Γουίλιαμ Γκλάντστοουν
Ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1809 και πέθανε στις 19 Μαΐου 1898, στην παλαιά ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται ως Ουίλιαμ Γλάδστων. Ήταν διαπρεπής Άγγλος πολιτικός φιλελευθέρων αρχών, που διακρίθηκε στην ρητορική του δεινότητα και τον φιλελληνισμό του.
Το 1834 έγινε δεύτερος λόρδος θησαυροφύλακας και το 1835 Υφυπουργός Αποικιών, οπότε τάχθηκε επανειλημμένα υπέρ της κατάργησης της δουλείας στις αποικίες. Το 1862, ως Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Πάλμερστον, ψήφισε υπέρ της ενώσεως των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα. Το 1867 διαδέχθηκε τον Λόρδο Ρώσσελ στην αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων και το 1868 σχημάτισε την πρώτη υπό την προεδρία του κυβέρνηση, οπότε και κατάφερε να ψηφιστεί νόμος για τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.
Παραιτήθηκε το 1873 κατόπιν απορρίψεως ενός νομοσχεδίου του και δεν έπαψε να παρακολουθεί τα πολιτικά γεγονότα, επιτιθέμενος με δριμύτητα κατά της φιλοτουρκικής πολιτικής του Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1880, με πλειοψηφία κέρδισε τις εκλογές και έγινε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Έτσι πέτυχε να σταλεί στο Βερολίνο για τη συνδιάσκεψη, η οποία τελικά θα έδινε τη Θεσσαλία στην Ελλάδα, το 1881.
Το 1886 σχημάτισε την τρίτη του κυβέρνηση με πρόγραμμα τη χορήγηση πλήρους αυτονομίας στην Ιρλανδία. Επειδή η Βουλή καταψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο, έγιναν εκλογές το 1892, οι οποίες τον έφεραν για τέταρτη φορά στη θέση του πρωθυπουργού. Το νομοσχέδιο του ψηφίστηκε από την Βουλή, αλλά απορρίφθηκε από την Βουλή των Λόρδων.
Τελικά, ο Γκλάντστοουν παραιτήθηκε οριστικά από την πολιτική το 1893, οπότε και ασχολήθηκε με τη μετάφραση των Ωδών του Ορατίου και άλλων συγγραφέων.
Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον μεγάλο φιλέλληνα, στήθηκε, από πανελλήνιο έρανο, ο ανδριάντας του στην είσοδο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
De Siris