Μάξιμος Ε΄
Ο Μάξιμος Ε΄ ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις
20 Φεβρουαρίου 1946 ως τις 19 Οκτωβρίου 1948.
Γενικά
Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1897 στη Σινώπη του Πόντου.
Ήταν γιος του Ελευθερίου και της Αικατερίνης Βαπορτζή. Αφού τελείωσε το σχολείο
στην πατρίδα του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Χειροτονήθηκε
διάκονος το 1918 και ιερέας το 1928. Το 1930 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας
και το 1932 Μητροπολίτης Χαλκηδόνος. Κατά τη διάρκεια της αρχιεροσύνης του
αυτής συνελήφθη από τις τουρκικές Αρχές και εκτοπίστηκε στη Προύσα για
"λόγους ασφαλείας". Τον Φεβρουάριο του 1946 εξελέγη,σε ηλικία 50
ετών, χωρίς προβλήματα και παρεμβάσεις, Οικουμενικός Πατριάρχης. Η εκλογή του
συνοδεύτηκε με την ελπίδα ότι θα έδινε νέα πνοή στο αξίωμά του, που
αντιμετώπιζε ήδη προβλήματα ύπαρξης μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που είχε
επιβάλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο η Συνθήκη της Λωζάνης.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη είχε αρχίσει
ελληνοτουρκικός διάλογος ειδικά για τα ζητήματα του Πατριαρχείου που τελικά
επέφερε κάποια θετικά αποτελέσματα. Σε έκθεση επιτροπής ιεραρχών του
Πατριαρχείου, μετά την ανάρρηση στο θρόνο του Μαξίμου, που συναντήθηκε με
Τούρκους επισήμους αναφέρονται μεταξύ άλλων:
"Η
επιτροπή τυχούσα ευμενούς υποδοχής, έλαβε την υπόσχεσιν ότι θα χορηγηθώσιν
άδειαι προς διενέργειαν κοινοτικών εκλογών, θα απαλλαγώσι της φορολογίας τα
φιλανθρωπικά καταστήματα της ελληνορθοδόξου Κοινότητος, η Θεολογική Σχολή της
Χάλκης θα μεταγραφεί και πάλιν επ΄ ονόματι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα
αποδοθεί εις αυτό ο προ πολλού κατεχόμενος υπό του διαβοήτου παπά-Ευθύμ ναός
του Γαλατά και θα ανεξετασθή το ζήτημα του ναού της Καφατιανής, εβεβαίωσε δε
την Επιτροπή, ο πρωθυπουργός, ότι θα αυξηθή η εις τας σχολάς της ελληνικής
μειονότητος παρεχομένη κρατική επιχορήγησις".
Ενδεικτικό γεγονός της τότε βελτίωσης της κατάστασης
υπήρξε η επίσκεψη του τότε προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ισμέτ Ινονού στη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή, από τον τότε
διευθυντή, μητροπολίτη Νεοκαισαρείας και τους μαθητές. Παρά ταύτα η Πατριαρχία
του Μαξίμου δεν έμελλε να είναι μακρά.
Στις αρχές του 1947 παρουσίασε συμπτώματα οξείας
νευρασθένειας. Τον Μάιο του 1947, για λόγους υγείας, επισκέφτηκε την Ελλάδα
όπου και έγινε δεκτός με ιδιαίτερα μεγάλες τιμές και στη συνέχεια μετέβη στην
Ελβετία. Ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1948, συμπληρώνοντας μόλις δύο χρόνια
Πατριαρχίας, υπέβαλε την παραίτησή του, αφενός λόγω των υποτροπών της ασθένειάς
του, και αφετέρου από εξωγενείς πιέσεις λόγω της προσέγγισης που είχε με τον
απεσταλμένο του Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιου και τον Ρώσο Πρόξενο, στην απαρχή του
Ψυχρού Πολέμου και της υφιστάμενης τότε αντισοβιετικής υστερίας, λαμβάνοντας
στη συνέχεια τον τίτλο του «πρώην Κωνσταντινουπόλεως και προέδρου Εφέσου».
