Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Βάσω Δεβετζή


Βάσω Δεβετζή

Η Βάσω Δεβετζή. γνωστή στο εξωτερικό ως Vasso Devetzi, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 και πέθανε στο Παρίσι την 1η  Νοεμβρίου 1987, ήταν Ελληνίδα δεξιοτέχνις του πιάνου. Πατρικία του πιάνου την αποκαλεί σε σχετικό άρθρο του ο κριτικός τέχνης Κυριάκος Π.Λουκάκος.

Βιογραφία

Γεννημένη το 1925 στη Θεσσαλονίκη από ευκατάστατη οικογένεια (ο πατέρας της βιομήχανος από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας και η μητέρα της αρχοντικής καταγωγής από τη Νάουσα του νομού Ημαθίας),στην παιδική της ηλικία γνώρισε την αμέριστη υποστήριξη των γονιών της για την κλίση της προς τη μουσική.Ήταν άλλωστε σύμφωνα με την Ελληνίδα μουσικό, μία φυσική εξέλιξη καθώς όπως χαρακτηριστικά έλεγε και η ίδια "γεννήθηκα για να παίζω πιάνο, ένοιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά".

Φοίτησε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης, το μοναδικό τότε κρατικό ωδείο της χώρας, όπου συνδέθηκε με μια δυνατή φιλία με την Μαρία Καλογεροπούλου, που γίνεται μετέπειτα γνωστή ως Μαρία Κάλλας, φιλία που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του θανάτου της διάσημης υψιφώνου. Το 1949 ξεκινά η μουσική της σταδιοδρομία στην Ελλάδα, η οποία όμως διακόπτεται από ένα σύντομο, όπως αρχικά θεωρούσε, ταξίδι στη Γαλλία, ως προσκεκλημένη της Μαργκερίτ Λονγκ, δεξιοτέχνιδας του πιάνου και μαθήτριας του Μωρίς Ραβέλ, για να συμμετάσχει στον ομώνυμο διαγωνισμό. Αυτή η επαφή ήταν αρκετή για να διακρίνει η κυρία Λονγκ το ταλέντο της Βάσως Δεβετζή και να της προτείνει να διδάξει στη φημισμένη Σχολή της, αλλά και να συμμετέχει ως μέλος της κριτικής επιτροπής, στη διοργάνωση μουσικών διαγωνισμών ταλέντων.

Στο Παρίσι αποκτά την εκτίμηση και συμπαράσταση από σημαντικές προσωπικότητες της μουσικής, όπως ο συνθέτης Ανρί Σωγκέ, ο κριτικός Ρενέ Ντυμενίλ, ο ομότεχνός της Ζακ Φεβριέ και ο Ζαν Ρουάρ, ο οποίος έμελε να γίνει ο σύντροφος στη ζωή της. Στις 15 Μαρτίου 1950, εμφανίζεται στη γαλλική τηλεόραση στα πλαίσια αφιερώματος για την Εθνική Παλιγγενεσία, έπειτα από προσωπική σύσταση του Γάλλου Προέδρου Ρενέ Κοτύ.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του '50, η Βάσω Δεβετζή πραγματοποιεί την πρώτη περιοδεία της στη Σοβιετική Ένωση, συμπράττοντας με τη φημισμένη Ορχήστρα Δωματίου της Μόσχας του Ρούντολφ Μπαρσάι. Εκεί γνωρίζεται με τον Νταβίντ Όιστραχ που ηχογραφεί μαζί της το 20ό κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (Κ.466) του Μότσαρτ. Η συνεργασία τους απετέλεσε και την έναρξη μια μακράς φιλίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Τον Μάρτιο του 1963, λαμβάνει το Μέγα Βραβείο Δίσκου για τη εκτέλεση της έργου του Γάλλου συνθέτη Ανρί Σωγκέ. Τον Ιανουάριο του 1968, η Βάσω Δεβετζή ερμηνεύει με επιτυχία το 3ο κονσέρτο του Μπετόβεν στη Μόσχα, με τον Κίριν Κοντράσιν στο πόντιουμ. Την προσοχή προς την Ελληνίδα πιανίστρια τράβηξε ο Γιεβγκένι Μραβίνσκι, μεγάλη προσωπικότητα της Σοβιετικής Ένωσης στο χώρο της μουσικής και αρχηγός της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ. Παρά το γεγονός ότι ο γνωστός μουσικός αρνούνταν στη μέχρι τότε μουσική του καριέρα να συμπράξει με σολίστ για την εκτέλεση κονσέρτων, η Βάσω Δεβετζή συνεργάζεται μαζί του και συμμετέχει σε πολλές περιοδείες της φιλαρμονικής στη Σοβιετική Ένωση.  Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιοδεία της στη Σοβιετική Ένωση, έρχεται σε επαφή και με μια άλλη σημαντική μορφή της ρωσικής μουσικής, τον βιολοντσελίστα Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, με τον οποίο συνδέεται αργότερα με δυνατή φιλία.[8][9] με τον οποίο συνεργάζεται στη συνέχεια. Οι θέρμες συστάσεις των Νταβίντ Όιστραχ και Ροστροπόβιτς, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η Βάσω Δεβετζή να ξεκινήσει τις πρώτες εμφανίσεις της στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αποκτά την υποστήριξη του ιμπρεσάριου και κινηματογραφικού παραγωγού Σολ Χιούροκ (Sol Hurok).

