Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Άκης Τσοχατζόπουλος

Άκης Τσοχατζόπουλος

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος (Απόστολος - Αθανάσιος) είναι Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου του 1939 στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου μεταφέρθηκε η οικογένειά του το 1940.

Η καταγωγή του πατέρα του είναι από την Κωνσταντινούπολη και της μητέρας του από τα Ιωάννινα.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του υπήρξε καλαθοσφαιριστής, αγωνιζόμενος για δύο χρόνια (1953 και 1954) στον ΠΑΟΚ στη θέση «3» (Σμολ φόργουορντ). Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Μονάχου πολιτικός μηχανικός (1964) και οικονομολόγος μηχανικός (1967). Εργάστηκε σε κατασκευές δημοσίων έργων στη Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία και Ιταλία. Η βάση του ήταν στη Γερμανία, όπου έζησε συνολικά 16 χρόνια, από το 1959 έως το 1975 οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.

Το 1968 του απαγορεύθηκε η είσοδος στη χώρα, καθώς η χούντα τού είχε αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια. Το 1964 παντρεύτηκε τη Γερμανίδα Γκούντρουν Μολντενχάουερ, με την οποία απέκτησε μία κόρη κι έναν γιο. Το 2004 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τη Βασιλική Σταμάτη, αρχικά με πολιτικό γάμο στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια με θρησκευτικό στο Παρίσι.

Πολιτική σταδιοδρομία

Το 1968 γνώρισε στη Φρανκφούρτη τον Ανδρέα Παπανδρέου και το 1970 έγινε μέλος του αντιδικτατορικού Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ). Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μέλος του οποίου είναι ως σήμερα. Από τότε συμμετείχε για πολλά χρόνια στα εκτελεστικά γραφεία του κόμματος. Την περίοδο 1990 - 1994 διετέλεσε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, ενώ το 1995 εξελέγη αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Στις εκλογές του 1981 συμπεριελήφθη στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ εκλεγόμενος βουλευτής. Από το 1985 έως και τις εκλογές του 2004 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στην Α' Θεσσαλονίκης. Στις εκλογές όμως του 2007 απέτυχε να εκλεγεί καθώς κατατάχθηκε στην 7η θέση ανάμεσα στους συνυποψηφίους του ενώ στις εκλογές του 2009 αρνήθηκε να κατέλθει.

Συμμετείχε σχεδόν σε όλα τα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από τον πρώτο σχηματισμό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 μέχρι το τέλος της κυβέρνησης Σημίτη το 2004, ενώ διετέλεσε υπουργός και στην οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα.

Αναλυτικά θήτευσε ως:

Υπουργός Δημοσίων Έργων (1981 - 1985)

Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης (1985 - 1987)

Υπουργός Εσωτερικών (1987 - 1989)

Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (1989 - 1990)

Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (1993 - 1995)

Υπουργός Εθνικής Άμυνας (1996 - 2000)

Υπουργός Ανάπτυξης (2001 - 2004)

Υποψήφιος πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ

Το 1995 ο Άκης Τσοχατζόπουλος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός, κατά το διάστημα της ασθένειας του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και της αδυναμίας του να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Με την ιδιότητα αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη σύνοδο κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μαδρίτη.

Μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμά του (Ιανουάριος 1996) έθεσε υποψηφιότητα για την ανάδειξη νέου πρωθυπουργού, που θα εξέλεγε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ισοψήφησε με τον Κώστα Σημίτη (από 53 ψήφοι), ενώ ακολούθησαν σε ψήφους οι Γεράσιμος Αρσένης και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Στην επαναληπτική ψηφοφορία έλαβε 75 ψήφους, έναντι 86 του Κώστα Σημίτη. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου και μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε στο έκτακτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το χρίσμα του προέδρου του κόμματος, απέτυχε όμως και πάλι να εκλεγεί με αντίπαλο τον Κώστα Σημίτη.

Κριτική και υποθέσεις με την δικαιοσύνη.

Από το 2004 δέχθηκε σφοδρή κριτική από μερίδα του τύπου και του πολιτικού κόσμου για τον πολυτελέστατο γάμο του στο Παρίσι και την δεξίωση που ακολούθησε σε πολυτελές ξενοδοχείο, την περιουσία του σε ακίνητα και τις επαφές του με τον επιχειρηματικό κόσμο.

