Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Πέτρος Φιλιππίδης

Πέτρος Φιλιππίδης

Ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι Έλληνας ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου 1963. Το 1986 αποφοίτησε από την Σχολή Θεάτρου Κάρολου Κούν και επίσης έχει σπουδάσει στο Ωδείο Αθηνών.

Όσο βρισκόταν στο θέατρο του Κάρολου Κούν πρωταγωνίστησε στις θεατρικές παραστάσεις Ιππείς, Αχαρνείς, Αγαμέμνων, Όρνιθες, Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτη και τέλος στους Θερμοφοριάζουσες. Τέλος, σπούδασε σκηνοθεσία στην σχολή Σταυράκου. Επίσης είναι παντρεμένος με την Ελπίδα, και έχει έναν γιο, τον Δημήτρη.

Το 1996 έπαιξε τον ρόλο του τρελού στο έργο Βασιλιάς Ληρ.

Τηλεόραση

Έχει παίξει σε αρκετές σειρές και ένα από αυτά που τον έκαναν γνωστό ήταν το Χάι-Ρόκ ενώ αυτό που τον έκανε ακόμα πιο διάσημο ήταν το Πενήντα-Πενήντα όπου υποδυόταν τον απερίγραπτο Νικηφόρο. Επίσης, έχει παίξει και στις παρακάτω σειρές:

Ο Πέτρος και τα κορίτσια του

Σε Λα Βι

Το κλειδί

Οι Διαπλεκόμενοι

Εκπαιδεύοντας τον Μπάμπη

Οι Δροσουλίτες

Λάκης ο Γλυκούλης

Ομιλείτε Ελληνικά

Οι Απαράδεκτοι

Οι Αυθαίρετοι

Της Ελλάδος τα παιδιά

Ιστορίες χωρίς δάκρυα

Ανατομία του εγκλήματος

Όχι τα Νέα του ΑΝΤ1

Παρουσιάσεις

Έχει παρουσιαστεί και σε δύο μέχρι στιγμήν τηλεπαιχνίδια. Το Remote Control και το Τηλετζόκερ του Ο.Π.Α.Π. Επίσης έχει παρουσιαστεί και σε ραδιοφωνικές εκπομπές, όπως το Οι Κουμπάροι και το Τα βούρλα και μισά.

Βιβλιογραφία

Ο Πέτρος έχει εκδώσει μόνο παιδικά βιβλία δείχνοντας έτσι την αγάπη του για τα παιδιά. Αυτά είναι το Ελεφαντάκι Μπαμπάρ, Τα όργανα της ορχήστρας και το Καρναβάλι των Ζώων.

Κινηματογράφος

Ο Πέτρος έχει πρωταγωνιστήσει και σε δύο κινηματογραφικές ταινίες, στην ταινία Εφάπαξ και στον Ηλία του 16ου όπου έγινε ένα πρίκουελ.

De Siris

Ξενοφών Μόσχου

Ξενοφών Μόσχου

Ο Ξενοφών Μόσχου γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1858 και πέθανε 1939. Ήταν σημαντικός ποιμένας της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, αναζωογονητής του Προτεσταντικού έργου στην Μικρά Ασία και ιδρυτής της Β' Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών.

Βιογραφία

O Ξενοφών Μόσχου γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1858 στη Θεσσαλονίκη, και ήταν παιδί ιερατικής οικογένειας. Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα, ενώ μέχρι να γίνει 11 είχε χάσει και τα 7 του αδέρφια. Ο ιερέας πατέρας του είχε επηρεαστεί από τις Βιβλικές ερμηνείες του Αδαμάντιου Κοραή, και είχε κριτική ματιά σε μια σειρά από δόγματα της Ορθόδοξης εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά, σε ηλικία 12 χρόνων ο Μόσχου άρχισε να εκτελεί χρέη ψάλτη στην εκκλησία της ενορίας του.

Στην ηλικία των 13μιση χρονών, ο Μόσχου είχε την εμπειρία της αναγέννησης. Από τότε άρχισε να διαβάζει συστηματικά την Καινή Διαθήκη και σταμάτησε να τηρεί παραδόσεις όπως οι νηστείες και οι προσευχές σε αγίους. Αν και θέλησε αρχικά να δραστηριοποιηθεί μέσα στην Ορθόδοξη εκκλησία, οι προσπάθειές του ναυάγησαν καθώς ο «παράξενος νεωτερισμός του», δεν έβρισκε χώρο μέσα στην Ορθοδοξία. Αυτός ήταν ο λόγος που τελικά ο Μόσχου, ενώ φοιτούσε στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, αποφάσισε να γίνει μέλος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, και άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις στην Α' Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Αθήνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να δεχτεί αφορισμό από τον πατέρα του. Μετά από μερικά χρόνια ο πατέρας του Ξενοφώντα, πίστεψε, έγινε πρεσβύτερος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Θεσσαλονίκης και τελικά δολοφονήθηκε από φανατικούς θρησκευόμενος.

Αφού ο Μόσχου, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, πήγε στο Εδιμβούργο και σπούδασε θεολογία για δύο χρόνια.

Το 1884 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, και αφού παντρεύτηκε, υπηρέτησε ως κήρυκας στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Θεσσαλονίκης. Το 1886 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διορίστηκε καθηγητής σε δημόσιο γυμνάσιο, και κύρρητε μεσοβδόμαδα στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Πειραιά. Το ίδιο χρονικό διάστημα ξεκίνησε το συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο. Το 1892 δέχτηκε να αναλάβει της θέση του ποιμένα στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Σμύρνης.

Για 30 χρόνια, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ο Μόσχου υπηρέτησε την εκκλησία της Σμύρνης. Εκτός των άλλων, δραστηριοποιήθηκε σε διάφορες πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Κύπρου και της Αιγύπτου, συνέγραψε μελέτες πάνω στην Αγία Γραφή. Αν και σε πολλές περιπτώσεις δέχθηκε επιθέσεις από φανατικούς θρησκευόμενους (αρκετές φορές λιθοβολήθηκε και σε δύο περιπτώσεις κινδύνεψε η ζωή του), συνεργάστηκε και με τον Μητροπολίτη Σμύρνης, Χρυσόστομο, σε διάφορους τομείς, όπως η διανομή Καινών Διαθηκών στους Έλληνες στρατιώτες που πολεμούσαν στο μέτωπο και η αποστολή από κοινού επιστολών προς τις μεγάλες δυνάμεις, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο Μόσχου μαζί με την υπόλοιπη εκκλησία έφυγαν από την Σμύρνη ως πρόσφυγες. Μαζί με άλλους Έλληνες πρόσφυγες ίδρυσε την Β' Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στην Αθήνα, την οποία υπηρέτησε μέχρι το θάνατό του το 1939.

Συγγραφικό έργο

Αποκορύφωμα του συγγραφικού του έργου του Ξενωφόντα Μόσχου, αποτελεί αδιαμφισβήτητα, η μετάφραση του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας των Liddell και Scott. Άλλα έργα του είναι βιβλία όπως τα: Χριστιανικαί Μελέται (2 τόμοι), Σύνοψις της Χριστιανικής Διδασκαλίας, Ερμηνεία της Προς Γαλάτας Επιστολής, Πληρούσθε δια του Πνεύματος, Βάπτισμα εν Ύδατι και Βάπτισμα εν Πνεύματι και άλλα. Επίσης μετέφρασε διάφορα βιβλία θεολογικού περιεχομένου. Έγραψε στίχους σε πάνω από 30 ύμνους που βρίσκονται στα υμνολόγια της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.

De Siris

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1936. Ήταν Βρετανός συγγραφέας και ποιητής. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το Βιβλίο της ζούγκλας (1894), το μυθιστόρημα Κιμ (1901) και το ποίημα "Αν..." (1895).

Το 1907, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν ο πρώτος αγγλόφωνος συγγραφέας που κέρδιζε το βραβείο αυτό και μέχρι σήμερα αποτελεί το νεαρότερο κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Τα παιδικά χρόνια του Κίπλινγκ

Ο Κίπλινγκ γεννήθηκε στη Βομβάη της Ινδίας. Όταν ήταν 6 χρόνων, αυτός και η τρίχρονη αδερφή του στάλθηκαν στην Αγγλία υπό τη φροντίδα μιας γυναίκας ονόματι Χόλλογουεϊ. H άσχημη μεταχείριση και παραμέλησή του μέχρι τα 12 του χρόνια θα πρέπει να επηρέασε τη γραφή του, και πιο ιδιαίτερα τη συμπόνοιά του για τα παιδιά.

