Ερρίκος Γιόχαν Ίψεν
Ο Ερρίκος Γιόχαν Ιψεν γεννήθηκε στο Σκίεν της Νορβηγίας στις 20 Μαρτίου 1828. Επτά χρόνια αργότερα, ο πατέρας του υποχρεώνεται να κλείσει την επιχείρησή του και η οικογένεια μετακομίζει στη φάρμα Βένστοπ, για να επιστρέψει στο Σκίεν λίγο αργότερα.
Ο Ερρίκος Ιψεν άρχισε να γράφει από νωρίς, δίνοντας στα πρώτα έργα του χαρακτήρα επικό και άγριο: Οι ήρωές του έψαχναν την απόλυτη αλήθεια, αλλά ποτέ δεν μπορούσαν να τη βρουν. Αργότερα ο Ιψεν έγινε θαυμαστής του Σίλερ κι αυτό τον ώθησε να γράψει ιστορικά και έμμετρα δράματα, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τις σκανδιναβικές «σάγκες». Στη συνέχεια τον ήλξε η αναμόρφωση του γαλλικού και του γερμανικού θεάτρου. Η σύγκρουση χαρακτήρων και στάσεων ζωής μέσα στην κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει σύγχρονες τραγωδίες στο θέατρο, πίστευε ο Ιψεν. «Η επιστημονική και κοινωνική εξέλιξη είχαν δείξει, από τη μια μεριά, τις τεράστιες δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου και, από την άλλη, την εξαφάνιση και τη συντριβή του κάτω από το περιβάλλον, το πλήθος και τις δυνάμεις που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό το "δράμα" έφερε στο θέατρο ο Ιψεν, οπλίζοντάς το με της ποιητικής και της δραματικής του ιδιοφυΐας την αρματωσιά» έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης για το μεγάλο θεατρικό συγγραφέα.
Στο Οσλο ο Ιψεν ταξίδεψε πρώτη φορά σε ηλικία 22 ετών. Εργάστηκε ως διευθυντής του Νορβηγικού Θεάτρου στο Μπέργκεν. Παράλληλα, έγραφε κυρίως θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία είναι αληθινά αριστουργήματα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: «Το Κουκλόσπιτο», «Ο εχθρός του Λαού», «Κατιλίνας», «Η αγριόπαπια», «Εντα Γκάμπλερ», «Πέερ Γκιντ»,«Η κυρά της Θάλασσας» και ένα σωρό άλλα αριστουργήματα, με αποκορύφωμα, φυσικά, τον «Πρωτομάστορα Σόλνες».Ο Ιψεν πιστεύει, πάνω από όλα, με φανατισμό στην ατομική ελευθερία. Το σύνολο του έργου του στρέφεται γύρω από δύο πόλους: τη σπουδαιότητα του ατόμου και τη σημασία της αγάπης. Από το πρώτο του έργο («Κωμωδία του Ερωτα») μέχρι το τελευταίο του («Οταν εμείς οι νεκροί ξυπνήσουμε») πολεμάει το συμβιβασμό, τις προλήψεις, τη ρηχή κοινωνία και αγωνίζεται μέσα από τα θεατρικά του έργα για την απελευθέρωση του ατόμου από τις αλυσίδες του ψεύδους και της συνθηκολόγησης.
