Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Έρβιν Γιόχαν Ρόμμελ

Έρβιν Γιόχαν Ρόμμελ

Ο Έρβιν Γιόχαν Όιγκεν Ρόμ(μ)ελ (γερμανικά: Erwin Johann Eugen Rommel) ήταν Στρατάρχης του Γ΄ Ράιχ και ένας από τους ικανότερους στρατιωτικούς ηγέτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις ικανότητές του αυτές, του είχε αποδοθεί το προσωνύμιο «Αλεπού της Ερήμου»

Βιογραφία

Ο Ρόμμελ γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1891 στο Χέντενχάιμ (Heidenheim an der Brenz) κοντά στο Ουλμ, στο κρατίδιο της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία. Ο πατέρας του, που λεγόταν επίσης Έρβιν, ήταν Διευθυντής στο τοπικό Γυμνάσιο, και η μητέρα του Χελένε γόνος τοπικής πλούσιας οικογένειας. Το ζεύγος είχε επίσης άλλα τρία παιδιά, τον Καρλ, τον Γκέρχαρντ και την Χελένε.

Αρχικά είχε εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει μηχανικός, ο πατέρας του, όμως, τον έπεισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Ο νεαρός Έρβιν εγγράφεται στη Σχολή Ευελπίδων του Ντάντσιχ (Danzig) to 1910. Tο 1911 γνωρίζει μια κοπέλα, την Λουσί Μαρία Μολίν {Lucie Maria Mollin), την οποία ερωτεύεται και νυμφεύεται το 1916. Ο Έρβιν αγαπούσε πολύ τη σύζυγό του, όπως μαρτυρούν οι επιστολές που της έστελνε κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών αποστολών του (και ειδικότερα στο Β΄ Παγκ. Πόλεμο) και χαϊδευτικά την αποκαλούσε «Λου». Απέκτησαν ένα γιο, τον Μάνφρεντ (1928), μετέπειτα δήμαρχο της Στουτγκάρδης.

Το 1912 τελειώνει τις σπουδές του και τοποθετείται στο 124ο Σύνταγμα του Γερμανικού Στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Συμμετέχει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το Σώμα των Αλπινιστών (Alpen Korps) και παίρνει μέρος σε πολλές μάχες στην Ιταλία, στη Ρουμανία και στη Γαλλία. Τραυματίζεται τρεις φορές, ωστόσο με την αποθεραπεία του επιστρέφει στο μέτωπο. Τότε παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Πρώτης Τάξεως.

Η πρώτη μεγάλη ένδειξη της στρατιωτικής του μεγαλοφυΐας παρέχεται στη Μάχη του Καπορέττο στις 26 Οκτωβρίου του 1917, όπου κατανικώντας τους Ιταλούς με έφοδο διοικώντας μόλις 200 Γερμανούς, συλλαμβάνει αιχμαλώτους 150 αξιωματικούς και 9.000 στρατιώτες και κυριεύει 81 πυροβόλα της φρουράς του Λονγκαρόνε. Για το κατόρθωμά του αυτό, παίρνει το παράσημο "Pour le merite" (ύψιστη τιμητική διάκριση της Πρωσσίας).

Μετά τον πόλεμο, παρέμεινε στις τάξεις της συρρικνωμένης Ράιχσβερ, και κατά τη δεκαετία του 1920 υπηρετεί σε διάφορα συντάγματα του γερμανικού στρατού. Το 1929 τοποθετείται εκπαιδευτής της Σχολής Πεζικού (έχοντας το βαθμό του Λοχαγού) στη Δρέσδη, όπου παραμένει μέχρι το 1933. Στη συνέχεια αναλαμβάνει καθήκοντα στη Σχολή Πολέμου του Πότσδαμ (Potsdam) από το 1935 μέχρι το 1937. Το 1937 εκδίδει το ημερολόγιο που κρατούσε κατά τη δράση του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον τίτλο "Infanterie greift an" (Το Πεζικό Επιτίθεται), το οποίο και γίνεται χρηστικό εγχειρίδιο της εποχής.

Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, ο Ρόμελ γοητεύεται από τις προοπτικές που ανοίγει για τη Γερμανία ο νέος ηγέτης. Ο Χίτλερ, έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Ρόμελ, τον τοποθετεί υπεύθυνο της προσωπικής του ασφάλειας, όταν ο Χίτλερ επισκέπτεται τη Σουδητία (Sudetenland) το 1938 και την Πράγα το 1939 μετά την ολοκληρωτική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας από το Ράιχ. Ωστόσο, ο Ρόμελ ουδέποτε υπήρξε οπαδός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και, φυσικά, ούτε έγινε ποτέ μέλος του. Ο Ρόμελ μετατίθεται στη Σχολή Πολέμου του Βίνερ - Νόισταντ (Wiener-Neustadt), όπου παραμένει μέχρι το 1938 ξεκινώντας τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του, με τίτλο "Panzer greift an" (Τα Τεθωρακισμένα Επιτίθενται).

