Χορός του Ζαλόγγου
Ο λεγόμενος
Χορός του Ζαλόγγου αποτελεί ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό ιστορικό και λαογραφικό
περιστατικό που συνέβη 18 χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 (π.ημ.), στη κορυφή του όρους Ζάλογγο, εξ ου και
η ονομασία του, ο οποίος και κατέληξε «εν χορώ» σε μια ομαδική απελπισμένη
βρεφοκτονία και αυτοκτονία ορεσίβιων γυναικών της περιοχής Σουλίου.
Οι φήμες του
συγκινητικού αυτού γεγονότος κάλυψαν πολύ γρήγορα όχι μόνο τον τουρκοκρατούμενο
ελλαδικό χώρο, αλλά ήταν αυτές που κυριαρχούσαν στις ειδήσεις των Φιλελλήνων
στην Ευρώπη κατά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, λαμβάνοντας μάλιστα
ιδιαίτερες συγκινησιακές φορτίσεις και διαστάσεις θαυμασμού, εξιδανικεύοντάς
το.
Ιστορία
Το γεγονός
αυτό ανάγεται στις μάχες που έδωσαν τα εκστρατευτικά σώματα του Αλή Πασά όταν
αποφάσισε να καταστείλει τους Σουλιώτες που "λυμαίνονταν" περιοχές
του Πασαληκίου των Ιωαννίνων. Κατά τις τελευταίες εκείνες εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις, τέταρτες κατά σειρά, όταν περικυκλώθηκαν κάποια εναπομείναντα
εκεί γυναικόπαιδα των Σουλιωτών, που είχαν καταφύγει στο υφιστάμενο ομώνυμο
μοναστήρι, Μονή του Ζαλόγγου, που προκειμένου να μην υποστούν την αιχμαλωσία
και άλλους εξευτελισμούς, αποφάσισαν να ριφθούν σε παρακείμενο γκρεμό,
(φαράγγι), όπως και έπραξαν χορεύοντας και ρίχνοντας προηγουμένως τα βρέφη που
κρατούσαν στην αγκαλιά τους.
Κατά τα ίδια
γεγονότα η κόρη του Νώτη Μπότσαρη, ενώ μετέφερε στους ώμους της την
τραυματισμένη μητέρα της, βλέποντας ότι κινδύνευαν να συλληφθούν από κάποιον
Αλβανό, έριξε τη μητέρα από έναν βράχο στον ποταμό Αχελώο και έπεσε και η ίδια.
Σημειώνεται ότι εκείνη την εποχή ο εξευτελισμός των γυναικών εχρησιμοποιείτο
από τον Αλή Πασά ως μέσο αντιμετώπισης των Σουλιωτών. Ένας από τους τρόπους
εξευτελισμού ήταν και η πώληση των γυναικών ως σκλάβων, σε εποχή που το εμπόριο
λευκών σκλάβων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν νόμιμο και καταργήθηκε με
φιρμάνι μόλις το 1830.
Αναφορές
Αναφορά Μπαρτόλντυ
Πρώτος που
κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος
Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η
έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο
αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες,
ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη
γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά.
Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του «Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 - 1804»,
(δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807),
σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
"Καμιά
εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας
στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η
τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης
διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες
γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν."
Σημειώνεται η
αναφορά για "39" γυναίκες που "γκρεμίστηκαν", με τα παιδά
τους χωρίς να διασαφηνίζεται αν ήταν αυτοκτονία, ή θηριωδία.
Αναφορά Γ. Ληκ
Δεύτερος που
κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός,
περιηγητής και αρχαιολόγος, Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ, από πληροφορίες που
συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες
συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του "Περιήγηση στη Β. Ελλάδα". Στην
αναφορά του αυτή σημειώνει:
"Περίπου
100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα,
με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή
τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή
του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα
του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν
στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες
και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού,
προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές
γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες
κάνουν το μοιραίο πήδημα ".