Στις 30 Μαΐου 2010 οι εφημερίδες Καθημερινή και Πρώτο Θέμα σε δημοσιεύματά τους ανέφεραν ότι η σύζυγος του Άκη Τσοχατζόπουλου τρεις ημέρες πριν την ψήφιση του νόμου «περί αποκατάστασης της φορολογικής Δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής», που περιείχε διάταξη που πενταπλασίαζε τη φορολογία ακινήτων που ανήκουν σε υπεράκτιες εταιρείες, αγόρασε έναντι ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ οικία στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου συμφερόντων της υπεράκτιας εταιρείας Τορκάσο.  Ο Άκης Τσοχατζόπουλος υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του, προειδοποίησε ότι θα προσφύγει στη ελληνική δικαιοσύνη ενώ η υπόθεση παραπέμθηκε στην Επιτροπή Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ. Την 1η Ιουνίου η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ελένη Ράικου, διέταξε προκαταρκτική εξέταση με αφορμή τα δημοσιεύματα, ενώ έρευνα άσκησε και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). Στις 7 Ιουνίου η επιτροπή του κινήματος ζήτησε την αναστολή της κομματικής του ιδιότητας λόγω των στοιχείων που προέκυψαν εις βάρος του.

Στις αρχές του 2011 και ύστερα από την έρευνα Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που συντάχθηκε για την έρευνα των σκανδάλου δωροδοκιών της Siemens, βγήκαν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία περί συμμετοχής μεταξύ άλλων πολιτικών προσώπων και του Άκη Τσοχατζόπουλου. Το πόρισμα αναφέρει ότι "Ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχεται για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Αμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Η επιτροπή συνδυάζει τις παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων που έγιναν επί υπουργίας του με τις καταθέσεις μαρτύρων που είχαν συνεργάστει με την εταιρία Siemens ότι είχαν δωροδοκήσει Έλληνες πολιτικούς και αξιωματούχους για τα Patriot."

Στις 18 Μαρτίου 2011 ο Άκης Τσοχατζόπουλος κατέθεσε μήνυση κατά του γνωστού γερμανικού περιοδικού Der Spiegel με αφορμή δημοσιεύμα του περιοδικού τον Φεβρουάριο του 2011, που τον συνέδεσε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρίας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal.

Στις 31 Μαρτίου 2011 η επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής αποφάσισε τον έλεγχο του πόθεν έσχες του πρώην υπουργού καθώς θεωρήθηκε ερευνητέο το ποσό των καταθέσεών του ύψους 178 εκατομυρίων ευρώ. Ο πρώην υπουργός δήλωσε έκπληκτος από την απόφαση και ζήτησε εξηγήσεις από την επιτροπή. Στις αρχές Απριλίου 2011 δημοσιεύματα ανέφεραν ότι κατά την διάρκεια της υπουργίας του, σε συνάντηση του πρώην υπουργού με εκπροσώπους της Ferrolstaal για τη πώληση των υποβρυχίων, έλαβε ευχαριστίες από την εταιρία για την διεκπαιραίωση της αγοράς, χωρίς να προηγηθεί η υπογραφή της συμφωνίας.

 Στις 3 Απριλίου 2011 ο Άκης Τσοχατζόπουλος ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στη δικαιοσύνη για το δημοσίευμα της εφημερίδας Real News, που σύμφωνα με τον ίδιο προσβάλλει την προσωπικότητά του.

Στις 11 Απριλίου του 2011, ο πρώην υπουργός διαγράφεται οριστικά από το ΠΑΣΟΚ. Η ψήφιση στο Κοινοβούλιο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής από την Βουλή των Ελλήνων, έφεραν τον πρώην υπουργό σε σύγκρουση με τους βουλευτές του κόμματός του ενώ ανέφερε ότι αποτελεί κίνηση υποχωρητικότητας έπειτα από την πίεση της αντιπολίτευσης. Ο ίδιος προσφεύγει στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιώαννη Τέντε, με αίτημα την επίσπευση της διερεύνησης του πόθεν έσχες του από τον ΣΔΟΕ.

Στις 26 Μαίου 2011 δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία που αφορούσαν την έρευνα του ΣΔΟΕ για το πόθεν έσχες του Άκη Τσοχατζόπουλου. Σύμφωνα με το ΣΔΟΕ η τιμή που είχε δηλώσει ο Άκης Τσοχατζόπουλος ότι αγόρασε το σπίτι του στην οδό Διονυσίου Αεροπαγίτου, ήταν μικρότερη από την αντικειμενική του αξία.

Στις 6 Ιουνίου 2011 κατατέθηκε το πόρισμα της επιτροπής στον Πρόεδρο της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αγοράς των γερμανικών υποβρυχίων. Την ίδια ημέρα σε συνέντευξη του στον ελληνικό ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Σκάι αποποιήθηκε όλες τις ευθύνες του σε όλα τα ζητήματα στα οποία φέρεται να εμπλέκεται, ενώ έκανε λόγο για πλεκτάνη εις βάρος του. Την 1η Ιουλίου 2011 η Βουλή των Ελλήνων με ευρεία πλειοψηφία αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξη κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου για παθητική δωροδοκία σε βάρος του δημοσίου και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος από τη πλευρά του δήλωσε ότι πρόκειται για σκευωρία, ενώ ανακοίνωσε ότι προσφεύγει στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του.

