος, που δεν είχε καμιά φιλοδοξία κοσμική και δεν τον ενδιέφερε η δόξα των ανθρώπων, συνέχισε με περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης τον καλόν αγώνα υπέρ του ποιμνίου της εκκλησίας διδάσκων την αλήθεια της Πίστεως και προσευχόμενος και κυρίως επαγρυπνών, μέρα και νύχτα, για την προστασία της Εκκλησίας από τις αιρέσεις, πού συνέχιζαν το διαβρωτικό τους έργον. Διότι όπως έλεγε και καθοδηγούσε τούς Χριστιανούς:

Οι διαφωνίες μεταξύ των Χριστιανών, δίδουν τροφή στις αιρέσεις και συντηρούν την ολιγοπιστία και οδηγούν στην εκτροπή από τον δρόμο της σωτηρίας.

Μιλούσε για την αγάπη, πού είναι ο κύριος άξονας της χριστιανικής αληθείας, διότι από την αγάπη προς τον Θεό μπορούμε να φθάσουμε στην αληθινή αγάπη των άλλων ανθρώπων.

Εικοσιτρείς χρόνους υπηρέτησε πιστά και ολοπρόθυμα την Ορθόδοξη Εκκλησία ο Άγιος Αλέξανδρος, γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εκ των οποίων τα δώδεκα έτη ως Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και έφθασε στην ηλικία των 98 ετών, πιστός και δραστήριος ως διάκονος των μυστηρίων του Τριαδικού Θεού μας και την 30ην Αυγούστου του έτους 337μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια τού Κυρίου για να λάβει «τον στέφανον της δόξης» από τον μέγα Δωρεοδότη Θεό.


De Siris

Αλεξάνδρα

Αλεξάνδρα

Η Αλεξάνδρα, Πριγκίπισσα της Ελλάδας και μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας, ήταν η μεγαλύτερη κόρη και τρίτο παιδί από τα συνολικά οκτώ του Βασιλιά Γεωργίου Α' και της Βασίλισσας Όλγας και αδελφή του μετέπειτα Βασιλιά Κωνσταντίνου Α'.

Γεννήθηκε ως Πριγκίπισσα της Ελλάδας και Δανίας στην έπαυλη Μον Ρεπό της Κέρκυρας στις 30 Αυγούστου 1870. Παντρεύτηκε στις 5 Ιουνίου 1889 τον Μέγα Δούκα της Ρωσίας Παύλο Αλεξάντροβιτς στην Αγία Πετρούπολη, όπου και εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της. Μαζί απέκτησαν τη Δούκισσα Μαρία Πάβλοβνα και τον Πρίγκηπα Ντμίτρι Πάβλοβιτς, ενός εκ των δολοφόνων του μοναχού Γκριγκόρι Ρασπούτιν το 1916.

Πέθανε αιφνιδιαστικά 2 χρόνια αργότερα, λίγες μόλις ημέρες μετά τη γέννηση του γιου της (24 Σεπτεμβρίου 1891), σε ηλικία 21 ετών. Προς τιμήν της ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το όνομά της σε κεντρικό δρόμο της πόλης, τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.


De Siris

Άννα-Μαρία

Άννα-Μαρία

Η Άννα-Μαρία είναι τέως βασίλισσα της Ελλάδας, σύζυγος του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ τέως Βασιλέα των Ελλήνων. Είναι η πρόεδρος του Ιδρύματος " Άννα - Μαρία ".

Τριτότοκη θυγατέρα Πριγκίπισσα των Φρειδερίκου και Ίνκριντ, βασιλικού ζεύγους της Δανίας, γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1946 στα Ανάκτορα του Αμαλιενμπόρκ (Κοπεγχάγη, Δανία). Μεγάλωσε μαζί με τις αδελφές της Μαργαρίτα, σημερινή Βασίλισσα της Δανίας, και Βενεδίκτη και φοίτησε σε δημόσιο σχολείο. Από μικρή είχε κλίση στη κλασική μουσική. Αποφοίτησε από τα ελβετικά κολλέγια Chatelard και Le Mesnil.

Παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 18 ετών και 18 ημερών τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ των Ελλήνων, στις 18 Σεπτεμβρίου 1964, στην Αθήνα, που υπήρξαν και οι μοναδικοί[1] επίσημοι βασιλικοί γάμοι που έγιναν στην Ελλάδα κατά τη νεότερη ιστορία.

Απέκτησαν πέντε παιδιά:

την Αλεξία, Πριγκίπισσα της Ελλάδας και Δανίας, (γεν. 10 Ιουλίου 1965 στο Μόν Ρεπό, Κέρκυρα) που παντρεύτηκε τον Κάρλος Μοράλες Κουιντάνα και απέκτησαν τρία παιδιά:
Αρριέτα Μοράλες υ ντε Γρέσια (γεν. 24 Φεβρουαρίου 2002, Βαρκελώνη)
Άννα Μαρία Μοράλες υ ντε Γκρέσια (γεν. 15 Μαΐου 2003, Βαρκελώνη)
Κάρλος Μοράλες υ ντε Γκρέσια (γεν. 30 Ιουλίου 2005, Βαρκελώνη)
τον Παύλο, Πρίγκιπα και Διάδοχο της Ελλάδας (γεν. 20 Μαΐου 1967, Τατόι,Αθήνα), που παντρεύτηκε στις 1 Ιουλίου 1995 στο Λονδίνο τη Μαρί Σαντάλ Μίλλερ και απέκτησαν πέντε παιδιά:
την Μαρία - Ολυμπία (γεν. 25 Ιουλίου 1996, Νέα Υόρκη)
τον Κωνσταντίνο - Αλέξιο (γεν. 29 Οκτωβρίου 1998, Νέα Υόρκη)
τον Αχχιλέα - Ανδρέα (γεν. 12 Αυγούστου 2000, Νέα Υόρκη)
τον Οδυσσέα - Κίμωνα (γεν. 14 Σεπτεμβρίου 2004, Λονδίνο)
τον Αριστείδη - Σταύρο (γεν. 29 Ιουνίου 2008, Λος Άντζελες)
τον Νικόλαο, Πρίγκιπα της Ελλάδας και Δανίας (γεν. 1 Οκτωβρίου 1969, Ρώμη)
την Θεοδώρα, Πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας (γεν. 9 Ιουνίου 1983, Λονδίνο)
τον Φίλιππο, Πρίγκιπα της Ελλάδας και της Δανίας (γεν. 26 Απριλίου 1986, Λονδίνο)

