Ιωακείμ Β’
Ο Ιωακείμ ο Β΄ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1860 - 1863 και 1873 - 1878.
Γεννήθηκε στην Καλλιμασιά Χίου το 1802. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Κοκκώδης ή Κουρσουλούδης. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του. Αφού έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στη Χίο συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, εργαζόμενος παράλληλα ως αρτεργάτης και ως κανονάρχης στο ναό του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά. Υπηρέτησε το Μητροπολίτη Χαλκηδόνος και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Αγαθάγγελο και το Μητροπολίτη Σόφιας Ιωακείμ, ο οποίος τον χειροτόνησε και Διάκονο, δίνοντάς του το όνομα Ιωακείμ. Αργότερα έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Βενεδίκτου. Στα Ιωάννινα μαθήτευσε υπό τους διδάσκαλους Αθανάσιο Ψαλίδα και Αναστάσιο Σακελλάριο.
Χειροτονήθηκε Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως το Δεκέμβριο του 1827, σε ηλικία μόλις 25 ετών. Μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1835.
Κατόπιν αναφοράς των Ιωαννιτών, παύτηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ στις 21 Αυγούστου του 1838 εξοριζόμενος στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Καθώς όμως παύτηκε και ο διάδοχός του, ο Ιωακείμ ανέλαβε πάλι τη Μητρόπολη Ιωαννίνων στις 7 Αυγούστου του 1840, γινόμενος ταυτόχρονα μέλος της Ιεράς Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Τον Απρίλιο του 1845, όταν ο Μητροπολίτης Κυζίκου Μελέτιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Ιωακείμ μετατέθηκε στη Μητρόπολη αυτή. Εκεί παρέμεινε επί δεκαπενταετία, επιδεικνύοντας πλούσιο έργο.
Η (επεισοδιακή) εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο έγινε την 4 Οκτωβρίου 1860, έχοντας συνυποψήφιους του τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Καλλίνικο και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο τον Κουταληνό. Ως Πατριάρχης, ο Ιωακείμ Κοκκώδης ήταν ενάντιος του, διά των νέων κανονισμών, εγκαινιασθέντος διοικητικού συστήματος. Επί των ημερών του η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε πολεμική από μέρους των Ιησουϊτών και των στασιαστών Βουλγάρων αρχιερέων, τους οποίους ο Ιωακείμ καθήρεσε. Επέβαλε έναν διοικητικό συγκεντρωτισμό, ο οποίος προκάλεσε δυσαρέσκειες.
Στις 22 Μαΐου του 1863 ανασυστάθηκε η επισκοπή Λάμπης στην Κρήτη, και την 27 Μαΐου η επισκοπή Βελλάς καί Κονίτσης, συγχρόνως δε καταργήθηκε η αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής. Στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους συνέστησε την Αρχιεπισκοπή Ροδουπόλεως από τις εξαρχίες Σουμελά, Βαζελών, καί Περιστερεώτα, διότι κατά τους νέους κανονισμούς οι πατριαρχικές εξαρχίες έπρεπε να καταργηθούν. Αντιμετώπισε με προβληματικό τρόπο το μοναστηριακό ζήτημα που ανέκυψε στη Μολδοβλαχία όταν η κυβέρνηση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Κούζα δήμευσε τα μοναστηριακά κτήματα που ανήκαν στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, καθώς και σε μονές του Αγίου Όρους και τη Μονή Σινά. Έτσι, το Υπουργείο Εξωτερικών τον έπαυσε στις 9 Ιουλίου 1863, και υπέβαλε παραίτηση στις 18 Αυγούστου του ίδιου έτους, εν μέσω καταγγελιών από κατώτερους κληρικούς και λαϊκούς. Εγκαταστάθηκε στην Αρτάκη, από όπου συμμετείχε στις Πατριαρχικές εκλογές του 1867 και το 1871. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1872 διεκδικώντας εκ νέου τον Πατριαρχικό θρόνο.
Στις 23 Νοεμβρίου 1873, έχοντας συνυποψήφιους τους Μητροπολίτες Ηράκλειας Πανάρετο και Χαλκηδόνος Γεράσιμο, εξελέγη δεύτερη φορά Πατριάρχης. Το 1876 ίδρυσε ιερατική σχολή στο Μουχλιό του Φαναρίου, μετέφερε σε καλύτερα κτίρια τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τον πατριαρχικό οίκο και το φρενοκομείο, ενώ δώρισε την ιδιωτική του κατοικία μαζί με 2.000 χρυσές λίρες για να στεγασθεί το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, το οποίο λειτούργησε από το 1882 και για ενενήντα χρόνια.
Πατριάρχευσε μέχρι του θανάτου του, την 5 Αυγούστου 1878. Ετάφη στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλίου.
De Siris