Μουσταφά
Κεμάλ Ατατούρκ
Ο Μουσταφά
Κεμάλ Ατατούρκ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου 1881 και πέθανε στην
Κωνσταντινούπολη στις 10 Νοεμβρίου 1938, ήταν Τούρκος στρατιωτικός και
πολιτικός. Ήταν ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Ουσιαστικά ανέλαβε πραξικοπηματικά μια διαμελισμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, της
οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των εδαφών στην Ανατολία, κατόρθωσε να το
μετατρέψει σε κράτος δυτικού προτύπου ονομάζοντάς το Τουρκία.
Προκειμένου
να εφαρμόσει την πολιτική του, δεν δίστασε να συνεχίσει αγριότητες των Νεοτούρκων,
όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων. Θεωρείται, παρ' όλ' αυτά,
χαρισματικός ηγέτης, του οποίου η μορφή, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς,
συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επηρέασαν
καθοριστικά με την παρουσία τους τον 20ό αιώνα. Από τον λαό ο Κεμάλ προσέλαβε
τον χαρακτηρισμό «Ατατούρκ», που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων».
Καταγωγή
Πατέρας του
ήταν ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά (ή Ριζί) Εφέντη , ο οποίος αρχικά δούλευε για
λογαριασμό μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων, επιθεωρώντας τις
φιλανθρωπικές δραστηριότητές τους. Υπηρέτησε ως υπολοχαγός εθελοντικής
στρατιωτικής μονάδας, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8, και στο τέλος
του πολέμου έγινε τελωνειακός υπάλληλος. Ο Αλή Ριζά πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν
επτά ετών. Μητέρα του ήταν η Ζουμπεϊντέ Χανούμ (τουρκ. Zübeyde Hanım), με
καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά, της οποίας ο πατέρας ίσως ήταν επιστάτης
σε αγρόκτημα, όπως ο αδελφός της.
Ο Ατατούρκ
ισχυρίστηκε πως οι πρόγονοί του ήταν Τούρκοι νομάδες (Γιουρούκοι) που είχαν
εγκατασταθεί στην περιοχή των Βαλκανίων, ωστόσο δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι
τέτοιο. Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί πως κληρονόμησε την τουρκική γλώσσα από
προγόνους που ήρθαν από την Ανατολία και τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά από
προγόνους αλβανικής ή σλαβικής καταγωγής. Κάποιες ενδείξεις για το δεύτερο
είναι οι εξής: Ο παππούς του Αλή Ριζά είχε το προσωνύμιο «κόκκινος» (ξανθός),
ενώ ξανθή με γαλανά μάτια ήταν η μητέρα του Κεμάλ και ο ίδιος ο Ατατούρκ. Έχει
ωστόσο υποστηριχθεί πως υπήρχαν Τούρκοι μικρασιατικής καταγωγής με ανάλογα
χαρακτηριστικά, όμως η αναλογία είναι μεγαλύτερη στους Βαλκάνιους. Άλλο
στοιχείο είναι ότι ο Τζεμίλ Μποζόκ, μακρινός ξάδελφος του Κεμάλ και αργότερα
υπασπιστής του, είχε παππού αλβανικής καταγωγής, χωρίς όμως να γνωρίζουμε με
βεβαιότητα αν η συγγένειά του με τον Κεμάλ ήταν εξ αίματος. Επίσης, ο Τζεμίλ
Μποζόκ υποστήριζε πως ήταν συγγενής και της οικογένειας της Ζουμπεϊντέ Χανούμ.
Πρώιμα χρόνια
Επισήμως η
γέννηση του Ατατούρκ καταγράφεται το έτος 1296 του ημερολογίου Ρουμί, το οποίο
εκτείνεται από τις 13 Μαρτίου 1880 έως τις 12 Μαρτίου 1881 του Γρηγοριανού
ημερολογίου. Γεννήθηκε στην τότε οθωμανική Θεσσαλονίκη και το όνομα του ήταν
Μουσταφά. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης δεν είναι γνωστή. Όταν ρωτήθηκε από τα
μέλη συγγραφικής ομάδας εγκυκλοπαίδειας, απάντησε πως γεννήθηκε τη 19η Μαΐου
του 1919, δηλαδή την ημέρα που αποφάσισε να γίνει αντάρτης. Μετά τον θάνατο του
πατέρα του, η μητέρα του κατέφυγε στο σπίτι του αδερφού της στο χωριό Σαρήγιαρ
(σημ. Χρυσαυγή) του Λαγκαδά, με σημαντική παρουσία του μουσουλμανικού
στοιχείου, απ' όπου έφυγε λίγα χρόνια αργότερα, επιστρέφοντας πάλι στη
Θεσσαλονίκη.
