Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Χριστούγεννα

Χριστούγεννα

Τα Χριστούγεννα (σύνθετη λέξη της δημοτικής Χριστού + γέννα) δηλώνουν την ετήσια εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ' επέκταση το σύνολο των εορτών από της Γεννήσεως μέχρι των Θεοφανίων ("Γιορτές των Χριστουγέννων"). Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου.

Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανίων, ονομάζεται στη λαογραφία και Δωδεκαήμερο.

Εμφάνιση και ανάπτυξη του ετήσιου εορτασμού των Γενεθλίων (ενανθρωπήσεως) του Χριστού

Ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων

Η γέννηση του Ιησού ως ανθρώπου παρουσιάζεται ως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία όλης την ανθρωπότητας (Ματθ. 1:18-23• Λουκ.2:1-7• Φιλιπ. 2:6–7). Παρόμοια εκφράζονται και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες.

Η σημαντική Δεσποτική γιορτή της κατά σάρκα γεννήσεως του Χριστού, είναι μια ιδιαίτερη γιορτή, η οποία σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό δεν θα πρέπει να συγχέεται με τα γενέθλια οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, αφού στα Γενέθλια αυτά εορτάζουμε το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός ότι "εφάνη γαρ Θεός ανθρώποις δια γεννήσεως". Τα Γενέθλια του Σωτήρα, με την έννοια που δίνει ο Γρηγόριος δηλ. ως Θεοφάνια, είναι γιορτή "αρχαιότατη" που "συνεωρτάζετο μέχρι της Δ' εκατονταετίας, υπό την καθολικωτέραν επίκλησιν Επιφάνεια, την στ' Ιανουαρίου...μετά της μεγάλης...εορτής του Βαπτίσματος...ο συνεορτασμός των δύο αυτών...εορτών εστηρίζετο εις την, ευθύς μετά την ιστόρησιν του Βαπτίσματος του Ιησού παρά του Ιωάννου, ρήσιν του Ευαγγελιστού Λουκά 'και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος'...Πρώτος ποιείται μνείαν της εορτής Κλήμης ο Αλεξανδρεύς..." Η "αρχαιότητα" αφορά τον 3ο αιώνα και έπειτα καθώς είναι σαφές ότι η Εκκλησία των δύο πρώτων αιώνων δεν τηρούσε οποιονδήποτε εορτασμό της γέννησης του Χριστού.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης, τόσο ο Ιησούς Χριστός όσο και οι μαθητές του δεν γιόρταζαν γενέθλια ανθρώπων, και ο ίδιος ζήτησε ρητά από τους ακολούθους του να τηρούν την ανάμνηση του θυσιαστικού θανάτου του. (Λουκ. 22:19, 20). Επίσης, οι Ιουδαίοι απέρριπταν τον εορτασμό των γενεθλίων καθώς θεωρούνταν παγανιστική συνήθεια και αυτή τη στάση ακολούθησαν και οι Χριστιανοί κατά τους δύο πρώτους αιώνες της χριστιανικής εκκλησίας. Μάλιστα, κατά τον 3ο αιώνα, ο Ωριγένης πίστευε ότι « φαλος τ γενέσεως γαπν πράγματα ορτάζει γενέθλιον» και ότι «π΄ οδεμις γραφς ερομεν π δικαίου γενέθλιον γομένην». Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι η ημέρα της γέννησης του Ιησού ήταν ένα εξαιρετικά χαρμόσυνο γεγονός τόσο για ανθρώπους όσο και για τα αγγελικά πλάσματα καθώς γεννήθηκε ως άνθρωπος ο Σωτήρας της υπάκουης ανθρωπότητας, χαρά που στα ιερά κείμενα εκδηλώνεται με ύμνους. Έτσι, για πολλές χριστιανικές ομολογίες ο εορτασμός των Χριστουγέννων αποτελεί κατεξοχήν την ανάμνηση του σωτηριώδους γεγονότος της ενσάρκωσης του Χριστού. Άλλωστε, σε ότι αφορά την Ορθόδοξη εκκλησία, κάθε θεσμός ή συνήθειά της θεωρείται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει και να εξελιχθεί μέσα στον οργανισμό της αν δεν έχει καινοδιαθηκική κατοχύρωση.

Κοντά στην χρονική περίοδο που γεννήθηκε «ο Σωτήρας» της ανθρωπότητας, δεν υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ακριβή προσδιορισμό της άγνωστης ημερομηνίας στην οποία γεννήθηκε ο Ιησούς αφού θεωρούσαν σημαντικότερο το γεγονός της σάρκωσης του Μεσσία και της σωτηρίας της ανθρωπότητας, γεγονός που εορτάζεται και κατά την γιορτή των Χριστουγέννων στις περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες.

