Χρύσα
Ρωμανού
Η Χρύσα
Ρωμανού ήταν κόρη του ζωγράφου Γιόχαν Ρωμανού, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 και
πέθανε την 1η Απριλίου 2006.
Σε ηλικία 7
ετών γράφει το πρώτο της παραμύθι που δημοσιεύεται στο παιδαγωγικό περιοδικό
«Το παιδί». Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Γ. Μόραλη
και τον Α. Γεωργιάδη. Τα πρώιμα έργα της (Νεκρές Φύσεις, Σπουδές 1953-1959)
παρουσιάζουν ήδη τάσεις αποδέσμευσης από τη ρεαλιστική απεικόνιση. Τα έργα της
περιόδου 1958-59 χαρακτηρίζονται από έντονα στοιχεία αφαίρεσης και την
αναζήτηση μιας προσωπικής γλώσσας που συναντά τις μετακυβιστικές αναζητήσεις
της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης τέχνης του ’60.
Το 1958
εκθέτει για πρώτη φορά στο Α΄ Καλοκαιρινό Σαλόνι Νέων Καλλιτεχνών που οργανώνει
η γκαλερί «Ζυγός» και κερδίζει ένα από τα τρία Πρώτα Βραβεία. Τόσο ο Γ.
Σπυρόπουλος όσο και ο Αγ. Προκοπίου ενθουσιάζονται με τα έργα της. Την ίδια
εποχή πειραματίζεται πάνω στις αρχές της μονοτυπίας (αυθόρμητος και ελεύθερος
σχεδιασμός με τυπογραφικό μελάνι σε τζάμι και αποτύπωση σε χαρτί ή εφημερίδα),
και ενισχύοντας την αναζήτηση νέων προσανατολισμών, όπως η απελευθέρωση της
χειρονομίας και του ενστίκτου μέσω του ασυνείδητου, της αυτόματης ποιητικής
γραφής και της επανάληψης. Η περίοδος των μονοτυπιών υπήρξε καθοριστικής
σημασίας για το έργο της.
Το 1961
φεύγει με υποτροφία του ελληνικού κράτους για το Παρίσι, όπου θα συναντήσει τον
ζωγράφο και μετέπειτα σύζυγό της Νίκο Κεσσανλή. Θα ζήσει εκεί για 20 χρόνια. Σ’
αυτό το διάστημα θα συνδεθεί με πολύ σημαντικές προσωπικότητες και θα βρεθεί
στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών αναζητήσεων.
Το 1962 η
Χρύσα Ρωμανού αρχίζει να δημιουργεί τη σειρά έργων με τίτλο «Μύθοι», έργα
προετοιμασμένα στο πάτωμα. Αναποδογυρίζει τον καμβά χρησιμοποιώντας την
αυτόματη μέθοδο, χύνοντας αραιωμένο μπλε χρώμα πάνω σε λευκό φόντο και
σχεδιάζοντας μαύρα περιγράμματα όσο το χρώμα είναι νωπό. Οι συνθέσεις
περικλείουν λαβυρινθιακούς και εσωτερικούς χώρους. Οι «Μύθοι» οδηγούν στις
«Επαναλήψεις», σειρά όπου εισάγει για πρώτη φορά στο έργο της την τεχνική του
κολάζ. Η επ’ άπειρον αναπαραγωγή του αρχικού μοτίβου που καταργεί τη
μοναδικότητα του έργου, η διαλεκτική σχέση της γραφής ή του λόγου με την εικόνα
και της φόρμας με το περιεχόμενο διανοίγουν νέες προοπτικές στο έργο της.
Στο τέλος του
1964 ξεκινά τη σειρά των έργων «Λαβύρινθος», «Σκοποβολές», «Ωροσκόπια»,
«Καζίνο» «Ρεπορτάζ», «Χάρτες» βασισμένα αποκλειστικά στην τεχνική του κολάζ.
Συλλέγει τα «εικονογραφημένα» φωτογραφικά είδωλα των καταναλωτικών προϊόντων,
φανταστικές μηχανές και χρηστικά αντικείμενα μαζικής παραγωγής, «αυθεντικά»
γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας, πολεοδομικούς χάρτες και
τα παραθέτει ζωγραφικά. Ο λευκός μουσαμάς σαν οθόνη προβολής δέχεται με
ακρίβεια τα αποσπάσματα συσσωρευμένης μνήμης, συναρμολογημένα σε μια
φαινομενολογικά «ορθολογιστική» διάταξη. Το 1965 εκθέτει τα πρώτα έργα αυτής
της σειράς στο Βερολίνο και στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο.
Το 1968 κατασκευάζει
τα πρώτα έργα της σειράς «Μεκάνο». Πρόκειται για τρισδιάστατες γλυπτικές
κατασκευές ολοκληρωμένες ή υπό μορφή μακετών, ουτοπικών παρεμβάσεων σε
συγκεκριμένους προτεινόμενους χώρους που ξεπερνούν την περιορισμένη κλίμακα του
μικρού αντικειμένου και αναπτύσσονται σε γιγαντιαίες επιβλητικές κατασκευές.
Την περίοδο 1970-’81 ολοκληρώνει αριθμημένες σειρές μεταξοτυπιών καθώς και
εικονογραφήσεις βιβλίων (12 μεταξοτυπίες πάνω στα ποιήματα της Μ. Αραβαντινού,
με εισαγωγή του Α. Παγουλάτου).
Το 1981 η
Χρύσα Ρωμανού επέστρεψε πλέον στην Αθήνα. Εδώ παρουσίασε το έργο της σε
ατομικές εκθέσεις και πήρε μέρος σε πάνω από 30 ομαδικές. Υπήρξε διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου της Σορβόνης, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης (υπεύθυνη του
αρχείου των σχεδίων του Κ. Παρθένη), ενώ εργάστηκε και ως ερευνήτρια στο Εθνικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δίδαξε επίσης Ιστορία της Μοντέρνας Τέχνης και
Αισθητική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Μελέτες και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε
περιοδικά και στον ημερήσιο τύπο. Έργα της μπορεί να δει κανείς ως τις 17 Μαΐου
στην έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Τα χρόνια της αμφισβήτησης:
Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα».
De
Siris