Κώστας Αξελός
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ:
Ο Κώστας Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924, σε αστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του ανήκε στην παλιά αθηναϊκή οικογένεια Ξηροταγάρου. Το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, στην εφηβεία. «Ορισμένα διαβάσματα λογοτεχνικά, δεν θα αναφέρω πολλά ονόματα, θα αναφέρω μόνο τα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι, ορισμένα διαβάσματα κειμένων, του Νίτσε ιδίως, όσο μπορεί να τα καταλάβει ένας έφηβος, ορισμένα μαθήματα στο γυμνάσιο, με οδήγησαν να καταλάβω ότι υπάρχει μια διάσταση της σκέψης, της αρθρωμένης σκέψης, που καλείται εδώ και 2.500 χρόνια φιλοσοφία. Και μετά άρχισα να σπουδάζω συστηματικά τη φιλοσοφία, και μετά την δίδαξα επί σειρά χρόνων στη Σορβόννη, και συγχρόνως έγραφα, γιατί φιλοσοφία είναι κάτι που λέγεται και γράφεται, γίνεται μέσα από τον διάλογο και τη γραφή και την επικοινωνία με τον αναγνώστη», είχε πει το 1990 σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Περίπλους». Προτού φθάσει όμως στη Γαλλία ο Αξελός πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Διαγράφτηκε από το κόμμα το 1945 και καταδικάστηκε εις θάνατον ερήμην από κάποιο δικαστήριο δεξιάς κυβέρνησης. Το 1945 έφυγε για το Παρίσι με τις περίφημες υποτροφίες του γαλλικού κράτους. Είχε φύγει τότε όλο το άνθος της ελληνικής διανόησης, ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Σβορώνος, ο Κανδύλης, ο Κύρου, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Κώστας Κουλεντιανός κ.ά. Στη Γαλλία εργάστηκε από το 1950 ως το 1957 στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας, όπου επεξεργάστηκε τις διατριβές του. Το 1959 υπεστήριξε στη Σορβόννη τις διατριβές «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία» και «Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής», που αποτελούν τους δύο τόμους της τριλογίας «Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης». Από το 1962 ως το 1973 δίδαξε στη Σορβόννη αλλά δεν έγινε ποτέ καθηγητής, θεωρώντας ότι «το πανεπιστήμιο δεν είναι ο χώρος της ριζικής σκέψης». Γενικά η ζωή του κινήθηκε στον ιδιωτικό χώρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παίρνει θέση πάνω στα κρίσιμα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου. Μια από τις ελάχιστες δημόσιες δραστηριότητές του ήταν η σχέση του με το περιοδικό «Arguments» («Επιχειρήματα») και η διεύθυνση, από το 1960, της ομώνυμης σειράς στις Εκδόσεις του Μεσονυκτίου. Η φιλοσοφική σκέψη, η ιστορία, η οικονομία, η πολιτική, η ψυχολογία, η ψυχιατρική, η γλώσσα και οι τέχνες βρήκαν «καταφύγιο» στη σειρά αυτή. Ο Κώστας Αξελός πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 2010 στο Παρίσι.
ΕΡΓΟ:
Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το πρώτο βιβλίο του Αξελού κυκλοφόρησε πολύ νωρίς, το 1952 και μάλιστα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση. Ήταν «Οι φιλοσοφικές Δοκιμές». Το έργο του όμως αποτυπώνεται στις τρεις τριλογίες «Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης», «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού», «Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης». Μείζονα έργα που ακολούθησαν ήταν η Ανοιχτή Συστηματική (1984), για την ενότητα του κόσμου, και οι Μεταμορφώσεις (1991), για τις μεταμορφώσεις του κόσμου.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ:
Όσοι τον γνωρίζουν μιλούν για έναν άνθρωπο ελεύθερο και μοναχικό, με μεγάλη ψυχική ανθεκτικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δίνεται στον άλλον, με έναν τρόπο ερωτικό και ταυτόχρονα ανοιχτό. Πολλές απόψεις του έχουν καταγραφεί σε συζητήσεις και σε συνεντεύξεις. Πάντοτε όμως υπάρχει μια ένσταση για τους εμπειρικούς συνομιλητές του και έτσι δεν διστάζει να κάνει με τον εαυτό του συζητήσεις φανταστικές, θέτοντας σε δοκιμασία και δοκιμή το ίδιο του το έργο.
