Εικονομαχία
Με τον όρο Εικονομαχία εννοείται η θρησκευτική και πολιτική διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων που ξέσπασε στο Βυζαντινό Κράτος τον 8ο και 9ο αι. και δίχασε τους Βυζαντινούς σε «Εικονομάχους» (επίσης, «Εικονοκλάστες») και «Εικονολάτρες» (επίσης, «Εικονόφιλους» και «Εικονόδουλους»).
Η εικονομαχία άρχισε γύρω στο 726 και τελείωσε περίπου το 843, με αποκατάσταση των εικόνων.
Συνθήκες εκδήλωσης της εικονομαχίας
Στο 20ό κεφάλαιο του δευτέρου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται:
…οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς…
Προς τη Γραφή εναρμονίσθηκε και η παλαιοχριστιανική τέχνη, που περιορίσθηκε σε συμβολικές και αλληγορικές παραστάσεις.
Στη διάρκεια των αιώνων βέβαια η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στο Βυζαντινό κράτος, ιδίως στην μετά τον Ιουστινιανό 'A' εποχή, και αποτέλεσε σημαντική έκφανση της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη μεριά, δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια την Εκκλησία εικονοκλαστικές τάσεις, ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή εκκλησιαστικής λατρείας. Επίσης, η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που εκπορεύοταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις.
Τον 8ο αι. άρχισε να συζητείται έντονα το θεολογικό ερώτημα αν είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας η λατρεία των εικόνων. «Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα, το όποιο αναμίγνυαν στη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς». Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ (717-741) και Κωνσταντίνος Ε’ (741-775). Ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από την Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’ φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής («ιουδαιόφρων» χαρακτηριζόταν) και της ισλαμικής θρησκείας («σαρακηνόφρων») και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.
Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας. Οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, οι οποίοι επανδρώνονταν οι θεματικοί στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων. Έκανε λοιπόν την εμφάνισή της μια εικονοκλαστική κίνηση στη Μικρά Ασία, όπου σχηματίσθηκε ένα ισχυρό κόμμα με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν «αἱρεσιάρχη».
Α’ Περίοδος της Εικονομαχίας(726-787)
Λέων ο Γ'
Πρώτες ενέργειες του Λέοντος Γ'
Η πρώτη ξεκάθαρη εχθρική στάση του Λέοντος του Γ’ εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που έγινε την ίδια χρονιά και είχε επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Θήρας και Θηρασιάς. Ο σεισμός ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του (σπαθαροκανδιδάτο) να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.
Αντίδραση Ελλαδικού Θέματος
Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονοκλαστικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός με το στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι εξ αρχής η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Στις 18 Απριλίου 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν. Ο «Ἀγαλλιανός ἔνοπλος ἑαυτόν ἐπόντωσεν» (ο Αγαλλιανός μαζί με τα όπλα του έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε). Ο αυτοκράτορας πέτυχε βέβαια να καταστείλει γρήγορα την επανάσταση, όμως η εξέγερση μιας ολόκληρης επαρχίας ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση.
Σιλέντιον
Ήταν φανερό ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Λέων επιδίωξε να κερδίσει τη συμπαράσταση του πάπα της Ρώμης και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γέρος όμως πατριάρχης Γερμανός Α΄ (715-730 μ.Χ.) τήρησε απ’ την αρχή άκαμπτη στάση, ενώ εικονόφιλες διαθέσεις είχε και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου καθώς και ο πάπας Γρηγόριος Β΄, με τον οποίο αλληλογράφησε ο αυτοκράτορας. Αν και ο πάπας απέρριψε τις εικονοκλαστικές αντιλήψεις του Λέοντος, απέφυγε καταρχάς να έρθει σε ρήξη με το Βυζάντιο, την προστασία του οποίου χρειαζόταν για να αποτρέπει τον κίνδυνο από τους Λογγοβάρδους.