Έπειτα από το αποτυχημένο Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, του συζύγου της ενάντια στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, έφυγαν οικογενειακώς από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Μετά, το 1973, η βασιλική οικογένεια μετακόμισε στο Λονδίνο.


De Siris

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Νικόλαος Θέμελης

Νικόλαος Θέμελης

Ο Νικόλαος Θέμελης γεννήθηκε το 1922 και πέθανε στις 29 Αυγούστου 2008, ήταν Έλληνας νομικός, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την περίοδο 1979 - 1989.
                     
Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Σάμο και ήταν γιος του Περικλή Θέμελη. Θείος του, αδερφός του πατέρα του, ήταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος Θέμελης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διαμένοντας στην εξαρχία του Παναγίου Τάφου λόγω της στενής συγγένειας του με τον Πατριάρχη. Μετά την αποφοίτησή του ακολούθησε καριέρα δικαστικού. Υπηρέτησε ως έφεδρος λοχαγός δικαστικού και στη συνέχεια έγινε πρόεδρος του διοικητικού πρωτοδικείου, έως το 1967, οπότε και επελέγη ως πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το 1978 προήχθη σε Σύμβουλο και το 1979 έγινε πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1989. Τιμητικά του δόθηκε ο τίτλος του επίτιμου προέδρου.

Στις 12 Οκτωβρίου 1989 διορίστηκε υπουργός προεδρίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Ιωάννου Γρίβα και στη συνέχεια υπουργός προεδρίας στην οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντος Ζολώτα μέχρι και την 11η Μαΐου 1990, οπότε και διαλύθηκε η κυβέρνηση. Στην ίδια κυβέρνηση διετέλεσε για ένα δίμηνο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Την περίοδο 1990 - 1993 διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΟΤΕ ενώ χρημάτισε και επικεφαλής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων ΑΘΗΝΑ 2004 ΑΕ. Υπήρξε επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ερυθρού Σταυρού.

Είχε τιμηθεί πλείστες φορές, συγκεκριμένα δε: με το οφφίκιο του Μέγα Άρχοντα Δικαιοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με τον Μεγαλόσταυρο του Παναγίου Τάφου από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, με το παράσημο του Αποστόλου Παύλου από την Εκκλησία της Ελλάδος κ.λπ.

Απεβίωσε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 2008.


De Siris

Δημήτρης Χριστόφιας

Δημήτρης Χριστόφιας

Ο Δημήτρης Χριστόφιας είναι Κύπριος πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου από τις 28 Φεβρουαρίου 2008 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2013, οπότε και τον διαδέχτηκε στο αξίωμα ο Νίκος Αναστασιάδης. Είναι επίσης πρώην γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ.

Γεννήθηκε στο κατεχόμενο σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής Kάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας στις 29 Αυγούστου 1946. Ομιλεί επίσης την αγγλική και ρωσική γλώσσα. Είναι έγγαμος με την Έλση Χριστόφια - Χηράτου και έχουν δύο κόρες και ένα γιο. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Μόσχας. Είναι διδάκτωρ ιστορικών επιστημών της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης.

Κοινοβουλευτικές Δραστηριότητες

Εξελέγη βουλευτής Κερύνειας με το ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις στις εκλογές της 19ης Μαΐου 1991 και επανεξελέγη στις εκλογές της 26ης Μαΐου 1996, της 27ης Μαΐου 2001 και της 21ης Μαΐου 2006. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων για την Όγδοη Βουλευτική Περίοδο (2001-2006). Την 1η Ιουνίου 2006 επανεξελέγη Πρόεδρος του σώματος για την Ένατη Βουλευτική Περίοδο, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Διετέλεσε ex officio πρόεδρος της Επιτροπής Επιλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων και πρόεδρος της Ad Hoc Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τον Κανονισμό της Βουλής και της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Πόθεν Έσχες.

Διετέλεσε πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κυπριακής Ομάδας στη Διακοινοβουλευτική Ένωση και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κυπριακού Κλάδου του Κοινοπολιτειακού Κοινοβουλευτικού Συνδέσμου.

Πολιτικές - Κοινωνικές Δραστηριότητες

Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων έγινε μέλος της Παγκύπριας Ενιαίας Οργάνωσης Μαθητών (ΠΕΟΜ). Το 1964 έγινε μέλος του ΑΚΕΛ, της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ) και της Ενιαίας Δημοκρατικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΔΟΝ). Το 1969, στο 5ο συνέδριο της ΕΔΟΝ, εξελέγη μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της οργάνωσης.

Το 1974, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Μόσχα, επέστρεψε στην Κύπρο και προσελήφθη στην ΕΔΟΝ, της οποίας εξελέγη κεντρικός οργανωτικός γραμματέας. Το 1977 εξελέγη γενικός γραμματέας της οργάνωσης, θέση την οποία κατείχε μέχρι και το 1987.

