Τάσος Χαλκιάς
Ο Τάσος Χαλκιάς γεννιέται στη Γρανιτσοπούλα το 1914.
1917. Πεθαίνει η αδερφή του Πολυξένη και λίγο αργότερα ο πατέρας του.
1920-26. Παρακολουθεί το Δημοτικό σχολείο. Δεν συνεχίζει το Γυμνάσιο. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου από τον ξάδερφό του Μάνθο Χαλκιά.
1927. Ο Μάνθος Χαλκιάς πεθαίνει.
1917. Πεθαίνει η αδερφή του Πολυξένη και λίγο αργότερα ο πατέρας του.
1920-26. Παρακολουθεί το Δημοτικό σχολείο. Δεν συνεχίζει το Γυμνάσιο. Παίρνει τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου από τον ξάδερφό του Μάνθο Χαλκιά.
1927. Ο Μάνθος Χαλκιάς πεθαίνει.
1928. Ακολουθεί στα πανηγύρια το μουσικό Αργύρη Μπούκαλη. Η μητέρα του συμφωνεί με τον κλαρινίστα Χαρισιάδη να του διδάξει το όργανο. Πηγαίνει στο χωριό του, όπου ο Χαρισιάδης τον εξετάζει, αλλά τελικά δεν τον διδάσκει. Ο αδερφός του Mήτσος τον καλεί στην Αθήνα, όπου διδάσκεται από το κλαρινίστα Γιαούζο δυο τραγούδια, ένα μαρς του Καρρά και το τραγούδι Πανόργια και από τον Κυριακάκη τις ψιλές νότες και ένα συρτό Καλαματιανό. Επίσης μαθαίνει να διαβάζει λίγο μουσική.
1929. Του δείχνουν την τέχνητης μουσικής πρακτικά τ’αδέρφια του Μήτσος και Φώτης.
1930. Αρχίζει να παίζει με τ’ αδέρφια του.Όλα τ’ αδέρφια μαζί δημιουργούν το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά»
1931. Γράφει το τραγούδι «Μη με κοιτάς που γέρασα» Γίνεται επίσημα μέλος του συλλόγου των μουσικών «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ». Τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει με τ’ αδέρφια του στο θέατρο «ΟΛΥΜΠΙΑ» της Αθήνας τον «Τσάμικο Γάμο». (Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα δείγμα του).
1935. Διδάσκει ο ίδιος. Πρώτος του μαθητής είναι ο Γεροδήμος. Παρουσιάζεται στο στρατό και υπηρετεί για δεκαοκτώ μήνες σαν πυροβολητής.
1937. Βρίσκεται πάλι με τ’ αδέρφια του. Παίζει μαζί με τον μεγάλο κλαρινίστα Νίκο Τζάρα. Συναντάει στο Μοναστηράκι Βονίτσης το δάσκαλο Κώστα Καραγιάννη.
1938. Πεθαίνει η αδερφή του Σοφία. Μετά από σαράντα μέρες παντρεύεται τη φίλη της Χριστίνα.
1939. Γεννιέται ο πρώτος του γιος Μιχάλης.
1940. Γεννιέται ο γιος του Αλέξανδρος. Καλείται να υπηρετήσει λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Στον πόλεμο τραυματίζεται και μεταφέρεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων.
1941. Βομβαρδίζεται το σπίτι του. Σκοτώνεται η γυναίκα του Χριστίνα και τα δυο του παιδιά. Μεταφέρεται στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στην Αθήνα. Νοσηλεύεται για ένα διάστημα και μετά πηγαίνει στη Λιβαδειά και συναντάει τ’ αδέρφια του Κυριάκο και Φώτη.
1942. Επιστρέφει στα Γιάννινα, κατατάσσεται στο ΕΛΑΣ. Τον τοποθετούν στο εφεδρικό. Εκεί στη Βίτσα Ζαγορίου γνωρίζει τη Μαρίκα και παντρεύεται.
1943. Γεννιέται ο γιος του Μιχάλης (Λάκης ).
1944. Πεθαίνει η μητέρα του Βασιλική.
1946. Γεννιέται η κόρη του Νίκη. Αφορμή του Στρατηγού Τσακαλώτου ανταμώνει για μια φορά ακόμη με τα αδέρφια του που έρχονται στα Ιωάννινα και παίζουν δυο φορές την βδομάδα στο Ραδιοσταθμό ενόπλων δυνάμεων Ιωαννίνων.