Οι αντιδράσεις αυτές έκαναν από δύσκολη έως αδύνατη τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου για το θέμα. Τότε ο Λέων αποφάσισε να συγκαλέσει μια ευρεία σύσκεψη, ένα «σιλέντιον», στις 7 Ιανουαρίου 730, για να απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση που θα προκαλούσε η επιμονή της κοσμικής εξουσίας να επιβάλει στην Εκκλησία προσωπικές απόψεις για θεολογικό θέμα σπουδαίο. Έπειτα από βασιλική πρόσκληση έλαβαν μέρος σ’ αυτό κρατικοί λειτουργοί, αυλικοί και ο πατριάρχης με τους συνοδικούς. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος και αξίωσε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου, η οποία θα ενέκρινε τη δογματική καινοτομία.
Μετά απ’ αυτό ο πατριάρχης οδηγήθηκε σε παραίτηση. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο σύγκελλος Αναστάσιος, στις 22 Ιανουαρίου 730 μ.Χ.: «διὰ φιλαρχίαν κοσμικὴν προχειρισθεὶς Κωνσταντινουπόλεως ψευδεπίσκοπος». Ενισχυμένος από το «σιλέντιον» ο Λέων καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων ως επίσημο δόγμα του Κράτους και της Εκκλησίας, και τότε (730) εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.
Τα κείμενα των χρονογράφων συνδέουν τους χρόνους των διωγμών των εικόνων με την πτώση του μορφωτικού επιπέδου. Η επικράτηση του διωγμού των εικόνων συμπίπτει με την οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων· για αυτό οι εικονόφιλοι κατηγόρησαν την αντίπαλη παράταξη για απαιδευσία, ενώ την οριστική αποτυχία της εικονομαχικής κινήσεως ακολουθεί η στροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η προβολή ανθρωπιστικών ροπών στο ιστορικό προσκήνιο.
Σχέσεις με τη Δύση
Ο Λέων απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην απόμερη Ιταλία και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος κι αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.
Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας Σύριος που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις «Περὶ εἰκόνων» λόγοι του αποτελούν αν όχι το γνωστότερο πάντως το πιο πρωτότυπο και λογοτεχνικά αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια ιδιότυπη εικονοσοφία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο με τη νεοπλατωνική έννοια. Την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα τού Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.
Κωνσταντίνος Ε'
Η ένταση της διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μονών που ήταν προπύργια εικονολατρίας.
Διαμάχη με τον Αρτάβασδο
Στο προσκήνιο βρέθηκε ο Αρτάβασδος, που ως στρατηγός του θέματος των Ανατολικών είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Λέοντα να καταλάβει το θρόνο και είχε λάβει ως ένδειξη ευχαριστίας την κόρη του για σύζυγο, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του κουροπαλάτη* και είχε διορισθεί κόμης του θέματος Οψικίου.Ο Αρτάβασδος εμφανίστηκε ως οπαδός των εικονόφιλων και λόγω της θέσης του ως διοικητή των στρατευμάτων του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου θέματος αποτόλμησε το σφετερισμό του θρόνου.
Τον Ιούνιο του 742 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και περνώντας με το στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αρτάβασδος εισήλθε με το στρατό του στην Κωνσταντινούπολη και δέχτηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που δείχνει ότι η εικονοκλαστική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα. Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.
Ενέργειες Κωνσταντίνου Ε'
Το Μάιο όμως του 743 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια εικονομαχικών στρατευμάτων νίκησε τους αντιπάλους του στις Σάρδεις και στις 2 Νοεμβρίου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρει αμέσως άγρια εκδίκηση από τους αντιπάλους του: Ο Αρτάβασδος και οι δυο γιοι του, που ήταν και ανιψιοί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τυφλώθηκαν στον Ιππόδρομο ύστερα από δημόσιο εξευτελισμό. Οι συνεργάτες τους είτε εκτελέσθηκαν είτε ακρωτηριάσθηκαν με τύφλωση η κόψιμο των χεριών και των ποδιών. Ο «άπιστος» πατριάρχης Αναστάσιος σύρθηκε στον Ιππόδρομο πάνω σε γαϊδούρι, όμως ύστερα από τον εξευτελισμό αυτό του επιτράπηκε να παραμείνει στο θρόνο του, γεγονός που αποσκοπούσε οπωσδήποτε στη δυσφήμηση του ανώτατου εκκλησιαστικού αξιώματος. Έτσι τελείωσε η βασιλεία του Αρτάβασδου, που είχε κρατήσει το στέμμα δεκαέξι ολόκληρους μήνες και που μάλιστα είχε αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας κι από τη Ρώμη.