Επίσκεψη
στην Αθήνα
Τον Μάιο του 1947 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄
επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα. Συγκεκριμένα συνοδευόμενος από τρία συνοδικά
μέλη, τους Μητροπολίτες: Σάρδεων Μάξιμο, Λαοδικείας Μάξιμο και Χαλδείας
Κύριλλο, με σιδηροδρομική αμαξοστοιχία από τον σταθμό Σικερτζή έφθασε στο
Πύθιο, παρά τα ελληνοτουρκικά σύνορα, απ΄ όπου με αυτοκινητοπομπή κατευθύνθηκε
στην Αλεξανδρούπολη όπου τον υποδέχθηκαν εκπροσωπώντας την Εκκλησία της Ελλάδος
οι Μητροπολίτες Φθιώτιδας Αμβρόσιος και Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος.
Στη συνέχεια μετά από μια μικρή δέηση στο μητροπολιτικό
ναό της πόλης επιβιβάστηκε μετά της ακολουθίας του στο ελληνικό αντιτορπιλικό
ΚΡΗΤΗ, που ανέμενε στον λιμένα, με προορισμό τον Πειραιά όπου και κατέπλευσε
στις 01:30 της 21ης Μαΐου του 1947, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα της εορτής των Αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης, μέσα σε μια φρενίτιδα σημαιοστολισμών, συριγμών ελλιμενισμένων
πλοίων, χαρμόσυνων κωδωνοκρουσιών και επευφημιών του πειραϊκού λαού που είχε
προσέλθει γύρω από τον λιμένα.
Μετά την ολοκλήρωση της πρόσδεσης, στο πλοίο ανήλθαν ο
στρατάρχης Α. Παπάγος, ως εκπρόσωπος του Βασιλέως, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και
μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου με τους δύο
αντιπροέδρους, ο υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας και άλλοι επίσημοι
που υπέβαλαν χαιρετιστήριες προσρήσεις. Τον Πατριάρχη προσφώνησε ο υπουργός
Παιδείας ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης λέγοντας:
"Η
Ελληνική κυβέρνησις μετ΄ εξαιρετικής συγκινήσεως και υψίστης ευλαβείας
υποδέχεται και χαιρετίζει σήμερον την τιμώσα το πάτριον έδαφος...".
Σκευωρίες
Και όμως πίσω από τις παραπάνω θαυμαστές εκείνες πλην όμως
καθ΄ όλα φαινομενικές τελετές, προσφωνήσεις – δηλώσεις και δεξιώσεις που
ακολούθησαν, η ελληνική κυβέρνηση του Α. Παπάγου, πειθήνια εντολοδόχος των ΗΠΑ,
είχε ήδη αρχίσει να δρομολογεί την αντικατάσταση του πατριάρχη με το πρόσχημα
βέβαια της ασθενείας του, ενώ οι λόγοι ήταν ουσιαστικά πολιτικοί, στους οποίους
και η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε ιδιαίτερη αξίωση να μη συναινέσει.
Στο σημείο αυτό ο επί 20 χρόνια διευθυντής σύνταξης της
εφημερίδας «Εμπρός» (Κωνσταντινούπολης), αρχισυντάκτης - δημοσιογράφος Αλέκος
Παπαδόπουλος είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός:
«Έχω
την εντύπωση πως οι λόγοι παραιτήσεως και διαδοχής του Μαξίμου του Ε΄ ήταν
καθαρώς πολιτικοί. Ο Μάξιμος είχε αρχίσει να καλλιεργεί σχέσεις στενές με τον
Ρώσο πρόξενο στη Κωνσταντινούπολη και κατ΄ επέκταση με τη Μόσχα. ….Η
επικρατούσα γνώμη και φυσικά η λογική απέκλειε το ενδεχόμενο οι σχέσεις να
είχαν κίνητρα θρησκευτικά. Η εμφάνιση μάλιστα του Πατριάρχου Μαξίμου αγκαζέ με
τον Ρώσο διπλωμάτη στον κήπο του πατριαρχικού μεγάρου, αποτέλεσε τη χαριστική βολή
και κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσε αναζωπύρωση του αμερικανικού και δυτικού
ενδιαφέροντος για τον παραμερισμό του στον Οικουμενικό θρόνο».