Αφού πέρασε μια μεγάλη περίοδο σε οικοτροφείο, ο Κίπλινγκ γύρισε το 1882 στη Λαχόρη της Ινδίας (πλέον η πόλη ανήκει στο Πακιστάν). Ξεκίνησε να εργάζεται ως συντάκτης σε μια μικρή τοπική εφημερίδα, την Civil & Military Gazette, και έκανe τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ποίησης, εκδίδοντας τα πρώτα του επαγγελματικά έργα το 1883.

Τα πρώτα ταξίδια

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, ταξίδευε σε όλη την Ινδία σαν ανταποκριτής της εφημερίδας Allahabad Pioneer, ενώ δραστηριοποιήθηκε και στην πεζογραφία, εκδίδοντας έξι μικρά βιβλία το 1888. Από εκείνη την περίοδο είναι και η νουβέλα "Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς".

Τον επόμενο χρόνο, ο Κίπλινγκ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι πίσω στην Αγγλία, περνώντας από τη Βιρμανία, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Καλιφόρνια, διασχίζοντας τέλος τον Ατλαντικό και φτάνοντας στο Λονδίνο. Από τα πιο γνωστά ποιήματά του εκείνης της εποχής είναι η Μπαλάντα της Ανατολής και της Δύσεως.

Σταδιοδρομία ως συγγραφέας

Το 1892, ο Κίπλινγκ παντρεύτηκε την Καρολίν (Κάρι) Μπαλεστιέ. Κατά το μήνα του μέλιτος, η τράπεζα του Κίπλινγκ χρεωκόπησε. Εξαργυρώνοντας τα ταξιδιωτικά τους εισιτήρια, κατάφεραν να επιστρέψουν μέχρι το Βερμόντ. Ο Κίπλινγκ και η σύζυγός του έζησαν στην Αμερική για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, περίοδο κατά την οποία ο Κίπλινγκ στράφηκε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, για τα οποία είναι σήμερα και περισσότερο γνωστός (Το βιβλίο της ζούγκλας).

Το 1898, ο Κίπλινγκ άρχισε να κάνει ταξίδια χειμερινών διακοπών στην Αφρική και τα συνέχισε και τα επόμενα χρόνια. Της περιόδου αυτής είναι το ποίημα του Κίπλινγκ "Γκούνγκα Ντιν" (1892), ενώ το 1901 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Κιμ. Το 1907, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Και το 1910, εκδόθηκε το γνωστότερο ποίημα του, "Αν...".

Η σβάστικα

Πολλές παλιές εκδόσεις βιβλίων του Κίπλινγκ έχουν στο εξώφυλλο μια σβάστικα, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον Κίπλινγκ ως οπαδό των Ναζί. Ωστόσο, ο Κίπλινγκ χρησιμοποιούσε τη σβάστικα σαν αρχαίο ινδικό σύμβολο καλής τύχης και ευεξίας. Όταν το σύμβολο άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Ναζί, ο Κίπλινγκ το αφαίρεσε από τα βιβλία του.

De Siris

Νίκος Κακαουνάκης

Νίκος Κακαουνάκης

Ο Νίκος Κακαουνάκης γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1938 και πέθανε στις 30 Δεκεμβρίου 2009. Ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και εκδότης. Γεννήθηκε στην Πολυρρηνία Καστελίου Χανίων.

Ορφανός από πατέρα, σπούδασε στο εκκλησιαστικό λύκειο. Στη συνέχεια εργάστηκε στο πολιτικό γραφείο του βουλευτή Χανίων και υπουργού της Ένωσης Κέντρου Πολυχρόνη Πολυχρονίδη. Μερικά χρόνια αργότερα γνωρίστηκε με τον εκδότη Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος του πρότεινε να εργαστεί στο Βήμα, απ' όπου έκανε τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία το 1965.

Συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα με τη δημοσιογραφική του πένα και την παρουσία του. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον έντυπο τύπο, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Μετά τη χούντα δημοσιογραφεί στα Νέα, όπου αναλαμβάνει επιτελικές θέσεις. Στο διάστημα αυτό γράφει το βιβλίο «2.650 μερόνυχτα συνωμοσίας». Το 1986 αποφασίζει να εκδώσει τη δική του εφημερίδα, Το καλάμι. Με την έκρηξη της ιδιωτικής ραδιοφωνίας αναλαμβάνει την πρωινή ζώνη του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ 100,4, η οποία αποτελεί την απαρχή της παρουσίας του στα ερτζιανά. Οι ραδιοφωνικές του εκπομπές στον ΣΚΑΪ 100,4 στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συγκέντρωναν πολύ μεγάλη ακροαματικότητα. Παράλληλα ασχολείται με την τηλεόραση (ΣΚΑΙ TV) αναλαμβάνοντας αργότερα και τη γενική διεύθυνση του σταθμού. Εργάστηκε επίσης στον ραδιοφωνικό σταθμό FLASH για πολλά χρόνια και στους τηλεοπτικούς σταθμούς Alter, Mega και Alpha. Το 1999 εξέδωσε την εφημερίδα Το Καρφί.

Άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο στις 10:15 το βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου 2009. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τον έντονο και πληθωρικό λόγο και χαρακτήρα του.

De Siris

Σαντάμ Χουσεΐν

Σαντάμ Χουσεΐν

Ο Σαντάμ Χουσεΐν γεννήθηκε στις 28 Απριλίου του 1937 στην πόλη Τικρίτ, βορείως της Βαγδάτης. Στα φοιτητικά του χρόνια ανέλαβε ρόλο καθοδηγητή μέσα στην αντι-δυτική ατμόσφαιρα της εποχής και από νωρίς εισήλθε στις τάξεις του κόμματος Μπάαθ.

Το 1956 συμμετείχε σε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα στρατηγού Αμπντούλ Καρίμ Κασέμ. Οι ικανότητές του τον οδήγησαν σύντομα στις ηγετικές βαθμίδες του κόμματος, ωστόσο το 1959 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ιράκ και πέρασε τέσσερα χρόνια εξορίας στο Κάιρο της Αιγύπτου.

Επέστρεψε στο Ιράκ το 1963, μετά την ανατροπή του Κασέμ από το στρατό και το παναραβικό «σοσιαλιστικό» κόμμα Μπάαθ. Την περίοδο εκείνη παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Σαχιντά, με την οποία απέκτησε δύο γιους και τρεις κόρες.

Εν τω μεταξύ, ο νέος πρόεδρος της χώρας Αμπντούλ Ραχμάν Μοχάμεντ Αρέφ δεν αποδέχθηκε τις πιέσεις του Μπάαθ και το έθεσε εκτός νόμου. Ο Χουσεΐν, μαζί με άλλα στελέχη του κόμματος προσπάθησαν να τον ανατρέψουν το 1964, αλλά το κίνημά τους απέτυχε. Ο Σαντάμ φυλακίστηκε, αλλά κατάφερε να αποδράσει το 1966.

Με το νέο πραξικόπημα, το 1968, η παράταξή του ανέλαβε την εξουσία και ο Σαντάμ χρίστηκε υπ' αριθμόν 2 στην ιεραρχία του κόμματος. Επί χρόνια υπήρξε ο άνθρωπος που κινούσε τα «νήματα» στη σκιά του προέδρου Αχμέντ Χασάν αλ-Μπακρ και το 1979 κατόρθωσε να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος των πολιτικών εξελίξεων.

Ο Σαντάμ Χουσεΐν άσκησε την εξουσία με σιδηρά πυγμή και επέβαλε την κυριαρχία του στηριζόμενος στον τρόμο και τις δολοφονίες των αντιφρονούντων, ενώ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμη και χημικά όπλα εναντίον των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ.

Με στόχο να μην επιτρέψει στο Ιράν να αποτελέσει μελλοντικό κίνδυνο, έστειλε το στρατό του σε μια πολεμική περιπέτεια το 1980, που διήρκεσε οκτώ χρόνια.

Ο Σαντάμ είχε τότε την παρασκηνιακή υποστήριξη των ΗΠΑ, που είχαν επιλέξει να αγνοήσουν καταγγελίες για θηριωδίες, όπως την εκτέλεση 148 σιιτών στην Ντουτζάιλ -ως αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας του τον Ιούλιο του 1982-, ενέργεια για την οποία τελικά καταδικάσθηκε εις θάνατον, ή την εξόντωση 5.000 Κούρδων χωρικών στην Χαλάμπτζα το Μάρτιο του 1988.