Μετά την οριστική του επικράτηση, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου που θα επικύρωνε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του. Τοποθέτησε λοιπόν στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα[22]. Οι εικονόφιλοι, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή ο πατριάρχης Γερμανός, στήριζαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού στο γεγονός της ενσάρκωσης, ενώ ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από μαγικές ανατολικές αντιλήψεις, υποστήριζε την πλήρη ταυτότητα ακόμη και την ομοουσιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο και απέρριπτε τη δυνατότητα της πραγματικής απεικονίσεως του Χριστού, επιμένοντας στη θεία του φύση. Πρόκειται στην ουσία για αναβίωση παλαιών χριστολογικών ερίδων με νέα μορφή και ανάδυση του μονοφυσιτισμού.
Εικονομαχική σύνοδος (754 μ.Χ.)
Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιέρειεας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία, άλλα χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά «ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου.
Υποστηρίχτηκε εξ αρχής το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι, ενώ εξυμνούταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.
Στην τελευταία συνεδρίαση ο Κωνσταντίνος, κατά παράβαση της εκκλησιαστικής τάξης, πλήρωσε το θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη με θεαματικό τρόπο: «ἀνῆλθε Κωνσταντῖνος ἐν τῷ ἄμβωνι κρατῶν Κωνσταντῖνον μοναχόν, ἐπίσκοπον γενόμενον τοῦ Συλλαίου, καὶ ἐπευξάμενος ἔφη μεγάλῃ τῇ φωνῇ· "Κωνσταντίνου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου πολλὰ τὰ ἔτη"».
Αντιδράσεις-Διωγμοί
Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια.
Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο το Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, κι άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να εκτελέσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και οι περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες.
Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Μιχαήλ πουλούσε τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους… Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή.
Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.
Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου».
Θάνατος Κωνσταντίνου Ε’
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775. Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση».
Κάμψη εικονοκλαστικής κίνησης-Αναστήλωση εικόνων
Περίοδος Λέοντος Δ’ (775-780)
Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.
Περίοδος Ειρήνης της Αθηναίας
Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στο θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομαχικά στοιχεία, προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.
Μετά το θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο το λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα[35], όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.
Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, η σύνοδος συνήλθε τελικά στη Νίκαια, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει και την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.
350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών μετείχαν στις εργασίες της συνόδου από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου. Εφαρμόζοντας συνετή πολιτική δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονοκλαστική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της αίρεσης και πλάνης τους.
Σε αυτό αντέδρασαν πολλοί σκληροπυρηνικοί μοναχοί, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγκρούσεων: από τη μια πλευρά εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι ζηλωτές, οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη.
Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου. Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’. «Kαὶ εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, εἰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται· ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία πάντοτε πολεμουμένη νικᾷ».
Β’ Περίοδος της Εικονομαχίας (814-842)
Η δεύτερη φάση της εικονομαχίας εγκαινιάστηκε από τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο ο οποίος θεώρησε ότι για την ήττα των Βυζαντινών στρατευμάτων ευθυνόταν η εικονολατρεία. Και αυτή η φάση τερματίστηκε από μια γυναίκα την αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα του ανήλικου Μιχαήλ Γ'. Η σύνοδος του 843 προχώρησε στην οριστικά αποκατάσταση και αναστήλωση ων εικόνων.
Από: www.el.wikipedia.ogr
De Siris