Στις 5 Μαρτίου 1992 ο Κώστας Αξελός ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε την απάντησή του στη laudatio του καθηγητή Γιάγκου Ανδρεάδη με ένα ανέκδοτο:
«Κάποτε ο Βούδας, που στεκόταν ο ίδιος πέρα από το θεϊκό και το ανθρώπινο, έκανε μια ομιλία στους ανθρώπους που είχαν μαζευτεί γύρω του. Μια ομιλία και όχι διάλεξη, γιατί ευτυχώς εκείνη την εποχή δεν δίνονταν διαλέξεις. Αμα τελείωσε την ομιλία του, ένας ακροατής σηκώθηκε και του είπε: Μας μιλάς αφ' υψηλού, είσαι ένας ταχυδακτυλουργός των λόγων, είσαι αινιγματικός, σκοτεινός, τυχοδιώκτης και απατεώνας, όλα αυτά που μας λες είναι δυσνόητα, δεν είναι αληθινά, δεν δίνεις απάντηση σε τίποτε, μας κοροϊδεύεις. Και ο Βούδας του απάντησε ήρεμα: Ναι, έχεις κι εσύ δίκιο, παιδί μου, κι εσύ είσαι Βούδας. Και ο «πεφωτισμένος λυτρωτής» πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα και με ένα συγκρατημένο και σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο: Και ο Βούδας είναι μάταιος, όπως και η ζωή και οι αλυσιδωτές αναγεννήσεις - μετενσαρκώσεις ή μετεμψυχώσεις της, που πέρα από κάθε επιθυμία μπορούν να βρουν το οριστικό τους τέλος».
Σε αυτή τη στοχαστική αποστροφή μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη συνθήκη του Κώστα Αξελού, ο οποίος δεν θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο αλλά στοχαστή, και μάλιστα στοχαστή παράνομο, «έξω από όλα τα κυκλώματα ή τα αντικυκλώματα, που δεν προσπαθεί να ιδρύσει σχολές και να έχει οπαδούς». Αλλωστε στην αναγγελία του βιβλίου του Ανοιχτή Συστηματική (πρώτη έκδοση 1984) είχε δηλώσει: «Δεν επιδιώκουμε να προσφέρουμε ένα σύστημα του κόσμου ή της σκέψης όπου κόσμος και σκέψη παραμένουν το καθένα τους λίγο πολύ ξεχωριστό και κλειστό αλλά να επεξεργαστούμε μια ανοιχτή συστηματική που προσπαθεί να φέρει ως τη γλώσσα και να σκεφτεί το άνοιγμα και τα ανοίγματα του κόσμου, αδιαχώριστα από το άνοιγμα και τα ανοίγματα του χρόνου».
Το τέλος της φιλοσοφίας
Μπορεί αυτός ο προσδιορισμός του παράνομου να μοιάζει αντιφατικός σε σχέση με τις δεκάδες των τιμητικών αναγνωρίσεων και διακρίσεων ή με τις θέσεις που κατά καιρούς είχε ο Αξελός σε επίσημους οργανισμούς παραγωγής έρευνας και ιδεών, όπως το Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας ή το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αλλά τελικά ο προσδιορισμός δεν έχει σχέση με τις όποιες «διοικητικές» αναγνωρίσεις αυτού που σκέφτεται. «Γιατί το υπόγειο ρεύμα που διαπερνάει αυτόν που προσπαθεί να σκεφθεί μένει ακριβώς παράνομο. Δεν γίνεται παραγωγικά αποδεκτό», διευκρινίζει ο Αξελός.
Γιατί όμως στοχαστής και όχι φιλόσοφος; Μήπως γιατί ζούμε το τέλος της φιλοσοφίας; Την απάντηση θα την βρούμε αν αναζητήσουμε τις ρίζες και την καταγωγή της δικής του στοχαστικής περιπέτειας και τις συνιστώσες του έργου του. Περισσότερο από τη φιλοσοφία, στο «εγχείρημα» του Αξελού κυριαρχεί η σκέψη. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει «σύλληψη και έκφραση του αρθρωμένου όσο και αποσπασματικού και διασπασμένου Ολου, ως Ολον του κόσμου και των αποσπασμάτων του».
Αν η φιλοσοφία αρχίζει με τον Πλάτωνα στον 4ο αιώνα π.Χ. «ως ένας ιδεαλισμός που αναπτύσσεται με την ιδέα του λογικού αληθούς, την ιδέα του ηθικού αγαθού και την ιδέα του αισθητικού καλού» και ολοκληρώνει τις δυνατότητές της με τον Χέγκελ, στο Βερολίνο του 19ου αιώνα μ.Χ., η σκέψη προϋπάρχει της φιλοσοφίας και συνεχίζεται μετά από αυτή. Στην προφιλοσοφική σκέψη ανήκει βεβαίως ο Ηράκλειτος, ένας από τους πυλώνες του εγχειρήματος του Αξελού. Μετά τον Χέγκελ, οι μεγαλύτεροι στοχαστές είναι «μεταφιλόσοφοι».