Ο χρονικός προσδιορισμός της έναρξης εορτασμού των γενεθλίων του Ιησού δεν μπορεί γίνει με με βεβαιότητα. Για μερικούς ερευνητές, τις πρώτες αναφορές περί εορτασμού της γέννησης του Χριστού (στις 6 Ιανουαρίου), τις συναντάμε στα κείμενα του Πάπα Τελεσφόρου (125-136 μ.Χ.), στοιχεία που από άλλους δεν θεωρούνται αυθεντικά, αλλά μεταγενέστερες παρεμβολές. Σε άλλες περιπτώσεις, έναρξη εορτασμού της γέννησης του Χριστού πιθανολογείται γενικά ο δεύτερος ή και ο τρίτος αιώνας. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο εορτασμός των Χριστουγέννων έγινε για πρώτη φορά στην Αντιόχεια κατά τον 4ο αιώνα από τους Ευσταθιανούς, ένα χριστιανικό κίνημα που είχε άμεση σχέση με την Εκκλησία της Ρώμης.

Σύμφωνα με παράδοση του 8ου αιώνα, στο έργο Περί της Γεννήσεως του Χριστού προς Ζαχαρίαν τον Καθολικόν της Μεγάλης Αρμενίας του αρχιεπισκόπου Νικαίας Ιωάννη, στα αρχεία της Εκκλησίας της Ρώμης φέρεται να υπήρχε έγγραφο του Ιωσήπου το οποίο καταδείκνυε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε την 9η του μηνός Σαπέτ, που αντιστοιχεί στην 25η Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τη νεώτερη έρευνα, το έργο αυτό ανάγεται στα τέλη του 9ου αιώνα και θεωρείται αμφιλεγόμενο και νόθο.

Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης, και στην Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλίων (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. "γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)", την φράση "VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea". Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου η ημερομηνία της εορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200). Θεωρείται ότι θεμελιώδη σχέση με την επικράτηση αυτής της ημερομηνίας δεν είχε μόνο το χειρόγραφο του Ιωσήπου, αλλά και η ανταγωνίστρια του Χριστιανισμού λατρεία του ήλιου, με την γιορτή του Dies Natalis Solis Invicti, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος της (ημέρα γέννησης του ακατανίκητου Ήλιου).

Όπως ειπώθηκε, οι πρώτοι Χριστιανοί, δεν γιόρταζαν γενέθλια ανθρώπων, πιθανώς λόγω της σχέσης των γενεθλίων με την αστρολογία και τη μαντεία, παγανιστικές συνήθειες της εποχής και ίσως για λόγους αποστασιοποίησης από τις γενέθλιες εορτές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων αλλά και άλλων θεοτήτων που συνηθιζόταν επί αιώνες να γιορτάζονται τα γενέθλιά τους. Τον 3ο αιώνα, με τις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στην Εκκλησία από τον ηλιολάτρη αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, φαίνεται πως παραμερίστηκαν οι αντιρρήσεις όσον αφορά τον εορτασμό των γενεθλίων του Χριστού-Θεού, κατά το πρότυπο του εορτασμού των γενεθλίων του θεού Ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου. Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό έγινε καθώς η πλειονότητα των Χριστιανών ήταν πλέον Εθνικοί (μη Ιουδαίοι), οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους νομοταγείς Ρωμαίους για τους οποίους τα γενέθλια ήταν απλά μέρος της κουλτούρας τους. Εντούτοις, ακόμη και στις αρχές του 5ου αιώνα κάποιοι Χριστιανοί αρνούνταν να αποδεχτούν τον εορτασμό των Χριστουγέννων, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα με βάση τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης.

Θα πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι με βάση τα βιβλικά κείμενα και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, σε καμμία περίπτωση η γέννηση του Χριστού δεν γινόταν αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο όπως η γέννηση οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Εξάλλου, οι περισσότεροι κατανοούσαν τον χριστιανισμό ως κατά βάση ιστορικό και άρα δυναμικό και όχι κάτι στατικό ή αδρανές. Εφόσον οι δομές είχαν μεταβληθεί δραματικά, ήταν δύσκολο οι αντιρρήσεις που επικρατούσαν επί κυριαρχίας της ειδωλολατρίας να εξακολουθούν να εμποδίζουν τον εορτασμό μιας τόσο σημαντικής στιγμής στην ιστορία του χριστιανισμού. Πόσο μάλλον όταν η έναρξη εορτασμού των Χριστουγέννων θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αντίθετη προς την Κ.Δ. Όταν πλέον ο Χριστιανισμός βγήκε από την εποχή των διωγμών και κλήθηκε να συμβάλει ως αναμορφωτικός και ενοποιητικός παράγοντας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προσπάθησε να ακυρώσει το περιεχόμενο των ειδωλολατρικών εθίμων που ήταν δημοφιλή τότε μετατρέποντας το περιεχόμενό τους σε χριστιανικό

De Siris