Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Πέτρος Ευθυμίου


Πέτρος Ευθυμίου

Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι Έλληνας πολιτικός που έχει διατελέσει βουλευτής, ευρωβουλευτής, υπουργός παιδείας επί μία τετραετία και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Ο.Α.Σ.Ε.

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στην Λάρισα στις 27 Μαρτίου 1950 και σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Εργάστηκε αρχικά ως εκπαιδευτικός και στην συνέχεια ως δημοσιογράφος όπου υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας «Το Βήμα», αρχισυντάκτης του περιοδικού «Αντί» και παρουσιαστής δημοσιογραφικής εκπομπής στην ΝΕΤ.

Μετείχε στην Αντίσταση κατά της Χούντας (1967-1974).Το 1999 τοποθετήθηκε στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ με το οποίο εξελέγη Ευρωβουλευτής.

Έναν χρόνο μετά, το 2000 ανέλαβε εξωκοινοβουλευτικός υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την πτώση της κυβέρνησης το 2004.

Στην συνέχεια εξελέγη βουλευτής του ΠΑΣΟΚ σε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το 2004, το 2007 και το 2009 εκλεγόμενος στην περιφέρεια της Β΄Αθήνας. Εξελέγη Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Ο.Α.Σ.Ε., τον Ιούλιο του 2010.

Είναι παντρεμένος με τη δημοσιογράφο Αναστασία Παρετζόγλου και έχει δύο παιδιά, τη Σελήνη και τον Παύλο.

De Siris

Ιωάννης Μελισσανίδης


Ιωάννης Μελισσανίδης

Ο Ιωάννης Μελισσανίδης γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1977 στο Μόναχο της Γερμανίας. Οι γονείς του ήταν Έλληνες μετανάστες. Είναι πρώην αθλητής της ενόργανης γυμναστικής και Ολυμπιονίκης. Ανήκε στον αθλητικό σύλλογο Σπάρτακος της Θεσσαλονίκης. Είναι αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και έχει σπουδάσει Ιατρική.

Με τις επιδόσεις του έχει προσφέρει μοναδικές συγκινήσεις στους Έλληνες φιλάθλους, όπως στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στις ασκήσεις εδάφους, όπου σημείωσε ατομικό ρεκόρ με 9.850 βαθμούς.

Στην συνολική του καριέρα όμως έχει κατακτήσει πολλές ακόμη διακρίσεις. Ήταν τρίτος στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1991. Πήρε ένα χρυσό και ένα χάλκινο στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1993 ήταν πρώτος στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1994, δεύτερος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1994. Κατέκτησε ένα χρυσό και ένα αργυρό στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1998.

Το 1999 συμμετείχε σε τρεις τελικούς στο παγκόσμιο πρωτάθλημα (4ος στις ασκήσεις εδάφους, 7ος στο άλμα και 28ος στο σύνθετο ατομικό), ενώ στο ευρωπαϊκό «Μάστερς» ήταν πρώτος σε έδαφος και άλμα και τρίτος στο ομαδικό. Το 2003 κατέκτησε χάλκινο μετάλλιο στο παγκόσμιο γκραν πρι. Ενώ στέφθηκε Μεσογειονίκης στο έδαφος και το άλμα. Ανακηρύχθηκε Αθλητής της Χρονιάς το 1996 από τον ΠΣΑΤ.

Η ανωτερότητά του ως αθλητή, φανερώθηκε σε όλη της το μεγαλείο, όταν αφιέρωσε το μετάλλιο του στην οικογένεια του συναθλητή του Καμπάς Μουράτ από την Τουρκία, ο οποίος είχε βρει άδικο θάνατο σε τροχαίο ατύχημα. Για την πράξη του η Τουρκία του απένειμε την ανώτατη τιμητική διάκριση του βραβείου Ελληνοτουρκικής φιλίας "Ιπεκτσί".

Δύο ασκήσεις έχουν πάρει το όνομά του καθώς ήταν ο πρώτος αθλητής στον κόσμο που τις εκτέλεσε. Σπουδάζει στην Αμερικανική Ακαδημία Θεάτρου.

De Siris

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Ξενοφών Ζολώτας


Ξενοφών Ζολώτας

Ο Ξενοφών Ευθυμίου Ζολώτας γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1904 και πέθανε στις 10 Ιουνίου 2004, ήταν οικονομολόγος και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρωθυπουργός.

Βιογραφία

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη Λειψία και οικονομικά στο Παρίσι. To 1924 πήρε πτυχίο από την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή Λειψίας. Το 1925 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λειψίας με τη διδακτορική του διατριβή "Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως". Αργότερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αγγλία. Το 1928 έγινε Υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ίδιο έτος εξελέγη, σε ηλικία μόλις 24 ετών, Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο νεοϊδρυθέν τότε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε τρία χρόνια. Το 1931 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απομακρύνθηκε από τη Δικτατορία το 1968. Η έναρξη της πανεπιστημιακής του καριέρας συνέπεσε με την τετραετία 1928-1932 του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος του πρότεινε να αναλάβει τη Γενική Γραμματεία του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου. Όμως, ο Ξενοφών Ζολώτας αρνήθηκε την πρόταση, προτιμώντας να συνεχίσει το πανεπιστημιακό του έργο. Έτσι, περιορίσθηκε στη συμμετοχή του στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο ως Μέλος.

Το έργο του

Ο Ξενοφών Ζολώτας επέδειξε πλούσιο συγγραφικό έργο, κυρίως οικονομικού περιεχομένου, ένα μεγάλο μέρος του οποίου έχει μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Το 1952 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κατέλαβε κορυφαίες θέσεις σε ελληνικούς και διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον ΟΗΕ, τη Νομισματική Επιτροπή και την Οικονομική Επιτροπή της Ευρώπης.

Κυβερνητικό αξίωμα ανέλαβε για πρώτη φορά ως υπουργός Συντονισμού στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Υπουργός Συντονισμού διετέλεσε επίσης από τον Ιούλιο του 1974 έως το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αμέσως μετά (1974) διορίστηκε Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, από την οποία αποχώρησε το 1981 με τον τίτλο του επίτιμου πρόεδρου της. Τέλος, στις 23 Νοεμβρίου του 1989 ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας έως τις 11 Απριλίου του 1990 ως πρόεδρος της Οικουμενικής κυβέρνησης που στήριζαν η ΝΔ και ο Συνασπισμός της Αριστεράς. Ο Ξενοφών Ζολώτας απεβίωσε στις 10 Ιουνίου 2004, «πλήρης ημερών», σε ηλικία 100 ετών.

Στον Ξενοφώντα Ζολώτα αποδίδεται η ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αυτός κατάφερε με πρωτοποριακά νομισματικά μέτρα να στηρίξει ξανά την μεταπολεμική οικονομία. Τα βασικότερα από τα μέτρα αυτά είναι η υποτίμηση της δραχμής το 1953 και το «κόψιμο» τριών μηδενικών από τα χαρτονομίσματα το 1954.

Οι ιστορικοί λόγοι του

Ιστορικοί θεωρούνται δύο λόγοι που ο Ξενοφών Ζολώτας είχε εκφωνήσει ως διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος και διαχειριστής του ελληνικού Δημοσίου Χρέους, στην Ουάσιγκτον, στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959, η γλώσσα των οποίων ήταν η αγγλική, αλλά, με την εξαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων, όλες οι χρησιμοποιούμενες λέξεις ήταν ελληνικής προέλευσης. Ο λόγοι του έκαναν μεγάλη εντύπωση, ωστόσο επρόκειτο περισσότερο για ένα διανοητικό παιχνίδι, σχεδιασμένο για να τέρψει την ελίτ των τραπεζιτών και των ισχυρών της παγκόσμιας οικονομίας και να τους υπενθυμίσει την ύπαρξη της Ελλάδας, η οποία μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο πόλεμο, εντελώς κατεστραμμένη.

