Άγιος Αλέξανδρος
Ο Άγιος
Αλέξανδρος γεννήθηκε το έτος 240 μ.Χ., άλλοι λένε το 239, στην αγιοτόκον Μ.
Ασία, από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν με «νουθεσίαν και παιδείαν
Κυρίου».
Τα μεγάλα
χαρίσματα και η πίστη του και η ευλάβεια του Αγίου, τα οποία απέκτησε κατά την
παιδική και νεανική του ηλικία, φάνηκαν και αναδείχθηκαν αργότερα, κατά την δωδεκάχρονη
πατριαρχία του και κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, πού έγινε στη Νίκαια της Μ.
Ασίας το έτος 325 μ.Χ., κατά την οποίαν καθορίστηκε με σαφήνεια η Πίστη της Εκκλησίας,
πού την νόθευαν οι διάφορες αιρέσεις και κακοδοξίες.
Από τα
παιδικά του χρόνια ένοιωσε ο ίδιος άμεσα τι θα πει διωγμός και κυνηγητό και
πόνος και ταλαιπωρία, γιατί βρέθηκε μέσα στην θύελλα των μεγάλων διωγμών του
δευτέρου αιώνος. Αντί όμως να τον φοβίσουν και να τον αποθαρρύνουν, έκαναν πιο
στέρεη την πίστη του και μεγαλύτερη την αγάπη του για τον Χριστό.
Ήταν σε
ηλικία δέκα ετών, όταν ξέσπασαν οι διωγμοί του φοβερού Χριστιανομάχου
αυτοκράτορα Δεκίου και αργότερα του αυτοκράτορα Βαλεριανού (257-260) και σε
ώριμη ηλικία έζησε τούς διωγμούς του δαιμονικού Διοκλητιανού (303-305) και του
αυτοκράτορα Γαλερίου Μαξιμιανού (305-311). Έτρεχε μαζί με τούς Μάρτυρες και
βρισκόταν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, πού βρισκόταν σε αδιάκοπο κυνηγητό
και κατέφευγε σε σπηλιές και σε κατακόμβες, κρύβοντας τα μέλη της και
προστατεύοντας μικρούς και μεγάλους, πού είχαν την ελπίδα τους στο έλεος του
Θεού.
Πρωτοπρεσβύτερος
στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως – Εκπρόσωπος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο Οι
εκκλησιαστικές πηγές τον παρακολουθούν και τον ιστορούν, όταν είχε λάβει την
ιεροσύνη και υπηρετούσε ως Πρωτοπρεσβύτερος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
όπου Πατριάρχης ήταν ο Άγιος Μητροφάνης και είχε τον Άγιο Αλέξανδρο ως «δεξί
του χέρι». Όλες τις σημαντικές αποστολές τις ανέθετε στον ευλαβέστατο
Πρωτοπρεσβύτερό του, διότι ο Πατριάρχης ήταν ήδη πολύ ηλικιωμένος και
φιλάσθενος. Έτσι ο Άγιος Αλέξανδρος δόθηκε ολόκληρος στην διακονία της
Εκκλησίας με τον πύρινο λόγο του, κατά των αιρέσεων του Αρείου, ο οποίος είχε
παρασύρει πολλούς στις κακοδοξίες του και προκαλούσε αναστατώσεις και διαμάχες
μεταξύ των Χριστιανών. Ταυτόχρονα ο καθαρός και άμεμπτος βίος του Πρωτοπρεσβυτέρου
Αλεξάνδρου, πού ήταν άνθρωπος νηστείας και προσευχής, γινόταν πρότυπο βίου,
αλλά και καλού αγωνιστού της Πίστεως.
Το 303 μ.Χ. ο
Άγιος Αλέξανδρος ήταν σε ηλικία 63 ετών, όταν ξέσπασε ο μεγάλος διωγμός του
σατανόψυχου αυτοκράτορα Διοκλητιανού, πού είχε χαρακτηριστεί ως ο φοβερότερος διώκτης
των Χριστιανών και σκότωνε αμέσως και με βίαιο τρόπον όλους εκείνους, πού δεν
προσκυνούσαν τα άψυχα είδωλα, πού ο ίδιος τα θεωρούσε ως θεούς. Αφού ταλαιπωρήθηκε
αρκετά κρυπτόμενος και μετακινούμενος από περιοχή σε περιοχή για να μη
αποκαλυφτεί και κυρίως για να μπορεί να υπηρετεί την Εκκλησία, πού βρισκόταν
ακόμα σε παρανομία και καταδίωξη για τον κοσμικό νόμο της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας και κάθε Χριστιανός εθεωρείτο επαναστάτης και εχθρός του κράτους,
βρέθηκε στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, όταν το 313 μ.Χ. έγινε η διακήρυξη
της ανεξιθρησκείας με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνο), με το οποίον
αναγνωρίστηκε και επίσημα ως θρησκεία ο Χριστιανισμός.
