Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Παντελής Πουλιόπουλος


Παντελής Πουλιόπουλος

Κομμουνιστής ηγέτης και θεωρητικός του μαρξισμού. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ (1924 - 1926) και υπήρξε σημαντική προσωπικότητα του τροτσκιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, ήξερε πολλές ξένες γλώσσες, διάβαζε τους κλασικούς του μαρξισμού στο πρωτότυπο, έκανε πολλές μεταφράσεις κι έτσι ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να γνωρίζει τις συζητήσεις και τις διαφωνίες στο εσωτερικό, όχι μόνο του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και των άλλων ρευμάτων της Αριστεράς διεθνώς. Εκτελέστηκε από τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Γεννήθηκε στη Θήβα στις 10 Μαρτίου 1900 και ήταν ένα από τα έξι παιδιά του εμπόρου Νικολάκη Πουλιόπουλου. Το 1919 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ίδιο χρόνο εισήλθε στις γραμμές του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), προδρόμου του ΚΚΕ. Τον επόμενο χρόνο στρατεύτηκε και εστάλη στο μικρασιατικό μέτωπο. Εκεί στρατολογήθηκε σε πυρήνα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚΕ) και ανέπτυξε αντιπολεμική δράση. Συνελήφθη από τη στρατονομία και αντιμετώπισε την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Γλύτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα και αφέθηκε ελεύθερος, λόγω της κατάρρευσης του μετώπου. Μετά την επάνοδό του στην Αθήνα αναμίχθηκε στο Κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών και το 1924 εκλέχθηκε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας τους.

Ο Πουλιόπουλος ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του 3ου Εκτάκτου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ (1924), κατά το οποίο αποφασίστηκε η υιοθέτηση του κομμουνιστικού χαρακτήρα του κόμματος και η ευθυγράμμισή του με τη Μόσχα. Το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε ΚΚΕ και ο Παντελής Πουλιόπουλος εκλέχτηκε πρώτος γενικός γραμματέας του, σε ηλικία 24ων ετών. Εκπροσώπησε το κόμμα στο 5ο Συνέδριο της Κόμιντερν (Κομμουνιστικής Διεθνούς), όπου ελήφθη και η απόφαση για την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης - μια χαίνουσα πληγή ακόμη και σήμερα για το ΚΚΕ- που υιοθετήθηκε χωρίς ιδιαίτερη θέρμη από τους έλληνες κομμουνιστές.

Στις 25 Αυγούστου 1925, ο Πουλιόπουλος μαζί με άλλους 23 συντρόφους του, προσήχθη σε δίκη με την κατηγορία ότι προωθούσε την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο ίδιος πίστευε ότι η απόφαση της Κόμιντερν και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας εξυπηρετούσε τον βουλγαρικό εθνικισμό, αλλά δεν ήθελε να εκφράσει τη διαφωνία του μπροστά στους διώκτες του. Η πεντάωρη απολογία του έκανε αίσθηση για τη νομική της πληρότητα και η δίκη αναβλήθηκε. Στις 22 Φεβρουαρίου 1926, η δίκη των 24ων «αυτονομιστών» επαναλήφθηκε, αλλά το κατηγορητήριο κατέπεσε. Όμως, αντί να αφεθεί ελεύθερος ο Πουλιόπουλος εξορίσθηκε στη Φολέγανδρο.

Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1926, μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Πάγκαλου. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ, καθώς μαινόταν ο εσωκομματικός εμφύλιος και το πάνω χέρι αποκτούσαν οι σταλινικοί με επικεφαλής τους Χαϊτά, Ζαχαριάδη, Σιάντο και Θέο. Τον Μάρτιο του 1927 τέθηκε εκτός Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και αργότερα τον ίδιο χρόνο εκτός κόμματος, μετά τη δημοσίευση της μπροσούρας «Νέο Ξεκίνημα», στην οποία ασκούσε κριτική στο ΚΚΕ, στο πλαίσιο της διαπάλης Στάλιν - Τρότσκι.

