Λεωνίδας Ζώρας
Ο Λεωνίδας Ζώρας γεννήθηκε στην Σπάρτη στις 23 Φεβρουαρίου 1905. Σπούδασε μουσική με μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικούς: Ριάδη, Μητρόπουλο, Λαυράγκα και Καλομοίρη. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Βερολίνου με τους: Χ. Γκράμπνερ, Π. Χαίφφερ, Μπ. Μπλάχερ, Β.Γκμάιντελ, Κ. Τόμας, Φ.Στάινι.
Μετά το πέρας των σπουδών του, του έγιναν διάφορες προτάσεις από λυρικά θέατρα της Γερμανίας για να αναλάβει τη θέση του αρχιμουσικού αλλά εκείνος αποφάσισε να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ελλάδα και να αναλάβει τη θέση του αρχιμουσικού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Όπως αναφέρει και η Κοντώση στο άρθρο της στο περιοδικό Πολύτονον (τεύχος 13): "Θεωρώντας καθήκον του (Σ.Σ. η υπογράμμιση δική μας) να επιστρέψει στην Ελλάδα, διορίζεται αρχιμουσικός στην ΕΛΣ, θέση που κρατάει μέχρι το 1958". Το 1958 φεύγει από τη ΕΛΣ διότι υπήρχαν αδιαφανείς διαδικασίες από την πλευρά της πολιτείας στη διαχείριση του προσωπικού και των οικονομικών της ΕΛΣ. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που αναφέρει ο Γιάννης Μπαστιάς στο βιβλίο "Κωστής Μπαστιάς - Βιογραφία" (εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005) και το οποίο προέρχεται από ένα ανέκδοτο κείμενο του Τότη Καραλίβανου, μαέστρου. Αναφέρεται λοιπόν εκεί ότι "Η χαρακτηριστικωτέρα περίπτωση είναι του αρχιμουσικού Λ.Ζώρα, ο οποίος έστειλε τηλεγραφική έκκληση προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να επέμβη και να ματαιώση την αποχώρηση του Γιαννόπουλου (Σ.Σ.: ο Γιαννόπουλος ήταν ο εξαναγκασμένος σε παραίτηση διευθυντής της ΕΛΣ)…Φυσικά ο Ζώρας απολύεται".
Μετά την αποχώρηση του από την ΕΛΣ, ο μαέστρος εγκαθίσταται στη Γερμανία. Εκεί παραμένει για δέκα χρόνια διευθύνοντας και συνθέτοντας. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1968,οπότε και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου ενώ διευθύνει και πάλι τις Ελληνικές ορχήστρες. Πέθανε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου του 1987.
Ο Ζώρας ως μαέστρος
Ο Λεωνίδας Ζώρας υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της παγίωσης, κατά κάποιον τρόπο, του ελληνικού ρεπερτορίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Διηύθυνε πολλές πρεμιέρες ελληνικών έργων ενώ δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ήταν ο αρχιμουσικός του "Εθνικού Μελοδραματικού Ομίλου" κατά τα έτη 1933 - 1936. Τον "Εθνικό Μελοδραματικό Όμιλο" είχε ιδρύσει ο Καλομοίρης και ο οποίος Όμιλος έκανε αρκετές περιοδείες, όχι μόνο εντός Ελλάδος αλλά και σε μέρη όπου υπήρχε ελληνισμός. Κορυφαία στιγμή για την Ελληνική οπερατική παραγωγή πρέπει να θεωρείται και το ανέβασμα του έργου "Το Δαχτυλίδι της Μάνας" του Μανώλη Καλομοίρη στην Volskoper του Βερολίνου. Μαέστρος αυτής της παράστασης ήταν ο Ζώρας. Δυστυχώς, αυτή η παράσταση έλαβε χώρα λίγους μήνες πριν την εμπλοκή της Ελλάδας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε έδαφος που αργότερα θεωρούνταν, και ήταν ,εχθρικό. Λόγω του αναφλεγέντος πολέμου και ενώ "Το Δαχτυλίδι της Μάνας" είχε προγραμματιστεί για να παιχθεί αρκετές φορές μέχρι το τέλος της σαιζόν 1939 - 1940, η Volksoper ανέστειλε τη λειτουργία της λόγω έλλειψης κάρβουνου για την θέρμανση της αίθουσας (πηγή της πληροφορίας αυτής είναι το βιβλίο του Θάνου Μπούρλου "Με τον Μανώλη Καλομοίρη". Εκδόσεις Νικόδημος).
Ο Ζώρας ως συνθέτης
Το συνθετικό του έργο δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να περνάει απαρατήρητο. Όπως και ένας άλλος μεγάλος Έλληνας μαέστρος, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Ζώρας είχε αποφασίσει να διοχετεύσει το μουσικό του ταλέντο προς δύο δρόμους, αυτόν της διεύθυνσης και τον άλλο της σύνθεσης. Το δημοφιλέστερο έργο του, όπως σημειώνει και ο Τάκης Καλογερόπουλος στο άρθρο του για τον Ζώρα στο περιοδικό "Πολύτονον", τεύχος 13, ήταν το συμφωνικό ποίημα "Θρύλος". Το έργο αυτό πήρε την τελική του μορφή το 1936 και όπως αναφέρει ο Ανωγειανάκης στο εισαγωγικό σημείωμα της παρτιτούρας, "η μουσική του, αν και 'προγραμματική', στην ουσία της, δεν έχει καθορισμένο πρόγραμμα". Μελετώντας την παρτιτούρα του "Θρύλου" κανείς μπορεί να δει τη σαφή επιρροή της Εθνικής Μουσικής Σχολής στη συνθετική διαδικασία του Ζώρα. Είναι χαρακτηριστικοί οι ρυθμοί 7/4 και 5/4 που χρησιμοποιούνται σε κάποια σημεία του έργου. Ο "Θρύλος" είναι ένα έργο που διερευνά τα ηχοχρωματικά όρια οργάνων όπως η τρομπέτα, το φλάουτο, το πίκολο φλάουτο και το κλαρινέτο ενώ προσδίδει "ζεστασιά" στον ήχο με το "βαθύ" παίξιμο των εγχόρδων.
De Siris