Στη δεύτερη
ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ
προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να
γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό
δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί Βασιλείας του Όθωνα.
Αναφορά Χόλαντ
Tο 1815 ο Χ.
Χόλαντ εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας
επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:
«...λέγεται
σαν πραγματική ιστορία, πως μια ομάδα Σουλιώτισσες, μαζεύτηκαν σ΄ ένα από τα
κοντινά στο Σαράι βάραθρα και έριξαν εκεί τα βρέφη τους για να μη γίνουν
σκλάβοι του εχθρού».
Στη τρίτη
αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι
φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που ύπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του
Ζαλόγγου.
Αναφορά Χ. Περραιβού
Τον ίδιο όμως
χρόνο, το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η
πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση
της "Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας" του Χριστόφορου Περρραιβού
που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή
του γεγονότος.
Κατ΄ αυτή,
όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους
Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν
κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο
Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή
Πασά, αναφέροντας σχετικά…
«τότε
εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν
όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο
ανωφελής. Άρχισαν μ΄ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα
αναγκαία ν΄ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την
δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως
εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν
ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να
παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των
χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι
μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι
δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως
δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των
οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».
Στην πρώτη
αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των
γυναικών, στο περίπου, "έως 60", και ότι προηγουμένως
"εσυμβουλεύθησαν", (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου
κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους
στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο "χορός",
δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Πάράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που
είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους,
πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα
γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το
περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού η δε αναφορά στο γεγονός
είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.
Αναφορά Πουκεβίλ
Το 1820 ο
Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που διέμενε 10 και πλέον χρόνια στην αυλή
του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα.
Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
«...τις
γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα
παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια.»
Εδώ γίνεται
σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον
επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με
περισσότερη λεπτομέρεια:
«Ηρωικό
θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων.
Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα,
πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης,
ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους
δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν.»
Στη νεότερη
αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία
και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον
μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).
Αναφορά Κλ. Φωριέλ
Και ενώ έχει
ξεκινήσει η επανάσταση των Ελλήνων, οι φήμες συνεχίζουν να φουντώνουν παράλληλα
με τον φιλελληνισμό. Έτσι το 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός και σπουδαίος
φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα
εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ΄ αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η
μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν΄ ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας
πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:
«..ήταν ακόμα
αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί
τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του
ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς
βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να
κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να
τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που
ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες,
αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά,
άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για
τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό
γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και
άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και
η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και
κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο
χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον
ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες
δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».
Η λεπτομερής
αυτή περιγραφή του Χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες προσέδωσε μια
ιδιαίτερη χρονικά αυτοτέλεια με μια παράλληλη πληρότητα αυτοθυσίας, αντί
αυτοκτονίας, εξαίρετης συγκίνησης και θαυμασμού με διεθνή πλέον εμβέλεια που
και κυριάρχησε σ΄ όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.
Σημείωση
Διευκρινίζεται
ότι το δημοτικό τραγούδι "Έχε γειά καημένε κόσμε" που αναφέρεται στο
περιστατικό ως χορός του Ζαλόγγου έχει προσδιοριστεί, όπως σημειώνει ο Αλέξης
Πολίτης, ότι είναι δημιούργημα του 1908.
Παρόμοια Περιστατικά
Στην Νάουσα
Ημαθίας το 1822 κατά την πολιορκία και την καταστροφή της πόλης από τους Τούρκους,
αρκετές Ναουσαίες με τα παιδιά και τα μωρά τους, παίρνοντας ίσως δύναμη και από
τις Σουλιώτισσες, πήδηξαν όλες μαζί, μια μια στα αφρισμένα νερά του ποταμού
Αράπιτσα, από τον γκρεμό, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο για να γλιτώσουν από την
σκλαβιά και την ατίμωση.