1947. Καλείται για μια φορά ακόμη να υπηρετήσει και του δίνουν δυο χρόνια αναβολή.
1948. Γεννιέται ο γιος του Χρήστος. 1951. Επισκέπτεται τ’ αδέρφια του στην Αθήνα. Συναντιέται με τον παραγωγό της εταιρείας δίσκων της Columbia του κ. Λαμπρόπουλου, τον βιολιστή ονόματι Σαλονικιό. Ηχογραφεί μαζί με τ’ αδέρφια του.
1952. Φέρνει στην Αθήνα τον γιο του Μιχάλη (Λάκη).
1953-54. Συναντιέται με τον Νοτόπουλο και τον καθηγητή Γ. Α. Μέγα και ηχογραφεί ογδόντα τραγούδια μαζί με τα’ αδέρφια του για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Αυτό το διάστημα φέρνει στην Αθήνα και την υπόλοιπη οικογένειά του την γυναίκα του Μαρίκα και τ’ άλλα δυο παιδιά του Νίκη και Χρήστο.
1958. Καλείται να παίξει για το Σύλλογο Ηπειρωτών της Αιγύπτου με τ’ αδέρφια του. Πηγαίνει στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια.
1960. Ταξιδεύει για την Αμερική. Εκεί παίζει μαζί με τους Γιάν. Παπαιωάννου, τον Καλέργη και τον Τζουανάκο στη Νέα Υόρκη για έξη μήνες. Ανανεώνει το συμβόλαιό του και παραμένει στο ίδιο το μαγαζί για δεκαοκτώ μήνες.
1962. Παρουσιάζεται σε μαγαζιά της Φιλαδέλφειας και της Ουάσιγκτον. Στην Ουάσιγκτον εμπνέεται το περίφημο «Βορειοηπειρώτικο μυρολόι».
1963. Επιστρέφει στην Ελλάδα. Ηχογραφεί το σκάρο «Παράπονο του Τσοπάνου» και το «Βορειοηπειρώτικο Μυρολογι». Αγοράζει στο Αιγάλεω ένα σπίτι. Παίζει μαζί με τ’ αδέρφια του στην Αθήνα, στο μαγαζί του «Μπερέκου» στην Ψαρών για έξι μήνες. Και ξαναφεύγει για δεύτερη φορά στην Αμερική, καλεσμένος από την δισκογραφική εταιρεία «Alektor» της Νέας Υόρκης για να ηχογραφήσει μια σειρά από τραγούδια.
1963-65. Ηχογραφεί για την εταιρεία περίπου εκατό τραγούδια Δημοτικά και Λαϊκά και συγχρόνως εμφανίζεται στο ελληνικό κέντρο διασκέδασης «Σπηλιά» στη Νέα Υόρκη, όπου συναντάει τον περίφημο τσαζίστα κλαρινίστα Μπέννυ Γκούντμαν, ο οποίος είχε την μουσική επιμέλεια μιας ταινίας και ηχογραφεί ένα Μυρολόγι για να ακουστεί σε μια σκηνή όπου σκηνοθέτης ήταν στην κινηματογραφική ταινία αυτή ο Σεραφιάν Άντυ.
1966. Επιστρέφει στην Ελλάδα και δημιουργεί την δισκογραφική εταιρεία «Σπέσιαλ Μιούζικ». Παράγει στην διάρκεια ζωής της εταιρείας του τριάντα και πλέον τραγούδια.
1967. Πεθαίνει ο μεγάλος αδερφός του Μήτσος.
1969. Παθαίνει το πρώτο καρδιακό επεισόδιο.
1970. Γράφει τον «Ηπειρώτικο Γάμο» που κυκλοφορεί σε πρώτη μορφή σε ο κασέτες. Μετά από τρία χρόνια τον ξανα-ηχογραφεί για λογαριασμό της ΕΜΙΑΛ (Κολούμπια ) όπου κυκλοφορεί σε LP. Εργάζεται στη Μπουάτ Κύτταρο με τον Διονύση Σαββόπουλο
1971. Στη Μπουάτ «Κύτταρο» όπου εργάζεται για δεύτερη χρονιά με τον Δ. Σαββόπουλο, γνωρίζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο κι αρχίζει να συνεργάζεται μαζί του σε διάφορα ηχογραφήσεις σε έργα του συνθέτη.
