Ρωμανός Δ' Διογένης
Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμανός Δ' Διογένης έμεινε στο θρόνο από το 1068 ως το 1071. Γεννήθηκε το 1032 στην Καππαδοκία και καταγότανε από οικογένεια γαιοκτημόνων. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα και του Ισαάκιου Α' Κομνηνού. Μάλιστα το 1064 ως διοικητής της Σερδικής (Σόφια) απώθησε τους Πετσενέγγους επιδρομείς των Βαλκανίων.
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα, η νεαρή χήρα του Ευδοκία, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, παρά τον όρκο της στον άντρα της λίγο πριν πεθάνει να μην ξαναπαντρευτεί ποτέ. Σύντομα κατόρθωσε να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να την απαλλάξει από τη δέσμευσή της, ενώ ταυτόχρονα επιλέγει ως νέο της σύζυγο έναν ευγενή απόγονο στρατιωτικής οικογένειας από την Καππαδοκία, γενναίο και ικανό στρατηλάτη, ταυτόχρονα όμως ισχυρογνώμονα και συχνά βίαιο, το Ρωμανό Δ’ Διογένη. Φαίνεται ότι βασικό κριτήριο στην επιλογή του Ρωμανού από την Ευδοκία ήταν όχι μόνο η προσωπικότητα του Ρωμανού, αλλά και η συναίσθηση από πλευράς της του κινδύνου που αντιμετώπιζε το κράτος υπό την απειλή των εξωτερικών εχθρών του και τη διάλυση του στρατού.
Υπό διωγμό τον καιρό του Δούκα, ο Ρωμανός είχε αντιληφθεί έγκαιρα τον τουρκικό κίνδυνο. Αμέσως μετά το γάμο και τη στέψη του, ξεκινά προσπάθεια ανασυγκρότησης του Βυζαντινού στρατεύματος. Ο Ρωμανός για να ενδυναμώσει το βυζαντινό στράτευμα στρατολόγησε, εκπαίδευσε και τοποθέτησε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, μισθφόρους που συνολικά αριθμούσανε τους 100.000. Οι καταγωγή αυτών ήταν από την Ιβηρία της Αρμενίας, ήταν Σλάβοι, Τουρκομάνοι, Χαζάροι, Γότθοι, Αλανοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, Φράγκοι και Νορμανδοί. Σύντομα όμως, έγινε στόχος των αριστοκρατών της Κωνσταντινούπολης, του Μιχαήλ Ψελλού, εκπρόσωπου του κατεστημένου της Πρωτεύουσας, αλλά κυρίως της οικογένειας των Δουκών, που προόριζαν τον ανηψιό του Κωνσταντίνου και γιό της Ευδοκίας, Μιχαήλ για διάδοχο.
Το 1068 και 1069 τον βρίσκει να πραγματοποιεί εκστρατείες στα ανατολικά σε αναζήτηση του τούρκου πολέμαρχου Αλπ Αρσλάν. Είναι εκπληκτικό το ότι παρά την κακή κατάσταση του στρατού, είχε κάποιες επιτυχίες στα μέτωπα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους όπως επιθυμούσε, δηλαδή σε μάχη εκ παρατάξεως. Είναι γεγονός ότι βασικός στόχος των Τούρκων ήταν η Αίγυπτος, βάσει θρησκευτικών διαφορών με τους Φατιμίδες, και όχι το Βυζάντιο.
Στην πορεία όμως ο Αλπ Αρσλάν αναγκάστηκε για διάφορους λόγους να στραφεί κατά του Ρωμανού, ο οποίος προσπαθούσε να επανακτήσει την Αρμενία και να εξασφαλίσει τα ανατολικά σύνορα. Διάφορες συμφωνίες που έκαναν είχαν χαρακτήρα προσωρινής εκεχειρίας, μέχρι την αναμενόμενη από τις δύο πλευρές και αναπόφευκτη τελική σύγκρουση. Κάποια στιγμή το 1070, ο Ρωμανός χώρισε το στράτευμα σε δύο περίπου ίσα τμήματα, στέλνοντάς το ένα υπό το στρατηγό Ιωσήφ Ταρχανειώτη σε χωριστή αναζήτηση του εχθρού. Δυστυχώς το τμήμα αυτό του στρατεύματος εξαφανίστηκε ξαφνικά κοντά στη Μελιτηνή, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό το γιατί. Πιθανότερη εξήγηση είναι ότι επειδή αποτελείτο από ξένους μισθοφόρους, απλά διαλύθηκε μετά την απομάκρυνση από την ηγεσία του Ρωμανού, γιατί οι στρατιώτες ήταν κακοπληρωμένοι.