Ο Πουλιόπουλος σχημάτισε μια ομάδα που υποστήριζε κριτικά το ΚΚΕ, μέσω του περιοδικού «Σπάρτακος». Προσπάθησε να ενταχθεί στη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση, που συσπείρωνε τους Τροτσκιστές, αλλά με απόφαση του Τρότσκι έγινε δεκτή στους κόλπους της μια άλλη τροτσκιστική ομάδα, οι «Αρχειομαρξιστές», οι οποίοι βρίσκονταν σε κόντρα με τον Πουλιόπουλο.

Το 1934 ο Παντελής Πουλιόπουλος και ο Μιχάλης «Πάμπλο» Ράπτης σχημάτισαν την Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ) και ανέπτυξαν δεσμούς με αντιπολιτευόμενες τροκτσιστικές ομάδες του εξωτερικού. Το 1938 πήραν την πρωτοβουλία να ενώσουν το κατακερματισμένο τροτσκιστικό κίνημα στην Ελλάδα, κάτω από την ομπρέλα της Ενωμένης Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΕΟΚΔΕ), η οποία ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της 4ης Διεθνούς.

Με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936, ο Πουλιόπουλος πέρασε στην παρανομία. Το 1938 συνελήφθη και εξορίστηκε μαζί με άλλους κομμουνιστές στην Ακροναυπλία. Το 1942, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, μεταφέρθηκε άρρωστος στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, στη συνέχεια στις φυλακές Αβέρωφ και τέλος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα.

Στις 6 Ιουνίου 1943, ο Παντελής Πουλιόπουλος εκτελέστηκε, μαζί με άλλους 105 κρατούμενους, από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής στο Νεζερό της Λάρισας, ως αντίποινα για την ανατίναξη από τον ΕΛΑΣ της σιδηροδρομικής γέφυρας του Κούρνοβου. Απευθυνόμενος στα ιταλικά προς τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, τους ζήτησε να επιδείξουν τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη και να μην σκοτώσουν αντιφασίστες πατριώτες. Όταν οι περισσότεροι στρατιώτες αρνήθηκαν να πιάσουν τα όπλα, την εκτέλεση ανέλαβαν αξιωματικοί των Καραμπινιέρων.

Η σημαντικότερη θεωρητική και πολιτική συνεισφορά του Πουλιόπουλου αφορά στην ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου και την εκτίμηση για το χαρακτήρα της δικτατορίας του Μεταξά. Υποστήριξε ότι η Ελλάδα δεν ήταν μία υπανάπτυκτη χώρα, καθυστερημένη, εξαρτημένη και μισοαποικιακή, όπως πίστευε το ΚΚΕ, αλλά με οικονομικά στοιχεία απέδειξε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ο πιο αναπτυγμένος της περιοχής και ήταν ενσωματωμένος στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Όσον αφορά στη δικτατορία Μεταξά, επισήμανε τις διαφορές της από το φασιστικό μοντέλο και αντέκρουσε την επίσημη άποψη της κομματικής ηγεσίας που ταύτιζε τον Μεταξά με τον Μουσολίνι.

Μόνιμη έννοια του Πουλιόπουλου υπήρξε η δημιουργία ενός καταρτισμένου δυναμικού στελεχών της αριστεράς. Πίστευε ότι το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του περνούσε μια διαρκή εσωτερική κρίση, της οποίας βασικό σύμπτωμα ήταν η έλλειψη ενός ηγετικού πυρήνα στελεχών με μαρξιστική κατάρτιση και πολιτική ικανότητα να προσαρμόσουν τις κομμουνιστικές αρχές στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας. Γι' αυτό φρόντισε να μεταφράσει στα ελληνικά, το «Κεφάλαιο» και την «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» του Μαρξ, την «Προδομένη Επανάσταση» του Τρότσκι, τα βιβλία του Καρλ Κάουτσκι «Οικονομικές Θεωρίες του Καρλ Μαρξ» και «Καντ», καθώς και την «Ιστορία του Ιστορικού Υλισμού» του Νικολάι Μπουχάριν.

Από: www.sansimera.gr

De Siris