Αβραάμ
Λίνκολν
Ο Αβραάμ
Λίνκολν γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1809
και πέθανε στις 15 Απριλίου 1865, ήταν ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων
Πολιτειών Αμερικής.
Γεννήθηκε στο
Χότζβιλ του Κεντάκυ και ήταν γιος του αγρότη Τόμας Λίνκολν και της βαθύτατα
θρησκευόμενης Νάνσυ Χανκς. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 χρονών και γι'
αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε την Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία ουσιαστικά τον
υιοθέτησε. Από μικρή ηλικία άρχισε να εργάζεται ως αγρότης, ενώ ταυτόχρονα
διάβαζε εντατικά για να τελειοποιήσει την μόρφωση του. Το 1830 εγκαταστάθηκε
στην Νέα Ορλεάνη και κατατάχθηκε στο στρατό όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό του
λοχαγού. Το 1834 εξελέγη μέλος της Βουλής του Ιλλινόις, θέση στην οποία
εκλεγόταν μέχρι το 1840. Από το 1837 ασχολήθηκε με την δικηγορία και σε
επαγγελματικό επίπεδο, ενώ το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο
χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσσο χωρίς όμως να διακριθεί.
Επανήλθε στην πολιτική σκηνή το 1854, όταν ιδρύθηκε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
και τέθηκε επί τάπητος το θέμα της δουλείας. Με πύρινους λόγους κατά της
δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχτεί σε
μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Το 1858 ο Λίνκολν έβαλε
υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας του
Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 1860 έθεσε
υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο, τον οποίο και κέρδισε παρ' όλο που στις
νότιες πολιτείες δεν κατόρθωσε να επιβληθεί. Στον μήνυμα προς τον αμερικανικό
λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε πως προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά
δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις
επόμενες κινήσεις τους. Οι πολιτείες του Νότου είχαν ήδη σχηματίσει δική τους
κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Τον Απρίλιο του 1861 ξέσπασε
ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Την Πρωτοχρονιά του 1863 υπέγραψε το περίφημο
διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, το οποίο μπήκε ως τροπολογία στο
σύνταγμα το 1865. Το 1864, ύστερα και από τις συνεχείς νίκες του στρατού,
εκλέχτηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με ποσοστό 55%.
Στις 14
Απριλίου 1865, ενώ βρισκόταν σε θεωρείο στο Θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον, ο Τζον
Γουίλκς Μπουθ, ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, τον πυροβόλησε
με μια σφαίρα στο κεφάλι, ενώ αμέσως μετά φώναξε στα λατινικά «Sic semper tyrannis!», δηλαδή «Έτσι πάντα στους
τυράννους!» Ο Λίνκολν μεταφέρθηκε σε γειτονικό σπίτι σε κωματώδη κατάσταση,
όπου και εξέπνευσε νωρίς το πρωί της 15ης Απριλίου. Ο δολοφόνος του κυνηγήθηκε
από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και πολιορκήθηκε σε έναν αχυρώνα στη Βιρτζίνια
μετά από 12 μέρες, όπου και τραυματίστηκε από πυροβολισμό των διωκτών του,
πεθαίνοντας λίγο αργότερα.
Ο Λίνκολν
ήταν παντρεμένος με την Μαίρη Τοντ και είχαν αποκτήσει 4 παιδιά.
De
Siris