Δημήτριος Ιωαννίδης
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1923 και πέθανε στις 16 Αυγούστου 2010, ήταν Έλληνας στρατιωτικός και δικτάτορας. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 διατελώντας κατά τη διάρκεια αυτής διοιηκητής της ΕΣΑ. Τον Νοέμβριο του 1973 ηγήθηκε δικού του νέου πραξικοπήματος ανατρέποντας τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και αναλαμβάνοντας ο ίδιος αφανώς τη διακυβέρνηση της χώρας, εξ ου και το παρωνύμιο ο "αόρατος δικτάτωρ". Τέλος συνωμοτώντας τη δολοφονία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου οργάνωσε το Πραξικόπημα του 1974 με τα γνωστά επακόλουθα στην Κύπρο.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1923 στην Αθήνα και προερχόταν από εύπορη σχετικά οικογένεια. Εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1943 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Συμμετείχε στην μάχη της Κρήτης και στη συνέχεια εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΟΕΑ και στον ΕΔΕΣ. Το 1952 αποφοίτησε από τη Σχολή Πεζικού, το 1954 από την Σχολή Ατομικού - Βιολογικού και Χημικού Πολέμου και το 1956 από τη Σχολή Πολέμου. Το 1961 επισκέφθηκε τη Δυτική Γερμανία με σκοπό να παρακολουθήσει εκπαιδευτικά προγράμματα για μονάδες πεζικού. Την περίοδο 1945 - 1949 υπηρέτησε σε τάγματα Εθνοφυλακής, στην ταξιαρχία Ρίμινι και στην Μακρόνησο. Το 1951 συμμετείχε στο κίνημα του ΙΔΕΑ, του οποίου υπήρξε μέλος από το 1945.
Συγκεκριμένα κατά το κίνημα εκείνο υπηρετώντας ο Δ. Ιωαννίδης στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι, φέροντας τον βαθμό του λοχαγού, επιβιβάζοντας το λόχο του σε στρατιωτικά οχήματα κατέλαβε το ΓΕΕΘΑ. Για την πράξη του εκείνη διώχθηκε πλην όμως η τότε κυβέρνηση παρέσχε αμνηστία και επαναφορά στο στράτευμα όλων των επίορκων συνωμοτών του κινήματος. Να σημειωθεί ότι παράλληλα με την επιτελική εκπαίδευση το 1956 στην σχολή πολέμου δεν έπαψε να συμμετέχει σε παράνομες συνωμοτικές συγκεντρώσεις με έντονη δράση που έγιναν αντιληπτές από τον αντικαταστάτη του Σόλωνος Γκίκα, αντιστράτηγο Π. Νικολόπουλομ που αν και διέταξε ο τελευταίος τη σύλληψη και καταδίκη των συνωμοτών τελικά απομακρύνθηκε ο ίδιος από την τότε κυβέρνηση για να ησυχάσει το στράτευμα. Το 1959 μετατέθηκε στο επιτελείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το 1963 τοποθετήθηκε στην Κύπρο, το 1964 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και το 1966 διορίστηκε αρχηγός του τάγματος της Σχολής Ευελπίδων.
Το 1956 ανέλαβε την αρχηγία της συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών η οποία το 1967 θα πραγματοποιούσε το πραξικόπημα. Το 1959 η αρχηγία της ομάδας πέρασε στον Δημήτριο Παττίλη αλλά ο Ιωαννίδης παρέμεινε μέλος. Από την θέση του διοικητή της σχολής Ευελπίδων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιβολή και εδραίωση της δικτατορίας. Μετά την επιτυχημένη ανατροπή της κυβέρνησης διορίστηκε αρχηγός της ΕΣΑ και τον Αύγουστο του 1969 έγινε διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Το 1970 προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη και το 1973 σε ταξίαρχο.