De Siris

Μπάμπης Μπακάλης


Μπάμπης Μπακάλης

Ο Μπάμπης Μπακάλης γεννήθηκε στα Κανάλια Καρδίτσας το 1920 και πέθανε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2007, υπήρξε συνθέτης και στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού κυρίως της δεκαετίας του 1950-1960 με πολλές επιτυχίες.

Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά.

Το 1944 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε εκεί για τις επόμενες δεκαετίες, με συνεργάτες μεγάλα ονόματα, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου. Πολλά από τα τραγούδια που έγραψε είναι σε στίχους του Κώστα Βίρβου.

Επίσης, επηρεάστηκε από τη μουσική χωρών της Ανατολής, ιδιαίτερα από την Ινδία, και έδωσε τραγούδια όπως το «Γράμμα πικραμένο» και το ελληνοποιημένο «Καρδιά μου καημένη», το οποίο τραγουδήθηκε αρχικά από την Ινδή καλλιτέχνιδα Ναργκίς, πρωταγωνίστρια στη κινηματογραφική ταινία (ελληνικό τίτλο) Γη ποτισμένη με ιδρώτα (ή Mother India).

Ο Μπακάλης απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών.

Σημαντικά τραγούδια του

Αναστενάξτε σήμαντρα
Για στάσου Χάρε
Για στάσου Χάρε να σου μιλήσω
Γράμμα πικραμένο
Δεν ανθίζουν λουλούδια
Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί
Έκλεισε μια ιστορία
Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
Θα κλάψω σήμερα
Θέλω να πεθάνω για να μην πονώ
Καρδιά μου καημένη
Κυνηγημένος απ' τους νόμους
Με πικραμένη την καρδιά
Ξύπνα καημένε Σακαφλιά
Ο μελλοθάνατος
Ο πατέρας
'Οταν μεθάει ο άνθρωπος
Ούτε τα λεφτά σου ούτε τα καλά σου
Ποτέ δεν είναι αργά
Σ' αυτήν εδώ την ξένη γη
Σαν την καλαμιά
Το κουρασμένο βήμα σου
Φαρμάκι και μαχαίρι
Χτυπούν καμπάνες θλιβερά

De Siris

Βάσος Στεφανόπουλος


Βάσος Στεφανόπουλος

Ο δικηγόρος και πολιτικός Βασίλειος Στεφανόπουλος (γνωστός ως Βάσος) γεννήθηκε στη Δίβρη (Λαμπεία) Ηλείας το 1902 και απεβίωσε αιφνίδια στις 26 Μαρτίου 1952. Γόνος της μεγάλης και ιστορικής Διβριώτικης οικογένειας των Στεφανοπουλέων, με παρουσία στη Βουλή από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως πρόσφατα. Ήταν πρώτος ξάδερφος του πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου.

Το 1927 υπήρξε συνιδρυτής του Προοδευτικού Συνδέσμου Δίβρης. Το 1933 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Ηλείας και υπηρέτησε το ελληνικό κοινοβούλιο έως το 1952, οπότε πέθανε.

Στις 18 Νοεμβρίου 1948 διορίστηκε Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου με καθήκοντα Υφυπουργού Οικονομικών. Μάλιστα υπήρξε και ο εισηγητής για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1950.

Δημοσίευσε σωρεία μελετών σε οικονομικά και πολιτικά θέματα, καθώς και λογοτεχνικά κείμενα. Είχε γράψει δοκίμια και στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.

Στις 23 Μαρτίου 1957 ο Σύλλογος των Λαμπειέων Διβριωτών Αθήνας, υπό την προεδρία του Νικολάου Σωτηρόπουλου, διευθυντού της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, πραγματοποίησε Φιλολογικό Μνημόσυνο στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, με παρουσία πληθώρας πολιτικών προσωπικοτήτων και ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης.

Ήταν παντρεμένος με την Τασία Δημουλιά και είχε έναν γιο, τον Στέφανος Στεφανόπουλος, βουλευτή με τη Νέα Δημοκρατία και την Πολιτική Άνοιξη.

Κατά την επιβολή του Ιωάννη Μεταξά από τον Βασιλέα Γεώργιο Β’ ως πρωθυπουργού μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Πρωθυπουργού Δεμερτζή, ο βουλευτής Βάσος Στεφανόπουλος είπε τότε: «Χρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις και χάσαμε τον ψυχικόν σύνδεσμο προς τον λαόν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς».

De Siris

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου


Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στην χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική εορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.

Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω ...).

Το γεγονός

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 1:26-38:

26 Εν δε τώ μηνί τώ έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ από τού Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ 27 προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ώ όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. 28 και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σού ευλογημένη σύ εν γυναιξίν. 29 η δε ιδούσα διεταράχθη επί τώ λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. 30 και είπεν ο άγγελος αυτή Μή φοβού, Μαριάμ εύρες γάρ χάριν παρά τώ Θεώ. 31 και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. 32 ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, 33 και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. 34 είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; 35 και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. 36 και ιδού Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνεληφυία υιόν εν γήρει αυτής, και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τή καλουμένη στείρα 37 ότι ουκ αδυνατήσει παρά τώ Θεώ πάν ρήμα. 38 είπεν δε Μαριάμ Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγγελος.

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός του Ευαγγελισμού έλαβε χώρα στη Ναζαρέτ, το ασήμαντο αυτό χωριό που δεν συναντάμε ούτε στην Παλαιά Διαθήκη, ούτε στο Ταλμούδ, ούτε στα κείμενα του Ιώσηπου. Η περιφρονημένη αυτή περιοχή, από την οποία οι άνθρωποι σκέπτονταν αν δύναται τι αγαθόν είναι; (Ιωάν. 1:46), αποτελεί την πατρίδα των γονέων της Μαρίας (Μαριάμ) και της ίδιας της μητέρας του Ιησού και πιθανόν και του μνήστορος Ιωσήφ. Τελικά όμως, η Ναζαρέτ τιμήθηκε ιστορικά ως η ιδιαίτερη πατρίδα του Ιησού Χριστού, του επονομαζόμενου και "Ναζωραίου".

Σύμφωνα με την παράδοση και στοιχεία που αντλούνται από πολλά απόκρυφα κείμενα, το κορίτσι που έμελλε να γίνει η μητέρα του Ιησού Χριστού, έζησε σ' ένα φτωχικό σπίτι της Ναζαρέτ, όπου η καθημερινή ζωή της περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τις πνευματικές ενασχολήσεις που επέβαλλε το τυπικό της ιουδαϊκής θρησκείας (προσευχή, μελέτη των Γραφών, συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις της Συναγωγής). Ο Λουκάς άλλωστε, περιγράφει τη Μαρία ως μια ευσεβή Ιουδαία (Λκ. 2:22, 27, 39).

Τον έκτο μήνα από την σύλληψη του Προδρόμου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον θεό, συναντά την Μαρία στο μέρος όπου διέμενε και της απευθύνει τον χαιρετισμό: "Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου". Το "χαίρε" του αγγέλου δεν είναι ένας απλός χαιρετισμός, αλλά θυμίζει τις επαγγελίες για την έλευση του Κυρίου στην αγία πόλη του (π.χ. "Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι..." Ζαχ. 9:9).

Στον χαιρετισμό αυτό, η Μαρία αντιδρά φυσιολογικά για ένα κορίτσι περίπου δεκατεσσάρων ετών, που θα είχε σχεδόν μηδενικές κοινωνικές συναναστροφές. Οι λέξεις του Γαβριήλ "κεχαριτωμένη", "ευλογημένη συ εν γυναιξίν" δεν από αυτές που συνήθιζε να ακούει ένα κορίτσι αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Αρχίζει έτσι να διερωτάται "ποταπός είη ο ασπασμός ούτος", δηλ. ποιας προέλευσης (θείας ή μή) ήταν αυτός ο χαιρετισμός, συνετιζόμενη ίσως από το παράδειγμα της σχετικής εμπειρίας που είχε η Εύα στον παράδεισο.