Ο Ιψεν έζησε τη ζωή του στα τρία: Από τη Νορβηγία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, μετακόμισε για 25 χρόνια στην Ιταλία και τη Γερμανία, για να επιστρέψει και να τελειώσει τη ζωή του στη γενέτειρά του. Ηταν τότε που έγραψε και ένα από τα αριστουργήματά του, τον «Πρωτομάστορα Σόλνες», που δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτοβιογραφία του. Φέτος ο «Σόλνες» αποτελεί μία από τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις των αθηναϊκών σκηνών, με τους Νικήτα Τσακίρογλου, Μπέτυ Λιβανού, Πέγκυ Σταθακοπούλου κ.λπ.,σε μια παράσταση ισάξια με την παλαιότερη του εκπληκτικού διδύμου Δημήτρη Χορν και Ελένης Χατζηαργύρη.Επιστρέφουμε στη ζωή του Ερρίκου Ιψεν. Το 1856 αρραβωνιάζεται και το 1858 παντρεύεται τη Σουζάνα Χέλγκελαντ, με την οποία αποκτά την επόμενη χρονιά ένα γιο, τον Σίγκουρσον. Το 1864 αποφασίζει να ζήσει στην Ιταλία, όπου γράφει έργα που από την πρώτη στιγμή γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, όπως ο «Μπραντ». Η νορβηγική κυβέρνηση του δίνει ένα μισθό, ώστε να μπορεί απερίσπαστος να συνεχίσει τη συγγραφή. Το 1867 τελειώνει τον «Πέερ Γκιντ». Την επόμενη χρονιά αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ιταλία και να ζήσει στη Δρέσδη. Εκεί μένει μέχρι το 1875, οπότε μετακομίζει στο Μόναχο. Φαινομενικά, η οικογένεια Ιψεν διάγει μια ήρεμη ζωή.
Ωστόσο, στη ζωή του Ερρίκου έχουν εισβάλει διαδοχικά τρεις γυναίκες που τον κατακτούν και σφραγίζουν το χαρακτήρα του. Η «χημεία» του με αυτές τις τρεις γυναίκες αποδίδεται ανάγλυφα στη βαθιά αγάπη του πρωτομάστορα Σόλνες και της Χίλντα Βάνγκελ. Η σχέση Σόλνες-Βάνγκελ απεικόνιζε στο θέατρο τη βαθιά σχέση του Ερρίκου Ιψεν με την Εμιλι Μπάρνταχ, την οποία γνώρισε το καλοκαίρι του 1889 στο Τιρόλο. Εκείνος ήταν 61 ετών κι εκείνη 18. Η σχέση τους διήρκεσε μόλις δύο μήνες, λέγεται ότι παρέμεινε πλατωνική και μόνος καρπός της ήταν ο «Πρωτομάστορας Σόλνες».
Ο μεγάλος συγγραφεάς σκέπτεται σοβαρά να χωρίσει τη γυναίκα του, Σουζάνα, και να παντρευτεί την Εμιλι, αλλά δεν της το λέει ποτέ. Ο Ιψεν και η Μπάρνταχ συνεχίζουν να αλληλογραφούν μέχρι τουλάχιστον το 1898, όταν ο γηραιός, πια, συγγραφέας αποφασίζει να σταματήσει τις επιστολές προς την Εμιλι και να τελειώσει την «Εντα Γκάμπλερ». Σταματά οριστικά να επικοινωνεί με την Μπάρνταχ λίγους μήνες αργότερα, όταν γνωρίζει άλλον ένα μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Χίλντουρ Αντερσεν. Ο Ερρίκος Ιψεν πέθανε στις 23 Μαΐου 1906, σε ηλικία 78 ετών.
Η επίδραση που άσκησε ο Ιψεν στο ευρωπαϊκό θεατρικό στερέωμα υπήρξε κατά γενική ομολογία τεράστια. Το στήσιμο των χαρακτήρων γινόταν με απόλυτη συνέπεια, χωρίς σφάλματα ή δραματικές υπερβάσεις. Οι χαρακτήρες μεταλλάσσονται, αλλά υπακούουν σε μια λογική μετάλλαξης, όχι σε αφαιρετική αυθαιρεσία. Ας κλείσουμε με μια φράση του Μάριου Πλωρίτη: Ο Ιψεν δίδαξε ότι «το δράμα, κι όταν φύγει από τις σφαίρες της έμμετρης ποίησης και του τιτάνιου πάθους, μπορεί να διατηρήσει και ποίηση και πάθος, ακόμα κι αν ο στίβος του είναι η τραπεζαρία ή η αυλή του απέναντι γείτονα».
De Siris