Το 1976 εξελέγη μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λευκωσίας-Κερύνειας. Το 1982 εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, το 1986 μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής και το 1987 μέλος της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Μετά το θάνατο του γενικού γραμματέα του ΑΚΕΛ Εζεκία Παπαϊωάννου, στις 10 Απριλίου 1988, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον όρισε προσωρινό γενικό γραμματέα. Στις 22 Απριλίου 1988 η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον εξέλεξε γενικό γραμματέα της, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη άλλες τέσσερις φορές, το 1990, το 1995, το 2000 και το 2005.

Είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου.

Προεδρικές εκλογές 2008

Ο Χριστόφιας ήρθε δεύτερος στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, στις 17 Φεβρουαρίου του 2008, με ποσοστό 33,2% των ψήφων έναντι του οριακού 33,5% για τον Ιωάννη Κασουλίδη, με τον οποίο αναμετρήθηκαν στο δεύτερο γύρο, στις 24 Φεβρουαρίου. Ο γύρος αυτός ανέδειξε νικητή το Δημήτρη Χριστόφια. Ο υποψήφιος του ΑΚΕΛ συγκέντρωσε το 53,36% των ψήφων έναντι 46,64%  του συνυποψηφίου του, Ιωάννη Κασουλίδη. Η κυβέρνηση Χριστόφια ανέλαβε καθήκοντα στις 28 Φεβρουαρίου του 2008, δηλώνοντας τα ακόλουθα στη Βουλή των Αντιπροσώπων την ίδια ημέρα:

"Ο στόχος της προεδρίας μας είναι να πετύχουμε λύση δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική που να τερματίζει την κατοχή και τον εποικισμό. Λύση που να καθιστά την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αποκλείει τα όποια δικαιώματα στρατιωτικής επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας μας από ξένες δυνάμεις. Λύση που να επανενώνει το έδαφος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία της χώρας μας στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας".

Τιμητικές διακρίσεις

Το 2004 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Στις 20 Νοεμβρίου του 2008 στα πλαίσια επίσημης επίσκεψης στη Μόσχα αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων Μόσχας. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 2009 στα πλαίσια επίσημης επίσκεψης στην Ιταλία αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ συστημάτων επικοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις του Πανεπιστημίου της Περούτζια. Στις 19 Μαρτίου 2010 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 22 Ιουνίου 2011 αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Στις 4 Ιουλίου 2011 αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Μαριούπολης (Ουκρανία).

Επιπρόσθετα, έχει τιμηθεί με το Ανώτατο Παράσημο του Πατριαρχείου Κιλικίας στη Βηρυτό στις 10 Ιανουαρίου 2013 από τον Πατριάρχη Κιλικίας Αράμ Α΄. Επίσης, στις 30 Ιανουαρίου 2013 παρασημοφορήθηκε με το Ανώτατο Παράσημο της Δημοκρατίας της Σερβίας, από τον πρόεδρο της χώρας Τόμισλαβ Νίκολιτς σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο στο Βελιγράδι.


De Siris

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Η Μάχη του Πολυαράβου

Η Μάχη του Πολυαράβου

Η σημασία των εκστρατειών που πραγματοποίησε ο Αιγυπτιακός στρατός το 1826 εναντίον της Μάνης με την αρχηγία του Ιμπραήμ Πασά είναι πολύ μεγάλη. Εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολιτικοί για την εξυπηρέτηση των δικών τους φιλοδοξιών και συμφερόντων είχαν ήδη (από το 1824) αρχίσει τις ραδιουργίες. Η τότε Κυβέρνηση δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Έθνους. Οι δυνάμεις της ξηράς αλληλοεσφάζοντο ο δε Ελληνικός στόλος αδρανούσε λόγω αδιαφορίας των αρμοδίων για την επάνδρωση και τον ανεφοδιασμό του.

Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος τις Ελληνικές αδυναμίες, αποβιβάσθηκε στη Μεθώνη και κατέλαβε τη Μεσσηνιακή χερσόνησο και το Ναυαρίνο. Με επιδρομές νίκησε στο Μανιάκι, στη Στερεά Ελλάδα και κατέκτησε το Μεσολόγγι. Ενώ ο Κιουταχής ταλαιπωρούσε την Στερεά Ελλάδα ο Ιμπραήμ διέτρεχε την Πελοπόννησο χιαστί. Η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε. Η Μάνη ήταν η μοναδική αξιόλογη περιοχή της Ελλάδας, από άποψης έκτασης, πληθυσμού, πολεμικού δυναμικού και γεωργικής θέσης, που παρέμενε ακόμη ελεύθερη και δεν είχε πέσει στην κατοχή των Τούρκων ή των Αράβων του Ιμπραήμ που εκστράτευαν για λογαριασμό των Τούρκων.

Εφόσον η Μάνη παρέμενε ελεύθερη στερούσε στον Ιμπραήμ και την Τουρκική διπλωματία του επιχειρήματος ότι τάχα κατέβαλαν την επανάσταση των Ελλήνων στη Μάνη και δια της Μάνης όλη τη χώρα. Στις 22 Ιουνίου 1826 ο Ιμπραήμ επιτέθηκε εναντίον της Βέργας (Μεσσηνιακή - Έξω Μάνη) με 8.000 περίπου άντρες. Οι Μανιάτες τους απέκρουσαν. Στις 25 Ιουνίου 1826 επιχειρείται δεύτερη επίθεση εναντίον της Μάνης αυτή τη φορά στο Διρό (Μέσα Μάνη). Και αυτοί τους απέκρουσαν.