Έτσι μεταξύ άλλων άρχισε να διαδίδεται ότι ο Μάξιμος Ε΄
είναι ρωσόφιλος και διέπεται από «αριστερισμό». Στο χορό της λοιδορίας εκείνης
ενεπλάκησαν δυστυχώς και μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος προβάλλοντας
κινδύνους σλαβισμού με στόχο την αναγνώριση σε περίοπτη θέση του πατριάρχη
Μόσχας Αλέξιου. Χαρακτηριστικό ήταν το "άρθρο γραμμής" του τότε μητροπολίτη
Ζακύνθου Χρυσόστομου όπου αφού έκανε αναφορά στον Παπισμό και στο Σλαβισμό
κατέληγε:;
"..υπό
το σημερινό κομμουνιστικόν καθεστώς διατελούσας σλαυικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας
υπό την αιγίδα του Ρώσου Πατριάρχου, κινουμένας ίνα αμαυρώσωσι την αίγλην του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και αναδείξωσιν εις την περίοπτον θέσιν, ην από
αιώνων τούτο κέκτηται κατόπιν αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων, τον Πατριάρχην
της Ρωσίας Αλέξιον".
Και όμως κατά πόσο θα μπορούσαν να ευσταθούν οι
χαρακτηρισμοί περί "ρωσοφιλίας" και "αριστερισμού", κατά
του Πατριάρχη, όταν:
Πρώτον, τον Νοέμβριο του 1946 διέρρευσε στον
εκκλησιαστικό τύπο της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας επιστολή του Μαξίμου Ε΄
προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα προκειμένου να ενεργήσει ώστε να
μην επιτραπεί η μετάβαση του ΕΑΜίτη επισκόπου Ιωακείμ, (πρώην Κοζάνης), στις
ΗΠΑ λόγω της σκανδαλώδους πολιτείας του;
Δεύτερον: όταν αρνήθηκε συμμετοχή σε Διορθόδοξη Διάσκεψη
που προσπάθησε να οργανώσει στη Μόσχα ο Αλέξιος το 1947;
Τρίτον: όταν ερχόμενος ο Μάξιμος Ε΄, στην Αθήνα δεν
παρέλειψε να εκφράσει την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση (της Αθήνας)
και να καλέσει τους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα;
Συνεπώς μετά τα παραπάνω καθίσταται σαφής η σκευωρία που
υπέστη ο Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ και μάλιστα όχι από αλλόθρησκους, αλλά από την
ίδια την ομόθρησκη ελληνική κυβέρνηση, που αν δεν την παρασκεύασε τουλάχιστον
την υιοθέτησε.
Προκάλυψη η ασθένεια
Χαρακτηριστικές είναι και οι αναφορές των τότε Ελλήνων
διπλωματών που υπηρετούσαν στην Τουρκία κάποια αποσπάσματα των οποίων αξίζει ν΄
αναφερθούν ενδεικτικά για το κλίμα που ίσχυε τότε με προκάλυψη την ασθένεια του
πατριάρχη.
Αρχικά λίγους μήνες μετά την εκλογή του Μάξιμου το 1946
το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνεται επίσημα από τον πρέσβη της
Άγκυρας Περικλή Σκέφερη ότι "ο Πατριάρχης πάσχει από σοβαρή νευρασθένεια
και θέλει να παραιτηθεί". Η πρώτη ελληνική αντίδραση ως απάντηση ήταν
μάλλον επιφυλακτική: "Ας περιμένουμε την εξέλιξη της υγείας του και
βλέπουμε…".
Τον Αύγουστο του 1947 ο τότε Έλληνας υποπρόξενος στην
Κωνσταντινούπολη ¨Άγγελος Βλάχος σημειώνει για τον Πατριάρχη:
«ενώ
με το στενό του περιβάλλον δεν συγκρατούσε τον εαυτό του και συχνά δεν ήθελε να
φορέσει ούτε ράσα, αλλά περιφερόταν με μακριά μάλλινα σώβρακα είτε στο
Πατριαρχείο είτε στους μακρείς διαδρόμους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης,
όταν δεχόταν τον Μελά και τον Σκέφερη προσπαθούσε να συγκρατεί τον εαυτόν του,
αλλά μάταια, γιατί και το πρόσωπό του έδειχνε βαθιά κατάθλιψη και ο ειρμός των όσων
έλεγε ήταν ακατάστατος».