Ο άγγελος, βλέποντας τον δισταγμό της, την καθησυχάζει με τη φράση "Μή φοβού", που παρόμοιες συναντάμε συχνά στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη σε γεγονότα θείων αποκαλύψεων (Μτ. 1:20, 14:27 -Μκ. 5:36 -Λκ. 1:13, 1:30, 2:10 - Ιησ. 1:9, Κρ. 6:23, Ιερ. 1:8, Δαν. 10:12 κ.ά.). Αμέσως μετά της δηλώνει ότι βρήκε χάρη από το Θεό, πράγμα που δείχνει πως η Μαρία συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα σε εκείνα τα πρόσωπα που έγιναν αποδέκτες της εύνοιας του Θεού (Γέν. 6:8, Έξ. 33:13 κ.ά.).

Ακολούθως, ο Γαβριήλ φανερώνει το περιεχόμενο της ευαγγελίας του. Η Μαρία πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα γιο τον οποίο θα ονομάσει Ιησού και ο οποίος "έσται μέγας" και θα αναγνωριστεί από όλους ως "υιός υψίστου". Για να δηλωθεί πως ο υιός αυτός θα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αναφέρει την καταγωγή του εκ του Δαυίδ όπως προείπαν οι προφήτες και το αιώνιο της Βασιλείας του κατά τον Δανιήλ: "δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος" (βλ. 2Σαμ. 7:12 - Ησ. 9:6-7 - Δαν. 2:44, 4:3, 6:26, 7:14).

Αμέσως μετά, η Μαρία εφράζει μια εύλογη απορία, που δείχνει ότι ο Λουκάς αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο άλλωστε ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2:36, 14:26, 18:29) και για την παρθενία (Πραξ. 21:9). Αναφέρει βέβαια το γάμο της Μαρίας με τον Ιωσήφ (Λκ 1:27, 2:5), γιατί βλέπει στο γεγονός αυτό τη βάση της μεσσιανικής νομιμότητας του Ιησού (3:23 εξ) καθώς η αποκάλυψη του θεού, ανταποκρίνεται πάντοτε στα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας. Ο "γάμος" της με τον Ιωσήφ έδωσε την αναγκαία νομιμότητα στα γεγονότα που επακολούθησαν, χωρίς καμιά υποψία και μομφή. Μέσα στο μυστήριο αυτό της γέννησης του Ιησού, πίσω από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο, υπάρχει και μια άλλη αλληλουχία πραγμάτων, εκείνη που ανήκει σε μιας άλλης φύσεως πραγματικότητα, που δεν είναι θεατή και αποδεκτή από όλους. Στα ιερά κείμενα η αλληλουχία αυτή εκφράζεται με την επισήμανση ότι ο Ιησούς ήταν μόνο "ο υιός της Μαρίας" και απλώς "ενομίζετο" ως υιός του Ιωσήφ (Λκ. 3:23).

Ο Λουκάς λοιπόν τονίζει για τη νεαρή σύζυγο ότι είναι παρθένος και αυτό φαίνεται από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: "Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;" που σημαίνει: "πως θα γίνει αυτό, αφού ως τώρα δεν έχω συζυγικές σχέσεις". Ο Λουκάς υπαινίσσεται πως η Μαρία ρωτάει όχι από απιστία αλλά για να μάθει τον τρόπο, αφού την ερώτησή της δεν ακολουθεί κάποιο αντίστοιχο επιτίμιο όπως στον Ζαχαρία που έδειξε να μην πιστεύει την γέννηση του Προδρόμου (Λκ. 1:20). Καταλαβαίνει ίσως η Μαρία πως θα γίνει αμέσως μητέρα, όπως άλλωστε συνέβει στη μητέρα του Σαμψών που συνέλαβε μόλις ο άγγελος της ανήγγειλε τη μητρότητα της (Κρ. 13:5-8). Το ερώτημά της Μαρίας, οδηγεί τον Γαβριήλ να της αναγγείλει την παρθενική σύλληψη του Ιησού με τρόπο υπερφυσικό. Για την πλειοψηφία των χριστιανών, ο στίχος "Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού'' ερμηνεύεται "Τριαδολογικά", που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται στον στίχο αυτόν δρώντα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: Ο Πατέρας (δύναμις υψίστου), ο Υιός (υιός Θεού) και το Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα άγιον επελεύσεται).
Κατόπιν, ο άγγελος συνεχίζει, και ως πιστοποίηση της δύναμης του Θεού για το θέμα αυτό της σύλληψης, φέρνει το παράδειγμα της Ελισσάβετ η οποία αν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία ήταν ήδη στον έκτο μήνα της κυοφορίας της.
Στο τέλος της Ευαγγελικής περικοπής, ένα σημαντικό, θεολογικό μήνυμα περιέχεται: ο Γαβριήλ τελείωσε μεν την ευαγγελία του προς την Παρθένο, όχι όμως και την αποστολή του. Περιμένει τη συγκατάθεση της Μαρίας. Για τον Λουκά, ούτε μια τέτοια σπουδαία ενέργεια του Θεού δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της συνδημιουργίας: "Ευτυχισμένη Μαρία, ο κόσμος όλος περιμένει τη συγκατάθεσή σου" αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος. Πράγματι, η μητρότητα αυτή είναι θεληματική. Μπροστά στην απροσδόκητη κλήση που της αναγγέλλει ο Γαβριήλ, η Μαρία ενδιαφέρεται να καταλάβει το κάλεσμα του Θεού. Οταν η Μαρία διαφωτίζεται πλήρως, δέχεται, και η διακονία της, είναι προπάντων ελευθερία.

Ευαγγελισμός και Εκκλησία

Αν θεωρηθεί ότι τα πιο επείγοντα ζητήματα που απασχόλησαν τους μαθητές του Χριστού ήταν η δημόσια δράση του Ιησού, από τη Βάπτιση του ως το Πάσχα, καταλαβαίνουμε για πιο λόγο το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αγνοεί τις διηγήσεις για την παιδική ηλικία του Ιησού και αρκείται να μνημονεύσει δύο φορές τη μητέρα του (Μκ 3:31-35, 6:3).

Στoν Ματθαίο, οι διηγήσεις αυτές υπάρχουν, αλλα εξιστορούνται με επίκεντρο τον Ιωσήφ ως απόγονο του Δαβίδ, που δέχεται τα ουράνια μηνύματα και δίνει το όνομα Ιησούς στο παιδί της Παρθένου (1:18-25).

O Λουκάς είναι εκείνος που φωτίζει πλήρως τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού στο γεγονός του Ευαγγελισμού αλλά και αλλού (βλ. Πραξ 1, 14).

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις αναφορές του Ιωάννη που τοποθετεί την Μαρία να πλαισιώνει τη δημόσια ζωή του Ιησού σε δύο περιπτώσεις (στην Κανά και στον Γολγοθά) παρατηρείται μια προοδευτική συνειδητοποίηση από την Εκκλησία του ρόλου της Μαρίας ως μέρος του μυστηρίου του Ιησού, που εξελίσσεται αχώριστα από τη γυναίκα που τον γέννησε.
(υπό επεξεργασία)

Ο Ευαγγελισμός στα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα

Καθώς τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια επικεντρώνουν την προσοχή τους στα βασικά γεγονότα της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού και στο μήνυμα που απορρέει από τα γεγονότα αυτά, για τη Μαρία δεν γίνεται λόγος αυτοτελώς, αλλά πάντα σε σχέση με τον Ιησού οπότε και οι βιογραφικές πληροφορίες των Ευαγγελίων είναι περιορισμένες. Στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολλές βιογραφικές πληροφορίες για την Μαρία προέρχονται από τα λεγόμενα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα.

Το αρχαιότερο και σημαντικότερο από τα απόκρυφα, το ονομαζόμενο Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου προέρχεται από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, πιθανώς από την Αίγυπτο.

Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, ένας άγγελος ευαγγελίζεται τη Μαρία, ενώ βρίσκεται στο φρέαρ με το σταμνί της, ότι θα συλλάβει με τη δύναμη του Θεού και θα γεννήσει γιο. Η σκηνή αυτή ονομάζεται "Ευαγγελισμός παρά το φρέαρ" και επαναλαμβάνεται όταν η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι της. Το γεγονός υποτίθεται ότι συνέβει όταν ήταν δεκαέξι ετών.