Στις 19 Αυγούστου 1975, σε ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος προς τιμήν του Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, έλαβε ανταμοιβή για την προσφορά της στην μουσική μαζί με το διάσημο βιολοντσελίστα και την Τζίνα Μπαχάουερ. Οι καλλιτέχνες όμως με τη σειρά τους προσέφεραν τα χρήματα για την αποκατάσταση των προσφύγων της Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο.

Το πρώτο της ταξίδι στο Παρίσι, ήταν καταλυτικό για την εξέλιξη της αναγνωρισιμότητάς της. Ενώ είχε φύγει αρχικά για 20 μέρες, τελικά απουσίασε από την Ελλάδα 40 χρόνια, αλλά επισκεπτόταν τακτικά και την Θεσσαλονίκη. Λόγω της καλλιτεχνικής πορείας σε διάφορες χώρες του κόσμου και την έφεσή της στις ξένες γλώσσες, μαθαίνει με ευκολία στην καριέρα της αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και ιταλικά.

Η σχέση της Βάσως Δεβετζή με την Ελληνίδα ντίβα του λυρικού τραγουδιού τη Μαρία Κάλλας, συνέπεσε με την καλλιτεχνική άνθηση της πρώτης και την φωνητική κάμψη της δεύτερης. Εν τούτοις, η θερμή φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους διατηρήθηκε αμείωτη μέχρι το θάνατο της Μαρίας Κάλλας στην οποία η Βάσω Δεβετζή συμπαρίσταται στα τελευταία δύσκολα χρόνια της ζωής της. Όταν η ντίβα πεθαίνει το 1979, η Δεβετζή μεταφέρει από το Παρίσι την τέφρα της στην Ελλάδα και παρουσία του τότε υπουργού πολιτισμού της Ελλάδος, την σκορπίζει στα νερά του Αιγαίου.

Μετά το θάνατο της Κάλλας, η πιανίστρια μειώνει τις εμφανίσεις της προκειμένου ν' αφιερωθεί στην μνήμη της αγαπημένης της φίλης. Έτσι το 1980 ιδρύει με τον εκδότη και φίλο και των δύο καλλιτεχνιδών, Χρήστο Λαμπράκη και με τη συμβολή βεβαίως και άλλων προσωπικοτήτων από την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ελβετία και τη Γερμανία, το διεθνές ίδρυμα "Μαρία Κάλλας", με έδρα την Ελβετία. Ο κύριος σκοπός του ιδρύματος δεν ήταν άλλος από την προβολή του έργου της Μαρίας Κάλλας και την προστασία της μνήμης της.

Η Βάσω Δεβετζή απεβίωσε το 1987.

De Siris