Με τον διορισμό του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη στη θέση του πρωθυπουργού, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που είχε στο μεταξύ αναλάβει πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσπάθησε να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του και να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές. Ο Ιωαννίδης ως εκφραστής της αδιάλλακτης "σκληροπυρηνικής" πτέρυγας του καθεστώτος, ήταν αντίθετος σε κάθε επικείμενη φιλελευθεροποίηση. Έχοντας οργανώσει τον δικό του μηχανισμό είχε αρχίσει ήδη να προετοιμάζει την ανατροπή Παπαδόπουλου. Τον Αύγουστο του 1973 απομακρύνθηκε από την διοίκηση της ΕΣΑ αλλά ύστερα από πιέσεις επανήλθε στην θέση του. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σε συνδυασμό με την επικρατούσα κατάσταση αποτέλεσε την ευκαιρία για την ανατροπή του Παπαδόπουλου. Έτσι στις 25 Νοεμβρίου 1973 ο Ιωαννίδης επικεφαλής πολλών αξιωματικών ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη, θέτοντας αμφότερους (Μαρκεζίνη - Παπαδόπουλο) σε περιορισμό.
Με την ανάληψη της εξουσίας τοποθέτησε στην προεδρία της Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη, στην πρωθυπουργία τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, υπουργό Εθνικής Αμύνης τον υποστράτηγο Ευστάθιο Λατσούδη κ.ά. τους οποίους όρκισε ο τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων και μετέπειτα, αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ουσιαστικός όμως αρχηγός ήταν ο ίδιος, ο οποίος προτιμούσε να εργάζεται σε παρασκηνιακό επίπεδο λαμβάνοντας τότε τον βαθμό του ταξίαρχου. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν ο απόλυτος έλεγχος της πολιτικής ζωής από τον στρατό και η προκήρυξη εκλογών το 1978. Απώτερος στόχος όμως ήταν η ανατροπή του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, την οποία και πέτυχε τον Ιούλιο του 1974. Η ανατροπή αυτή όμως έδωσε την αφορμή για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, την ώρα που ο ίδιος καθησύχαζε τους Κυπρίους πως δεν τίθεται θέμα εισβολής.
Στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους η ηγεσία του καθεστώτος συνεδρίασε αποφασίζοντας ομόφωνα, πλήν του Ιωαννίδη, να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς. Στις 2 Αυγούστου τέθηκε σε διαθεσιμότητα ενώ στις 24 Αυγούστου αποστρατεύθηκε. Να σημειωθεί ότι με απόφαση του Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα είχε προαχθεί σε υποστράτηγο.
Στη συνέχεια βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 όρισε την παραπομπή του Ιωαννίδη και των υπόλοιπων πρωτεργατών της Χούντας στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που όριζε τη διενέργεια δίκης των "Απριλιανών" μετά από μήνυση του δικηγόρου Αλέξανδρου Λυκουρέζου που είχε καταθέσει πρώτος από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η Δίκη τελικά ξεκίνησε έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ούτε μία φορά δεν διασταύρωσε το βλέμμα του με τον Γ. Παπαδόπουλο. Τελικά σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε, όπως αυτή στη συνέχεια μετατράπηκε, ο Δ. Ιωαννίδης καταδικάστηκε σε στρατιωτική καθαίρεση, ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και σε 10 έτη κάθειρξη για το αδίκημα της στάσης, καθώς και σε ισόβια για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονίες και συνολική κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακόμη, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ένωση προς στάση αξιωματικών εν ενεργεία, εν καιρώ γενικής επιστρατεύσεως και άλλες μικρότερες ποινές, (δηλαδή επί αδικημάτων που προβλέπει ο ΣΠΚ).
Αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο (1975), (που τότε ίσχυε η ποινή του θανάτου) αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια, χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος. Μαζί με τον Ντερτιλή ήταν οι μόνοι που απέμεινε φυλακισμένος καθώς αρνήθηκε να ζητήσει χάρη.
Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 2010 από θερμοπληξία στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας που είχε διακομισθεί για λόγους υγείας. Σε όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του υπεραμυνόταν στο άνοιγμα του Φακέλλου της Κύπρου και της αναζήτησης των πραγματικών ενόχων. Ήταν παντρεμένος και δεν είχε παιδιά.
De Siris