Ερρίκος Σλήμαν
Πρωτοπόρος στον τομέα της αρχαιολογίας, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1822 και πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1890. Έγινε γνωστός για τις ανασκαφές του στην αρχαία Τροία και στις Μυκήνες. Οι ανακαλύψεις του βοήθησαν να καθιερωθεί ένα ιστορικό υπόβαθρο για τις ιστορίες και τους μύθους που τραγούδησαν ο Όμηρος και ο Βιργίλιος. Μύθοι που γοήτευσαν τον Σλήμαν από την παιδική του ηλικία.
Η ζωή του
Ο Σλήμαν γεννήθηκε στη πόλη Νοϋμπούκοφ του Μεκλεμβούργου Σβέριν. Επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις γυμνασιακές του σπουδές για να εργαστεί αρχικά σε παντοπωλείο. Τότε αποφάσισε να μεταβεί στη Βενεζουέλα για καλύτερη τύχη και επιβιβάστηκε σε πλοίο ως ναυτόπαις. Το πλοίο όμως ναυάγησε στη νήσο Τέζελ των Ολλανδικών ακτών και ο Σλήμαν βρέθηκε στο Άμστερνταμ, όπου μετά από πολλές στερήσεις κατάφερε να βρει δουλειά σε εμπορικό οίκο. Τότε του δόθηκε η ευκαιρία της συμπλήρωσης της μόρφωσής του μαθαίνοντας διάφορες ξένες γλώσσες καθώς και τη ρωσική.
Το 1848 ο Σλήμαν φθάνει στην Αγία Πετρούπολη ως αντιπρόσωπος εμπορικού γραφείου όπου και αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα, με δικό του εμπορικό οίκο, ο οποίος κατά το 1854 του απέδιδε ετήσιο εισόδημα 250.000 φράγκων. Θαυμάζοντας όμως από μικρός τις διάφορες ιστορίες της Ελληνικής Μυθολογίας και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στο Τρωικό πόλεμο, σπούδασε στη Πετρούπολη αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα, και το 1859 επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα.
Το 1864 επανήλθε και αφoύ περιηγήθηκε διάφορα μέρη πέρασε στην Μικρά Ασία, φθάνοντας μέχρι την Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Παρίσι όπου και σπούδασε επί διετία αρχαιολογία. Το 1868 έρχεται για τρίτη φορά στην Ελλάδα οπότε και νυμφεύθηκε τη Σοφία Εγκαστρωμένου με την οποία απέκτησε την Ανδρομάχη Σλήμαν (1871 – 1962), σύζυγο του Λέοντος Μελά.
Ιθάκη - Τροία – Μυκήνες
Άρχισε την ανασκαφή της Τροίας, την πιο διάσημη της ζωής του, το 1870, μετά τις ανασκαφές του στην Ιθάκη, όπου αναζητούσε το παλάτι του Οδυσσέα. Στην Ιθάκη έφερε στην επιφάνεια αρκετές (20) τεφροδόχους, ένα θυσιαστικό εγχειρίδιο, ένα πήλινο ειδώλιο αρχαίας θεάς και άλλα μικρότερης σημασίας ευρήματα, αλλά όχι το ανάκτορο του Οδυσσέα. Έτσι, στράφηκε προς την αναζήτηση της Τροίας και έφυγε για την Τουρκία. Παρόλες τις ενδείξεις αρχαιολογικών ευρημάτων στο Μπουρνάμπασι, που θεωρείτο εκείνη την εποχή πιθανώς τόπος της Τροίας, εκείνος καθοδηγούμενος από τις ομηρικές αναφορές και το ένστικτό του στράφηκε στον λόφο του Χισαρλίκ.
Ερχόμενος σε συμφωνία με τον Άγγλο ιδιοκτήτη της ανατολικής πλευράς του λόφου Φρανκ Κάλβερτ (Frank Calvert) – ο οποίος μάλιστα δεν του ζήτησε τίποτα σε αντάλλαγμα - ξεκίνησε αμέσως ανασκαφές, που του απέδωσαν τα ερείπια ενός ανακτόρου, αλλά όχι τα ευρήματα που αναζητούσε. Κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα για να παντρευτεί τη Σοφία Εγκαστρωμένου και έφυγε πάλι για το Χισαρλίκ. Εκεί, με αντάλλαγμα τις πέτρες που ξέθαβε η ανασκαφή, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της δυτικής πλευράς του λόφου του επέτρεψαν να συνεχίσει την ανασκαφή στην ιδιοκτησία τους. Η παλινωδία των ιδιοκτητών, όμως, και η απροθυμία της τουρκικής κυβέρνησης να του δώσει επίσημη άδεια, οδήγησαν την ανασκαφή σε προσωρινή αποτυχία. Μετά από αρκετές προσπάθειες και αφού υποσχέθηκε τον μισό από τον θησαυρό που θα έβρισκε, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και στις 30 Μαΐου 1873 έκανε τη μεγάλη του ανακάλυψη: Ανάμεσα στα ευρήματα του χώρου που ανέσκαψαν προσωπικά ο Ερρίκος και η Σοφία -δίνοντας άδεια σε όλο το προσωπικό για να μη διαρρεύσει ευρύτερα το μυστικό- υπήρχαν μια ορειχάλκινη ασπίδα, μια χύτρα, ένα αργυρό αγγείο, ένα ορειχάλκινο αγγείο, ένα χρυσό, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο, δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.750 χρυσά δαχτυλίδια και κουμπιά. Ο θησαυρός απεκρύβη και διασκορπίστηκε σε φίλους σε όλη την Ελλάδα, για να μην μπορεί να τον διεκδικήσει η τουρκική ή η ελληνική κυβέρνηση.
Ερχόμενος σε διάσταση με την τουρκική κυβέρνηση για την απόκρυψη των θησαυρών της Τροίας απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί τους θησαυρούς που είχε οικειοποιηθεί, με αντάλλαγμα την άδεια της ανασκαφής των Μυκηνών. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε κατ’ αρχήν τον θησαυρό του Σλήμαν, αλλά του έδωσε την άδεια της ανασκαφής με την προϋπόθεση να παρακολουθείται από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Τον Αύγουστο του 1876 ξεκίνησε την ανασκαφή του κοντά στην Πύλη των Λεόντων και σύντομα έφθασε στα ταφικά συμπλέγματα και την ανασκαφή του Ταφικού Κύκλου Α. Εξαιτίας της αφθονίας των χρυσών τέχνεργων που ανακάλυψε, θεώρησε πως είχε βρει τα σώματα του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας, της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου.
Η κριτική
Οι νεότεροι ερευνητές και αρχαιολόγοι άσκησαν δριμεία κριτική στον Σλήμαν για τις καταστροφικές μεθόδους του, συγκρινόμενες βέβαια με αυτές που έχει υιοθετήσει η σύγχρονη αρχαιολογική μέθοδος. Ωστόσο, πιστώνεται με τη δημιουργία μιας μεθόδου που ούτε καν υπήρχε στην εποχή του, όσο και για το γεγονός ότι απέδειξε πως η ανασκαφή είναι κάτι περισσότερο από κυνήγι θησαυρού και ότι μπορεί να αποκαταστήσει τη γνώση για τους αρχαίους πολιτισμούς.
De Siris