Τελικά, ο Ρωμανός φτάνει το καλοκαίρι του 1071 στην περιοχή της πόλης Μάντζικερτ. Εκεί, αφού απορρίπτει τις προτάσεις εκεχειρίας του Αρσλάν, προετοιμάζεται για μάχη. Έτσι, την Παρασκευή 26 Αυγούστου του 1071, λαμβάνει χώρα η μάχη που υποθήκευσε το μέλλον του Βυζαντινού Ελληνισμού.
Άν και η μάχη ξεκίνησε με καλές προοπτικές για τους Βυζαντινούς, ο εχθρός επιμελώς απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς με ένα είδος ανορθόδοξου πολέμου. Κατά το δειλινό, και ενώ δεν είχε γίνει ουσιαστική μάχη, ένα σήμα επιστροφής του Ρωμανού, προκάλεσε σύγχυση στο στράτευμα. Τη σύγχυση πιθανόν ενέτειναν οι προδοτικές φήμες που διέδωσε ο στρατηγός Ανδρόνικος Δούκας για συντριβή της εμπροσθοφυλακής. Το χάος που επακολούθησε έδωσε τη δυνατότητα στον ικανότατο και οξύνου Τούρκο φύλαρχο να εξαπολύσει αντεπίθεση και να συντρίψει τους Βυζαντινούς, συλλαμβάνοντας τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και πετυχαίνοντας αναπάντεχα περίτρανη νίκη. Η μάχη του Μάντζικερτ αποτελεί τραγικό ιστορικό σταθμό του Βυζαντινού Ελληνισμού. Η απώλεια της Ανατολίας, βασικού τροφοδότη σε έμψυχο υλικό και τρόφιμα, σημαίνει την ανεπανόρθωτη αποδυνάμωση του κορμού του κράτους, που άν και μπόρεσε να ορθοποδήσει, ποτέ ξανά δεν έφτασε τα επίπεδα ακμής της δυναστείας των Μακεδόνων.
Ακόμα και την ύστατη ώρα, το κακό θα μπορούσε να είχε αποσοβηθεί. Ο Αλπ Αρσλάν, για στρατηγικούς λόγους, πρότεινε όρους ειρήνης μάλλον ευνοϊκούς στο Ρωμανό, και τον άφησε ελεύθερο. Στην πρωτεύουσα όμως και πριν την επιστροφή του αυτοκράτορα, οι εχθροί του με αρχηγό τον Ιωάννη Δούκα, και επηρρεαζόμενοι από τον Μιχαήλ Ψελλό, με πρόφαση την ήττα του Ρωμανού έστεψαν βασιλέα το Μιχαήλ Ζ’ Δούκα. Απέρριψαν κοντόφθαλμα και ασυζητητί τους όρους του Αρσλάν, πολιτική που καταδεικνύει τόσο την έλλειψη διορατικότητας, όσο και την άσβεστη προσωπική τους φιλοδοξία. Η Ευδοκία εξορίστηκε σε μοναστήρι στην Πρίγκηπο. Κατά την επιστροφή του ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δοκίμασε να ανακαταλάβει το θρόνο του αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Αμάσειας από τον ιδιωτικό στρατό του Ιωάννη Δούκα και λίγους μήνες μετά παραδόθηκε στον Ανδρόνικο Δούκα.
Συνελήφθη, τυφλώθηκε με βάναυσο τρόπο, εξορίστηκε στην Πρώτη της Προποντίδας και τελικά πέθανε λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του, στις 4 Αυγούστου του 1072.
De Siris