Μετά την εκεχειρία με το Ιράν, ο Ιρακινός ηγέτης στράφηκε σε νέες ιδέες για να κυριαρχήσει στη περιοχή: την ανάπτυξη ισχυρών συμβατικών οπλικών συστημάτων, ενδεχομένως και χημικών, πυρηνικών και βιολογικών όπλων.

Τον Αύγουστο του 1990 επιτέθηκε στο Κουβέιτ, κατηγορώντας το ότι ρίχνει τις τιμές του «μαύρου χρυσού», στο οποίο άλλωστε στηριζόταν και η κλονισμένη οικονομία του Ιράκ. Ακολούθησαν εβδομάδες αμερικανικών βομβαρδισμών που ισοπέδωσαν τις εγκαταστάσεις του Ιράκ και η «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου» που εκδίωξε τους Ιρακινούς στρατιώτες από το Κουβέιτ.

Με την παρότρυνση των ΗΠΑ ξεσηκώθηκαν οι σιίτες, αλλά χωρίς επιτυχία, αφού ο Σαντάμ Χουσεΐν επανέφερε την «τάξη» με σκληρό τρόπο, τόσο στο νότο, όσο και στον κουρδικό βορρά. Το Ιράκ υπέφερε, όμως, και από τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση.

Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου έλυσε τα χέρια του Τζορτζ Ο.Μπους που ήθελε να παρέμβει στη Μ.Ανατολή. Οι επιθεωρητές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας επέστρεψαν στο Ιράκ το Νοέμβριο του 2002 και άρχισαν εκ νέου να ψάχνουν για πυρηνικά όπλα.

Παρά το γεγονός ότι πυρηνικά, χημικά ή βιολογικά όπλα ουδέποτε βρέθηκαν στο Ιράκ, υπήρξαν το πρόσχημα για την αμερικανική εισβολή το Μάρτιο του 2003. Η εξουσία του Σαντάμ Χουσεΐν πήρε τέλος στις 9 Απριλίου και ο ίδιος έγινε ο υπ' αριθμόν 1 καταζητούμενος στο Ιράκ.

Στις 22 Ιουλίου οι δυο γιοι του Σαντάμ Χουσεΐν, Οντάι και Κουσάι, έπεσαν νεκροί από αμερικανικό αεροπορικό βομβαρδισμό, κοντά στην Μοσούλη, και το Δεκέμβριο του 2003 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι ο πρώην ηγέτης του Ιράκ συνελήφθη κοντά στην Τικρίτ.

Τον Ιούλιο του 2005 απαγγέλθηκαν οι πρώτες κατηγορίες εις βάρος του Σαντάμ Χουσεΐν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και συγκεκριμένα για τη δολοφονία των 146 σιιτών στην Ντουτζάιλ. Κατά την έναρξη της δίκης του, στις 19 Οκτωβρίου, ο Ιρακινός πρώην ηγέτης δήλωσε αθώος, ωστόσο καταδικάσθηκε εις θάνατον δι' απαγχονισμού στις 5 Νοεμβρίου του 2006.

Ο Σαντάμ Χουσεΐν εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου.

De Siris

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Μάριος Πλωρίτης

Μάριος Πλωρίτης

Ο Μάριος Πλωρίτης του Βασιλείου γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1919 και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 2006. Ήταν θεατρικός κριτικός, μεταφραστής, χρονογράφος και σκηνοθέτης, ο Μάριος Πλωρίτης αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Ελλάδας στο θέατρο και τα γράμματα.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Μάριος Παπαδόπουλος και γεννήθηκε στον Πειραιά, από μικροαστική οικογένεια με φιλελεύθερες αντιλήψεις. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στην Αγγλία και την Αμερική.

Έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα στην Κατοχή, ως μεταφραστής, με το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», του Λουίτζι Πιραντέλλο και ακολούθησαν άλλα περίπου 100 έργα. Μετάφραζε τα έργα που ανέβαζε ο θίασος του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, στον οποίο ήταν και επί σειρά ετών καθηγητής δραματολογίας και ιστορίας του θεάτρου. Ως σκηνοθέτης, εμφανίστηκε το 1952, σκηνοθετώντας στον θίασο Λαμπέτη-Παπά-Χορν. Υπήρξε διευθυντής της ετήσιας έκδοσης για το θέατρο του θεατρικού επιχειρηματία Θεόδωρου Κρίτα και πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου και πολλών λογοτεχνικών σωματίων. Το 2000 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σαν δημοσιογράφος και κριτικός της δημόσιας ζωής γενικότερα, έχει να επιδείξει μια εξίσου μακρά πορεία: διευθυντής της εφημερίδας ΝΙΚΗ, σειρά άρθρων και επιφυλλίδων σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες. Από το 1974 και μέχρι σήμερα συνεργαζόταν με την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ. Από το 1945, μέχρι το 1965 έγραφε θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, θέση την οποία εγκατέλειψε όταν η εφημερίδα άλλαξε πολιτική γραμμή.

Από την επιβολή της δικτατορίας και μέχρι το 1974, ο Μάριος Πλωρίτης ζούσε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δραστηριότητα.

Είχε κάνει τρεις γάμους. Ένα με την ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη (1950 χώρισαν το 1953), δεύτερο με τη Μαρίκα Ανεμογιάννη (1964) και στη συνέχεια (1996) με την Κάτια Δανδουλάκη (με την οποία ήταν ήδη ζευγάρι για πολλά χρόνια, έζησαν μαζί συνολικά 32 χρόνια). Σύντροφος του, επίσης, υπήρξε και η δημοφιλέστερη ελληνίδα ηθοποιός Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά.

Ο Μάριος Πλωρίτης είχε εκδώσει τα ακόλουθα βιβλία: :

«Πρόσωπα του νεώτερου δράματος» δοκίμια για τους Στρίντμπεργκ, Τσέχωφ, Πιραντέλο, Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ κ.ά. (1965).

«Τα λοφία και οι παγίδες» (1966),

«Τα προσωπεία – Ιουλιανά και άλλα» (1967), το οποίο εκδίδεται παραμονές της δικτατορίας και μαζί με τα «Λοφία» αποτελούν συλλογές πολιτικών δοκιμίων, των οποίων η κυκλοφορία απαγορεύτηκε.

«Δυναστείες και δυνάστες» (1974),

«Μέγιστον μάθημα» (1975),

«Πολιτικά» (Β' και Γ', 1981),

«Τέχνη, γλώσσα και εξουσία» (1988).

De Siris

Γουίλιαμ Γκλάντστοουν

Γουίλιαμ Γκλάντστοουν

Ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1809 και πέθανε στις 19 Μαΐου 1898, στην παλαιά ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται ως Ουίλιαμ Γλάδστων. Ήταν διαπρεπής Άγγλος πολιτικός φιλελευθέρων αρχών, που διακρίθηκε στην ρητορική του δεινότητα και τον φιλελληνισμό του.

Το 1834 έγινε δεύτερος λόρδος θησαυροφύλακας και το 1835 Υφυπουργός Αποικιών, οπότε τάχθηκε επανειλημμένα υπέρ της κατάργησης της δουλείας στις αποικίες. Το 1862, ως Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Πάλμερστον, ψήφισε υπέρ της ενώσεως των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα. Το 1867 διαδέχθηκε τον Λόρδο Ρώσσελ στην αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων και το 1868 σχημάτισε την πρώτη υπό την προεδρία του κυβέρνηση, οπότε και κατάφερε να ψηφιστεί νόμος για τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.

Παραιτήθηκε το 1873 κατόπιν απορρίψεως ενός νομοσχεδίου του και δεν έπαψε να παρακολουθεί τα πολιτικά γεγονότα, επιτιθέμενος με δριμύτητα κατά της φιλοτουρκικής πολιτικής του Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1880, με πλειοψηφία κέρδισε τις εκλογές και έγινε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Έτσι πέτυχε να σταλεί στο Βερολίνο για τη συνδιάσκεψη, η οποία τελικά θα έδινε τη Θεσσαλία στην Ελλάδα, το 1881.

Το 1886 σχημάτισε την τρίτη του κυβέρνηση με πρόγραμμα τη χορήγηση πλήρους αυτονομίας στην Ιρλανδία. Επειδή η Βουλή καταψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο, έγιναν εκλογές το 1892, οι οποίες τον έφεραν για τέταρτη φορά στη θέση του πρωθυπουργού. Το νομοσχέδιο του ψηφίστηκε από την Βουλή, αλλά απορρίφθηκε από την Βουλή των Λόρδων.

Τελικά, ο Γκλάντστοουν παραιτήθηκε οριστικά από την πολιτική το 1893, οπότε και ασχολήθηκε με τη μετάφραση των Ωδών του Ορατίου και άλλων συγγραφέων.

Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο φιλέλληνα, στήθηκε, από πανελλήνιο έρανο, ο ανδριάντας του στην είσοδο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

De Siris

Φώτιος Β΄

Φώτιος Β΄

Ο Φώτιος Β΄ ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 7 Οκτωβρίου 1929 ως τις 26 Δεκεμβρίου 1935.

Γεννήθηκε στην Πρίγκηπο το 1874. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μανιάτης. Τελείωσε τη βασική εκπαίδευση στην Πρίγκηπο, κατόπιν πήγε στη Γερμανοελβετική Σχολή του Γαλατά και τέλος στο Ζαρίφειο Γυμνάσιο Φιλιππούπολης. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Μιλούσε ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, γερμανικά και βουλγαρικά.

Το 1902 χειροτονήθηκε διάκονος από τον θείο του, τότε Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Φώτιο, ο οποίος και του έδωσε το όνομά του. Παρέμεινε στη Μητρόπολη αυτή, όπου έφτασε και στο αξίωμα του Πρωτοσυγκέλλου. Κατόπιν διορίστηκε Πατριαρχικός Έξαρχος Φιλιππουπόλεως κατά την περίοδο 1906-1914, κατά την οποία διώχτηκαν οι κληρικοί του Πατριαρχείου από τη Βουλγαρία και τη Ρωμυλία. Το 1914, δέχτηκε μάλιστα επίθεση από όχλο Βουλγάρων και εγκατέλειψε τη χώρα.

Το 1915 εξελέγη βοηθός επίσκοπος Ειρηνουπόλεως, βοηθός του θείου του, ο οποίος στο μεταξύ είχε μετατεθεί στη Μητρόπολη Κοζάνης. Το 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και την επόμενη χρονιά μετατέθηκε στη Μητρόπολη Δέρκων. Στις 7 Οκτωβρίου 1929 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και ενθρονίστηκε αυθημερόν.

Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας, χάρη στις ενέργειες Βενιζέλου-Ατατούρκ. Ο Φώτιος μερίμνησε για την εξομάλυνση της ανωμαλίας που επικρατούσε επί χρόνια στην Εκκλησία της Αμερικής, με την αποστολή ως εξάρχου του Κορινθίας Δαμασκηνού (1930) και στη συνέχεια την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αμερικής και τοποθέτηση του πρώην Μητροπολίτη Κερκύρας, Αθηναγόρα. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του συνέβησαν επίσης τα γεγονότα του παπά-Ευθύμ, ιερέα που είχε καταλάβει τον ιερό ναό της Παναγίας της Καφατιανής στο Γαλατά και ίδρυσε τη λεγόμενη τουρκορθόδοξη εκκλησία, ενώ για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε από τις κρατικές τουρκικές αρχές ο τίτλος «Οικουμενικός Πατριάρχης» και προετάχθη ο τίτλος του «πρωτοπαπά» (Baspapas). Στην αμφισβήτηση αυτή, ο Πατριάρχης Φώτιος αντέδρασε δυναμικά, αρνούμενος επί ένα και πλέον χρόνο να ανοίξει επιστολές που δεν απευθύνονταν στον «Πατριάρχη» ή στον «Οικουμενικό Πατριάρχη» και κατόπιν αυτού, το θέμα διευθετήθηκε. Τέλος, το 1934 ψηφίστηκε ο νόμος που απαγορεύει σε κάθε θρησκευτικό λειτουργό στην Τουρκία να φέρει ιερατική ενδυμασία εκτός του χώρου λατρείας, πλην των προκαθημένων των θρησκειών (Οικουμενικός Πατριάρχης, αρχιμουφτής, αρχιραβίνος).

Ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1935.

De Siris

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Ήθη,έθιμα και παραδόσεις για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά

Ήθη, έθιμα και παραδόσεις 
για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά

Οι ημέρες των εορτών είναι ημέρες αφιερωμένες στην παράδοση και βεβαίως στα ήθη και τα έθιμα, όπως και στις πατροπαράδοτες παραδόσεις.

Όπως είναι γνωστό, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά εορτάζονται με ποικίλους τρόπους σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Άλλωστε, τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου «χρωματίζουν» τις γιορτινές αυτές ημέρες και αποτελούν μία όαση χαράς για μικρούς και μεγάλους.

Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση εθίμων των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς από διάφορες περιοχές της χώρας μας.

Καρδίτσα: το «τάισμα της βρύσης» και το έθιμο της «γουρνοχαράς»

Μπορεί χρόνο με τον χρόνο τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα να χάνονται, αλλά, σε πολλές περιοχές, ανάμεσα τους και ο Νομός Καρδίτσας, διατηρούνται ακόμη αρκετά και παραμένουν ζωντανά μέσα από το πέρασμα των χρόνων.

Ακόμη και σήμερα σε όλο το Νομό συναντά κανείς την αναβίωση των πατροπαράδοτων χριστουγεννιάτικων εθίμων του δωδεκαημέρου.

Παραμονές Χριστουγέννων 23 και 24 Δεκεμβρίου οι νοικοκυρές φτιάχνουν το χριστόψωμο με έναν σταυρό στην μέση καθώς και αυγοκουλούρες τις οποίες εν συνεχεία προσφέρουν σε ηλικιωμένους και παιδιά.

Σε πολλά χωριά ακόμη του Νομού Καρδίτσας το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου συνεχίζουν να ρίχνουν θυμίαμα στα τζάκια εν αναμονή του αρχηγού Καλικάντζαρου. Το ίδιο γίνεται και την επόμενη ημέρα, καθώς έρχονται και οι υπόλοιποι καλικάντζαροι.

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάισμα» της βρύσης, κάτι που σε κάποια χωριά γίνεται παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το έθιμο θέλει οι κοπέλες, να πηγαίνουν τα χαράματα των Χριστουγέννων στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το «άκραντο νερό». Το λένε άκραντο, δηλαδή, αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή. Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.

Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την «ταΐζουν» με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Μάλιστα, έλεγαν ότι όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.

Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό.

Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.

Τα παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι είτε την παραμονή είτε ανήμερα των Χριστουγέννων. Παλαιότερα, τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι ήταν πολλά. Όμως, χρόνο με τον χρόνο όλο και λιγοστεύουν.

Την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, σε πολλά σημεία του νομού, γιορτάζουν την «γουρνοχαρά», καθώς την ημέρα εκείνη σφάζουν τα γουρούνια που έχουν θρέψει σχεδόν ένα χρόνο πριν.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι από το χοιρινό δεν πάει χαμένο σχεδόν τίποτε. Το λίπος το λιώνουν και το χρησιμοποιούν στην μαγειρική, φτιάχνουν λουκάνικα ενώ τα παλιά χρόνια από το δέρμα του γουρουνιού έφτιαχναν παπούτσια τα οποία τα χρησιμοποιούσαν στα χωράφια, τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα». Ακόμη, οι πιτσιρικάδες κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες μπάλες.

Το έθιμο της «γουρνοχαράς» συνεχίζει να υφίσταται μέχρι και σήμερα, αμείωτο σε πολλά σημεία του Νομού. Κάθε χρόνο δε, διοργανώνεται ανάλογη εκδήλωση στην Πορτίτσα του Δήμου Μητρόπολης και το Φανάρι, έδρα του Δήμου Ιθώμης, τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι περισσότερες νοικοκυρές του Νομού φτιάχνουν την βασιλόπιτα ή «αετόπιτα», στην οποία βάζουν μέσα κι ένα κέρμα.
Αφού ο αφέντης του σπιτιού, βγάλει από ένα κομμάτι για τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Βασίλειο, τα μέλη της οικογένειας παίρνουν το δικό τους κομμάτι και αναζητούν σε αυτό το κέρμα.

Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονές των Θεοφανίων, συναντάμε ακόμη και σήμερα τα Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια. Ένα έθιμο που οι ρίζες του χάνονται στην αρχαιότητα. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο, ντυμένοι με προβιές ζώων και ζωσμένοι με κουδούνια, τριγυρίζουν το χωριό και λένε τα κάλαντα, διαφορετικά για τον καθένα, με διάθεση πειράγματος και σατιρισμού. Από πίσω ακολουθούν «ο γαμπρός με τη νύφη» και στο τέλος έρχεται ο «παπάς» που διώχνει αυτούς τους «καλικάντζαρους». Το έθιμο παραμένει ζωντανό στο Νεοχώρι, στο Μεσενικόλα, στο Μορφοβούνι και στο Κρυονέρι.

