Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Σφαγή της Δράκειας


Σφαγή της Δράκειας

Την Παρασκευή 17 Δεκέμβρη του 43, φάλαγγα γερμανικών στρατευμάτων με αυτοκίνητα, της οποίας προπορεύονταν μοτοσικλετιστές, ανέβαινε στο Πήλιο, μέσω του δρόμου Βόλου – Ζαγοράς. Στη θέση Αλικόπετρα όμως, έπεσε σε ενέδρα ομάδας ανταρτών, οι οποίοι σκότωσαν ένα μοτοσικλετιστή και τραυμάτισαν δύο.

Η φάλαγγα σταμάτησε στο δρόμο και διαπίστωσε, από τα ίχνη στο φρέσκο χιόνι που έπεφτε, ότι οι αντάρτες διέφυγαν προς τη Δράκεια. Περίμεναν να νυχτώσει και στη συνέχεια, γύρω στις 7.00 το βράδυ, κατέβηκαν στο χωριό, κύκλωσαν την κάτω πλατεία και συνέλαβαν όλους τους άνδρες που βρήκαν μέσα στα δυο καφενεία που λειτουργούσαν. Στη συνέχεια τους συγκέντρωσαν όλους σε ένα καφενείο και έκλεισαν όλες τις πόρτες, εκτός από μία που τη χρησιμοποιούσαν αυτοί για να μπαινοβγαίνουν. Έβαλαν πολυβόλα πάνω στα τραπέζια και μ’ αυτά απειλούσαν τους κατοίκους που είχαν φυλακίσει, ώστε να αποτρέψουν κάθε απόπειρα βίαιης αντίδρασης τους εναντίον τους.

Παρόλο όμως που οι συλληφθέντες, ήταν σχεδόν οι μισοί άντρες του χωριού, ο αριθμός τους δεν έφτανε για να ολοκληρώσουν τέλεια το βάρβαρο και απάνθρωπο έργο τους τα αιμοσταγή στίφη του Χίτλερ. Έτσι ορισμένες ομάδες Γερμανών σκορπίστηκαν στα σπίτια, συνέλαβαν όσους άντρες βρήκαν σ’ αυτά και τους μετέφεραν όλους μαζί στο καφενείο, όπου είχαν και τους άλλους.

Οι έγκλειστοι ζουν το δικό τους δράμα. Ερωτήματα σκληρά για την τύχη τους, τους παραλύουν την ψυχή και το σώμα. Συναισθήματα ανάμεικτα: φόβος αγωνία, αλλά και ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά και το κακό που φαίνεται να έρχεται δε θα φτάσει στο χωριό. Μάταια όμως. Τα μεσάνυχτα, οι Γερμανοί πήραν με τον ασύρματο τη διαταγή, από τη στρατιωτική διοίκηση Λάρισας: Εκτέλεση. Ένας από τους συλληφθέντες κατοίκους, που ήξερε γερμανικά και κατάλαβε τι τους περίμενε, ρώτησε τον αξιωματικό τους γιατί. Η απάντηση που πήρε ήταν ότι θα τους σκότωναν σε αντίποινα για το θάνατο του Γερμανού μοτοσικλετιστή και τον τραυματισμό των άλλων δύο, από τους αντάρτες, την προηγούμενη μέρα, στην Αλικόπετρα.

Το αίμα των συλληφθέντων κατοίκων πάγωσε. Προσπάθησαν να εξηγήσουν στους Γερμανούς ότι αυτοί ήταν άμαχοι και δεν είχαν καμιά σχέση με τους αντάρτες που τους χτύπησαν. Μάταια όμως. Οι δήμιοι ήταν αποφασισμένοι να τελειώσουν το μακάβριο και απάνθρωπο έγκλημα που ήρθαν να κάνουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έρχεται στο προσκήνιο για τους καταδικασμένους. Σκέφτονται να ορμήσουν στους Γερμανούς, να σπάσουν τον κλοιό κι όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν. Αλλά τι συνέπειες θα είχε αυτό για το χωριό, τις γυναίκες και τα παιδιά τους; Μήπως τα πράγματα γινόταν χειρότερα και οι Γερμανοί ξεκλήριζαν όλο το χωριό; Και πόσοι θα κατάφερναν να γλιτώσουν όταν αυτοί μόλις 120 άοπλοι άμαχοι, άτομα κάθε ηλικίας και σωματικής ικανότητας, είχαν απέναντί τους 200-250 πάνοπλους, έμπειρους και πωρωμένους με τα ιδεώδη του φασισμού και της απανθρωπιάς δήμιους;

Αποφάσισαν λοιπόν να μην κάνουν καμιά απόπειρα και να περιμένουν καρτερικά να ξημερώσει και να πεθάνουν. Όμως το ξημέρωμα αυτό αργούσε βασανιστικά να έρθει. Σκέφτονταν τα σπίτια, τις γυναίκες, τα παιδιά τους, όλους όσους αγαπούσαν και τους αγαπούσαν και δε θα ξανάβλεπαν. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής τους, αλλά και η τελευταία. Σκέφτονταν το θάνατο και σιγά-σιγά συμβιβάζονταν μ’ αυτόν. Έγιναν  ήρωες χωρίς να προλάβουν να το συνειδητοποιήσουν και περίμεναν βασανιστικά να ξημερώσει. Έκλαιγαν και προσεύχονταν στο Θεό. Παρακαλούσαν να ξημερώσει και να λυτρωθούν απ’ το μαρτύριό τους.