Εντυπωσιακή είναι και η εικόνα που σχημάτισε ο Γεώργιος
Σεφέρης ένα μήνα πριν κατά τη συνάντηση που είχε με τον Πατριάρχη στην Ελλάδα,
στη δεξίωση που έδωσε προς τιμή του ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, στο
σπίτι του στο Ψυχικό, στις 19 Ιουλίου του 1947, την οποία και περιγράφει:
"
…Θα μπορούσες να την αγγίξεις την πλήξη που βγαίνει απ΄ αυτόν τον άνθρωπο, σαν
αχνός. Μέσα σ΄ αυτό το βλέμμα είναι άπειρες σκοτεινιασμένες κάμαρες, στενόχωρα
σοκάκια, συμπιεσμένες και μωλωπισμένες ψυχές".
Τον Σεπτέμβριο του 1947 επανέρχεται ο υποπρόξενος Άγγελος
Βλάχος με νέο υπόμνημα προς το υπουργείο Εξωτερικών:
"Σήμερον
ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η «σκιά της σκιάς», ουδεμίαν έχων εξουσίαν επί
τεσσάρων μητροπόλεων (Δέρκων, Χαλκηδόνος, Πριγκηποννήσων, Ίμβρου και Τενέδου).
Η κατάσταση του κλήρου, ιδίως δε των μητροπολιτών είναι κατωτέρα πάσης
περιγραφής. Η Ιερά Σύνοδος, αποτελούμενη κατά το πλείστον εξ επωνύμων
μητροπολιτών, είναι συγκέντρωσις φαυλοβίων και χρηματιζομένων ανθρώπων, πολλοί
των οποίων έχουν φθάσει εις σημείον πωρώσεως (…..). Η Τουρκική κυβέρνησις είναι
βέβαιον ότι θα έχει εις την διάθεσίν της αρχείον ολόκληρον της κακής διαγωγής
πλείστων εκ των Αρχιερέων. (…) Οι εν Κωνσταντινουπόλει ιεράρχαι, περιφερόμενοι
άνευ ράσσου, αναμιγνυόμενοι εις τα κοσμικά, χάνουν σχεδόν εντελώς την
εκκλησιαστικήν συνείδησιν, διάγουν βίον κακόν προκαλούντες και επεισόδια
καταλήγοντα εις το αστυνομικόν τμήμα».
Να σημειωθεί ότι οι ιεράρχες έφεραν πολιτική περιβολή
επειδή είχε επιβληθεί δια νόμου της τουρκικής κυβέρνησης από το 1934.
Η
"παραίτηση"
Μετά τα παραπάνω τέσσερις κυβερνήσεις[15] του Λονδίνου,
της Ουάσιγκτον, της Αθήνας, (η μόνη που έκανε μνεία για ασθένεια), και της
Άγκυρας άρχισαν ν΄ ανησυχούν για τη διαδιδόμενη «ρωσοφιλία» του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, πίσω από την οποία εκτιμούσαν ότι κρύβεται επιδίωξη της
σοβιετικής κυβέρνησης ν΄ αυξήσει την επιρροή της στο χώρο της Μέσης Ανατολής.
Μάλιστα κάποιοι υπενθύμιζαν την προ δύο αιώνων συναφθείσα επί Τσάρων Συνθήκη
Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (του 1774).
Έτσι με συνεννοήσεις μέσω πρεσβειών άρχισε η αναζήτηση νέας
«ισχυράς προσωπικότητας» με σαφή «αντιρωσικό» προσανατολισμό, που να μπορέσει
να μεταβάλλει το Πατριαρχείο σε «αντικομουνιστικό προπύργιο». Αρχικά κατά τις
ελληνο-αμερικανο-τουρκικές συνεννοήσεις η Τουρκία φέρονταν να αποδέχθηκε εκλογή
πατριάρχη έξω από τον στενό κύκλο των συνοδικών επισκόπων, όπου τότε και
προτάθηκε ο πρώην Αθηνών αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Η πρόταση όμως αυτή
απορρίφθηκε εκ μέρους της Τουρκίας θεωρώντας τον persona non grata, λόγω παλαιότερης δράσης του ως
μητροπολίτης Τραπεζούντας, την περίοδο 1916-1922. Τότε ακολούθησε η πρόταση των
ΗΠΑ για τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, τον οποίο ουσιαστικά και επέβαλε
μετά από πιέσεις σε Τούρκους ιθύνοντες για προώθηση προσώπου αποδεδειγμένα
πιστού στις «αρχές του δυτικού συνασπισμού». Έτσι η Άγκυρα και ο τουρκικός
τύπος στήριξαν την πρόταση για τον Αθηναγόρα χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα «πιστό
φίλο της Τουρκίας».
