Κάλλιστος
Α΄
Ο Κάλλιστος
Α΄ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1350 ως το 1353 και από το
1355 ως το 1363.
Ήταν μοναχός
για πολλά χρόνια στη σκήτη του Μαγουλά, κοντά στη Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος.
Εκεί έγινε μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του οποίου συνέγραψε και
το βίο. Εκεί επίσης ο Κάλλιστος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε ως το
1340-1341, χρονολογία συντάξεως του αγιορείτικου τόμου «Υπέρ των ιερώς
ησυχαζόντων», στον οποίο υπέγραψε ως αδελφός της σκήτης. Κατόπιν ασκήτεψε και
στη Μονή Παντοκράτορος, της οποίας το Καθολικό εγκαινίασε, ενώ συνέταξε και το
Τυπικό της.
Ήταν
εξαιρετικά ενάρετος και βαθύτατα μορφωμένος λόγιος μοναχός, μολονότι η θύραθεν
και εκκλησιαστική του παιδεία αμφισβητήθηκε από τους αντιπαλαμικούς κύκλους.
Επελέγη από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους ως μέλος αντιαιρετικής επιτροπής
κατά των Βογομίλων που εκείνη την εποχή είχαν αναπτύξει έντονη δράση στον Άθω.
Ήταν ενθουσιώδης οπαδός της ησυχαστικής διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του
Παλαμά. Για τις αρετές του επελέγη από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζηνό για
τον Πατριαρχικό Θρόνο. Εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης στις 10 Ιουνίου του 1350
και ο Αυτοκράτορας έστειλε τριήρη για να τον παραλάβει από το Άγιο Όρος.
Αποδείχθηκε
πολύ δραστήριος Πατριάρχης. Αξιοσημείωτο θεωρείται το σιγίλιο που εξέδωσε το
Δεκέμβριο του 1350 κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Στο θέμα αυτό ο
Κάλλιστος αφιέρωσε και ιδιαίτερη ομιλία του (Ομιλία κατά γοήτων και
γοητευουσών, σχ. βλ. έκδοση Κ. Παΐδα). Επί Πατριαρχίας του, το 1351, συνήλθε
Σύνοδος στα ανάκτορα των Βλαχερνών, η οποία επικύρωσε τη διδασκαλία του Παλαμά.
Στις 27 Νοεμβρίου του 1353 παραιτήθηκε, καθώς αρνούνταν να συναινέσει στον
παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον
Καντακουζηνό. Έτσι, αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Μάμαντα, την οποία είχε
ιδρύσει ο ίδιος, και μετά στην Τένεδο.
Το 1355
εξελέγη εκ νέου. Στη διάρκεια της δεύτερης Πατριαρχίας του βοήθησε τον Άγιο
Αθανάσιο των Μετεώρων να κτίσει το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα
Μετέωρα, ενώ την ίδια περίοδο κτίστηκαν και οι μονές Παντοκράτορος και Σίμωνος
Πέτρας στο Άγιο Όρος.
Το 1363,
ηγήθηκε αντιπροσωπείας προς τη βασίλισσα της Σερβίας, Ελισάβετ, με σκοπό τη
συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, προκειμένου να αναχαιτιστεί
η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη. Με την αντιπροσωπεία αυτή, αφού
προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στις Σέρρες, όπου έγιναν δεκτοί από τη
βασίλισσα. Εκεί όμως ο Πατριάρχης Κάλλιστος αρρώστησε από λοιμώδη ασθένεια και
πέθανε. Ωστόσο, ήδη από την εποχή εκείνη εκφράστηκαν υπόνοιες ότι είναι πιθανόν
ότι ο πατριάρχης Κάλλιστος έπεσε θύμα δολοφονικής ενέργειας με δηλητήριο.
Ενταφιάστηκε
σε μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι[1], αριστερά της εισόδου του Μητροπολιτικού Ναού των
Αγίων Θεοδώρων της πόλης των Σερρών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και
τιμά τη μνήμη του στις 20 Ιουνίου.
Το συγγραφικό
του έργο αποκαλύπτει μία πολύπλευρη προσωπικότητα, με έντονες ευαισθησίες,
συγγραφικό τάλαντο, βαθύτατη πίστη και ανεξάντλητη διάθεση για προσφορά στο
πλήρωμα της ορθόδοξης Εκκλησίας.
De Siris