Επίσης, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται αλλά με ποιο έντονο και μυστηριώδη τρόπο, στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου, του 4ου μ.Χ. αιώνα:

Συγκεντρώνονται οι απόστολοι για να ρωτήσουν πως συνέλαβε η Μαρία τον Κύριο. Διστάζουν όμως και τελικά την πλησιάζει ο Βαρθολομαίος και τη ρωτάει "πως συνέλαβες τον ασύλληπτο, πως βάσταξες αυτόν που είναι αβάσταχτος;". Ή Μαρία απαντά ότι την πλησίασε ο άγγελος και τότε "το καταπέτασμα του Ναού σχίστηκε και έγινε ένας πολύ μεγάλος σεισμός [...] Εκείνος άπλωσε το χέρι του και με σήκωσε. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό και ήρθε ένα σύννεφο δροσιάς και με ράντισε [...]".

Ο άγγελος τότε πήρε ένα ψωμί "και το έβαλε πάνω στο βωμό του ναού και έφαγε απ' αυτό πρώτα ο ίδιος και έδωσε επίσης και σε μένα [...] και...ένα ποτήρι γεμάτο κρασί και ήπιε πρώτα ο ίδιος και έδωσε κατόπιν σε μένα".
Καθώς η Μαρία έλεγε αυτά "εμφανίσθηκε όμως ο Κύριος ξαφνικά και είπε στη Μαρία. Μη φανερώσεις τούτο το μυστήριο, ειδάλλως ολόκληρη η κτίση σήμερα θα φτάσει στο τέλος της".

Στη διάρκεια των αιώνων, από το σύνολο των απόκρυφων κειμένων, άλλα καταδικάστηκαν από την Εκκλησία και άλλα, παρά το ότι συγκρινόμενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονταν σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης, έγιναν αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα ή ενέπνευσαν έργα τέχνης όπως οι σκηνές από την παιδική ηλικία της Μητέρας του Ιησού και την κοίμησή της. Παρόλα αυτά, το σύνολο των αποκρύφων δεν προσφέρει ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο, αλλά κυρίως αναλύει γεγονότα που δεν τυγχάνουν εκτεταμένης αναφοράς στα κανονικά Ευαγγέλια.

Ο Ευαγγελισμός στο Κοράνιο

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διήγηση σχετικά με τη μητέρα του Χριστού και τον ίδιο τον Ιησού στο Κοράνιο (19:16-22)

16. Και να διηγηθείς στο Βιβλίο (το Κοράνιο) (την ιστορία) της Μαριάμ, όταν είχε αποσυρθεί από την οικογένεια της, σε ένα τόπο στα Ανατολικά. 17. Είχε τοποθετήσει ένα προπέτασμα (για να προφυλάξει τον εαυτό της) απ' αυτούς. Τότε στείλαμε σ' αυτήν το πνεύμα μας (έναν άγγελο) που παρουσιάστηκε μπροστά της σαν ένα τέλειο ανθρώπινο πλάσμα. 18. Εκείνη είπε: "Αναζητώ καταφύγιο, από σένα, στον οικτίρμονα (Αλλάχ) άν (τον) φοβάσαι (μη με πλησιάζεις)" 19. Εκείνος είπε: "Είμαι μόνο αγγελιοφόρος του Κυρίου (και φέρνω την είδηση) ότι θα αποκτήσεις έναν αναμάρτητο γιο". 20. Εκείνη είπε: "Πώς θα έχω γιό, εφόσον κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μ' έχει αγγίξει, κι ούτε είμαι ακόλαστη;" 21. Εκείνος είπε: "Έτσι (θα γίνει) είπε ο Κύριος σου, αυτό για μένα είναι εύκολο. Και (επιθυμία μας είναι) να τον προσδιορίσουμε σαν ένα θεϊκό σημείο για τους ανθρώπους και έλεος από μας. Είναι κάτι που (έτσι) έχει θεσπιστεί. 22. Έτσι συνέλαβε και αποσύρθηκε μαζί του σ' ένα απόμακρο μέρος.

Στο κείμενο αυτό εξιστορείται η σκηνή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου όπου τονίζονται τα εξής:

Η Μαριάμ θεωρείται αγνή
Άγγελος Θεού της αναγγέλλει ότι θα γεννήσει ένα "άγιο-αναμάρτητο γιο".
Εκφράζεται η απορία της Μαριάμ, επειδή δεν έχει σχέσεις με άνδρα.
Η Γέννηση του Ιησού θεωρείται "Σημείο Θεϊκό" και "Έλεος" για τους μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα είναι επιθυμία του Θεού.

Οι Χριστιανοί θεολόγοι αναγνωρίζουν τη βαθιά επιρροή, την οποία είχε ο Μωάμεθ από τις χριστιανικές διδασκαλίες.

Ο Ευαγγελισμός στην τέχνη

Η περικοπή του Ευαγγελισμού επηρέασε τη χριστιανική τέχνη. Η παράσταση στην παλαιοχριστιανική εικονογράφηση παρουσιάζει αριστερά τον αρχάγγελο Γαβριήλ και δεξιά την Παρθένο Μαρία. Το σκήπτρο που ο Γαβριήλ κρατάει συνήθως, συμβολίζει τη θεία εντολή, ενώ η Μαρία εικονίζεται άλλοτε καθήμενη και άλλοτε όρθια με κίνηση ταπεινώσεως. Στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας, στην παράσταση του Ευαγγελισμού εικονίζεται και ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ.
Η ιταλική Αναγέννηση παρουσιάζει την Παρθένο γονατιστή μπροστά σε αναλόγιο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της, ενώ η παράσταση διακοσμείται σε κάποιες περιπτώσεις με αγγέλους που ίπτανται.

De Siris

Ελληνική Επανάσταση 1821


Ελληνική Επανάσταση 1821

Η Ελληνική επανάσταση του 1821 – 1824 είναι το πρώτο μέρος του Ελληνικού αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1832), που διεξήγαγε ο υπόδουλος ελληνισμός ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία και που κατέληξε στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους από την Πύλη, με την συνθήκη του Μαΐου του 1832.

Η περίοδος είναι ευρέως γνωστή στην σύγχρονη Ελλάδα με τον όρο "επανάσταση του 21", και η επέτειος εορτασμού της έναρξής της είναι η 25η Μαρτίου, ημέρα επίσημης αργίας για το Ελληνικό κράτος.

Προεπαναστατική περίοδος

Πολλές επαναστάσεις ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία είχαν λάβει χώρα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο πριν από την μεγάλη επανάσταση του 1821. Άλλες από αυτές ήταν μικρότερης και άλλες μεγαλύτερης σημασίας, όλες όμως είχαν γενικά τοπικό χαρακτήρα. Η επανάσταση του 1821 ήταν η μόνη που οργανώθηκε προσεκτικά, πολλά χρόνια πριν την έκρηξή της στην Ελλάδα (σαν Ελλάδα εννοείται την περίοδο αυτή ο ιστορικός ελληνικός γεωγραφικός χώρος). Στον απόηχο των μεγάλων γεγονότων που συγκλόνισαν την Ευρώπη (Γαλλική Επανάσταση του 1789, Ναπολεόντιοι πόλεμοι) αλλά και τον κόσμο (Αμερικανική Επανάσταση), που δεν είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μαχμούτ Β' (1808-1839), οι Έλληνες της διασποράς που αποτελούσαν το πιό ενημερωμένο και προοδευτικό κομμάτι του ελληνισμού, ίδρυσαν αρχικά, το 1809, την οργάνωση Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο με πρωτοβουλία του Θεσσαλονικέα λογίου Γρηγορίου Ζαλύκη και της Κύπριας λογίας Ελισάβετ Σαντή Λουμάκη Σενιέ. Η οργάνωση πέτυχε τη στήριξη του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και συγκέντρωσε οπλισμό που διαμοιράστηκε στη Μακεδονία και την Ήπειρο προκειμένου να προετοιμαστεί η επανάσταση. Η κίνηση αυτή προδόθηκε στις αρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τελικά το εγχείρημα απέτυχε.