«Ο μεταφιλόσοφος αναλαμβάνει όλη τη φιλοσοφική παράδοση και προσπαθεί να την ξεπεράσει προς την κατεύθυνση μιας σκέψης που δεν υπόκειται πια σε ένα ιδανικό και που προσπαθεί να τραντάζει τις μορφές της λογικής, της ηθικής και της αισθητικής», είχε πει ο Αξελός το 1971 στη διάρκεια μιας συζήτησής του με τον γάλλο πολιτικό σχολιαστή Ζαν - Πιερ Φορζέ, μεταγράφοντας με άλλο τρόπο το στοχαστικό ανέκδοτο του Βούδα.
Σε αυτή την κατηγορία των μεταφιλοσόφων τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του. «Το εγχείρημά μου είναι μεταφιλοσοφικό και σκεπτόμενο», έχει πει, ορίζοντας και τα πεδία της σκεπτόμενης δράσης του. «Από τον προφιλόσοφο Ηράκλειτο ως την ολοκλήρωση της φιλοσοφίας και τη διαπίστωση του τέλους της ιστορίας στον Χέγκελ, μέσα από τον στοχαστή Μαρξ, τους Χέλντερλιν, Ρεμπό, τελευταίους ποιητές, τον Νίτσε, κριτικό και εξάγγελο, τον αναλυτή Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, ο οποίος δεν παύει να είναι ένας αινιγματικός στοχαστής που στοχάζεται το αίνιγμα, έχω ακολουθήσει μια κεντρική σκέψη που μου επιβαλλόταν, προσπαθώντας να κάνω την ιδέα της αλήθειας να βγει από τους αρμούς της και να θεωρήσω τον κόσμο σαν να μην είναι ούτε με νόημα ούτε παράλογος, αλλά όπως ξετυλίγεται σαν παιχνίδι που περιέχει και που συντρίβει τη συνδυαστική όλων των παιχνιδιών».
Περιπλάνηση και παιχνίδι
Πρέπει να συγκρατήσουμε αυτές τις φράσεις του Κώστα Αξελού γιατί συνοψίζουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, το εγχείρημά του. Πρώτα από όλα δίνουν τον αστερισμό των στοχαστών όπου ο ίδιος περιπλανάται. Δίπλα στον Ηράκλειτο, στον Μαρξ, στον Χέγκελ, στον Χάιντεγκερ και στον Φρόιντ, βρίσκουμε τον Χέλντερλιν και τον Αρθούρο Ρεμπό. Σε αντίθεση με τη φιλοσοφία που δυσπιστούσε απέναντι στην ποίηση, ο Αξελός ξέρει να βαδίζει στους δρόμους της ποιητικότητας, ξέρει να ακούει τις ρήσεις του Ρεμπό, γιατί η ποίηση και η τέχνη είναι συνιστώσες του κόσμου, συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στο παιχνίδι του κόσμου.
«Η τέχνη μας κάνει να βλέπουμε και να ακούμε σχέδια, χρώματα, ήχους και ρυθμούς του κ/Κόσμου, αποκρύβοντάς τα και αποκαλύπτοντάς τα», γράφει στην Ανοιχτή Συστηματική.
Ταυτόχρονα οι φράσεις του θέτουν τις δύο θεμελιώδεις έννοιες του (μετά)φιλοσοφικού στοχασμού του που είναι η Πλανητική Σκέψη και το Παιχνίδι του Κόσμου. Ο Αξελός επεξεργάστηκε αυτές τις δύο έννοιες και τις προβολές τους σε μια σειρά έργων που συγκροτούν τρεις τριλογίες: «Το ξετύλιγμα της Περιπλάνησης» (1961-1964), «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού» (1969-1977), «Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης» (1969-1979).
«Πλανητική σκέψη εννοώ μια σκέψη που παίρνει τη σκυτάλη από την ευρωπαϊκή και σύγχρονη σκέψη και που απλώνεται σε όλη την υδρόγειο σφαίρα, δηλαδή στον πλανήτη Γη. Η πλανητική σκέψη, κι αυτός είναι ο νεωτερισμός της, δεν είναι πλέον μια σκέψη της αλήθειας αλλά μια σκέψη της περιπλάνησης. Καθώς, ελληνικά, πλανήτης σημαίνει πλάνης αστήρ, η μοίρα του δικού μας περιπλανώμενου άστρου είναι να ριχτούμε σε ένα δρόμο όπου όλες οι αλήθειες εμφανίζονται ως θριαμβικές μορφές της περιπλάνησης», είχε πει στον Ζαν - Πιερ Φορζέ.