Αποφάσισε λοιπόν να κάνει μία τελευταία επίθεση δυναμικότερη από τις άλλες εναντίον της Μάνης. Ήλπιζε να βρει τις ορεινές διαβάσεις του Ταΰγετου αφύλακτες. Μέσω των χωριών Αρχοντικό, Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά και Άγιο Νικόλαο που κατέλαβε, έφθασε τον Αύγουστο του 1826 στον Πολυάραβο. Το σχέδιό του ήταν εμφανές. Επεδίωκε να μπει στη Δυτική Μάνη από την κορυφογραμμή του Ταϋγέτου που βρίσκονται νότια της κορυφής Ζίζιαλη υψ. 1468μ. και διέρχονται μέσα από τα χωριά Πολυάραβος και Σκυφιάνικα, οδηγούν δε στην περιοχή των χωριών Κελεφάς και Οίτυλο. Εάν ο ελιγμός αυτός του Ιμπραήμ πετύχαινε και κατελάμβανε την Κελεφά και το Οίτυλο θα διχοτομούσε τη Μάνη και θα μπορούσε να την κατακτήσει εύκολα.

Μάταια όμως. Επί τρεις ημέρες προσπαθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ να σπάσουν τις αμυντικές γραμμές των Ελλήνων στον Πολυάραβο. Η επιθετική διάταξη του Ιμπραήμ ήταν σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες αντιλήψεις από την πείρα των Ναπολεόντειων πολέμων.

Από τις 12.000 στρατό που έφθασαν στην περιοχή, έστειλε αρχικά 3.000 σαν εμπροσθοφυλακή για να ανοίξουν το δρόμο. Καθ οδόν προς Πολυάραβο συνάντησαν μεγάλη αντίσταση από την οικογένεια Σταθάκου που ταμπουρωμένοι στον πύργο τους στη Δεσφίνα καθυστέρησαν σημαντικά την προέλαση δίνοντας χρόνο στους Έλληνες που άρχισαν να συγκεντρώνονται στον Πολυάραβο να καταλάβουν τις προθέσεις του Ιμπραήμ και να λάβουν αμυντικές θέσεις.

Οι Έλληνες στην πρώτη αμυντική γραμμή που δημιούργησαν στη θέση Προφήτης Ηλίας του Πολυάραβου, απώθησαν εύκολα τους Άραβες που στάλθηκαν σαν ανιχνευτές. Τους εξόντωσαν όλους πλην δύο οι οποίοι γυρίζοντας πίσω στο κυρίως σώμα περιέγραψαν την κατάσταση. Έξαλλος ο επικεφαλής των Αράβων διέταξε ολομέτωπη επίθεση της εμπροσθοφυλακής αλλά απέτυχε και αυτός να σπάσει την αμυντική γραμμή των Ελλήνων. Οι επιθέσεις αυτές επαναλήφθηκαν άλλες δύο φορές. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν είχαν ορίσει κανέναν Γενικό Αρχηγό των επιχειρήσεων, ούτε διέθεταν ενιαία τακτική αλλά όλες οι ομάδες απαρτίζονταν από ντόπιους και άλλους οπλαρχηγούς ή αρχηγούς οικογενειών.

Υποχωρώντας ο επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής Χουσνί Μπέης ενημέρωσε τον Ιμπραήμ για την κατάσταση που επικρατούσε και αυτός αφού επανεκτίμησε την κατάσταση αποφάσισε να επιτεθεί μία ακόμα φορά με περισσότερο αυτή τη φορά στρατό. Μέχρι όμως να ανεβασθούν τα πυροβόλα με τα χέρια στις θέσεις βολής και να οδηγηθούν τα τμήματα στη γραμμή εξόρμησης η ώρα πέρασε και όσες επιθέσεις έγιναν (το σούρουπο πλέον) αντιμετωπίσθηκαν. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα παρέμειναν επί τόπου έτοιμα να επιτεθούν ξανά με το χάραμα. Όταν όμως έπεσε το σκοτάδι οι Έλληνες οπλαρχηγοί συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και τραβήχτηκαν στη δεύτερη γραμμή άμυνας χωρίς να τους αντιληφθούν οι Άραβες.

Με το χάραμα οι Άραβες δεν βρήκαν τους Έλληνες εκεί που τους άφησαν την προηγούμενη αλλά τους είδαν ταμπουρωμένους ψηλότερα στη θέση από Λάκκα του Στεφανάκου μέχρι την έξοδο της στενωπού Δερβέν Φούρκα. Προ της έκπληξης του Ιμπραήμ για την αλλαγή των σχεδίων του διέταξε ένα τάγμα να βαδίσει κυκλικά κατά του χωριού Πολυάραβου ενώ επιχείρησε ολομέτωπη επίθεση κατά της δεύτερης γραμμής άμυνας. Εκεί όμως τον περίμεναν οι Έλληνες που τους αποδεκάτισαν χτυπώντας τους από τρεις μεριές συγχρόνως. Οι Άραβες σε αντιπερισπασμό άρχισαν να βάλουν με τα κανόνια τους εναντίον των θέσεων των Ελλήνων αλλά λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της δυσκολίας να κινηθούν οι τροχοί στην ανωμαλία του εδάφους δεν κατόρθωσαν και πολλά πράγματα. Οι Άραβες υστερούσαν επίσης γιατί αναγκαζόντουσαν να πολεμούν ακάλυπτοι, σε ανωφέρεια και σε πολύ δύσβατο έδαφος. Οι Έλληνες τουναντίον ήσαν καλά ταμπουρωμένοι και ευρίσκοντο σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο Ιμπραήμ ευρίσκετο επί τόπου και διηύθυνε πλέον ο ίδιος τις επιχειρήσεις. Σε μία νέα προσπάθεια διέταξε παραπλανητική μετωπική επίθεση κατά των αμυνομένων στη θέση Δερβέν Φούρκα, ενώ ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμή του δια της ατραπού Στενοδιάβατα και της ημιονικής οδού Πέρα Κάμπου βάδιζε κυκλικά προς τη Λάκκα Στεφανάκου για να βγει στα νώτα των Ελλήνων αμυνομένων. Είχε δώσει διαταγή, μόλις έφθανε εκεί να ενταθεί η μετωπική επίθεση των άλλων και να επιτεθούν συγχρόνως και δυναμικά εναντίον των αμυνομένων. Αν και το σχέδιο ήταν πολύ έξυπνο, ο συντονισμός δεν πέτυχε διότι το σώμα εκείνο που επετίθετο μετωπικά καθυστέρησε λόγω της αντίστασης των αμυνομένων και έπιασε η νύχτα. Έτσι η συντονισμένη και ταυτόχρονη επίθεση, μετωπική και πλευρική των εχθρικών τμημάτων εναντίον των αμυνομένων τελικά δεν έγινε.