Αντίθετα η Αθήνα αρχικά εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις που
όμως προ της τότε υστερίας του αντικομουνισμού γρήγορα ξεπεράστηκαν και το
υπουργείο Εξωτερικών έδωσε εντολή στον πρέσβη της Άγκυρας να χειριστεί το θέμα
«εν λευκώ». Τελείως όμως απρόσμενη ήταν και η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου
Αθηνών Δαμασκηνού για καθαρά όμως εκκλησιαστικούς λόγους, όπου με παρέμβαση του
υπουργείου Εξωτερικών κλήθηκε να πάψει ν΄ αντιδρά τουλάχιστον δημόσια.
Ιδιαίτερα όμως έντονες και δικαιολογημένα ήταν οι
αντιδράσεις στο Φανάρι, όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι κινήσεις των
παραπάνω κυβερνήσεων. Επικεφαλής των αντιδρώντων ιεραρχών που διέβλεπαν την
έξωθι χειραγώγηση του Πατριαρχείου ήταν ο μητροπολίτης Δέρκων Ιωακείμ, ο
Λαοδικείας Μάξιμος, ο Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, ο Περγάμου Αδαμάντιος, ο
Σάρδεων Μάξιμος και ο Χαλδείας Κύριλλος, οι οποίοι στις επισημάνσεις των
εκπροσώπων της Αθήνας για την ανάγκη της αντικατάστασης του Πατριάρχη, λόγω
ασθενείας, υπερασπιζόμενοι την ανεξαρτησία του Πατριαρχείου απαντούσαν ότι
πολλές φορές το Πατριαρχείο αντιμετώπισε στη μακρά ιστορία του παρόμοιες
καταστάσεις τις οποίες μόνο του κατάφερε να τις ξεπεράσει, συνεπώς δεν είχαν
χρεία εξωγενών παραγόντων για εσωτερικές διευθετήσεις.
Τελικά ο Οκτώβριος του 1948 ήταν ο μήνας των αφόρητων
πιέσεων. Στη Κωνσταντινούπολη είχαν φθάσει και κάποιοι Αμερικανοί
«διαπραγματευτές». Λέγεται ότι τότε οι συνοδικοί έκρυβαν τον Πατριάρχη στη
Σχολή της Χάλκης για να μη δέχεται επισκέψεις ξένων εντεταλμένων. Οι
κυβερνήσεις της Αθήνας και της Άγκυρας άρχισαν τότε ένα συντονισμένο αγώνα
κάμψης των αντιδράσεων Ο πρέσβης Π. Σκέφερης, ο πρόξενος στη Κωνσταντινούπολη
Π. Μελάς και Αμερικανοί υπόσχονται άφθονη οικονομική βοήθεια, ενώ παράλληλα
δίδονται και προειδοποιήσεις για τυχόν αποκαλύψεις σκανδάλων για όσους
βάραιναν.
Τελικά στις 18 Οκτωβρίου του 1948, κάτω από το καθεστώς
εκείνο των υποσχέσεων και των εκβιασμών. όπως αυτό είχε διαμορφωθεί, ο Πρέσβης
Π. Σκέφερης συνοδευόμενος από τον πρόξενο Π. Μελά μετέβησαν στη Χάλκη και
παρέλαβαν το ιδιόχειρο έγγραφο της παραίτησης του Μαξίμου Ε΄. Ο δρόμος πλέον για
την εκλογή νέου πατριάρχη είχε ανοίξει.
Το
τέλος
Στο τέλος του 1971 προσβλήθηκε από οξεία βρογχοπνευμονία
και πέθανε πάμπτωχος την Πρωτοχρονιά του 1972 στην Ελβετία. Η σορός του
μεταφέρθηκε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ετάφη με τιμές στο προαύλιο της
πατριαρχικής Μονής Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή.
De Siris