Σέμνη Καρούζου
Η Σέμνη
Καρούζου γεννήθηκε το 1898 και πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1994, ήταν αρχαιολόγος.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε
στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ονομαζόταν Κλεοσέμνη Παπασπυρίδη. Ο πατέρας της ήταν
στρατιωτικός και η μητέρα της, μοναχοκόρη ενός δικαστή, είχε λάβει γαλλική
μόρφωση, όπως τα περισσότερα κορίτσια της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης
τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, αναγκάζονταν
να μετακινούνται συχνά σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, όπως ο Πύργος
Ηλείας, το Μεσολόγγι, η Ζάκυνθος, η Σύρος, ο Βόλος και η Χαλκίδα, μέχρι να
καταλήξουν τελικώς στην Αθήνα, όπου η Σέμνη τελείωσε τη βασική εκπαίδευση. Η
οικογένεια της την ενθάρρυνε για το αντικείμενο των σπουδών που αποφάσισε να
ακολουθήσει. Ήταν μαθήτρια του Χρήστου Τσούντα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, όπου και γνώρισε τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Χρήστο Καρούζο
(1900-1967), με τον οποίο το 1931 παντρεύτηκε.
Το 1924, η
Σέμνη μετατέθηκε στην Κρήτη για να συνδράμει στις μινωικές ανασκαφές του
Στέφανου Ξανθουδίδη, ενώ αργότερα μετέβη στην Εύβοια, όπου διεξήγε έρευνα για
την αρχαία Ερέτρια. Όσο βρισκόταν στο Ηράκλειο, είχε την ευκαιρία να μπει στον
κύκλο επαφών του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο είχε γνωρίσει λίγα
χρόνια νωρίτερα μαζί με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Στο φιλικό της περιβάλλον
περιλαμβάνονταν και ο μεταρρυθμιστής Δημήτριος Γληνός, ο Μανώλης
Τριανταφυλλίδης, ο φιλόσοφος Γιάννης Ιμβριώτης και ο συνθέτης Δημήτρης
Μητρόπουλος. Η Σέμνη λάμβανε μέρος σε διάφορα κοινωνικο-πολιτικά κινήματα. Αν
και η ίδια δεν ήταν φανατική φεμινίστρια, γνώριζε προσωπικά και σεβόταν το έργο
και τις ιδέες φεμινιστριών, όπως η μουσικός Αύρα Θεοδωροπούλου και η Ρόζα
Ιμβριώτη.
Το 1933,
έγινε η πρώτη γυναίκα έφορος αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Προηγουμένως,
ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας και μετά Αργολίδας.
Κατά τη
διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αυτή κι ο σύζυγός της ήταν οι μόνοι Έλληνες
αρχαιολόγοι που παραιτήθηκαν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Με τη Χούντα των Συνταγματαρχών, έγινε persona non grata, απομακρύνθηκε από το Αρχαιολογικό
Μουσείο και βρέθηκε σε εξορία για μικρό χρονικό διάστημα.
Το 1964
ολοκλήρωσε μαζί με τον σύζυγό της το έργο επανέκθεσης των αρχαίων στο μουσείο.
Έχει συγγράψει οδηγούς για το Εθνικό Μουσείο και άλλα έργα. Υπήρξε αντιπρόεδρος
(1975-1977) της "Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας".
Πέθανε σε
ηλικία 105 ετών.
De Siris