Αλέξανδρος A’
Ο Αλέξανδρος
ήταν Βασιλιάς των Ελλήνων από τις 11 Ιουνίου 1917 έως τις 25 Οκτωβρίου 1920.
Βιογραφία
Ήταν ο
δευτερότοκος γιος του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και της Βασίλισσας Σοφίας,
γεννήθηκε στις 1 Αυγούστου 1893 και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1920. Σπούδασε στη
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1912. Πήρε μέρος στους
Βαλκανικούς Πολέμους ως αξιωματικός του πυροβολικού.
Η περίοδος της Βασιλείας του
Ανέβηκε στο
θρόνο στις 11 Ιουνίου 1917, ύστερα από την απομάκρυνση του πατέρα του και του
Διαδόχου, πρίγκιπα Γεωργίου, από τις δυνάμεις της Αντάντ που είχαν καταλάβει
τον Πειραιά και τον ισθμό της Κορίνθου και είχαν επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό
στην Αθήνα, η οποία έζησε ημέρες πείνας, ενώ υπέστη και βομβαρδισμό. Η ανάληψη
του Θρόνου ήταν συνταγματικό πραξικόπημα ουσιαστικά, και για το λόγο αυτό ο
Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε ποτέ τον Αλέξανδρο ως βασιλέα, και στον τάφο του
στο Τατόι αναγράφεται ως "Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε
αντί του πατρός αυτού". Αρχικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εκφράσει την
προτίμηση του προς τον νεότερο γιο του Κωνσταντίνου, τον ανήλικο τότε Παύλο και
τον ορισμό Αντιβασιλέα. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις επέτρεψαν στον Κωνσταντίνο να
επιλέξει ο ίδιος το διάδοχό του. Αν και ορκίστηκε Βασιλιάς, ο Αλέξανδρος
ανάλαβε τα καθήκοντά του με την πεποίθηση ότι εκτελούσε χρέη τοποτηρητή του
θρόνου και ότι η προσωρινή ηγεμονία του θα έληγε με το τέλος του πολέμου και την
επιστροφή του πατέρα του, καθώς ο Κωνσταντίνος δεν υπέβαλε επίσημα την
παραίτησή του όταν αποχώρησε από την Ελλάδα.
Νυμφεύθηκε
στις 12 Νοεμβρίου 1919 την Ασπασία Μάνου, κόρη του Συνταγματάρχη της
Χωροφυλακής Πέτρου Μάνου, με μοργανατικό γάμο. Απέκτησαν μία κόρη, την
πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, την οποία ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να γνωρίσει, καθώς
γεννήθηκε περίπου πέντε μήνες μετά τον θάνατό του, στις 25 Μαρτίου 1921. Η κόρη
του πριγκίπισσα Αλεξάνδρα παντρεύτηκε τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας
το 1944 στο Λονδίνο και απέκτησε έναν γιό, τον πρίγκιπα Διάδοχο Αλέξανδρο Β΄
Καραγιώργεβιτς.
Η σύντομη
βασιλεία του ήταν υποδειγματική. Κινούμενος μέσα στα συνταγματικά πλαίσια των
καθηκόντων του, απέφυγε να να αναμιχθεί στην ενεργό πολιτική, παρά τις πιέσεις
του εξόριστου στην Ελβετία Κωνσταντίνου. Αντιλαμβανόμενος τη ζημία που θα
επέφερε στα εθνικά συμφέροντα η πιθανή αναζωπύρωση του εθνικού διχασμού, αλλά
και τον ουσιαστικό κίνδυνο που διέτρεχε ο βασιλικός θεσμός, στήριξε όλες τις
κοινοβουλευτικές αποφάσεις και τις επιλογές του Πρωθυπουργού Ελευθερίου
Βενιζέλου. Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι ήταν ο μοναδικός μονάρχης που πήρε
Ελληνίδα σύζυγο, τον κατέταξε ως τον πλέον συμπαθή στη μνήμη του λαού από τους
Βασιλείς του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Κατά τη
διάρκεια της ηγεμονίας του, η Ελλάδα πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο
πλευρό της Αντάντ. Με το τέλος του και ύστερα από την υπογραφή της Συνθήκης του
Νεϊγύ, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη από τη
Βουλγαρία, ενώ με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, έναν χρόνο αργότερα,
προσαρτήθηκε η ανατολική Θράκη, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, και η περιοχή
της Σμύρνης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τραγικός θάνατος
Πέθανε
ξαφνικά, στις 12 Οκτωβρίου / (25 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) 1920 από
σηψαιμία, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε δάγκωμα
από έναν από τους δύο πιθήκους που είχε για κατοικίδια, στο βασιλικό κτήμα
Τατοΐου. Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική
στη νεότερη ελληνική ιστορία:
Μετά
βραχείαν αγωνία, καθ΄ ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων
του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν.
Ενταφιάστηκε
στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι. Προς τιμήν του η πόλη Δεδέαγατς της Θράκης,
μετονομάστηκε το 1920 σε Αλεξανδρούπολη.
De Siris