Κατά τις
επιχειρήσεις του Ελληνοτουρκικού Πολέμου στην Ήπειρο το 1897, περίπου στην ίδια
περιοχή, λίγο έλειψε να επαναληφθούν σκηνές Ζαλόγγου στις 24 Απριλίου (παλ.
ημ/γιο). Τότε οι κάτοικοι του χωριού Καμαρίνα είχαν οπλιστεί και κατέλαβαν το
παλαιό οχυρό κοντά στο χωριό Ιμάμ Τσαούς ελέγχοντας το δρόμο από Πρέβεζα προς
Λούρο. Εναντίον τους εστάλη ισχυρή δύναμη αρχικά 2 λόχων και 30 έφιππων
χωροφυλάκων, αργότερα δε από την Πρέβεζα δύο τάγματα και 300 εθελοντές. Οι
κάτοικοι της Καμαρίνας, μαζί με γυναίκες και παιδιά, αποσύρθηκαν από το φρούριο
και υποχώρησαν αρχικά προς το χωριό τους το οποίο όμως πυρπολήθηκε και πολλοί
σκοτώθηκαν. Κατά τη μαρτυρία κατοίκου της Καμαρίνας που διασώθηκε, οι κάτοικοι
κατέφυγαν κοντά στη μονή του Ζαλόγγου, περίπου μισής ώρας απόσταση από το
χωριό. Εκεί συγκεντρώθηκαν περίπου 130 Καμαρινιώτες, άνδρες και γυναικόπαιδα,
μαζί με περίπου 20 εθελοντές από άλλα μέρη, εκ των οποίων 14 Λευκαδίτες.
Περικυκλώθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις και από εκατοντάδες ατάκτων Αλβανών
που είχαν συγκεντρωθεί με την προοπτική της λείας. Προς στιγμήν από τους
Έλληνες μαχητές αποφασίστηκε ένα νέο Ζάλογγο και μάλιστα μια γυναίκα έπεσε από
τα βράχια και σκοτώθηκε. Οι Τούρκοι εξεπλάγησαν από το γεγονός και σταμάτησαν
το πυρ, και έτσι έγινε δυνατό να διαφύγουν οι περισσότερες γυναίκες με την
κάλυψη του σκότους.
Κατά τη
απόβαση των Τούρκων στα Ψαρά (1821) και την περίφημη καταστροφή του νησιού,
έγινε επίσης αυτο-ανατίναξη ομάδας αμυνομένων, με τη σύμφωνη γνώμη των
γυναικών, όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν πλέον να αντισταθούν και ότι οι
Τούρκοι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στην αρπαγή των γυναικών και παιδιών.
Επίσης νέες γυναίκες αυτοκτόνησαν πέφτοντας στη θάλασσα για να μη συλληφθούν
ζωντανές.
Το Ζάλογγο ως στόχος της
"αποδομητικής σχολης" της Ελληνικής Ιστοριογραφίας
Έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι περί το τέλος του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα η
αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών
"αφηγήσεων" έγινε κυρίαρχο πρόταγμα της δυτικής ιστορικής και
κοινωνιολογικής σκέψης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας
(Καραμπελιάς, σελ. 10). Στην Ελλάδα η σχετική "σχολή" έχει ως κύριο
στόχο την ιστορία των Σουλιωτών επειδή αυτοί καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην
ελληνική ιστορική συνείδηση λόγω του μακρόχρονου αγώνα τους, επί δύο αιώνες,
κατά των Τούρκων. Το Ζάλογγο, όπως και το Κούγκι κ.ά., αποτελούν
λέξεις/σημαίνοντα που στο υποσυνείδητο των Ελλήνων ταυτίζονται με την
αγωνιστική διάθεση της νεώτερης Ελληνικής ταυτότητας. Για τον λόγο αυτό
επιχειρείται να πληγεί η αληθοφάνεια του γεγονότος και ο ηρωικός χαρακτήρας των
ατόμων που σχετίζονται με αυτό.
De Siris