Σάμος: Χοιρινές τηγανιές, πηχτή και προβέντα

Τα έθιμα των Χριστουγέννων με το πέρασμα των χρόνων έχουν αρχίσει σιγά-σιγά να χάνονται με την μορφή που τηρούνταν από τους προγόνους μας.

Οι ξένες επιρροές έχουν τροποποιήσει κάποια από αυτά ή σε κάποιες περιπτώσεις τα έχουν καταργήσει.

Ωστόσο, σε πείσμα των καιρών στο νησί της Σάμου, κυρίως στα χωριά και τουλάχιστον οι γηραιότεροι τα τηρούν κατά γράμμα.

Πολλές είναι ακόμη οι νοικοκυρές που παρά τον φόρτο εργασίας -κυρίως οι νεότερες- τις παραμονές των Χριστουγέννων φτιάχνουν σπιτικά γλυκά: κουραμπιέδες, μελομακάρονα, μπακλαβά με σουσάμι & καρύδι και «κατάδες» [κάτι σαν κουραμπιέδες με γέμιση καρυδιού]. Οι γιαγιάδες λένε ότι τα γλυκά θα γλυκάνουν το νεογέννητο Χριστό.

Η γαλοπούλα στην Σάμο μαγειρεύεται τα τελευταία χρόνια σαν ξενόφερτο έθιμο.
Παραδοσιακά, οι Σαμιώτες έχοντας χοιρίδια που εξέτρεφαν τα έσφαζαν παραμονές της μεγάλης εορτές και το κρέας το χρησιμοποιούσαν ως τις απόκριες, φυλαγμένο στα «κατώτα».

Το πρωί των Χριστουγέννων μετά την εκκλησία συνηθίζεται να γίνονται οι «χοιρινές τηγανιές» συνοδευμένες με κρασάκι για να ανοίξει η όρεξη, καθώς και «πηχτή» η οποία έχει γίνει από την παραμονή, η οποία είναι βρασμένο χοιρινό κρέας με μπόλικο λεμόνι, το οποίο αφήνουν να πήξει όλη τη νύχτα.

Το φαγητό που σερβίρεται στα περισσότερα, ακόμη και σήμερα, σπίτια της Σάμου είναι το σελινάτο χοιρινό.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά από νωρίς λένε τα κάλαντα και με τα χρήματα που μαζεύουν πηγαίνουν στα μαγαζιά, προκειμένου να αγοράσουν τα δώρα τους.

Οι γυναίκες κάνουν πυρετώδεις προετοιμασίες για το τραπέζι του ρεβεγιόν, αλλά και της «προβέντας» που πρέπει να πάει στις πεθερές, στις κουμπάρες για την καλή χρονιά. Η «προβέντα» είναι ένα πιάτο με γλυκά που κρίνει πολλές φορές την νοικοκυροσύνη της Σαμιώτισσας, καθώς συνήθως συνοδεύεται και με την βασιλόπιτα που έχουν φτιάξει.

Το ρόδι είναι απαραίτητο για κάθε σαμιώτικο σπιτικό, καθώς οι οικογένειες το πρωί της Πρωτοχρονιάς μετά την εκκλησία θα το σπάσουν για να σκορπίσουν οι σπόροι του και να «γεμίσει» το σπίτι ευτυχία και υγεία.

Όποιος κάνει το ποδαρικό πρέπει να πάρει «μπουλιστρίνα» [χρήματα], την οποία περιμένουν τα παιδιά, επίσης από παππούδες, γιαγιάδες, θείες που θα πλαισιώσουν το μεσημέρι το τραπέζι.

Την παραμονή των Φώτων, παιδιά λένε τα κάλαντα, ενώ ανήμερα σε κάθε πόλη λειτουργεί μόνο μία εκκλησία και μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας σχηματίζεται πομπή για το λιμάνι όπου θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων και ο Μητροπολίτης [στην πρωτεύουσα] ή ο παπάς θα ρίξει τον σταυρό. Όποιος τον πιάσει θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς, παίρνει την ευλογία του ιερέα και μαζί του γυρνούν το μεσημέρι από σπίτι σε σπίτι για να μεταφέρουν την ευλογία του στους κατοίκους του νησιού.

Ανατολική Μακεδονία: Μωμόγεροι και σπόρδισμα των φύλλων

Τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου μαρτυρούν τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας οι κάτοικοι -η πλειονότητα των οποίων έχουν τις ρίζες τους στον Πόντο και τη Μικρά Ασία- γνωρίζουν πώς να διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις κυρίως μέσα από τη νέα γενιά.

Από ολόκληρη την ανατολική Μακεδονία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτιστική παράδοση του νομού Δράμας, με την πλούσια λαογραφία, τα ήθη τα έθιμα, τις γιορτές και τα διονυσιακά δρώμενα που πραγματοποιούνται όλες τις εποχές του χρόνου.

Οι Μωμόγεροι, ένα είδος λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου, αναβιώνει στους Σιταγρούς και τα Πλατανιά, χωριά όπου υπάρχουν πρόσφυγες από τον Πόντο. Η ονομασία Μωμόγεροι προέρχεται από τις λέξεις μίμος και γέρος, από τις μιμητικές κινήσεις που κάνουν οι πρωταγωνιστές με μορφή γεροντικών προσώπων. Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται όλο το Δωδεκαήμερο [Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια].

Στο νησί της Θάσου οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής: Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά [θράκα] προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στα αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μία ευχή, χωρίς να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

Στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μυρτοφύτου του Δήμου Ελευθερών στη δυτική ακτή του νομού Καβάλας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αναβιώνει ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία.

Τα αγόρια που θα φύγουν στρατιώτες μέσα στη νέα χρονιά συγκεντρώνουν μεγάλες στοίβες από ξύλα στην πλατεία. Την παραμονή του νέου χρόνου θα ανάψουν μια εντυπωσιακή φωτιά ψέλνοντας τα κάλαντα. Στις δώδεκα ακριβώς, με το χτύπημα του ρολογιού της εκκλησίας, ξεκινάει ένα παραδοσιακό γλέντι με τσίπουρο και γλυκά.

Στην πόλη της Καβάλας, πολλοί κάτοικοι διατηρούν ακόμα κάποια από τα έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, όπως το σπάσιμο του ροδιού μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά και η μεταφορά μίας πέτρας -συνήθως από το μικρότερο μέλος της οικογένειας- στο εσωτερικό του σπιτιού για να είναι στέρεο το σπίτι και γερή ολόκληρη η οικογένεια τη νέα χρονιά.

Στο δημοτικό διαμέρισμα Ποδοχωρίου του Δήμου Ορφανού στα δυτικά του νομού Καβάλας, την πρώτη ημέρα κάθε νέου χρόνου διατηρούν ακόμα αναλλοίωτο το έθιμο του «ποδαρικού», όπου τα πιο μικρά παιδιά επισκέπτονται όλα τα σπίτια του οικισμού μπαίνοντας μέσα σε αυτά με το δεξί πόδι, λένε ευχές στους νοικοκύρηδες του σπιτιού και δέχονται γλυκά και δώρα.

Στα Άβδηρα της Ξάνθης, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ορισμένες οικογένειες δε ζυμώνουν βασιλόπιτα, αλλά, ανοίγουν φύλλο και παρασκευάζουν μία πίτα με πράσο, κιμά και μπαχαρικό κύμινο. Μέσα στην πρασόπιτα βάζουν το φλουρί. Η πίτα ψήνεται σε παραδοσιακό ταψί το σινί και τα παλιότερα χρόνια σερβίρονταν πάνω σε χαμηλό ξύλινο τραπέζι, το σορβά.

Ηράκλειο: Σύγλινα και «Καλή Χέρα»

Πολλά και ενδιαφέροντα είναι τα έθιμα των Χριστουγέννων στο Ηράκλειο, αλλά και γενικότερα στην Κρήτη τα περισσότερα των οποίων διατηρούνται και στις ημέρες μας.

Παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν, ο οποίος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.

Το χοίρο τον έσφαζαν την ημέρα των Αγίων Δέκα και έφτιαχναν:
- λουκάνικα,
- απάκια,
- πηχτή η τσιλαδιά,
- σύγλινα, (δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου,
- ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι,
- τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό, όταν μάζευαν τις ελιές.

Όμως, και σήμερα πολλοί στα χωριά ανατρέφουν γουρούνια τα οποία τα σφάζουν παραμονές των Χριστουγέννων.

Το Χριστόψωμο, το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.
Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία.

Χρησιμοποιούν, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια.

Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.
Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Παλαιότερα στην Κρήτη τα ζώα είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Οι Κρητικοί το Χριστόψωμο, το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να ευλογηθούν κι αυτά.