Οι Έλληνες παρακολουθώντας τις κινήσεις του Ιμπραίμ εγκατέλειψαν τη νύχτα τη δεύτερη γραμμή άμυνας και ταμπουρώθηκαν στο χωριό. Έχοντας το πλεονέκτημα της νέας αμυντικής θέσης τους και το ηθικό πολύ ανεβασμένο σε αντίθεση με τους Άραβες που ήσαν πολύ κουρασμένοι, διψασμένοι και με ηθικό πολύ πεσμένο, η Τρίτη μέρα του πολέμου ξημέρωσε με τον Ιμπραήμ να έχει ανεβάσει όλο το στράτευμά του στον Πολυάραβο και αποφασισμένο να ξεμπερδεύει με το πρόβλημα του Πολυάραβου για να βαδίσει μπροστά και να χωρίσει τη Μάνη στα δύο.

Οι Ελληνικές δυνάμεις βέβαια ολοένα και ενισχύοντο από μαχητές που έφθαναν από όλα τα μέρη της Λακωνίας και τις γύρω περιοχές. Στις 8 το πρωί της Τρίτης μέρας ο Ιμπραίμ επετέθη μετωπικά, πλευρικά και με το πυροβολικό να βάλει από τη θέση Λάκκα του Στεφανάκου. Κατά τις 11 η ώρα οι Άραβες έφθασαν πλησιέστερα στους Έλληνες σε απόσταση βολής και άρχισαν να πυροβολούν ενώ κατά τις 2 είχαν καθηλωθεί εκεί που ευρίσκοντο λόγω των συνεχών βολών των αμυνομένων. Αφού είδαν οι Έλληνες ότι οι Άραβες ήσαν σε αυτή την κατάσταση και πολύ κουρασμένοι, βγήκαν από τα ταμπούρια τους και τους επιτέθηκαν με κραυγές αναγκάζοντές τους να υποχωρήσουν κυνηγώντας τους μέχρι την πρώτη θέση άμυνας κοντά στον Προφήτη Ηλία, έξω από το χωριό. Κάποιο τάγμα που επιχειρούσε πλευρική επίθεση από τα βουνά, μόλις έμαθε ότι οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν, διαλύσανε και αυτοί φεύγοντας προς διάφορες διευθύνσεις για να σωθούν. Μερικές μεμονωμένες διεισδύσεις που έγιναν στο χωριό και ιδιαίτερα προς την πηγή για νερό (δες περίπτωση Αναειπόνυφης) αντιμετωπίσθηκαν χωρίς πρόβλημα.

Η φιλόδοξη εκστρατεία του Ιμπραήμ δεν ευόδωσε και η Μάνη έμεινε για μία ακόμα φορά αδούλωτη.

Κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου οι απώλειες των Αράβων ήσαν 1.100 νεκροί και 1.400 περίπου τραυματίες οι δε των Ελλήνων (χάρη στο οχυρό της θέσης τους), 28 νεκροί και 75 τραυματίες από τους οποίους 5 γυναίκες

Ο Ιμπραήμ Πασάς, μία ισχυρή φυσιογνωμία της εποχής του, υπέστη νέα μεγάλη ταπεινωτική ήττα από τους Μανιάτες κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου. Ντροπιασμένος, συγκέντρωσε τα στρατεύματά του και υπό το φως των γεγονότων και τις πρόσφατες οδυνηρές εμπειρίες του, επανεκτίμησε τη γενική και την ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε. Αντιλήφθηκε ότι η πολεμική αξία των Μανιατών σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα του εδάφους της Μάνης, ορεινού, διακεκομμένου, δύσβατου και χωρίς συγκοινωνίες διέγραφε για τον στρατό του πολύ σοβαρό κίνδυνο για την ανάληψη παρόμοιων επιχειρήσεων όπου οι Μανιάτες απέδειξαν ότι υπερείχαν κατά πολύ των Αράβων, καθιστάμενοι σχεδόν αήττητοι, αποφάσισε λοιπόν να εκαταλείψη την Μάνη και αποσύρθηκε στις Κροκεές και ακολούθως στο Έλος και Μονεμβασιά. Στη συνέχεια επανήλθε στην Τρίπολη εγκαταλείποντας οριστικά την Λακωνία. Τον Νοέμβριο του 1826 πήγε στη Μεθώνη για να βγάλει τον χειμώνα μετά δε τη γνωστή ναυμαχία του Ναυαρίνου εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και γύρισε στην Αίγυπτο.


De Siris

Ζυγούρης Τζαβέλας

Ζυγούρης Τζαβέλας

Ο Ζυγούρης Τζαβέλας γεννήθηκε στο Σούλι και πέθανε στο Καρπενήσι Ευρυτανίας στις 28  Αυγούστου 1823, ήταν Έλληνας ήρωας της Επανάστασης του 1821. Ήταν τριτότοκος γιος του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως, αδελφός του Φώτου και του Κίτσου.