1972. Γράφει την μουσική για την αρχαία τραγωδία «Αίαντας» του Σοφοκλή που ανεβαίνει από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε μια κασέτα. Την δίνει στον σκηνοθέτη Κώστα Μιχαηλίδη. Που μόλις την άκουσε είπε: ¨Εάν το Θέατρο δεν ήταν κρατικό θα άφηνα μονάχα τη μουσική του Τάσου Χαλκιά…¨ (Αυτό το είπε γιατί στο κρατικό θέατρο ο νόμος προβλέπει ότι αυτός που θα γράψει τη μουσική για δική του χρήση πρέπει να να γνωρίζει ευρωπαϊκή μουσική). Εκπροσωπεί την Ελλάδα με το συγκρότημά του και με πρωτοβουλία της Ελένης Καραΐνδρου στο Α΄ Φεστιβάλ Διεθνών Τεχνών, Στο Maison dela Culture της γαλλικής πόλης Ρεν. Θα πει τότε « Έχω δει χαΐρι και προκοπή και μέρες λαμπρές μπορώ να πω».
1973. Πεθαίνει ο αδερφός του Φώτης Χαλκιάς (τραγουδιστής). Παθαίνει το δεύτερο έμφραγμα και κλείνει η εταιρεία «Σπέσιαλ Μιούζικ». 1975. Τον τιμάει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία.
1978. Τον τιμάει η Αδελφότητα του χωριού Φωτεινό, με ειδική εκδήλωση που διοργανώνουν οι συγχωριανοί του στην Αθήνα.
1979. Λαβαίνει μέρος σε τριήμερη συναυλία που οργανώνει ο γιος του Λάκης Χαλκιάς, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, στο θέατρο «Λυκαβηττού» στις 9,10,11 Αυγούστου. Επίσης λαβαίνει μέρος στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ μαζί με άλλους Έλληνες οργανοπαίχτες, με πρωτοβουλία της Ελένης Καραΐνδρου, σε μια προσπάθεια της, να διαδώσει και να κάνει γνωστό και σε άλλους λαούς, μέσα από παραδοσιακή μας μουσική και όλους αυτούς τους κορυφαίους λαϊκούς μουσικούς (οργανοπαίχτες) που για να διαφυλάξουν, να διασώσουν και κύρια να την κάνουν ακόμα πιο μεγάλη και πιο ελκυστική την παραδοσιακή μας μουσική, μέσα από την αγάπη τους γι’ αυτό που έκφραζαν και την θαυμάσια δεξιοτεχνία τους.
1980. Λαβαίνει μέρος στην ηχογράφηση της μουσικής του Χρήστου Λεοντή για τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (Θέατρο Τέχνης). 1981. Πάλι μαζί με άλλους κορυφαίους Έλληνες λαϊκούς οργανοπαίχτες παίζει για το «Τρίτο Πρόγραμμα» της Ολλανδίας που μεταδίδει αυτή την ζωντανή παρουσίαση μέσω του «Τρίτου Προγράμματος» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας απ’ ευθείας.
1982. Παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο «Λυκαβηττό» στη συναυλία-γιορτή για τα «125 Χρόνια των Χαλκιάδων» όπου την οικογένεια προλόγισε ο αξέχαστος Μάνος Κατράκης. Επίσης παρουσιάζεται στο συνέδριο Μεσογειακών χωρών στη Μασσαλία και την Φλωρεντία. 1984. Τον τιμάει η αδελφότητα Αετόπετρας για τα πενήντα πέντε χρόνια προσφοράς του, στο δημοτικό τραγούδι. Άλλη μια τιμητική διάκριση από το «Φάρο των Τυφλών». Τον ίδιο χρόνο λαβαίνει μέρος στο Φεστιβάλ των Βράχων στην Πετρούπολη.
1985. τον τιμάει η αδελφότητα του χωριού Πολύδροσο Ιωαννίνων ‘όπως και η Αδελφότητα του χωριού Δεσποτικό Ιωαννίνων.