Και το ξημέρωμα ήρθε κάποτε. Οι Γερμανοί δείχνοντας κάποιο ίχνος ανθρωπιάς ίσως, αλλά μάλλον γιατί είχαν «συμπληρώσει» το αριθμό των ανθρώπων που ήθελαν να δολοφονήσουν, λες και οι ανθρώπινες ζωές μετριούνται με λογιστικούς τύπους και αριθμητικές πράξεις, άφησαν ελεύθερα τα μικρά παιδιά να φύγουν. Και τότε άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Πηγαίνοντας τους συλληφθέντες πέντε-πέντε στο ρέμα που βρισκόταν δίπλα από το καφενείο, τους εκτελούσαν, πυροβολώντας τους από πίσω, με τα πολυβόλα που είχαν στήσει για το σκοπό αυτό. Ακολουθούσε και η «χαριστική» βολή, μια σφαίρα στο κεφάλι, από τον επικεφαλής αξιωματικό, γιατί «φοβόταν» μην τους ξεγελάσει κανένας και γλιτώσει και δεν συμπληρωθεί ακριβώς ο αριθμός των αθώων που θα έλεγαν στους ανωτέρους τους πως έσφαξαν, υπηρετώντας τα φασιστικά «ιδεώδη» του λαού τους και εφαρμόζοντας την εκδοχή του δικού τους «πολιτισμού». Εντούτοις όμως και παρά την προσπάθειά τους να μη γλιτώσει κανένας, έξι άνθρωποι κατόρθωσαν να τους ξεγελάσουν και να σωθούν, αν και τραυματισμένοι οι περισσότεροι.

Με τον τρόπο αυτό, δολοφόνησαν από τις 7.00 ως τις 10.00 το πρωί του Σαββάτου 18 Δεκεμβρίου1943, 111 αθώους κατοίκους της Δράκειας, 7 κατοίκους του Σέσκλου και 1 κάτοικο του Αγίου Ονουφρίου. Ανθρώπους, οποίοι αυτόματα μετατράπηκαν σε ήρωες και σαν ήρωες έμειναν και θα μείνουν στη μνήμη όλων των ανθρώπων, που πέρασαν και θα περάσουν στο μέλλον από τούτο εδώ το ματοβαμένο τόπο, που λέγεται Ελλάδα και έχει γράψει λαμπρές σελίδες ένδοξης ιστορίας και αγώνων για την ελευθερία του ανθρώπου, στο πέρασμα των αιώνων.

Μόλις οι Γερμανοί τελείωσαν το μακάβριο έργο τους, μόλις η ματοβαμένη ψυχή και τα μάτια τους χόρτασαν αίμα αθώων, αφού το νερό στο ποτάμι έγινε κόκκινο, το ίδιο και η θάλασσα που κατέληγε το ποτάμι αυτό, αποφάσισαν να φύγουν απ’ το χωριό. Και σα να μην τους έφτανε η καταστροφή και η συμφορά που σκόρπισαν, θέλοντας να δείξουν τη δύναμη που ακόμα είχαν, τη μικροψυχία και τη βαρβαρότητά τους, ανέβηκαν ξανά στην Αλικόπετρα κι άφησαν εκεί ένα απόσπασμα, το οποίο άρχισε να ρίχνει με πολυβόλα πάνω στο σωρό των πτωμάτων, έτσι ώστε να μην τολμούν να πλησιάσουν εκεί οι γυναίκες και οι μανάδες των δολοφονημένων, που δειλά-δειλά άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να ψάχνουν τους δικούς τους ,μη γνωρίζοντας ακόμα το μέγεθος της καταστροφής, και της συμφοράς που είχε επιτελεσθεί από τα βάρβαρα στίφη του Γ΄ Ραϊχ και του Χίτλερ.

Η αναγνώριση των πτωμάτων, έγινε μετά την άφιξη κλιμακίου του Ερυθρού Σταυρού από το Βόλο, το οποίο ήρθε με λευκή σημαία και η ταφή έγινε σε ομαδικό τάφο. Το δράμα του ηρωικού χωριού, που μόλις άρχισε, θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Το χωριό, μετά τη σφαγή διαλύεται και ερημώνει. Οι περισσότερες οικογένειες των θυμάτων μετακομίζουν στο Βόλο, στην Αγριά και όπου αλλού είχαν κάποιους συγγενείς. Η οικονομία του χωριού αποσαρθρώνεται. Η επιστροφή στο χωριό, αρχίζει σιγά-σιγά από το Πάσχα του ’44 και μετά.

Μετά την απελευθέρωση, στο χώρο της εκτέλεσης ανεγέρθηκε μνημείο, το Ηρώο, όπου τοποθετήθηκαν τα οστά των εκτελεσθέντων. Στην πλάκα του μνημείου χαράχτηκαν τα ονόματα όλων των αδικοχαμένων ηρώων της Δράκειας.

De Siris