Βιογραφία

Όταν το Σούλι έπεσε στα χέρια του Τουρκαλβανού Αλί Πασά, ο Ζυγούρης, όπως κι όλοι οι Σουλιώτες, διασκορπίστηκαν. Οι Τζαβελαίοι μαζί με πολλές ακόμη φάρες κατέφυγαν στην Κέρκυρα. Εκεί, ο Ζυγούρης υπηρέτησε ως εκατόνταρχος του Ρωσικού Στρατού, που κατείχε τότε το νησί. Έμεινε εκεί ως το 1820.

Όταν η Υψηλή Πύλη κατάλαβε τα σχέδια του Αλί για την αυτονομία της ηγεμονίας του, ξεκίνησε πόλεμο μαζί του. Ο Πασάς των Ιωαννίνων, προκειμένου να προσεταιριστεί τους Σουλιώτες, οι οποίοι ήταν άξιοι πολεμιστές και θρύλος για τα κατορθώματά τους, παραχώρησε στο Ζυγούρη το πασαλίκι της Χασιάς. Σημειωτέον ότι ο Τζαβέλας, κράτησε το πασαλίκι αυτό ως τις παραμονές της Επαναστάσεως.

Πολέμησε στην Ήπειρο εναντίον Τούρκων κι Αλβανών και γύρω στα 1823 βρισκόταν στο Μεσολόγγι, όπου έλαβε τον τίτλο του "Στρατηγού", από τους Επαναστάτες Έλληνες. Συμπολέμησε με τον Μάρκο Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας και μετά το θάνατο του δεύτερου, αναγνωρίστηκε αρχηγός της στρατιάς που θ' αντιμετώπιζε τους Τουρκαλβανούς. Ανέλαβε την άμυνα στο όρος Καλιακούδα, νότια του Καρπενησίου. Στη μάχη που δόθηκε μεταξύ Σουλιωτών, Πελοποννησίων και Ηπειρωτών, οι Έλληνες περικυκλώθηκαν κι ο Ζυγούρης Τζαβέλας σκοτώθηκε σε μάχη σώμα με σώμα.


De Siris

Σταυρούλα Γκουβούση

Σταυρούλα Γκουβούση

Η Σταυρούλα Γκουβούση γεννήθηκε το 1897 και πέθανε στις 28 Αυγούστου 1960, ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο για ποινικό αδίκημα.

Στις 7 Ιανουαρίου 1959 είχε πνίξει την έγκυο νύφη της Μεταξία Γκουβούση μέσα σε μία στέρνα στον κήπο του σπιτιού της στο Λεωνίδιο, πιστεύοντας ότι το βρέφος που κυοφορούσε ήταν καρπός παράνομου έρωτα. Συνεργός στο έγκλημά της ήταν ο 22χρονος γιος της και σύζυγος του θύματος Δημήτρης Γκουβούσης, ο οποίος εκτελέστηκε κι αυτός. Μάλιστα αρχικά μητέρα και γιος επιχείρησαν να εμφανίσουν τη δολοφονία ως ατύχημα, προσπαθώντας να παραπλανήσουν τις αρχές.

Η Γκουβούση καταδικάστηκε σε θάνατο από το κακουργιοδικείο της Κυπαρισσίας και εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1960 στον Υμηττό. Νωρίτερα είχε υποβάλει αίτηση χάριτος με σκοπό η ποινή της να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη, όμως η αίτηση απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Χαρίτων παμψηφεί.

Η εκτέλεση της 63χρονης πεθεράς ήταν η πρώτη εκτέλεση γυναίκας στην Ελλάδα, δεν ήταν όμως η πρώτη καταδίκη σε θανατική ποινή, καθώς το 1931 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο η σύζυγος και η πεθερά του Δημήτρη Αθανασόπουλου, η ποινή των οποίων όμως μετατράπηκε στη συνέχεια σε ισόβια κάθειρξη.


De Siris

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Μάχη στα Βασιλικά

Μάχη στα Βασιλικά

Η Μάχη στα Βασιλικά ήταν πολεμική σύγκρουση της επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες.

Εξέλιξη των γεγονότων

Οι Τούρκοι μετά την περιστολή της επανάστασης στη Μακεδονία προχώρησαν μέσω Λάρισας προς τη Λαμία, με σκοπό να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Οι οπλαρχηγοί της Ανατολικής Ελλάδας πληροφορήθηκαν την εκστρατεία αυτή και μαζεύτηκαν στην Εργίνα της Βουδουνίτσας για να αποφασίσουν την επόμενή τους κίνηση. Αποφάσισαν να εμποδίσουν την προέλαση των Τούρκων καταλαμβάνοντας την θέση των Βασιλικών. Αυτό πρότεινε ο Δυοβουνιώτης. Ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός με τριακόσιους άνδρες κατέλαβε το πυκνό δάσος κοντά στην είσοδο της κοιλάδας. Ο Αντώνιος Κοντοστόπουλος και ο Κωνσταντής Καλύβας με άλλους εξακόσιους τοποθετήθηκε στο εσωτερικό της κοιλάδας, ενώ ο Δυοβουνιώτης μαζί με τον γιο του και άλλους χίλιους εκατό πιάσαν την έξοδο.

Στις 26 Αυγούστου 1821 το τουρκικό ιππικό δύναμης δύο χιλιάδων που είχε σταλεί προς αναγνώριση του στενωπού αποδεκατίστηκε. Δύο μέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου ο Μπεϊράμ Πασάς κινήθηκε με όλο του τον στρατό κατά του Κοντοστόπουλου και Καλύβα. Οι Δυοβουνιώτηδες, ο Πανουργιάς και ο Γκούρας ήρθαν να ενισχύσουν, ενώ ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός του επιτέθηκε από τα νώτα. Ακολούθησε γενναία μάχη, την οποία νίκησαν οι Έλληνες. Οι Τούρκοι με την δύση του ήλιου τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατανιά, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης χίλιους νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν και ο Μεμήν Πασάς, τον οποίο σκότωσε ιδιοχείρως ο Γκούρας. Επίσης οκτακόσια άλογα, 2 πυροβόλα και 18 σημαίες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν δέκα και τραυματίσητκαν 30, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Κοντοστόπουλος.