Δράση στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στην εκστρατεία εναντίον της Πολωνίας δεν είχε άμεση συμμετοχή, καθώς ήταν επικεφαλής της φρουράς του στρατηγείου του Χίτλερ. Το 1940, έχοντας πλέον το βαθμό του Υποστράτηγου, συμμετέχει στην επίθεση εναντίον της Γαλλίας (και αφού έχει προηγηθεί επεισόδιο με τον Χίτλερ), ως Διοικητής της 7ης Μεραρχίας Θωρακισμένων (7 Panzerdivision). Όπως και ο συνάδελφός του (και υφιστάμενος του, Χάιντς Γκουντέριαν, ο Ρόμελ είναι οπαδός του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg) και εκπληρώνει λαμπρά την αποστολή που του έχει ανατεθεί: Η μονάδα του είναι η πρώτη που φθάνει στη Μάγχη και στις 19 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει το Χερβούργο, σημαντικό λιμάνι της Γαλλίας . Η δράση του στην εισβολή στη Γαλλία χάρισε στον ίδιο και στην μεραρχία του την ονομασία «Μεραρχία Φάντασμα», λόγω της αστραπιαίας δράσης της μεραρχίας. Στην Γαλλία αιχμαλώτισε 100.000 άνδρες των Συμμάχων και κατέστρεψε 450 άρματα μάχης, ενώ η Μεραρχία του έχασε μόνο 2.500 άνδρες και μόλις 40 άρματα μάχης. Για τις επιτυχίες του, του απονεμήθηκε ο Σταυρός των Ιπποτών και ο βαθμός του Αντιστράτηγου.

Το 1941 του ανατίθεται η διοίκηση της 15ης Μεραρχίας Πάντσερ και της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας. Αυτές θα αποτελέσουν τον πυρήνα του γνωστού ως "Afrika Korps" («Σώμα της Αφρικής») γερμανικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική. Βασική του αποστολή είναι να βοηθήσει τον ιταλικό στρατό, ο οποίος, έχοντας πολύ κακό οπλισμό, ατάλαντους ηγέτες και χαμηλό ηθικό, έχει υποστεί σχεδόν συντριβή από τις Βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρόμελ, με πολύ κατώτερες αριθμητικά δυνάμεις, ανατρέπει ολοκληρωτικά το σκηνικό. Στις μάχες αυτές χρησιμοποιεί πολλά τεχνάσματα: διατάζει ψευδείς υποχωρήσεις που οδηγούν σε παγίδες, τοποθετεί παλιούς κινητήρες αεροσκαφών σε φορτηγά με σκοπό να σηκώνουν σκόνη για να δείχνουν υπέρτερες οι δυνάμεις του, μετακινεί φορτηγά προς κάποια κατεύθυνση για να επισημανθούν από την αεροπορία και το βράδυ αυτά γυρίζουν στη βάση τους, δημιουργεί ξύλινα ομοιώματα τανκς για την παραπλάνηση των αεροπλάνων αναφοράς του εχθρού όσον αφορά τις δυνάμεις του στρατού του, κατα τη διάρκεια των μαχών στείνει ψεύτικα πυροβόλα για τον αποπροσανατολισμό του εχθρού κτλ.. Οι Βρετανικές δυνάμεις πέφτουν συχνά στις "παγίδες" αυτές, που επάξια του χαρίζουν το προσωνύμιο «αλεπού της ερήμου».