Ένας στυλοβάτης της μουσικής μας παράδοσης. Από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες της Ελλάδας συνέβαλε επί έξι δεκαετίες στη διάδοση της αυθεντικής παραδοσιακής μουσικής και έγραψε πολλά τραγούδια. -Αν το θέατρο δεν ήταν κρατικό, θα άφηνα μόνο τη μουσική του Τάσου Χαλκιά. Μόνο Κλαρίνο, χωρίς κανένα άλλο όργανο. Αυτή ήταν η πρώτη παρατήρηση του Κώστα Μιχαηλίδη- σκηνοθέτη της παράστασης του «Αίαντα» του Σοφοκλή που παρουσίασε το 1972 το Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος. Μόλις άκουσε τη μουσική που έγραψε το «καλύτερο κλαρίνο της Ελλάδας». Ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Τάσος Χαλκιάς έγραψε τη μουσική για την παράσταση, σε μια κασέτα… Από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες της Ελλάδας, ο «μπάρμπα Τάσος», όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, συνέβαλλε επί έξι δεκαετίες στη διάδοση και τη διατήρηση της αυθεντικής παραδοσιακής μουσικής. «Είσαι από εκείνους που μια λαοπρόβλητη πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών », του είχε γράψει κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα γράμμα του, επαινώντας την ικανότητά του: « Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στο κλαρίνο σου ». Ενώ ο ενθουσιώδης Γιάννης Ρίτσος έγραψε «στον ήχο του κλαρίνου του Τάσου Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει και χορεύει η Ελλάδα». Όμως δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που εξήραν την προσφορά του. Με τα μοιρολόγια του και τη δεξιοτεχνία του, ο Τάσος Χαλκιάς, άγγιξε και το ξένο ακροατήριο. « Ήμουν βέβαιος ότι είχα μπροστά μου έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς του κόσμου » είχε πει το 1979 ο καθηγητής Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, Τραν Βαν Κε, ενώ ο Μπένγκτ Χόλνκβιστ, Σουηδός φιλόσοφος και ιστορικός της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, έγραψε: Ένιωσα με τη ζεστασιά της δύναμής του πως μονάχα έτσι δεν θα πεθάνουμε, γιατί η μουσική ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά ποτέ δεν θα πεθάνει. Το κλαρίνο γι’ αυτόν ήταν κάτι το « ιερό ». Όπως η παράδοση.
Μέλος της οικογένειας των Χαλκιάδων με ιστορία 150 χρόνων, ο Τάσος Χαλκιάς μεγάλωσε στο Δεσποτικό, της Ηπείρου, σε ένα σπίτι όπου η μουσική δεν σταματούσε ποτέ. Ήταν μικρός ακόμη, μόλις τελείωνε το Δημοτικό, όταν πέρασε από το σπίτι του ένας τσιγγάνος. « Είχε ένα κλαρίνο βαμμένο, με κάτι πίσσες επάνω, σχισμένο και με τα κλειδιά γυαλισμένα με γυαλόχαρτο». Η μητέρα του έδωσε μετά από μεγάλη πίεση του γιού της « έξι γίδια για το πάρει ». Και ο τσιγγάνος « μας έδωσε ένα παλιοκλάρινο που δεν έλεγε τίποτε». Αυτή ήταν η αρχή για τον νεαρό μουσικό Ηπειρώτη. « -Ήταν το παιχνίδι μου- » λέει ο Τάσος Χαλκιάς. -Και κάτι περισσότερο, Ήτανε ο ερωτάς μου. Το είχα αγκαλιά. Παραμάσχαλα. Έπαιζα χωρίς να παίζω-». Ώσπου άρχισε να παίρνει μαθήματα από τον ξάδερφό του τον Μάνθο και τον αδερφό του Μήτσο Χαλκιά. Στα 17 του, κατάλαβε ότι μπορεί να «δουλεύει» καλά το κλαρίνο και έτσι άρχισε να εμφανίζεται με τα αδέρφια του. Εποχή που σχημάτισαν με τα αδέρφια του, τον Μήτσο, τον Φώτη, και τον Κυριάκο το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Πανηγύρια, γάμοι, μαγαζιά… Με τα αδέρφια μου είμαστε