Και για το Παιχνίδι του Κόσμου είχε πει στον ίδιο συνομιλητή του: «Ως τώρα ο κόσμος υπαγόταν πάντοτε σε ένα Απόλυτο, τη Φύση, τον Θεό, τον Ανθρωπο (τη θέληση και τη σκέψη του). Τα τρία αυτά απόλυτα είναι ήδη νεκρά ή έχουν περάσει στη φάση του τέλους τους. Στη θέση τους έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον κόσμο, που είναι το σύνολο των συνόλων των παιχνιδιών που μας φανερώνονται και με τα οποία παίζουμε. Ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος συμπαίκτης του παιχνιδιού του κόσμου, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο παίκτης, είναι επίσης ο «εμπαιζόμενος», το άθυρμα».
Σαν να συμμερίζεται την απορία εκείνου του ακροατή του Βούδα που λοιδορεί τον «λυτρωτή» ότι δεν δίνει απαντήσεις σε τίποτε, ο Κώστας Αξελός δίνει απαντήσεις, αλλά μέσω ενός ερωτηματικού τρόπου. Η σκέψη του είναι εξαιρετικά ερωτηματική και τα γραπτά του περιέχουν πλήθος ερωτημάτων αλλά και ερωτηματικών. Γιατί σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε; είναι οι τίτλοι δύο περίφημων διαλέξεών του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη).
Η σκέψη και η πράξη
Ο Αξελός δεν είναι στοχαστής του εργαστηρίου. Χωρίς να ακολουθεί τις μόδες της εποχής, που συχνά - πυκνά φέρνουν στον αφρό των media φιλόσοφους και «φιλόσοφους», έχει θέσεις και ερωτήματα για το κράτος, τα πανεπιστήμια, τις εκκλησίες, τα κόμματα, τα ΜΜΕ, τις ιδεολογίες, την οικολογία, την τεχνική. Κριτικός απέναντι στο «θλιβερό» κράτος, ιδιαίτερα το ελληνικό, κριτικός απέναντι στην πολιτική, «που δεν αποτελεί παρά μια τεχνικογραφειοκρατική διαχείριση για τους εκάστοτε κυβερνώντες όσο και για τους εκάστοτε αντιπολιτευόμενους», κριτικός για τα πολύμορφα μαζικά μέσα «ενημέρωσης», «που εξαντλούν τα όρια αντοχής όλων των κοινωνιών και πολιτευμάτων», κριτικός με τη μεταστροφή του ανθρώπου σε «οικονομικό κτήνος», κριτικός με την οικολογία, «που μπορεί να ονομάζει ορισμένα δεινά, να προβαίνει σε αρνήσεις, αλλά δεν βλέπει τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες του σημερινού και αυριανού κόσμου, μένει νοσταλγική», ο Αξελός, όσο και αν αυτό φαίνεται ηθικολογικό, κάνει προτάσεις. Στο τι να πράξουμε; απαντά με τη στοχαστική ή τη σκεπτόμενη πράξη.
«Να προσπαθήσουμε να στεκόμαστε και να κρατιόμαστε όσο γίνεται πιο όρθιοι, σε μια στάση στοχαστικής εγρήγορσης, ακόμη και ιδίως όταν όλα ισοπεδώνονται, έρπουν και μηδενίζονται». «Να μην ξεχνάμε πως η φύση, δυνατότερη από τον άνθρωπο, την επιστήμη και την τεχνική, απεριόριστη αλλά όχι αναγκαστικά άπειρη, έχει τα όρια της ανοχής και της αντοχής». «Να αφομοιώσουμε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, όπου όλες οι ιδεολογίες χρεοκόπησαν, όσο κι αν εν μέρει πέτυχαν, και να αντιτάξουμε στον δεσπόζοντα πολιτικαντιδισμό μια πιο νηφάλια ένταξη και αντίσταση που να μη στηρίζεται στην απάτη και στην εξαπάτηση, στην κερδοσκοπία και στην εκμετάλλευση».
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες τέτοιες φράσεις. Αλλά ο Αξελός δεν θέλει να δώσει έναν οδηγό δράσης. Θέλει να παίξει ένα «δόλιο» παιχνίδι που θα μας οδηγεί διαρκώς στο ερώτημα Τι να πράξουμε; Είναι φανερό ότι το παιχνίδι συνεχίζεται.
Νίκος Μπακουνάκης 21/07/1996 «Το Βήμα»
De Siris