Από τα σπλάχνα του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου και κατά το πνεύμα της εποχής ιδρύθηκαν δύο εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν ανάγλυφα τις δύο τάσεις του Ελληνισμού στην προσπάθεια για την παλιγγενεσία του στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία, που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1814, ήταν νόμιμη, είχε μέλη πολλούς επιφανείς (Καποδίστριας, Κοραής) και οικονομικά ισχυρούς Έλληνες της διασποράς, έθετε σαν πρώτο στόχο την πνευματική ανύψωση του γένους των Ελλήνων (συγκέντρωση πόρων για ίδρυση σχολείων στην Ελλάδα, επάνδρωσή τους με φωτισμένους δασκάλους, υποτροφίες για σπουδές νέων στο εξωτερικό κλπ.) και κατόπιν όταν οι συνθήκες το ευνοούσαν επανάσταση με εκμετάλλευση κάποιου πιθανού νέου ρωσοτουρκικού πολέμου ή (και αυτό μάλλον ήταν πιό διαδεδομένο στους κόλπους της εταιρείας) εσωτερική "διάβρωση" της αυτοκρατορίας και σταδιακή κατά το δυνατόν "ελληνοποίησή" της με την προώθηση Ελλήνων σε καίριες θέσεις της.

Η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, ήταν μυστική και παράνομη, θεωρούσε ότι το γένος ήταν έτοιμο και είχε σαν στόχο την συγκέντρωση πόρων αλλά και την δημιουργία των δομών για άμεση οργάνωση επανάστασης, με επιδίωξη την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους και αν οι συνθήκες δεν το επιτρέψουν παραχώρηση αυτονομίας υπό τους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε από φλογερούς πατριώτες, ριζοσπαστικά μέλη της (μικρο)αστικής τάξης και μετά από κάποιες πρώτες δυσκολίες μυήθηκαν σε αυτήν πολλοί λόγιοι, φοιτητές, έμποροι, οικονομικά ισχυροί Έλληνες της διασποράς και ιδίως μετά την μεταφορά της "έδρας" της στην Κωνσταντινούπολη, πολλοί οικονομικά και πολιτικά ισχυροί, ιεράρχες, στρατιωτικά ισχυροί (κλέφτες και αρματολοί) αλλά και απλός κόσμος μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας.

Ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, που ανέλαβε την αρχηγία της Εταιρείας στις 12 Απριλίου 1820, μετά την άρνηση του Ι. Καποδίστρια, επιδίωκε να προετοιμάσει μια γιγαντιαία εθνικοαπελευθερωτική επιχείρηση, που θα συντάρασσε τα Βαλκάνια και για το σκοπό αυτό η Εταιρεία εκτός από την εθνεγερτική δράση της στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο και τους Έλληνες έκανε ή προσπάθησε να κάνει μυστικές συμφωνίες με Ρουμάνους, Σέρβους και Βουλγάρους πατριώτες. Τα συντηρητικά στοιχεία της Φιλικής μαζί με τους προεστούς (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά δεν ήθελαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Ελληνικό χώρο και προωθούσαν την ιδέα να γίνει εκμετάλλευση της προστριβής μεταξύ Πύλης και Αλή πασά. Φήμες ότι τα σχέδια της Φιλικής είχαν προδοθεί στον σουλτάνο από τους Άγγλους υποχρέωσαν τον αρχηγό της να αναπροσαρμόσει το αρχικό σχέδιο, προχωρώντας σε μιά τοπική εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, ελπίζοντας ότι θα τραβήξει προς τα εκεί την προσοχή των Οθωμανών, ώστε να γίνει δυνατή αργότερα η εξέγερση στην Ελλάδα χωρίς μεγάλη οθωμανική στρατιωτική πίεση.

Τα γεγονότα του 1821

Το γενικό των Φιλικών πρόβλεπε ότι η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει τις πενήντα πρώτες ημέρες του 1821, όταν ο Υψηλάντης θα έφτανε στη Μάνη για να αναλάβει την αρχηγία της. Για την προετοιμασία της επανάστασης έφτασε στον Μοριά ήδη από το τέλος του 1820, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας, εξουσιοδοτημένος από την Εταιρεία να προετοιμάσει γενικά την επανάσταση και υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστρατεύει από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώνονται σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου περνά στο Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας οργώνει τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης κάνει συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημερώνει να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοιμάζουν την επανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία και Μακεδονία.

Στις 26 Ιανουαρίου γίνεται στη Βοστίτσα (Αίγιο) η λεγόμενη σύναξη των προεστών του Μοριά. Μετέχουν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Παπαφλέσσας και καπεταναίοι δηλώνουν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί είναι διστακτικοί και ζητούν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφωνούν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.

Μετά την ουσιαστική αποτυχία στο συντονισμό μιας βαλκανικής εξέγερσης, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφασίζει να εισβάλει στα ρουμανικά πριγκιπάτα κηρύσσοντας την επανάσταση. Πρώτη πολεμική πράξη ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στην Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδος στο Γιάσι (Ιάσιο). Στις 24 Φεβρουαρίου βγάζει την ιστορική του προκήρυξη που καλεί τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα, βεβαιώνοντας ότι "μια κραταιά δύναμις" είναι έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα. Την 1 Μαρτίου αρχίζει την πορεία του προς τη Βλαχία αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).

Την 1 Μαρτίου ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις για εξέγερση. Με το καράβι αυτό θα φτάσει στη Μάνη στα τέλη Μαρτίου και η είδηση της εξέγερσης στα ρουμανικά πριγκιπάτα. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση στα πριγκιπάτα, θα δώσουν όταν ξεσπάσει η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές.

Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν και σωστά, αφού όσοι πήγαν εκτελέστηκαν με το ξέσπασμα της επανάστασης.

Στις 11 Μαρτίου φτάνει με καράβι στην Χαλκιδική ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς με εντολή να οργανώσει την επανάσταση. Πολλοί καλόγεροι από το Άγιο Όρος ξεσηκώνονται έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και γίνονται επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.
Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, που ήταν η περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας.

Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την έκρηξη. Στο δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου δόθηκε το έναυσμα της επανάστασης σε διαφορετικά σημεία στο Μοριά.Στις 14 Μαρτίου 1821 καταφθάνει στη Ζάχολη , από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία του Κούτου , ο ηγούμενος Γερμανός ,όπου μετά από πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Αγίου Γεωργίου,υψώνει την Σημαία της Επαναστάσεως με τα σύμβολα της Φιλiκής Εταιρείας και μαζί με τους Ζαχολίτες οπλαρχηγούς Παναγιωτάκη Γεραρή και Χρήστο Ζίνη ή Ζαχολίτη εκδιώκουν από την Ζάχολη τις τούρκικες οικογένειες.Στό Φενεό ο Αναγνώστης Κορδής και ο Χρήστος Ζαχολίτης, μετά από συμπλοκή σκότωσαν τούρκους γυφτοχαράτζηδες και ύστερα με ένοπλους Ζαχολίτες ενίσχυσαν τη μικρή δύναμη του Φιλικού Νικόλα Σολιώτη που μαζί με τους Ζαχολίτες επιτέθηκε σε Οθωμανούς φοροεισπράκτορες (χαρατζήδες) στο χωριό Πόρτα των Καλαβρύτων. Παράλληλα ο Παναγιωτάκης Γεραρής με 60 Ζαχολίτες ξεκίνησε για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Ακροκορίνθου που άρχισε στις 24 Μαρτίου.

Στις 20 Μαρτίου ο Σολιώτης με τους Πετμεζαίους χτύπησαν τους Οθωμανούς στους τρεις πύργους των Καλαβρύτων, όπου κλείστηκαν οι ντόπιοι μουσουλμάνοι και ξεκίνησαν την πολιορκία τους πιάνοντας τον πασά των Καλαβρύτων Αρναούτογλου . Στις 21 Μαρτίου, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να κλειστούν στο φρούριό της και η Μάνη με τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Στη Μάνη εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου μπήκαν στην Καλαμάτα και αυτό είναι η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.

Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο είναι και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώνεται με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρος) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς καταλαμβάνει το Βουκουρέστι μέσα σ ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολουθεί ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης όμως για ποικίλους λόγους αυτό δεν έγινε.

Η 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, καθώς είχε οριστεί με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης, μάλλον με την έννοια της συμπύκνωσης στην ημέρα αυτή των επαναστατικών γεγονότων των ημερών.

Για το τι έγινε εκείνες τις ημέρες υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την παράδοση στις 25 Μαρτίου του 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε μία ελληνική σημαία και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Όμως, η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει στις 21 Φεβρουαρίου από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει απολύτως τίποτα σχετικό στα απομνημονεύματά του, για την ημέρα εκείνη, αλλά αντιθέτως ότι δε βρισκόταν στη Λαύρα. Παρ'ολα αυτά το γεγονός οτι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός άφησε ανολοκλήρωτα απομνημονεύματα δεν μας αφήνει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα.

Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ήταν της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, δηλαδή, "οι δε συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως φοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας της όλης ιστορίας διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, ύψωσε το λάβαρο και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης.

Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη μονή οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.
Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.

Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα,Ζάχολη (14 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Καλάβρυτα (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Γαλαξίδι (Γκούρας, 28 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν: το κάστρο του Μοριά (Ρίο) με το αντίστοιχο κάστρο της Ρούμελης (Αντίρριο), της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου (το Παλαμήδι και το Μπούρτζι), της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς (Τρίπολη). Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Όλα τα κάστρα ήταν κτισμένα (Βυζαντινοί, Ενετοί, Οθωμανοί) κατά βάση παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από θάλασσα (οθωμανικός στόλος), πλην του κάστρου της Τρίπολης που ήταν κτισμένο γύρω από την πόλη. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου (ένα τμήμα της Ηλείας γύρω από το Λάλα έμενε υπό τον έλεγχο των ντόπιων Αλβανών) και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωριόταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.

Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες άτακτων υπό την "διοίκηση" ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί και ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς) η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως είχε το πάνω χέρι στο οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.

Σε διεθνές (ευρωπαϊκό) επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκηρύσσει τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφορίζει τον Υψηλάντη και καλεί τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρεάζουν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο φέρνουν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.

Οι ειδήσεις για εξέγερση και στο Μοριά έφτασαν στο τέλος Μαρτίου και στην Υψηλή Πύλη. Η πρώτη αντίδραση ήταν η προσπάθεια περιορισμού της εξέγερσης στο Μοριά, που εκδηλώθηκε με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων και προεστών στην Πόλη, αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), Ρόδο, Κύπρο. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε), σε μια καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, αφού δεν είχε δοθεί κανενός είδους αφορμή για αυτή την ενέργεια. Το σώμα του, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου.

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 30 Μαρτίου ξεσηκώθηκε η Ύδρα από τον πλοίαρχο δεύτερης σειράς Αντώνη Οικονόμου. Οι οικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγγελαρία. Στις 3 Απριλίου ξεσηκώθηκαν από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον Φιλικό Λυκούργο Λογοθέτη.

Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.

Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά, διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν λυσσαλέα, στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).

Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου.

Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.

Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε τελικά την επανάσταση στη Μακεδονία, στον Πολύγυρο στις 17 Μαΐου. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.

Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γιώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.

Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε πανπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία

Στα πριγκιπάτα η επανάσταση δεν είχε καλή εξέλιξη. Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη και εκτέλεση του Βλαντιμιρέσκου από τους Έλληνες, την νύχτα της 27 Μαΐου. Οι Οθωμανοί μπαίνουν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχωρεί αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δίνεται από τους μαχητές του Ιερού Λόχου υπό τον στρατηγό του Υψηλάντη, Αλέξανδρο Μακεδόνσκη, η πολυαίμακτη μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας φτάνει στα αυστριακά σύνορα, συλλαμβάνεται από τους αυστριακούς και φυλακίζεται στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, θα πεθάνει από καρδιά.

Στη Μολδαβία τα τμήματα του Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούεται με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, καταφεύγει με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστέκεται ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου βάζουν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάζονται στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνική σύνοδος, στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας απο την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν, όταν ο Σουλτάνος υποχρεωμένος από την Ρωσία, αποδέχθηκε την αυτονομία της Ελλάδας με την Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829.

De Siris

Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος


Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος

Ο Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Μαρτίου 1297 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουνίου 1341, ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου στο διάστημα 1328−1341.

Με τον πατέρα του, διάδοχο και συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ' να έχει πεθάνει ήδη από το 1320, ο Ανδρόνικος Γ' κατέλαβε την εξουσία με ήπιο πραξικόπημα κατά του παππού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου. Ο Ανδρόνικος Β', κατηγορώντας τον εγγονό του για ανάμειξη στο θάνατο του αδελφού του Μανουήλ, τον είχε ήδη αποκηρύξει παλαιότερα ορίζοντας ως διάδοχο τον δικό του δευτερότοκο γιο Κωνσταντίνο. Όμως ο δραστήριος Ανδρόνικος Γ' κατάφερε να συγκεντρώσει πολιτικούς και στρατιωτικούς συμπαραστάτες και τελικά να εκτοπίσει τον παππού του από την εξουσία το 1328, στέλνοντάς τον έγκλειστο σε μοναστήρι, μέχρι το θάνατό του. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, και διήρκησε με διαλείμματα από το 1321 ως το 1328, εξάντλησε την αυτοκρατορία.

Ο εγγονός του Ανδρόνικου Β’ αποδείχτηκε ικανότερος ηγεμόνας από τον παππού του. Ήταν άξιος στρατιώτης, πολιτικός ηγέτης αλλά και διπλωμάτης. Καταπολέμησε τη διαφθορά, ενίσχυσε το στρατό και επανίδρυσε το ναυτικό, που είχε καταργήσει ο Ανδρόνικος Β' προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα. Η προέλαση των Οθωμανών στην Μικρά Ασία πάντως, παρά τις προσπάθειες του Ανδρόνικου, ήταν ασταμάτητη, κυρίως λόγω των αποθεμάτων τους σε έμψυχο δυναμικό. Ο Ανδρόνικος ηττήθηκε στην μάχη του Πελεκάνου το 1329 από τον Ορχάν, το σουλτάνο των Οθωμανών. Η Νίκαια της Βιθυνίας χάθηκε για τους Βυζαντινούς το 1331 και η Νικομήδεια το 1337. Ο Ανδρόνικος τότε προσπάθησε να προσεταιρισθεί, σαν αντίβαρο στους Οθωμανούς, τους εμίρηδες του Σαρουχάν και του Αϊδινίου που βρισκόταν πιο νότια. Αυτή η συνεργασία ήταν αρκετά ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.

Στις δυτικές επαρχίες, υπήρχε συνεχής αναταραχή, με ανάμιξη τόσο των Δεσποτών της Ηπείρου, όσο και Φράγκων ευγενών που νέμονταν τις εκτάσεις. Ο Ανδρόνικος κατόρθωσε να επιβάλλει τον ορισμό βυζαντινού διοικητή τόσο στη Θεσσαλία όσο και στην Ήπειρο, επαναφέροντας αυτές τις περιοχές κάτω από τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Ακόμη, κατάφερε να σταματήσει την προέλαση των Σέρβων στην Μακεδονία (όπου όμως πριν τη συμφωνία ειρήνης έχασε αρκετές πόλεις, όπως την Οχρίδα και την Καστοριά) και την προέλαση των Βουλγάρων στη Θράκη.