Στις 8 Ιουλίου 2011, ανακοινώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου επειδή βρέθηκαν σημαντικά ποσά σε καταθέσεις υφισταμένων του κατά την υπουργία στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στις 27 Ιουλίου 2011 ο πρώην υπουργός κατέθεσε και επίσημα προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στις 22 Οκτωβρίου 2011 δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο πρώην υπουργός δέχθηκε καταθέσεις μεγάλων ποσών σε προσωπικό του λογαριασμό του από εκπρόσωπο εταιρίας εξοπλιστικών συστημάτων. Επίσης ο ίδιος ο Τσοχατζόπουλος δήλωσε υπέρογκα ποσά που δώθηκαν για ανακαίνιση της οικίας του επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο Άκης Τσοχαντόπουλος αμφισβητεί την εγκυρότητα των στοιχείων που αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση και δηλώνει την πρόθεση του για συνεργασία με τις ελληνικές αρχές για την διαλεύκανση της υπόθεσης.

Στις 13 Ιανουαρίου 2012 εκλήθη στον εισαγγελέα ως ύποπτος για ανειλικρινή φορολογική δήλωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες η κλήση του αφορούσε τη φορολογική δήλωση του για το έτος 2009.

Στις 11 Απριλίου 2012 μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του από τον ειδικό ανακριτή Πρωτοδικών και την εισαγγελέα συνελήφθη με την κατηγορία για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και οδηγήθηκε στην ΓΑΔΑ. Στο εισαγγελικό πόρισμα που δημοσιεύτηκε μετά τη σύλληψή του, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «ο Άκης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις Off shore εταιρείες, τις BLUBELL, ΝΟΒΙLIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Σε αυτές τις εταιρίες ιδιοκτήτης φαινόταν να είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Το πόρισμα των δύο Εισαγγελέων ανέφερε επίσης: "Το χρονικό διάστημα από τον Μάιο 1998 έως τις 7/6/2001 να απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 16.202.000 ελβετικών φράγκων και 1.748.000 δολαρίων ΗΠΑ, χρήματα τα οποία αποτελούν προϊόν παθητικής δωροδοκίας του ίδιου σχετικά με τις συμβάσεις προμήθειας των οπλικών συστημάτων TOR M1. Την 2/12/2002 απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 2.960.225 ελβετικών φράγκων σχετικά με τις συμβάσεις ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ και ΠΟΣΕΙΔΩΝ 2 (υποβρύχια) τα οποία αποτελούν παράνομη αμοιβή που κατέβαλε μέσω άλλης εταιρίας η γερμανική εταιρία FERROSTAAL." Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αρνήθηκε τις κατηγορίες.

 Στις 16 Απριλίου 2012, μετά από πολύωρη απολογία, ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος. Ανάλογες ήταν οι αποφάσεις του δικαστηρίου και για τη σύζυγο του, Βίκη Σταμάτη, αλλά και για πολλά ακόμη μέλη της οικογένειας Τσοχατζόπουλου καθώς και συνεργάτες.

Στις 17 Ιουλίου 2012 ο συγκατηγορούμενος του Άκη Τσοχατζόπουλου και εξάδελφός του Νίκος Ζήγρας καταθέτοντας στον ανακριτή κατονόμασε τον πρώην υπουργό Άμυνας ως ηθικό και φυσικό αυτουργό της υπόθεσης.  Σύμφωνα με την απολογία του Ζήγρα, ο ίδιος διακινούσε μεγάλα χρηματικά ποσά που προέρχονταν από μίζες για εξοπλιστικά προγράμματα του υπουργείου Άμυνας μέσω off shore εταιρειών οι οποίες άνηκαν στον Άκη Τσοχατζόπουλο. Ο Νίκος Ζήγρας κατονόμασε ως στενό συνεργάτη του Άκη Τσοχατζόπουλου τον πρώην υπουργό Εσωτερικών της Κύπρου, Ντίνο Μιχαηλίδη, ο οποίος του παρέδιδε τις επιταγές. Σύμφωνα με τον Ζήγρα, ο ίδιος αφού εξαργύρωνε τις επιταγές, παρέδιδε τα χρήματα στον Άκη Τσοχατζόπουλο

Στις 22 Απριλίου 2013 ξεκίνησε η δίκη του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και οδηγήθηκε στις φυλακές.


Τον Απρίλιο του 2014 το Εφετείο μείωσε την ποινή που του είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό για ανακριβή δήλωση πόθεν έσχες από 8 σε 5,5 χρόνια κάθειρξη, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου

De Siris