Γλυκίσματα:

Τα παραδοσιακά γλυκά των εορτών είναι τα Χριστόψωμα, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια, αλλά, τυλίγονται στα δάκτυλα.

Το ποδαρικό:

Πρόκειται για ένα έθιμο που διατηρείται χρόνια. Ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει με το πόδι του [ποδαρικό] στο σπίτι μετά την είσοδο του νέου χρόνου, πρέπει να είναι τυχερός για να φέρει τύχη στο σπίτι και να πατήσει πρώτα με το δεξί του πόδι για να πάνε όλα δεξιά δηλ. καλά.

Επίσης, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς μεταφέρουν νερό από τη βρύση στο σπίτι και ο νοικοκύρης λέει: «Όπως τρέχει τούτο το νερό έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι μου».

Ακόμη ο νοικοκύρης μεταφέρει μια πέτρα στο σπίτι λέγοντας: «Όπως είναι γερή τούτη η πέτρα έτσι να είναι γερό και το σπίτι μου». Σε ορισμένα μέρη του Ηρακλείου, την πρωτοχρονιά συνηθίζεται η οικογένεια να πηγαίνει στην εκκλησία. Μαζί τους παίρνουν μια εικόνα του σπιτιού, η οποία αφού λειτουργηθεί θα κάνει το ποδαρικό στο σπίτι.

Τα κάλαντα:

Πρόκειται για τα Παραδοσιακά κρητικά κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.

Με αυτά και με την Κρητική διάλεκτο μνημονεύουν τα γεγονότα των εορτών, καταλήγουν με ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού και λέγονται την παραμονή της κάθε γιορτής, συνήθως από παιδιά που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τα τραγουδούν κρατώντας τρίγωνα, λύρες και λαούτα.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από Κρητικά Κάλαντα:

Ταχειά ταχειά ν’αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός
-άγιος και πνευματικός-
στη γη να περπατήσει
βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Άγιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις

Η «καλή χέρα»

Την πρωτοχρονιά οι παππούδες και οι στενοί συγγενείς δίνουν στα παιδιά την «καλή χέρα», δηλαδή, κάποιο χρηματικό ποσόν. Έθιμο που διατηρείται μέχρι και σήμερα.

Η μπουγάτσα

Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας, θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα,σε όλους τους δρόμου του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έχουν στηθεί υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας.

Χανιά: ευλάβεια στη σπηλιά του Αϊ Γιάννη…

Ζωντανή μέχρι και σήμερα, που πολλά έχουν αλλάξει, παραμένει στα Χανιά όπως και σε όλη τη Κρήτη η παράδοση, η οποία δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στην γιορτή των Χριστουγέννων.

Οι κρητικοί, άνθρωποι της «τάβλας» και της παράδοσης, διατηρούν ήθη και έθιμα, που ακόμα και νέοι άνθρωποι κυρίως στην ύπαιθρο τηρούν με ευλάβεια…

Τα παραδοσιακά κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων φέρνουν στους δρόμους πόρτα-πόρτα κυρίως τα παιδιά, που πριν από χρόνια μπορεί να έπαιρναν από το χέρι του νοικοκύρη και της νοικοκυράς έναν κουραμπιέ, ένα μελομακάρονο και αβγά και κουλούρες, αλλά, σήμερα εναρμονισμένοι στο πνεύμα των καιρών βγαίνουν στους δρόμους για να τα πουν, με την προσμονή να εξασφαλίσουν το χαρτζιλίκι τους.

Η εικόνα δεν αλλάζει, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ομάδες παιδιών κρατώντας το παραδοσιακό τρίγωνο, την κρητική λύρα και άλλα μουσικά όργανα, χτυπούν τις πόρτες από νωρίς το πρωί μέχρι και αργά το βράδυ.

Στο εσωτερικό των σπιτιών, ημέρες πριν έχει στολιστεί το δέντρο των Χριστουγέννων, ενώ στις πόρτες πολλών σπιτιών κρέμεται το Χριστουγεννιάτικο στεφάνι.

Πάντως, ο στολισμός σήμερα είναι διαφορετικός σε σχέση με άλλες εποχές, αφού τα περισσότερα σπίτια μέσα και έξω κοσμούν τα πολύχρωμα λαμπιόνια.

Στο τραπέζι του σπιτιού απαραίτητα εδώ και πολλά χρόνια διατηρούνται τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, που ακόμα και σήμερα πολλές νοικοκυρές εξακολουθούν να παρασκευάζουν στο σπίτι, όπως επίσης, τα αυγοκαλάμαρα τα συναντά κανείς σε πολλά σπίτια.

Η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ακόμα και σήμερα ευλαβικά, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς.

Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στη Μαραθοκεφάλα Κισάμου την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία.

Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές, σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα.

Στις κουζίνες των σπιτιών τα σύγκλινα, το χοιρινό, τα εντόσθια στο τηγάνι, το ζυμωτό ψωμί, το βραστό, το Κρητικό πιλάφι, «κυριαρχούν» της γαλοπούλας.

Παλαιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί, και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί».

Οποίος γεννηθεί, δηλαδή, όποιος υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα φώτα, αλλά και ολόκληρο τον καινούριο χρόνο.

Πιο παλιά, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και κόρες και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν.

Το προζύμι, το Χριστόψωμο είχαν ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι, ενώ και το «ανάθρεμμα» του χοίρου που σφάζονταν την παραμονή, κυριαρχούσε στα περισσότερα χωριά.

Την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων από το κρέας του χοίρου παρασκεύαζαν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγκλινο, ομαθιές και τσιγαρίδες.

Το «ακοίμητο» τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα [ξύλα], εξακολουθεί και στις ημέρες μας να δίνει τον τόνο μιας γιορτής οικογενειακής, που όλοι αναζητούν την ευτυχία της γέννησης του νέου χρόνου που έρχεται.

Οι παλαιότεροι έλεγαν πώς μέσα από την αθρακιά -την στάχτη- μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα.

Από: www.ert.gr

De Siris

Καλικάντζαροι ή Καλλικάντζαροι

Καλικάντζαροι ή Καλλικάντζαροι

Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος.

Άλλες ονομασίες

«Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), «Καλκατζόνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι», «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες», «Κωλοβελόνηδες» κ.ά.
Όλοι οι παραπάνω δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες), «Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση με τους «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσι-άδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), και ακόμη «Χρυσαφεντάδες» [Χρυσαφεντάδες Ας εμάς καλοί] (Οινόη-Πόντος) που γενικά αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι.
Δείτε παρακάτω "Ετυμολογία".

Μορφή και Χαρακτηριστικά

Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.
Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στη Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στη παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.

Προέλευση

Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.

Διαμονή

Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) τη παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.

Βλάβες

Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν τη κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.

Αποτρεπτικά μέσα

Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
Πράξεις χριστιανικής λατρείας: α) Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα τη παραμονή των Φώτων.
Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί ("τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά" Τριφυλία).
Τη παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!

Φυγή

Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες.

Ιστορικό δοξασίας

Για τη προέλευση αυτών των δαιμόνων υπάρχουν οι ακόλουθες απόψεις:
Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Σατύρων και του Πάνα (Schmidi).
Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Κενταύρων (Mayer, Lawson).
Από τη νεώτερη φαντασία των Ελλήνων εξ αφορμής αρχαίων μύθων (Ν. Πολίτης).
Εκ των αιγυπτιακών κανθάρων (Boll, που συμφωνεί και ο Κουκουλές).
Εκ του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα (Σβορώνος).
Ως δαιμόνια της εστίας του πυρός (Δεινάκης).

Ετυμολογία

Επίσης διαφορετικές είναι και οι απόψεις περί της ετυμολογίας της κοινής ονομασίας τους «καλικάντζαροι». Κύριες εκ των οποίων είναι:
Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα (κατά Schmidt και Wachsmuth).
Εκ του «καλός + κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] Κοραής (Άπαντα Δ΄) που συμφωνούν αργότερα ο Boll, ο Κουκουλές και ο Μπούντουρας.
Εκ του «λύκος + κάνθαρος» παρήγαγε επίσης και ο Πολίτης (Πανδώρα).
Εκ του «λύκος + άντζαρος » [= ανήρ] παρήγαγε ο Λουκάς (Φιλολογικές επισκέψεις).
Επίσης εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον» και της μεγεθυντικής κατάληξης –άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων όπως παρήγαγε ο Πολίτης.
Εκ του λατινικού «καλιγάτος» “Caligatus” ετυμολόγησε ο Οικονόμου.
Τελευταία (1955) η ετυμολογία του Παντελίδη υποστήριξε εκ του «καλίκιν + άντζα».
Εκ των ξένων ο Lawson παρήγαγε ετυμολογία εκ του «καλός + κένταυρος» ενώ
Ο Δεινάκις υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος είναι παράγωγο του «καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, κεκαυμένο, o τσουρουφλισμένος.