Ο Πατριάρχης
Άγιος Μητροφάνης αγαπά ιδιαίτερα τον Πρωτοπρεσβύτερό του Αλέξανδρο και εκτιμά
τα πνευματικά και σπάνια προσόντα του και την προθυμία του για την προστασία
της Εκκλησίας και την επίλυση των προβλημάτων της. Έτσι επειδή ο Άγιος
Μητροφάνης ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και φιλάσθενος, έστειλε ως εκπρόσωπο του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο τον Άγιο Αλέξανδρο.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Όταν
τελείωσε, θριαμβευτικά για την Εκκλησία, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Άγιος
Αλέξανδρος έτρεξε αμέσως από την Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη για να
ανακοινώσει στον Πατριάρχη Μητροφάνη τα μεγάλα νέα της νίκης της Πίστεως κατά
της αιρέσεως, της Ορθοδοξίας κατά της κακοδοξίας. Ο Πατριάρχης τον περίμενε με
αγωνία και προσευχόταν συνεχώς. Μόλις λοιπόν συναντήθηκαν τον αγκάλιασε, τον
ασπάστηκε με πολλή συγκίνηση και του είπε να ξαναφύγει σε μεγάλη αποστολή, ώστε
να ανακοινωθούν τα ευχάριστα νέα σε όλες τις ορθόδοξες επισκοπές και τις
τοπικές εκκλησίες. Πρόθυμα ο Άγιος Αλέξανδρος έκανε υπακοή στο θέλημα του Άγιου
Μητροφάνη, έβαλε μετάνοια και παρ’ ότι ήταν και αυτός σε μεγάλη ηλικία, των 85
ετών, ξεκίνησε να κάνει μια πολύ μεγάλη περιοδεία και να ανακοινώσει επίσημα
τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και το «Σύμβολον της Πίστεως» και την
καταδίκη της αιρέσεως του Αρείου, σε όλη τη Μακεδονία, στην Θράκη, στην
υπόλοιπη Ελλάδα, στην Σερβία, την Ιλλυρία (Αλβανία) και τις άλλες γειτονικές περιοχές.
Τότε όμως,
και ενώ ο Άγιος Αλέξανδρος βρισκόταν στην περιοδεία του, ο Πατριάρχης
Μητροφάνης, πού είχε φθάσει στην ηλικία των 117 ετών, εξασθένησε τόσον πολύ,
ώστε τον Ιούνιο του 325, παρέδωσε την ψυχή του «εις χείρας Θεού ζώντος», αφού
προηγουμένως είχε ορίσει ως διάδοχό του τον Πρωτοπρεσβύτερο Αλέξανδρον πού τον
ήξερε καλά και τον θεωρούσε ως τον μόνον άξιον να τον διαδεχτεί στον
Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Την επιθυμία και απόφαση του αυτήν
την είχε γνωστοποιήσει και στον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο, πού συνεφώνησε μαζί
του.
Μετά την
άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο, ο Άγιος Αλέξανδρος, που δεν είχε καμιά
φιλοδοξία κοσμική και δεν τον ενδιέφερε η δόξα των ανθρώπων, συνέχισε με
περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης τον καλόν αγώνα υπέρ του
ποιμνίου της εκκλησίας διδάσκων την αλήθεια της Πίστεως και προσευχόμενος και
κυρίως επαγρυπνών, μέρα και νύχτα, για την προστασία της Εκκλησίας από τις
αιρέσεις, πού συνέχιζαν το διαβρωτικό τους έργον. Διότι όπως έλεγε και
καθοδηγούσε τούς Χριστιανούς:
— Οι διαφωνίες μεταξύ των Χριστιανών, δίδουν
τροφή στις αιρέσεις και συντηρούν την ολιγοπιστία και οδηγούν στην εκτροπή από
τον δρόμο της σωτηρίας.
Μιλούσε για
την αγάπη, πού είναι ο κύριος άξονας της χριστιανικής αληθείας, διότι από την
αγάπη προς τον Θεό μπορούμε να φθάσουμε στην αληθινή αγάπη των άλλων ανθρώπων.
Εικοσιτρείς
χρόνους υπηρέτησε πιστά και ολοπρόθυμα την Ορθόδοξη Εκκλησία ο Άγιος
Αλέξανδρος, γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εκ των οποίων τα δώδεκα έτη
ως Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και έφθασε στην
ηλικία των 98 ετών, πιστός και δραστήριος ως διάκονος των μυστηρίων του
Τριαδικού Θεού μας και την 30ην Αυγούστου του έτους 337μ.Χ. παρέδωσε το πνεύμα
του στα χέρια τού Κυρίου για να λάβει «τον στέφανον της δόξης» από τον μέγα
Δωρεοδότη Θεό.
De Siris