Στα δώδεκά
του χρόνια, και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, ο Μουσταφά εισήχθη στην
κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη
Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1889 στην Αυτοκρατορική
Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης από την οποία εξήλθε το 1902. Αμέσως
μετά εισήχθη στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, από όπου το
1904 αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη
στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης διακρίθηκε στα μαθηματικά και ύστερα από
προτροπή ενός δασκάλου του, που συμπτωματικά ονομαζόταν Μουσταφά, υιοθέτησε το
όνομα Κεμάλ, που σημαίνει «τελειότητα». Από εκείνη την εποχή οι πολιτικές του
απόψεις ήταν αντίθετες προς το οθωμανικό κράτος και γι' αυτό είχε αρχίσει να
εκδίδει πολιτική εφημερίδα, η οποία μοιραζόταν στους συμμαθητές του, ενάντια
στο τότε καθεστώς.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Το 1905
διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην
Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός με αποτέλεσμα να φυλακιστεί
για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο τάγμα
Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε ένα μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve
Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει Πατρίδα και Ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει
αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως
γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την
οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Γιάφα.
Οι απόψεις
για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται. Θεωρείται ότι
δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεότουρκων. Υπάρχει η άποψη ότι την εποχή
του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία
εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης αλλά, στη συνέχεια,
ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική,
στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.
Το 1911
στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση εναντίον των Ιταλών και
σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄
Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε
αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της
Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να διακριθεί,
με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε
στον Καυκάσου στις επιχειρήσεις του 1916, και στη συνέχεια να προαχθεί σε Πασά
Συγκεκριμένα,
η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της
Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις
δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράττοντας σχόλια
του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της
Κωνσταντινούπολης». Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο
Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού,
τις οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δικιά του
αμυντική τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε
τους ήδη ανοργάνωτους από την Οκτωβριανή Επανάσταση, Ρώσους, στο μέτωπο του
Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, αποσπώντας τις
περιοχές Μπιτλίς και Μους. Εξ αιτίας αυτού, η Οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε
σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια
μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά στις 7
Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του
θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και
αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του
1918 στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Ο ερχομός
των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό ότι δεν
μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν. Σχολιάζοντας την όλη κατάσταση είπε: «είμαστε
όπως ένα νήμα βαμβακιού που σύρεται στο μονοπάτι του». Μέσα σε λίγες μέρες ο
οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα
είχε αναλάβει και τη διοίκηση του Νότιο Ανατολικού μετώπου, χωρίς όμως καμία
επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση μόλις που κατάφερε να διαφύγει την
αιχμαλωσία. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, έστειλε ένα εξαγριωμένο τηλεγράφημα
στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις
τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30
Οκτωβρίου του 1918 πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Αντάντ και
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για
την πατρίδα του.
Ρήξη με την Υψηλή Πύλη και αντεπίθεση
Με την
ανακωχή του Μούδρου τοποθετήθηκε σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής
Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις
οποίες συμμετείχαν και πολλοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο.
Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο
Σουλτάνος τον διόρισε στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών. Εκεί ο
Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψε ένα μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο
οι αξιωματικοί δήλωναν την αντίθεσή τους με τη φίλα προσκείμενη προς την Αντάντ
τουρκική κυβέρνηση και ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής
Πύλης. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο συγκάλεσε δύο εθνικά συνέδρια, ένα στο
Ερζερούμ και ένα στη Σεβάστεια. Στο δεύτερο συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος της
Εταιρείας για την Προάσπιση των Εθνικών Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών. Ως
πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων
ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο. Παράλληλα ξεκίνησε και η δεύτερη φάση
των διώξεων του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 23
Απριλίου 1920 ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και έχοντας καταδικαστεί από
τον Σουλτάνο σε θάνατο συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε
προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον ίδιο, ενώ του ανατέθηκε παράλληλα και η
ηγεσία του στρατού. Έτσι ο Κεμάλ Ατατούρκ έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας.
Στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε από την οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης
η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η κυβέρνηση Κεμάλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει,
θεωρώντας την ντροπιαστική για το έθνος. Στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση είχαν
σχηματιστεί δύο ομάδες: η μία υποστήριζε τον Κεμάλ και η άλλη αντιδρούσε
σθεναρά στα σχέδιά του. Τελικά υπερίσχυσε η πρώτη ομάδα, η οποία και κατάφερε
να ενισχύσει με περισσότερες εξουσίες τον ρόλο του προέδρου.
Σταδιακά, ο
Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και να συνάψει βαρύνουσας
σημασίας συμφωνίες, οι οποίες άλλαξαν δραματικά την κατάσταση στη Μικρά Ασία.
Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση, η οποία όχι μόνο παραχώρησε οθωμανικές
περιοχές που είχαν χαθεί στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878 αλλά υπολογίζεται
ότι είχε προσφέρει στην κυβέρνηση της Άγκυρας βοήθεια αξίας 6 εκατομμυρίων
ρουβλίων. Ο ελληνικός στρατός την 1η Αυγούστου του 1921 ανακόπηκε από τον
τακτικό στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις με
τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου
χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι συμφώνησαν να ακυρώσουν τη
Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας
στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922 η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης
με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο, η μοναδική δύναμη που υποστήριζε την
Ελλάδα ήταν η Αγγλία, η οποία θα στήριζε την κυβέρνηση της Άγκυρας μόνο σε
ενδεχόμενη ήττα της Ελλάδας. Στις 13 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε
στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον ελληνικό στρατό και γρήγορα
κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή. Στις 27 Αυγούστου 1922 και
αφού οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει την Έφεσο, ο τουρκικός στρατός υπό την ηγεσία
του Κεμάλ κατέλαβε τη Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό και
πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία.
Πρόεδρος της Τουρκίας
Στις 17
Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Στ΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη,
ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του
1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην
οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως
είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια από το 1930 είχε
καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό
Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή.
Στη διάρκεια
της προεδρικής του θητείας ο Κεμάλ αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την χώρα του,
πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Γενικά οι μεταρρυθμίσεις του είχαν
σκοπό να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα
δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από την θρησκεία. Μια από τις πρώτες
του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα
που λειτουργούσαν βάση της ισλαμικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια απαγόρευσε την
πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο.
Το 1938 με νόμο υποχρέωσε τον κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο,
κρατώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων. Επίσης με
δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους
το δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας
του καθιερώθηκε και το γρηγοριανό ημερολόγιο.
Το 1934
επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Σημαντικές ήταν και οι
προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων. Για να το
πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του
μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά τη θρησκευτική επιρροή. Στο
διπλωματικό κομμάτι ο Κεμάλ προχώρησε με το σύνθημα «ειρήνη στο εσωτερικό και
ειρήνη στον κόσμο», πολιτική η οποία σε γενικές γραμμές πέτυχε, αφού η Τουρκία
διατήρησε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το
1936 η Τουρκία πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, με την οποία
ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών και η οποία θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία της
κεμαλικής κυβέρνησης και γενικά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Λίγο πριν
πεθάνει είχε ταξιδέψει στην Γιάλοβα για ανάρρωση, αφού λόγω του πάθους του με
το αλκοόλ έπασχε από κίρρωση του ήπατος. Απεβίωσε στις 9.05 το πρωί της 10ηςΝοεμβρίου του 1938 από κίρρωση του ήπατος στο Παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ στην
Κωνσταντινούπολη και κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές. Χαρακτηριστικό είναι ότι 17
χώρες έστειλαν ειδικούς αντιπροσώπους για να παρακολουθήσουν την κηδεία του.
Είναι θαμμένος στο Ανίτκαμπιρ, μαυσωλείο που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτόν,
στην Άγκυρα. Είχε παντρευτεί μια φορά το 1923 αλλά χώρισε δύο χρόνια αργότερα.
Είχε υιοθετήσει 8 παιδιά, εκ των οποίων η Σαμπιχά Γκιοκτσέν έγινε μετέπειτα η
πρώτη γυναίκα πιλότος στον κόσμο. Το σπίτι, όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ, δωρήθηκε
από τον δήμο Θεσσαλονίκης στο τουρκικό κράτος το 1935 και έκτοτε φιλοξενεί το
Μουσείο Ατατούρκ.
De Siris