De Siris

Δωδεκαήμερο και δοξασίες!!!

Χειμερινό ηλιοστάσιο- Δωδεκαήμερο και δοξασίες!!!

Κάποτε οι άνθρωποι όταν αντίκριζαν τον ήλιο αισθάνονταν το δέος των «μεταμορφώσεών» του σαν μια φλογισμένη μετέωρη μπάλα που άλλοτε μεγάλωνε και άλλοτε μίκραινε αλλάζοντας το χρώμα τον ουρανού.
Τα «ακατανόητα» αυτά φαινόμενα -που από τα χιλιάδες χρόνια που πέρασαν μοιάζουν με παράδοξο παραμύθι -δημιούργησαν την ανάγκη στους φοβισμένους όσο και γοητευμένους προγόνους μας να θελήσουν να εξευμενίσουν και να λατρεύσουν τον ήλιο ως πηγή ευημερίας και ζωής.
Και ενώ κατά το θερινό ηλιοστάσιο 21 με 24 Ιουνίου μεγαλώνει η μέρα (χαρακτηριστική στα μέρη μας η δοξασία με τις φωτιές του Αι Γιάννη) στις 21 με 26 Δεκεμβρίου ο ήλιος κάνει τη μικρότερη τροχιά γύρω από τη γη και λιγοστεύει το ημερήσιο φως.
Η αφοσίωση του ανθρώπου στο ευεργετικό ηλιακό φως που κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο είναι περιορισμένο, είχε ως αποτέλεσμα αιώνες τώρα, πολλοί Ευρωπαϊκοί λαοί να ξεχύνονται στην ύπαιθρο και να χορεύουν ή να πηδούν πάνω και γύρω από φωτιές, αφού η φλόγα αναπαριστά τον ήλιο και συντηρεί τη ζωή.

Τέλη Δεκέμβρη ήταν που οι Κέλτες γιόρταζαν τον ετήσιο ηλιακό κύκλο, δηλαδή το τέλος του κελτικού έτους -τη δική τους Πρωτοχρονιά- με το κατρακύλισμα ενός πυρακτωμένου ξύλινου τροχού από κάποιο ύψωμα μέχρι την πεδιάδα ή το ποτάμι. Η παράδοση αυτή επιβίωσε και μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας και διατηρήθηκε μέχρι το 19ο αι. στη Γαλλία στην κοιλάδα του Μοζέλα.

Στις μέρες μας σε κάποιες περιοχές στη Μακεδονία πριν ή ανήμερα των Χριστουγέννων ανάβουν μεγάλες φωτιές και γλεντούν με άφθονο φαγητό και ποτό γύρω από αυτές, ενώ σε άλλα μέρη της Ελλάδας τριγυρνούν στους δρόμους με δαυλούς, κεριά και φανάρια. Το άναμμα του δαυλού θεωρείται γούρι και διατηρείται αναμμένο τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και των Φώτων, αφού σύμφωνα με τη παράδοση «καίει» τους καλικάντζαρους, που έχουν την κακή –όσο και αδιόρθωτη-συνήθεια να ανεβαίνουν από τα έγκατα της γης στον κόσμο των ανθρώπων…

Αλώα και Κατ' Αγρούς Διονύσια: Η ευημερία μιας νέας αρχής

Το δεύτερο μισό του Δεκεμβρίου οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν με άφθονο κρασί τα Κατ' Αγρούς Διονύσια, προς τιμή του θεού Διονύσου, ενός θεού που γεννήθηκε, θανατώθηκε και κομματιάστηκε από τους Τιτάνες, αλλά επέστρεψε στη ζωή με τη βοήθεια της γιαγιάς του της Ρέας. Ήταν τότε που οι αγρότες δεν κατέβαιναν με τα… τρακτέρ αλλά με βαμμένα πρόσωπα ή μασκαρεμένοι και έψελναν τα αποκαλούμενα «φαλλικά άσματα». Πολλές φορές λοιδορούσαν γνωστούς και αγνώστους πάνω από τα κάρα τους (σκώμματα εξ αμάξης). Κάποιες φορές διοργανώνονταν και τα «ασκώλια», όπου πάνω σε ασκιά από δέρματα ζώων αλειμμένα με λάδι, οι νέοι ισορροπούσαν και χόρευαν εξυμνώντας τις χαρές της ζωής.

Τα Αλώα, οι ευχαριστήριες εορτές για την καλή σοδειά προς τη θεά Δήμητρα των Αλωνιών λάμβαναν χώρα τη νύχτα της 26ης Δεκεμβρίου. Γυναίκες γυμνές, κρατώντας τεράστιους ψεύτικους φαλλούς, ξεχύνονταν στους δρόμους και λικνίζονταν προκλητικά ανταλλάσσοντας πειράγματα. Ύστερα παρακάθονταν όλοι σε πλούσια δείπνα με όλα τα προϊόντα της γης και της θάλασσας και δοκίμαζαν το πρώτο κρασί του χρόνου. Οι έντονοι συμβολισμοί όσο αφορά στο τέλος ενός κύκλου, την αναγέννηση και την ευοίωνη αρχή του επόμενου επιβιώνουν ως σήμερα τις συγκεκριμένες ημερομηνίες και προφανώς όχι τυχαία.

Σατουρνάλια: Ο ύμνος στην ισότητα και τη τύχη

Οι Ρωμαίοι από το 217 π.Χ. γιόρταζαν στις 17 Δεκεμβρίου τα Σατουρνάλια, μια γιορτή αφιερωμένη στο θεό της τύχης Σατούρνο. Η γιορτή κρατούσε εφτά μερόνυχτα και υποστήριζε τη γονιμότητα, την ευφορία της γης, την ειρήνη, την ευτυχία και την ισότητα. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών σταματούσαν τα σχολεία, τα δικαστήρια, οι πολεμικές επιχειρήσεις και οι άνθρωποι αντάλλασσαν μικρά δώρα. Έπιναν πολύ, χόρευαν ασταμάτητα και φέρονταν ως ίσοι. Έτσι οι αφέντες υπηρετούσαν τους δούλους τους και οι δούλοι ντύνονταν με χλαμύδες και φέρονταν αρχοντικά. Το αν τους ευνοούσε η τύχη επιχειρούσαν να το μάθουν με μαντείες και μαγικές τελετές. Όλοι πάντως επιδίδονταν σε τυχερά παιχνίδια -όπως μονά ζυγά, κορώνα γράμματα κ.α.- ακόμη και οι δούλοι που δεν είχαν αυτό το δικαίωμα τις άλλες ημέρες του χρόνου. Πολλοί Ρωμαίοι έχαναν ή κέρδιζαν ολόκληρες περιουσίες εκείνες τις νύχτες κάτι που συμβαίνει και σήμερα σε σπίτια ή καζίνο τις μέρες των εορτών.

Βρουμάλια: Τα Χριστούγεννα του… Μίθρα

Πράγματι αποτελεί μια πολύ εντυπωσιακή σύμπτωση που στις 25 Δεκεμβρίου οι πιστοί του θεού Μίθρα γιόρταζαν τα Βρουμάλια, δηλαδή τα γενέθλια του αήττητου Ήλιου. Ο Μίθρας συμβόλιζε το φως, που πηγάζει από τον ήλιο.
Εντρυφώντας στις βασικές αρχές του Μιθριδατισμού βρίσκουμε πολλά συγγενικά στοιχεία με τον Χριστιανισμό. Και αυτό γιατί δίδασκε ότι το καλό που εκπροσωπεί το φως θα επικρατήσει στην πάλη με το κακό που αντιπροσωπεύει το σκοτάδι και τότε θα συντελεστεί ανάσταση νεκρών και κρίση όλων των ανθρώπων. Στα κείμενα του Μιθριδατισμού βρίσκουμε τον κατακλυσμό και την κιβωτό, καθώς και την τελετουργία του άρτου και του οίνου. Η θρησκεία αυτή αποτέλεσε τη συνέχεια του περσικού Ζωροαστρισμού και διαδόθηκε ευρέως στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Tελώνια και μοχθηρά πνεύματα: Οι ζαβολιάρηδες «πειρασμοί»

Σε όλη την Δυτική Ευρώπη, υπάρχουν μύθοι για τα κακά τελώνια και πνεύματα, όπως είναι τα Troll, τα Alfe, τα Truten, τα Alben και τα gnomus τα οποία κατά την σκανδιναβική παράδοση έχουν αστεία ή τρομακτική μορφή και υπεράνθρωπη νοημοσύνη. Σύμφωνα με μυθολογία των ευρωπαίων, οι θεοί τα έχουν καταδικάσει να ζουν στη Σβάρτ-λαφα-χάιμ, την υποχθόνια πατρίδα των κακών νάνων απαγορεύοντάς τους να ανέβουν στη γη στη διάρκεια της μέρας διότι θα πέτρωναν. Έτσι «αιχμάλωτα» περνούσαν τον καιρό τους εξερευνώντας τα σωθικά της γης, μαζεύοντας χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες.
Μόνο που τέτοια εποχή τολμούν να κάνουν την εμφάνισή τους ανάμεσα στους ανθρώπους για να προκαλέσουν έριδες, προβλήματα και μπελάδες προκειμένου να αμαυρώσουν το αγαθό πνεύμα των ημερών. Αυτοί οι… εταίροι δεν είναι παρά οι δικοί μας καλικάντζαροι.