Στο εσωτερικό, προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο νομικό σύστημα με την εισαγωγή, το 1329, του θεσμού των Καθολικών κριτών των Ρωμαίων. Ήταν μία ομάδα τεσσάρων ανώτατων δικαστών - δύο κληρικών και δύο λαϊκών - έργο των οποίων ήταν η επίβλεψη της απονομής δικαιοσύνης σε όλη την αυτοκρατορία. Αν και το 1337 τρεις από τους τέσσερις κριτές κρίθηκαν ένοχοι δωροδοκίας και αντικαταστάθηκαν, ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε ως την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας, το 1453.

Βασικό στοιχείο ισχύος της διακυβέρνησής του, ήταν η παρουσία στο πλευρό του στενού φίλου του, ικανότατου στρατηγού και Μεγάλου Δομέστιχου Ιωάννη Καντακουζηνού, που συνέβαλλε δραστικά στις επιτυχίες του Ανδρόνικου. Παρά τις κοινές τους προσπάθειες όμως, η κατάσταση σταθερής παρακμής και αποδυνάμωσης συνεχίζονταν σταθερά. Ο Ανδρόνικος πέθανε ξαφνικά τον Ιούνιο του 1341, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο.

De Siris

Αθηναγόρας


Αθηναγόρας

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, γεννήθηκε στα Τσαραπλανά (σημερινό Βασιλικό) της Ηπείρου, που εκείνη την περίοδο ακόμα αποτελούσε έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 25 Μαρτίου 1886 και πέθανε στις 7 Ιουλίου 1972. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστοκλής Σπύρου.

Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1910, έλαβε το πτυχίο του στη θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1919, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής. Μετά την επικράτηση του κινήματος του 1922 ανέλαβε γραμματέας της "Παγκληρικής Ένωσης", μιας κίνησης αγάμων κληρικών φίλα προσκείμενων στη βενιζελική παράταξη που είχε ως συνέπεια στο τέλος του ίδιου έτους, τον Δεκέμβριο του 1922, επί επαναστατικής κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, και ενώ ακόμα ήταν διάκονος, να χειροτονηθεί επίσκοπος και να εκλεγεί Μητροπολίτης Κέρκυρας. Το 1930, ορίστηκε από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και της Νοτίου Αμερικής και χρημάτισε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1948. Κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας του κατόρθωσε να ενώσει τις διαιρεμένες από τον εθνικό διχασμό κοινότητες, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ανέγερση ναών και σχολείων και ίδρυσε την ελληνορθόδοξη σχολή θεολογίας του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη.

Κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του στις ΗΠΑ ο Αθηναγόρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με κορυφαίες προσωπικότητες της χώρας όπως με το προεδρικό ζεύγος Φραγκλίνου και Ελεονόρας Ρούζβελτ και περισσότερο ιδιαίτερα με τον πρόεδρο Χάρρυ Τρούμαν.

Η εκλογή πατριάρχη

Μετά την δρομολογημένη εκ τεσσάρων κυβερνήσεων "παραίτηση" του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μαξίμου Ε΄, στις 18 Οκτωβρίου του 1948, και ειδικότερα μετά από πίεση των ΗΠΑ προς την τουρκική κυβέρνηση, ο Αθηναγόρας εξελέγη Πατριάρχης, στις 1 Νοεμβρίου του 1948, ως Αθηναγόρας Α΄. Ήταν ο πρώτος Πατριάρχης που εξελέγη χωρίς να έχει προηγουμένως την τουρκική υπηκοότητα, μετά την εφαρμογή του τουρκικού νόμου - διατάγματος 1092 του έτους 1923. Έτσι του αναγνωρίστηκε η τουρκική υπηκοότητα και του δόθηκε τουρκικό διαβατήριο, από το Νομάρχη Κωνσταντινούπολης στο αεροδρόμιο, κατά την άφιξή του, με το σκεπτικό ότι είχε γεννηθεί στο έδαφος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι η γενέτειρά του απελευθερώθηκε μετά τη γέννησή του, το 1912.

Συγκεκριμένα στις 1 Νοεμβρίου του 1948 συγκλήθηκε η Ενδημούσα Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτελούμενη από 17 αρχιερείς. Το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο καταρτίσθηκε από αρχιερείς - ποιμενάρχες εκτός των τουρκικών ορίων: του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα, του μητροπολίτη Μεθύμνης Διονυσίου, και του μητροπολίτη Κώου Εμμανουήλ. Και οι τρεις έλαβαν από 11 ψήφους ενώ βρέθηκαν 6 λευκά. Ο Αθηναγόρας εκλέχθηκε κατά τη 2η εκλογή όπου έλαβε 11 ψήφους, όλοι οι άλλοι ήταν λευκοί που προέρχονταν από τους υποστηρικτές του κυρίου αντιπάλου του που ήταν ο, μητροπολίτης Δέρκων, Ιωακείμ ο οποίος είχε αποκλειστεί προηγουμένως από την τουρκική κυβέρνηση, από τη διαδικασία εκλογής. Μάλιστα ο τουρκικός τύπος θεωρούσε εξ αρχής βέβαιη την εκλογή του Αθηναγόρα, αναφέροντας ακόμη και τον αριθμό ψήφων που θα ελάμβανε.

Πατριαρχία Αθηναγόρα

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας πριν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη έκανε μια μεγάλη περιοδεία σ΄ όλες σχεδόν τις ορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής δίνοντας κατά τις διάφορες εκεί ομιλίες του το στίγμα της πολιτικής που θ΄ ακολουθούσε καλώντας όλους σε μια νέα σταυροφορία κατά του κομμουνισμού, την "ιερώτερη μάχη" του χριστιανικού κόσμου, όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τότε.
Συγκεκριμένα στα τέλη Νοεμβρίου του 1948, μιλώντας σε μεγάλη κληρικολαϊκή συγκέντρωση στη Βοστώνη, που μεταδόθηκε απ΄ όλα τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, μεταξύ άλλων τόνισε:

"Καταιγίδες αντιξοοτήτων ξεσπούν γύρω μας και το ολέθριο πνεύμα της καταστροφής απειλεί να πνίξει την ελευθερία της συνειδήσεώς μας, τα ανθρώπινα ιδανικά μας και τα ιερά του χριστιανικού πολιτισμού θεμέλια (...). Η Ελλάς από το ένα μέρος διεξάγει ήδη σκληρόν αγώνα δια να διατηρήσει την ελευθερίαν και την εδαφικήν της ακεραιότητα. Η Τουρκία αφ΄ ετέρου ευρίσκεται εις συνεχή επιφυλακτικήν στάσιν εν όψει της ίδιας απειλής. Το Δόγμα Τρούμαν απεδείχθη εν τη πράξει ως εις εκ των αποτελεσματικοτέρων παραγόντων εις τον αγώνα προς απόκρουσιν της επιθέσεως αυτής. Καλώ όλους τους Αμερικανούς όπως ενισχύσουν τας προσπαθείας του προέδρου Τρούμαν (...). Το να λησμονήση τις το ιερόν τούτο χρέος κατά τας κρισίμους ώρας θα ισοδυνάμει προς το να λιποτακτήση και να εγκαταλείψη την θέσιν του εις την ιερωτέραν μάχην εξ όσων εδόθησαν ποτέ δια την υπεράσπισιν των ιδανικών της χριστιανοσύνης".

Αποχαιρετιστήρια τελετή

Περισσότερο όμως αποκαλυπτικός ο ρόλος που θα διαδραμάτιζε ο νέος Πατριάρχης την εποχή εκείνη του ψυχρού πολέμου ήταν η αποχαιρετιστήρια συνάντησή του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν στον Λευκό Οίκο. Όπως σημείωνε ο ανταποκριτής της Βραδυνής στην Ουάσιγκτον, Κωστής Μπαστιάς, που κατέγραψε τον διάλογο:

«Ο Πρόεδρος Τρούμαν ετόνισεν εις τον Πατριάρχην ότι η αναχώρησίς του εξ Αμερικής πληροί την καρδίαν αναμίκτου αισθήματος, χαράς και λύπης. Χαράς μεν διότι το πηδάλιον της Ανατολικής Εκκλησίας περιέρχεται εις τόσον στιβαράς χείρας εις μίαν κρίσιμον περίοδον του κόσμου, λύπης δε διότι απομακρύνεται εξ Αμερικής ιεράρχης τοσαύτας προσενεγκών υπηρεσίας εις την υπόθεσιν του Χριστιανισμού και γενικότερον της ειρήνης.

