Σωφρόνιος Γ’
Ο Σωφρόνιος Γ΄, κατά κόσμον Σταύρος Μεϊδαντζόγλου, ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1863 ως το 1866, και αργότερα Πατριάρχης Αλεξανδρείας (ως Σωφρόνιος Δ΄).
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1798 και 1802. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1820 χειροτονήθηκε διάκονος, οπότε πήρε και το όνομα Σωφρόνιος. Το 1839 εξελέγη Μητροπολίτης Χίου, οπότε χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και κατόπιν επίσκοπος. Το 1855 έγινε Μητροπολίτης Αμασείας.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1863, μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Β΄, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Κατά την Πατριαρχία του, το 1865, παραχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος τις Μητροπόλεις των Επτανήσων, τα οποία είχαν ήδη ενωθεί με την Ελλάδα το προηγούμενο έτος. Την ίδια χρονιά προέκυψε και το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα» στην Εκκλησία της Ρουμανίας, καθώς ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Κούζας κατέσχεσε όλα τα ακίνητα του Πατριαρχείου, της Μονής Σινά και του Αγίου Όρους στη χώρα αυτή και απέκοψε την Εκκλησία της Ρουμανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Κατόπιν αυτών, ο Πατριάρχης Σωφρόνιος παραιτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1866 και αποσύρθηκε στο σπίτι του στην Πρίγκηπο μέχρι το 1870. Τη χρονιά εκείνη απεβίωσε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικάνωρ και προκλήθηκαν ταραχές για την εκλογή του διαδόχου του. Στις 30 Μαΐου 1870 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Η πατριαρχία του αμαυρώθηκε από την άδικη εκδίωξη του Πατριαρχικού Επιτρόπου Καΐρου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου Κεφαλά, τον οποίο αργότερα η Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο.
Παρέμεινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας μέχρι το θάνατό του, στις 22 Αυγούστου 1899, σε ηλικία περίπου 100 ετών. Τα οστά του βρίσκονται σήμερα σε μαρμάρινη λειψανοθήκη στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Παλαιού Καΐρου.
De Siris