ένας νους. Κανείς δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά μας για να μας κάνει να διχογνωμήσουμε. Ακούγαμε ο ένας τον άλλο και ιδιαίτερα τον μεγάλο μας τον αδερφό Μήτσο που μας μίλαγε για το νόημα που είχε να μπορείς να κρατήσεις τον ήχο της παράδοσης και να μην τον προδώσεις ποτέ. «Εγώ το σέβομαι το κλαρίνο όταν το πιάσω στα χέρια μου. Κι όταν πρωτοξεκίνησα, είπα μέσα μου: «Τάσο, θα παίξεις πραγματικά την παράδοση». Δεκαετία του ’50 πια και ο Τάσος Χαλκάς ηχογραφεί, πρώτη φορά, στην «Κολούμπια». Ακολουθούν ηχογραφήσεις για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ύστερα τα ταξίδια στο εξωτερικό. Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Νέα Υόρκη. Εκεί συνέβη και το γνωστό πια περιστατικό με τον Μπένι Γκούτμαν. Ήταν στο κέντρο «Αλί Μπαμπά» στη Νέα Υόρκη που δούλευε το 1962, εκεί πήγε ο μεγάλος Αμερικάνος τζαζίστας για να γνωρίσει από κοντά το μουσικό που μπορούσε να του παίξει ένα μοιρολόι για τις ανάγκες της ταινίας «Αντί» του Ρίτσαρντ Σεραφιάν. «Να παίξω είπα - λέει ο ίδιος ο Χαλκιάς-. Αλλά επειδή με πληροφόρησαν πόσο μεγάλος μουσικός ήταν ο άνθρωπος αυτός, επήγα πρώτα στο μπαρ κι έσφιξα δυο τρία ουίσκι». Ανέβηκα στο πάλκο πήρα το κλαρίνο, και έπαιξα το μοιρολόι της ξενιτιάς. Μόλις τελείωσα το μοιρολόι, ήρθε κοντά, ανέβηκε στο πάλκο και με ρώτησε: «διαβάζεις νότες; Δεν διαβάζω κύριε του απάντησα. « Και περνάς στο όργανο αυτό τόσα πράγματα; Αν ήμουνα εγώ, χωρίς να διαβάζω, δεν θα τα κατάφερνα ποτέ». Μου λέει. Ανήσυχος όπως ήταν το ’66, ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρία «Σπέσιαλ Μιούζικ» που είχε μια δεκάχρονη δραστηριότητα. Ως συνθέτης έγραψε πολλά τραγούδια, από τα πιο γνωστά ο «Ηπειρώτικος Γάμος», το «Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ», το Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», το «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης με τον Διονύση Σαββόπουλο : « Ερχόταν λέει ο ίδιος αυτή η νεολαία που ονόμασα ακούρευτους μαλλιάδες και αξύριστους και δεν με άφηναν να φύγω από την πίστα… Αυτά τα παιδιά μου έδωσαν ζωή». Συνεργάστηκε ακόμα με τους Γιάννη Μαρκόπουλο, Χρήστο Λεοντή, με το Θέατρο Τέχνης, Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συμμετείχε σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού. Ο Τάσος Χαλκιάς ο πιο εκφραστικός σολίστ, συνθέτης και στιχουργός έφυγε με ένα παράπονο. Ότι ποτέ δεν αναγνώρισε την αξία του η Πολιτεία. «Του έλεγαν ότι έπρεπε να ήταν συνθέτης κλασικής μουσικής, και αγνοούσαν ότι ήταν συνθέτης της παραδοσιακής μουσικής με μεγάλες επιτυχίες, αλλά και ως μουσικός ένας από τους κορυφαίους εκφραστές της. Από τις καλύτερες στιγμές του, θυμάται ο γιός του Λάκης Χαλκιάς, ήταν όταν έκανε το μνημόσυνο, για τους χαμένους και αγαπημένους συναδέλφους του μουσικούς που έφυγαν και κανείς δεν τους είχε μνημονεύσει. Είχε συγκινηθεί πάρα πολύ, γιατί αυτή την μέρα είχαν έρθει πάρα πολύ μουσικοί, όπως και δικοί του συνάδελφοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, αλλά και πολλοί φίλοι. Και μου είπε: Γιέ μου σήμερα ήταν η καλύτερη κηδεία που θα μπορούσαν να μου κάνουν. Γιατί είδα όλους τους παλιούς μου φίλους. Και να πεθάνω πια δεν με νοιάζει, δεν έχει και τόση σημασία. Με αναγνώρισαν αυτοί...».
De Siris