- Όσον μακράν και αν πηγαίνετε, ετόνισε ο Αμερικανός πρόεδρος, ειμί βέβαιος ότι εις την καρδίαν σας αποκομίζετε την Αμερικήν και προσωπικώς δεν θα παύσω να παρακολουθώ με το στοργικότερον ενδιαφέρον το έργον Σας, δια την στεράωσιν του Χριστιανισμού και της ειρήνης.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δακρύβρεχτος από συγκινήσεως απήντησεν εις τον Πρόεδρον:

- Ορθώς διεγνώσατε Εξοχώτατε, ότι αποχωρών εντεύθεν συναποκομίζω εις την ψυχήν μου την Αμερικήν. Μαζί με τον ασπασμόν του αποχωρισμού, ήλθα να Σας ευχαριστήσω, δι΄ όσα πράττετε δια την ανακούφισιν των λαών από τας πληγάς του πολέμου και δια την βοήθειαν την οποίαν τόσον χριστιανικώς παρέχετε εις αυτούς όπως επουλώσουν τας πληγάς αυτών.

Εντελώς όμως ιδιατέρως, συνέχισε ο πατριάρχης, θέλω να σας ευχαριστήσω δια την βοήθειαν την οποίαν προσφέρετε εις την Ελλάδα και την Τουρκίαν και να σας τονίσω την ανάγκην της αποτελεσματικής συνεχίσεώς της μέχρι της πλήρους ολοκληρώσεως.

Στο σημείο αυτό ηγέρθη ο πρόεδρος των ΗΠΑ και με έκδηλον συγκίνησιν, έσφιξε το χέρι του Πατριάρχου και ετόνισε:

-Μη έχετε ουδεμίαν αμφιβολίαν ότι την βοήθειαν αυτήν θα την συνεχίσωμεν μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρις ότου ολοκληρώσωμεν το έργον το οποίον έχομεν αναλάβει. Σήμερον μάλιστα είμαι ιδιαιτέρως ικανοποιημένος διότι εκ της λεπτομερούς εκθέσεως, την οποίαν μόλις προ ολίγης ώρας μου έκαμε ο κ. Γκραίηντυ, διαπίστωσα ότι δικαιολογείται κάθε αισιοδοξία δια το μέλλον της Ελλάδος και ότι εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, θα έχωμεν μόνιμα και ευχάριστα αποτελέσματα, τόσον εις τον τομέα αποκαταστάσεως της τάξεως όσον και εις το πεδίον της οικονομικής ανασυγκρότησης.

Στη συνέχεια ο Αμερικανός Πρόεδρος οδήγησε τον Πατριάρχη προ του μεγάλου χάρτου των δύο ημισφαιρίων, ο οποίος ευρίσκεται πάντα ανηρτημένος στο γραφείο του , από της εποχής του προέδρου Ρούζβελτ και υποδεικνύοντας ένα προς ένα τα νευραλγικά σημεία του κόσμου, όπου παρατηρείται αστάθεια και ανωμαλία τόνισε:

- Πιστεύω ότι όλαι αυταί αι πληγαί θα επουλωθούν συντόμως και ο πόθος της ειρηνικής διαβιώσεως των λαών θα γίνει πραγματικότης, ώστε να μη χρειάζονται πλέον σιδηρά παραπετάσματα. Πιστεύω ότι η ορθοφροσύνη και η καλή θέλησις θα επικρατήσουν πανταχόθεν και θα εξασφαλίσουν την ειρήνην.
- Αμήν, προσέθεσεν ο Πατριάρχης και ενηγκαλίσθη και κατησπάσθη του προέδρου….».

Άφιξη στη Κωνσταντινούπολη

Στις 26 Ιανουαρίου 1949, περί τις μεσημβρινές ώρες το προσωπικό αεροσκάφος του Χάρρυ Τρούμαν τροχοδρομούσε στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης μεταφέροντας τον νεοεκλεγέντα Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα τον Α΄ τον οποίον και συνόδευε ο ιδιαίτερος υπασπιστής του Τρούμαν συνταγματάρχης Τσαρλς Μάρα. Διερχόμενο προηγουμένως το αεροσκάφος πάνω από τον ελληνικό εναέριο χώρο ανταλλάχθηκαν χαιρετισμοί μεταξύ Βασιλέως Παύλου και Πατριάρχη. Η δε υποδοχή που επιφύλαξε ο Νομάρχης της Κωνσταντινούπολης και μέγα πλήθος χριστιανών που είχαν προσέλθει αλλά και πολλών μουσουλμάνων, ίσως από περιέργεια, υπήρξε μεγαλειώδης. Ο Πατριάρχης εξερχόμενος του αεροπλάνου εντυπωσίασε όλους μιλώντας στα τουρκικά εκφράζοντας την εκτίμησή του στον πρόεδρο Ισμέτ Ινονού.

Αμέσως μετά με μια τεράστια αυτοκινητοπομπή κατευθύνθηκε στη κεντρική πλατεία της Πόλης όπου και κατέθεσε, στο μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ, στεφάνι με λουλούδια που όπως ανακοινώθηκε είχαν κοπεί από τους κήπους του Λευκού Οίκου.

Γενικά ο Αθηναγόρας Α΄ δραστηριοποιήθηκε στην οικουμενική κίνηση, επιδιώκωντας να καθιερώσει τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ των Χριστιανών. Ίσως η πιο ξεχωριστή στιγμή ήταν η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ στην Ιερουσαλήμ το 1964, η οποία οδήγησε στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων που είχαν χωρίσει τους ορθόδοξους και ρωμαιοκαθολικούς Χριστιανούς από το Σχίσμα του 1054. Αυτή η συμβολική χειρονομία άνοιξε τη δυνατότητα του αυθεντικού διαλόγου μεταξύ των Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για πρώτη φορά μετά από αιώνες.

Σημαντική επίσης υπήρξε η δραστηριότητα του Αθηναγόρα στην ενίσχυση της εσωτερικής ιεραποστολής στο κλίμα της αρχιεπισκοπής της Κωνσταντινούπολης, αναδιοργάνωσε την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης με διορισμούς νέων καθηγητών και της μόρφωσης επιστημονικών στελεχών καθώς επίσης και βελτίωσε ζωηρά τις σχέσεις με τις τουρκικές Αρχές. Επί της Πατριαρχίας του οργανώθηκαν πληρέστερα οι ορθόδοξες παροικίες εξωτερικού, με την ανύψωση των Μητροπόλεων Θυατείρων (Δυτικής Ευρώπης) και Αυστραλίας σε Αρχιεπισκοπές, πλαισιώνοντάς τες με βοηθούς επισκόπους. Επίσης ενισχύθηκε η συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, με το διορισμό μόνιμου αντιπροσώπου στην έδρα του Οργανισμού αυτού στη Γενεύη. Το 1959 επισκέφθηκε τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Μέσης Ανατολής (Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας) και ανέλαβε τη προσπάθεια συγκρότησης πανορθόδοξου συνεδρίου στη Ρόδο το 1961. Τέλος, το 1951 και το 1960 παρασκεύασε Άγιο Μύρο.

Παρά το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Πατριαρχείο επί πατριαρχίας του Αθηναγόρα, αυτή συνδυάστηκε με τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν κατευθυνόμενος «άνωθεν», όπως αποδείχθηκε στη δίκη του Αντνάν Μεντερές το 1961, τουρκικός όχλος επέδραμε κατά των ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες. Από τα γεγονότα αυτά και έπειτα, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης εξωθήθηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του, με αποτέλεσμα τη στιγμή του θανάτου του να έχουν απομείνει 100.000.

Ο πατριάρχης Αθηναγόρας πέθανε στις 7 Ιουλίου 1972.

De Siris