Καλικάντζαροι: Η γελοιότητα του πονηρού…

Πρόκειται για δαιμόνια που όλο το χρόνο βρίσκονται στα έγκατα της γης και προσπαθούν να κόψουν το δένδρο που τη στηρίζει. Όταν στο τέλος του έτους το δένδρο είναι έτοιμο να πέσει, τότε ανεβαίνουν στην επιφάνεια για να διασκεδάσουν και όταν επιστρέψουν μετά τα Φώτα, τότε το δένδρο έχει θρέψει και ξαναρχίζουν να το κόβουν από την αρχή. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση είναι μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, πόδια τράγου, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό σώμα ενώ όλοι τους έχουν από κάποιο κουσούρι. Παρότι κακοί και πονηροί δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους διότι μαλώνουν συνεχώς μεταξύ τους. Μπαίνουν στα σπίτια μετά τη δύση του ηλίου από την καπνοδόχο. Τους αρέσουν πολύ τα γλυκίσματα και οι τηγανίτες. Για να τους εμποδίσει κανείς να εισβάλουν, πρέπει να κρεμάσει στην καμινάδα κόκαλο χοίρου ή να έχει αναμμένη φωτιά όλο το δωδεκαήμερο. Πιο αποτελεσματικό είναι το βράδυ στο τζάκι ένα χοντρό αγκαθωτό ξύλο από αχλαδιά ή από αγριοκερασιά, διότι διώχνει τα δαιμόνια. Οι καλικάντζαροι φεύγουν την ημέρα των Θεοφανίων όταν γίνεται ο αγιασμός των υδάτων και ο κόσμος βάζει κοντά στη φωτιά και ένα γουρουνοτσάρουχο, ώστε η μυρωδιά του να τους απομακρύνει. Όσοι έχουμε καλοριφέρ ας… αυτοσχεδιάσουμε!

Από το καραβάκι στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο

Μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη κατοικούσαν διάφορα φύλα, όπως οι Κέλτες, οι Σάξωνες και οι Άριοι. Όταν τον Δεκέμβριο το χιόνι κάλυπτε τα πάντα, παρατήρησαν πως κάποια δένδρα όπως τα έλατα διατηρούσαν το φύλλωμά τους και έτσι τα θεώρησαν σύμβολα της συνέχειας της ζωής και της φύσης. Από τότε συνήθιζαν να κρεμούν στα κλαδιά τους στολίδια και καρπούς ως δείγματα λατρείας προ τη φύση. Ειδικότερα στην σκανδιναβική μυθολογία ο Θεός όλων των άλλων θεών, ο Οντίν και προστάτης του ανέμου, είχε δημιουργήσει το δένδρο του σύμπαντος και της ζωής, την Ιγκντρασίλ που έμενε ανεπηρέαστο στο απέραντο ψύχος, προσφέροντας τροφή και νερό στους ανθρώπους. Ο Οντίν όπως αναφέρεται, την περίοδο του δωδεκαήμερου συνήθιζε με την ακολουθία του να κυνηγά καβάλα στο άλογό του. Όσοι λοιπόν πίστευαν σε αυτόν τέλη Δεκέμβρη άφηναν σιτάρι ή κάποιο δεμάτι χόρτα για το άλογο του θεού. Το Αγριο Κυνήγι, όπως ονομαζόταν, συναντάται και στη μυθολογία των Γερμανών, των Άγγλων και των Γάλλων, όπου ο Οντίν παρουσιάζεται με άλλα ονόματα.
Η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο συμβολίζει την ζωή που επιμένει να κυριαρχεί κόντρα στις αντιξοότητες και τον θάνατο.

Ο Άγιος Βασίλης ως Santa Claus

Στη Γερμανία και κυρίως στη Θουριγγία, η θεά Μπέρθα, προστάτης της οικιακής βιοτεχνίας, τις νύχτες μεταξύ των Χριστουγέννων και των Φώτων πήγαινε με έλκηθρο από σπίτι σε σπίτι και επιθεωρούσε το γνέσιμο της κάθε νοικοκυράς. Αντάμειβε με δώρα όσες ήταν εργατικές και ικανές, ενώ χαλούσε τη δουλειά των ανίκανων και βιαστικών νοικοκυρών. Την ίδια εποχή και η θεά Φρέια της γονιμότητας έκανε βόλτες στον ουρανό πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν αρσενικά ελάφια ή αγριόχοιροι και πρόσφερε δώρα, καρπούς και άνθη. Η Φρέια και η Μπέρθα με την πάροδο των χρόνων «συμπτύχθηκαν»στο πρόσωπο του δυτικού τύπου Αϊ Βασίλη Santa Claus, που έρχεται με έλκηθρο από το βορρά με δώρα για τους ανθρώπους.
Όσο για το κατακόκκινο χρώμα της στολής του δεν προέρχεται από κάποια δοξασία ή σύνοδο της Εκκλησίας. Για την προέλευση του θα πρέπει να γυρίσουμε στο 1931. Τότε η εταιρία αναψυκτικών Coca Cola ανέθεσε σε κάποιο γραφίστα να ντύσει τον Santa Claus στα κόκκινα ώστε να ταιριάζει με το αναψυκτικό της. Η διαφήμιση είχε τόση επιτυχία ώστε μέχρι σήμερα ο αγαπημένος Άγιος των μικρών και μεγάλων παιδιών να είναι άρρητα δεμένος με το κόκκινο χρώμα

Ραγκουτσάρια: Η διονυσιακές εορτές του ξορκισμού

Σε κάποιες περιοχές όπως στην Καστοριά, το διάστημα 6-8 Ιανουαρίου γιορτάζουν τα Ραγκουτσάρια. Είναι εορταστικές εκδηλώσεις του καρναβαλιού, οι τελευταίες του Δωδεκαήμερου που συμπίπτουν χρονικά με τις γιορτές της διονυσιακής λατρείας. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονται σε ζώα -ελάφια, καμήλες, αγελάδες- ή οι άνδρες ντύνονται γυναίκες και το αντίστροφο. Αυτό συμβαίνει γιατί έτσι ξορκίζουν καλύτερα τα κακά πνεύματα, δηλαδή τους καλικάντζαρους ώστε τα χωράφια τους να έχουν πλούσια σοδειά την επόμενη χρονιά. Συνήθως υπάρχουν δυο πρωταγωνιστές: Ο ένας είναι δυνατός, ωραίος, με ρόπαλο στο χέρι και ο άλλος είναι ρακένδυτος, κατάμαυρα βαμμένος, με ένα γουδοχέρι ανάμεσα στα σκέλια του -σύμβολο του ανδρικού οργάνου- και κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό του. Πλαισιώνονται από φουστανελάδες, γριές, τσιγγάνες, κλπ.
Οι μεταμφιεσμένοι περιέρχονται στα σπίτια και ζητούν πιεστικά κάποιο φίλεμα από τις νοικοκυρές διότι συμβάλλουν στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων. Άλλωστε η ονομασία Ραγκουτσάρια είναι πιθανόν να προέρχεται από το λατινικό Rogatores = ζητιάνοι, που ταιριάζει απόλυτα με την ιδιότητα των μεταμφιεσμένων. Το έθιμο απαντάται σε παραλλαγές σε πολλές περιοχές της χώρας (και παλαιότερα του Πόντου) με άλλα ονόματα, όπως π.χ. Μωμόεροι.

De Siris