Σημασία της μάχης των Βασιλικών

Η νίκη των Ελλήνων ήταν μια από τις πιο λαμπρές του Ελληνικού αγώνα. Συντέλεσε στην ακύρωση της εκστρατείας των Τούρκων κατά της Πελοποννήσου.


De Siris

Καρολίνα Πελενδρίτου

Καρολίνα Πελενδρίτου

Η Καρολίνα Πελενδρίτου γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1986 στη Λεμεσό. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την κολύμβηση, το 1995, όταν ήταν 9 χρονών, στο Ναυτικό Όμιλο Λεμεσού. Στα δέκα της χρόνια εντάσσεται στην Κυπριακή Ομοσπονδία Κολύμβησης και πρωτεύει στους Παγκύπριους Αγώνες. Σε αυτή την ηλικία, βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μείωση της όρασής της.

Στα 13 της χρόνια, το 1998, η Καρολίνα καταρρίπτει το Παγκύπριο Ρεκόρ Γυναικών στα 50 μ. και στα 100 μ πρόσθιο. Τα ρεκόρ αυτά διατηρούνται μέχρι σήμερα. Την ίδια εποχή αγωνίζεται, με τα χρώματα της Κύπρου, στους Βαλκανικούς Αγώνες Ανδρών και Γυναικών. Καταλαμβάνει το αργυρό μετάλλιο στα 50μ. πρόσθιο και χάλκινο στα 100 μ. πρόσθιο. Την ίδια χρονιά καταλαβάνει την 3η θέση στα 50 μ. πρόσθιο και την 4η θέση στα 100 μ. πρόσθιο στους Πολυεθνείς Αγώνες Νέων και τη 2η θέση στο Διεθνές Meeting "Αλέξανδρος".

To 2001 αγωνίζεται στη Σκυταλοδρομία με την Κυπριακή Ομάδα, στους Αγώνες Μικρών Κρατών Ευρώπης, στο Σαν Μαρίνο. Καταλαμβάνει τη 2η θέση. Το 2002 κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο στα 50μ. Πρόσθιο στους Βαλκανικούς Αγώνες Ανδρών και Γυναικών. Καταλαμβάνει, επίσης, την 7η θέση στους Κοινοπολιτειακούς Αγώνες με την Ομάδα Σκυταλοδρομίας της Κύπρου στα 4Χ100 μ. Μικτή.

Ένα χρόνο μετά, το 2002, κερδίζει χάλκινο μετάλλιο στα 50 μ. Πρόσθιο στους Βαλκανικούς Αγώνες ανδρών και γυναικών. Την ίδια χρονιά κατακτά την 7η θέση στα 4Χ100 μ. Μικτή, με την Ομάδα Σκυταλοδρομίας της Κύπρου, στους Κοινοπολιτειακούς Αγώνες.

Μέχρι το 2002, η Καρολίνα αγωνίζεται σε αγώνες για αρτιμελείς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει λόγω της μείωσης της όρασής της. Το 2002, η Καρολίνα αποφασίζει να ενταχθεί στην Κυπριακή Παραολυμπιακή Ομάδα και τοποθετείται στην κατηγορία S13. Στη συνέχεια πρωτεύει στο Πενελλήνιο Πρωτάθλημα στα 50 μ. Ελεύθερο και στα 100 μ. Πρόσθιο και καταγράφει πανελλήνιο ρεκόρ. Έπειτα, εκπροσωπεί την Κύπρο στους Κοινοπολιτειακούς Αγώνες στα 50 μ. Ελεύθερο και καταγράφει κοινοπολιτειακό ρεκόρ. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, κατακτά αργυρό μετάλλιο στα 100 μ. Πρόσθιο,καταρρίπτει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ και καταλαβάνει την πέμπτη θέση στα 50 μ. Ελεύθερο.

Το Σεπτέμβριο του 2004, στους Παραολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, η Καρολίνα χαρίζει στην Κύπρο το πρώτο της χρυσό μετάλλιο σε Παραολυμπιακούς Αγώνες. Η Καρολίνα κατακτά την πρώτη θέση στα 100 μ. Πρόσθιο, της κατηγορίας SB13, με χρόνο 1.17.32, πετυχαίνοντας νέο Παραολυμπιακό ρεκόρ.

Στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, το 2008, η Καρολίνα κερδίζει χρυσό μετάλλιο στα 100 μ. Πρόσθιο, στην κατηγορία SB12. Στην ίδια Παραολυμπιάδα κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο στα 200 μ. Μικτή, στην κατηγορία SΜ12.

Το Δεκέμβριο του 2009 η αθλήτρια κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στα 100 μέτρα πρόσθιο για αθλήτριες με περιορισμένη όραση, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, καταρρίπτοντας δύο φορές το παγκόσμιο ρεκόρ.


De Siris

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Μιχαήλ Ε

Μιχαήλ Ε'

Ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου  από το 1041 μέχρι το θάνατο του στις 24 Αυγούστου 1042.

Βιογραφία

Γιος του πατρίκιου και ναυάρχου Στέφανου, ανηψιός του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, ανήλθε στο θρόνο χάριν της Ζωής της Πορφυρογέννητης Αυτοκράτειρας, η οποία και τον είχε υιοθετήσει στερα απο παραινέσεις του Ιωάννη Ορφανοτρόφου και του Μιχαήλ Δ΄.