Τον Φεβρουάριο του 1941 συλλαμβάνει αιχμαλώτους δυο Βρετανούς στρατηγούς και προάγεται σε Στρατηγό από τη γερμανική διοίκηση. Επίσης, καταφέρνει να εκδιώξει τις βρετανικές δυνάμεις από τη Λιβύη και να τις απωθήσει στην Αίγυπτο. Περικυκλώνει το Τομπρούκ, το σημαντικότερο λιμάνι της Κυρηναϊκής, και το πολιορκεί. Οι Βρετανοί οργανώνουν τρεις επιχειρήσεις για την διάσωσή του. Οι πρώτες δύο, οι επιχειρήσεις "Brevity" και "Battleaxe", αποτυγχάνουν. Η τρίτη, η λεγόμενη επιχείρηση «Σταυροφόρος» (Crusader), αρχικά επιτυγχάνει και ο Ρόμελ οπισθοχωρεί μέχρι την κωμόπολη της Ελ Αγκέιλα (7 Δεκεμβρίου 1941). Έχοντας πάρει θάρρος, οι βρετανικές δυνάμεις τον καταδιώκουν, αλλά στις 20 Ιανουαρίου ο Ρόμελ εξαπολύει σφοδρή αντεπίθεση προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι Σύμμαχοι φθάνουν στο Τομπρούκ και κλείνονται εκεί προετοιμαζόμενοι για πολιορκία. Στις 24 Μαΐου, όμως, ο Ρόμελ επιτίθεται ξανά και πλευροκοπεί τις συμμαχικές δυνάμεις στη Γκαζάλα και το Μπιρ Χακίμ, εξαναγκάζοντάς τις σε υποχώρηση. Εγκαταλείπουν, έτσι, το Τομπρούκ, που ο Ρόμελ καταλαμβάνει στις 6 Ιουνίου του 1942, αναγκάζοντας τους 33.000 υπερασπιστές του να παραδοθούν. Η νίκη αυτή του εξασφαλίζει τη στραταρχική του ράβδο, δηλαδή την προαγωγή του στον ανώτατο δυνατό βαθμό του Στρατάρχη. Παράλληλα, κάνει τον Ουίνστον Τσώρτσιλ να αναφωνήσει «Δε θα βρούμε ποτέ ένα στρατηγό ικανό να κερδίσει μια μάχη;».

Ο Ρόμελ καταδιώκει τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες τον σταματούν στο Ελ Αλαμέιν, γιατί αυτός δεν έχει τα μέσα να προχωρήσει. Το Σεπτέμβριο εγκαταλείπει την Αφρική, καταφεύγοντας στο Ζέμμερινγκ γιατί έχει παρουσιάσει σοβαρά συμπτώματα ασθένειας: υψηλή πίεση, εντερικό κατάρρου, ηπατοπάθεια. Επιστρέφει εσπευσμένα μετά τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν, όπου οι συμμαχικές δυνάμεις νικούν το Άφρικα Κορπς. Ο Ρόμελ διευθύνει τη σταδιακή υποχώρηση του στρατού του μέσω της Λιβύης προς την Τυνησία, παρά τις αντίθετες εντολές του Χίτλερ, ο οποίος επιμένει σε στατική άμυνα μέχρις εσχάτων. Σε αυτό το σημείο αρχίζει και η μεταστροφή του Ρόμελ: από πιστός και ένθερμος οπαδός του Φύρερ, αρχίζει να χάνει την εμπιστοσύνη του στον Χίτλερ.

Η κατάσταση σε όλα τα μέτωπα αρχίζει να ανατρέπεται, καθώς μεγάλες γερμανικές δυνάμεις έχουν εμπλακεί στο μέτωπο της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ τον Νοέμβριο του 1943, αποβιβάζονται στην Αλγερία και το Μαρόκο οι πρώτες Αμερικανικές δυνάμεις. Στη μάχη του περάσματος Κασσερίν, ο Ρόμμελ καταφέρνει να επιφέρει μεγάλες απώλειες στο 2ο Σώμα των ΗΠΑ και να σταθεροποιήσει τις θέσεις του. Το Άφρικα Κορπ, όμως, πάσχει σημαντικά από έλλειψη εφοδίων και, κυρίως, βενζίνης, ενώ παράλληλα είναι αδύνατο να του σταλούν ενισχύσεις. Ο Ρόμελ ανακαλείται από τον Χίτλερ και επιστρέφει στη Γερμανία.