Τον απέσπασε όρκους στο ναό της Αγίας Σοφίας ότι θα την σεβαστεί ως μητέρα του και ΄δεσποινα και στην συνέχεια τον έστεψε αυτοκράτορα.Πρώτη του πολιτική πράξη ήταν η απομάκρυνση του ίδιου του Ορφανοτρόφου και ως κύριο σύμβουλο του όρισε τον νοβελίσσιμο Κωνσταντίνο και τον προβόβασε στην θέση του δομέστικου των σχολών της ανατολής. προσπάθησε να προδσεγγίσει τηνν στρατιωτική αριστοκρατία και αυτό φάνηκε με την απελευθέρωση του στρατηγού Γεώργιου Μανιάκη απο την φυλακή που τον έιχε κλείσει ο Ορφανοτρόφος.

Κατά τους συγγραφείς Σκυλίτζη και Ψελλό ο Ορφανοτρόφος είχε προτείνει στον Μιχαήλ την απομάκρυνση της Αυγούστας.Αυτός όμως ενώ φερόταν στην αρχή με σεβασμό προς την ευεργέτιδά του, αργότερα νόμισε ότι δεν είχε πλέον την ανάγκη της και κατά διαταγή του την εξόρισε στη Πρίγκηπος τον Απρίλιο του 1042, με την πρόσθετη μάλιστα εντολή να καρεί μοναχή. Η δικαιολογία ήταν 'οτι η αυτοκράτειρα Ζωή θέλησε να τον δηλητηριάσει.

Όταν ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, Αναστάσιος ανάγνωσε στη πλατεία του Κωνσταντίνου τη σχετική Διαταγή (προκήρυξη), στην οποία ο Καλαφάτης προσπαθούσε να δικαιολογήσει στο λαό τους λόγους της καταδίκης της Ζωής ακούσθηκε κραυγή από το συγκεντρωμένο πλήθος:«Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωήν»Στη φωνή αυτή απάντησε σύσσωμος ο παριστάμενος λαός:«Ανασκαφείη τα οστά του Καλαφάτου» και με αυτό δόθηκε το σύνθημα ένοπλης στάσης. Το πλήθος συσπειρώθηκε γύρω απο τον πατριάρχη Αλέξιο, τον οποίο θέλησε να απομακρύνει απο τον θρόνο Ο Μιχαήλ.

Η σύγκλητος και ο στρατός επανέφεραν την Θεοδώρα απο την μονή Πετρίου και την ανευφήμησαν αυτοκράτειρα στο ναό της Αγίας Σοφίας με την αδελφή της Ζωή. ο Μιχαήλ για να κατευνάσει το πλήθος επανέφερε την Ζωή και την περιέβαλλε με αυτοκρατορικά ενδύματα αλλά τα κουρεμένα μαλλιά της Ζωής εξαγρίψσε το πλήθος και επιτέθηκε με βέλη και πέτρες. χΧρειάστηκιε να επέμβει ο στρατός για να καταπνιγεί η εξέγερση. Το πλήθος έξαλλο έτρεξε και κατέστρεψε τις περιουσίες των Παφλαγόνων που είχαν πλουτίσει ως αργυραμοιβοί(τοκογλύφοι).Ο Μιχαήλ Ε΄ και ο Κωνσταντίνος κατέφυγαν στην μονή Στουδίου αλλά ύστερα απο διαταγή της Θεοδώρας τυφλώθηκαν και εξορίστηκαν.


De Siris

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Σπυρίδων Γ. Μακρής

Σπυρίδων Γ. Μακρής

Ο Σπυρίδων Γ. Μακρής γεννήθηκε το 1926 και πέθανε στις 20 Αυγούστου 1978, ήταν Έλληνας ιατρός, ο πρώτος στην ιστορία καθηγητής της αναισθησιολογίας στην Ελλάδα.

Απεφοίτησε από την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ειδικεύθηκε στην ειδικότητα της αναισθησιολογίας στα εξής ιατρικά κέντρα των Η.Π.Α.:

D.C. General Hospital (Ουάσινγκτον D.C.)
Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Georgetown (Ουάσινγκτον D.C.)
Νοσοκομείο Πανεπιστημίου Τζωρτζ Ουάσινγκτον (Ουάσινγκτον D.C.)
Γενικό Νοσοκομείο του Χάρβαρντ (Μασαχουσέτη)

Μετά το τέλος των σπουδών του έγινε λέκτορας ή επισκέπτης καθηγητής στα παραπάνω πανεπιστήμια, όπου δίδαξε και συμμετείχε σε έρευνες με πρωτοποριακά για την εποχή θέματα.

Υπήρξε εταίρος του «Αμερικανικού Κολεγίου Αναισθησιολόγων» (A.C.A.).

Το έτος 1974 ο Σπ. Μακρής έγινε ο πρώτος στην ιστορία καθηγητής της αναισθησιολογίας σε ελληνικό πανεπιστήμιο (συγκεκριμένα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).

Συνέγραψε δύο συγγράμματα, που ήταν επίσης τα πρώτα που εκδόθηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα πάνω στην αναισθησιολογία:
Αναισθησιολογία, Γενικαί Αρχαί (Αθήναι 1961)
Αναισθησιολογία εις την Κλινικήν Πράξιν (Αθήνα 1979)
όπως και το:
Αντιμετώπιση του πόνου, τεχνητός μερισμός, καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1992, 310 σελ.)
Επίσης έγραψε σχεδόν 100 επιστημονικές εργασίες, πολλές από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί στο Science, το Anaesthesia and Analgesia και άλλα διεθνούς κύρους επιστημονικά περιοδικά.
Ο Σπυρίδων Μακρής απεβίωσε σε ηλικία 52 ετών στη Θεσσαλονίκη, από μετατραυματικό ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής.


De Siris