Ο Χίτλερ, όμως, δεν τον αφήνει να συνεχίσει τη θεραπεία του, όπως του είχε πει ανακαλώντας τον. Στις 23 Ιουνίου τοποθετείται επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Β, που επιτηρεί τα παράλια της Δυτικής Ευρώπης, με αποστολή να τις καταστήσει απρόσβλητες απέναντι στην επερχόμενη συμμαχική απόβαση. Ο Στρατάρχης έχει επίγνωση του δυσχερέστατου έργου που έχει αναλάβει. Διατάσσει την κατασκευή οχυρωμένων θέσεων, την πόντιση ναρκών, την κατασκευή αντιαρματικών και αντιαποβατικών εμποδίων. Δυστυχώς, τα απόλυτα σωστά μέτρα που ήθελε να λάβει δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθούν: Το τσιμέντο χρησιμοποιήθηκε για τις βάσεις του Πεενεμούντε (εκτόξευση των V2), οι εκρηκτικές ύλες είναι ανεπαρκείς για την κατασκευή του απαιτουμένου αριθμού ναρκών, για τα αντιαρματικά εμπόδια λείπουν τα κατάλληλα μέταλλα. Ο Ρόμελ γνωρίζει πόσο εύθραυστο είναι το μέτωπο που υπερασπίζεται, όσο και αν ο Φύρερ επιμένει να το αποκαλεί «τείχος του Ατλαντικού». Ταυτόχρονα εμπλέκεται σε μια διαφωνία με τον προϊστάμενό του, Στρατάρχη Γκερντ φον Ρούντστεντ, σχετικά με τη χρήση των πολύτιμων τεθωρακισμένων εφεδρειών. Ο Ρόμελ, με βάση την εμπειρία του από την Αφρική και την εκεί αεροπορική κυριαρχία των Συμμάχων, τα θέλει κοντά στην ακτή, ενώ ο Ρούντστεντ, ακολουθώντας το κλασικό δόγμα, τα θέλει συγκεντρωμένα στην ενδοχώρα, ώστε να εξαπολύσουν συγκεντρωτική αντεπίθεση κατά του συμμαχικού προγεφυρώματος. Ο Χίτλερ συντάσσεται με τον Ρούντστεντ. Ο Ρόμελ όμως διαπράττει και ένα σημαντικότατο στρατηγικό σφάλμα: από κοινού με το γερμανικό επιτελείο, περιμένει την απόβαση στο Καλαί, το στενότερο σημείο της Μάγχης, και όχι στη Νορμανδία, όπου το πυροβολικό δεν επαρκεί και τα περισσότερα τάγματα που τον επανδρώνουν είτε στελεχώνονται από υπερήλικες ή ασθενείς εφέδρους είτε είναι τάγματα «Ανατολικών στρατευμάτων» (Osttruppen) αμφίβολης αξίας.

Εν τέλει, η συμμαχική απόβαση λαμβάνει χώρα στις 6 Ιουνίου 1944 (D-Day), ενώ ο Ρόμελ είναι σε άδεια στη Γερμανία. Επιστρέφει αμέσως και διευθύνει με σχετική επιτυχία τις αμυντικές μάχες, αλλά η εξάλειψη του προγεφυρώματος είναι ανέφικτη. Στις 17 Ιουλίου, ένα καταδιωκτικό αεροπλάνο ανατίναξε το αυτοκίνητό του, προξενώντας στον Στρατάρχη σοβαρό τραύμα στο κεφάλι. Λίγες μέρες μετά, στις 20 Ιουλίου, γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Εκτελεστής είναι ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, στη συνωμοσία, όμως, που έχει εξυφανθεί, συμμετέχουν και αρκετοί αξιωματικοί κοντά στον Ρόμελ, όπως ο επιτελάρχης του Χανς Σπάιντελ (Hans Speidel). Η εμπλοκή του Ρόμελ στην συνωμοσία είναι ακόμα αντικείμενο διχογνωμιών: παρότι ο ίδιος είχε γίνει επικριτικός για το ναζιστικό καθεστώς, και είχε έντονες διαμάχες με τον Χίτλερ σχετικά με την διεύθυνση του πολέμου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι είχε μυηθεί στη συνωμοσία, αν και πιθανότατα, όπως και πολλοί άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί, γνώριζε την ύπαρξή της. Ως ο πιο γνωστός και σεβαστός ακόμα και στους Συμμάχους Γερμανός στρατηγός όμως, προοριζόταν από τους συνωμότες για την θέση του προέδρου του Ράιχ.

Η απόπειρα αποτυγχάνει και η Γκεστάπο αναλαμβάνει την εξιχνίασή της. Παρά την έλλειψη στοιχείων κατά του Ρόμελ, αρκετά ανώτατα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, όπως ο Μάρτιν Μπόρμαν, τον υποπτεύονται, και το στρατοδικείο που θα εξετάσει την υπόθεσή του είναι στελεχωμένο με αντιπάλους του, και τον παραπέμπει στο διαβόητο "λαϊκό δικαστήριο". Ο Ρόμελ όμως, ήρωας στα μάτια του γερμανικού λαού, δεν είναι δυνατό να περάσει από δημόσια δίκη για προδοσία. Ο Χίτλερ του προσφέρει εναλλακτική λύση, στέλνοντας δύο στρατηγούς με μια επιστολή του και μια κάψουλα στο Χέρλιγκεν, όπου ο Στρατάρχης ανάρρωνε από το σοβαρό τραυματισμό του στη Γαλλία: Να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, με αντάλλαγμα να μη κινδυνεύσουν με αντίποινα η σύζυγός του και ο γιος τους. Ο Ρόμελ δέχεται και στις 16 Οκτωβρίου 1944, σε ηλικία 52 ετών, καταπίνει μια κάψουλα υδροκυανίου. Ενταφιάζεται με τιμές ήρωα πολέμου στο Χέρλινγκεν (Herrlingen).

Ο γιος του, Μάνφρεντ, ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε δήμαρχος στη Στουτγάρδη από το 1974 ως το 1996, όντας παράλληλα ένας από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς του κόμματός του.

De Siris