Γεώργιος Παπανδρέου
Ο Γεώργιος
Παπανδρέου γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1888 και πέθανε την 1η Νοεμβρίου 1968, υπήρξε μία από τις πιο
επιφανείς προσωπικότητες της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Πατέρας
του Ανδρέα Παπανδρέου, του Γεωργίου Γ. Παπανδρέου ( με την Κυβέλη Ανδριανού )
και παππούς του Γεωργίου Α. Παπανδρέου. Διετέλεσε τρεις φορές Πρωθυπουργός της
Ελλάδας (1944-1945,1963,1964-1965), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τα χρόνια
1950-1952 και πολλές φορές Υπουργός, με πρώτη υπουργική θητεία στην
Επαναστατική Κυβέρνηση του 1923. Φίλος, συνεργάτης και διευθυντής του πολιτικού
γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Απέκτησε το προσωνύμιο «Γέρος της
Δημοκρατίας».
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια - Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Γεώργιος
Παπανδρέου γεννήθηκε στο Καλέντζι Αχαΐας και ήταν το τρίτο παιδί του ιερέα
Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας, κατά άλλους γεννήθηκε στο
χωριό Αγία Μαρίνα που ήταν τότε οικισμός του Καλεντζίου. Δε γνώρισε τη μητέρα
του, η οποία απεβίωσε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Ξεκίνησε τις σπουδές
του στο τετρατάξιο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο της
Χαλανδρίτσας. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ο πατέρας του μετατέθηκε στην Πάτρα,
γράφτηκε στο Β' Γυμνάσιο της αχαϊκής πρωτεύουσας, όπου ήδη φοιτούσε ο
μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος. Το 1901 έχασε την αδελφή του, Μαγδαληνή, από
φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδελφό
του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από
Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.
Σπούδασε
νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο. Από νεαρός αναμείχθηκε
στην πολιτική υποστηρίζοντας τον φιλελεύθερο Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος το
1916 τον διόρισε νομάρχη στη Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διετέλεσε Γενικός
Διευθυντής Νήσων Αιγαίου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες Υπουργού. Παντρεύτηκε τη
Σοφία Μινέικο (κόρη του Σιγισμούνδου Μινέικο, μηχανικού, και της Περσεφόνης
Μανάρη) με την οποία απέκτησε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κατά την πολιτική κρίση
που δημιουργήθηκε με θέμα την ουδετερότητα ή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του
Βενιζέλου. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου
τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στη Λέσβο, απ' όπου κινητοποίησε τους
βενιζελικούς υποστηρικτές του στα νησιά εξουδετερώνοντας τους βασιλόφρονες και
υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη
Θεσσαλονίκη. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας από φανατικούς
κωνσταντινικούς, ενώ το 1922 είχε κορυφαίο ρόλο στην επανάσταση των
Πλαστήρα-Γονατά που έδιωξε τον Κωνσταντίνο . Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής
με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον
διόρισε Υπουργό Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Αργότερα υπηρέτησε ως
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου το διάστημα
1924-1925. Η δικτατορία του Πάγκαλου τον εξόρισε. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως
Υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και Υπουργός Συγκοινωνιών το 1933
πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. O Γεώργιος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας στη κυβερνήση Bενιζέλου την περίοδο 1930 με 1932, θα
συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με τα 3.200 σχολεία που θα κτιστούν τότε αλλά και
με μια ευρύτατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που έκτισε του
εξασφάλισαν την αγάπη του προσφυγικού στοιχείου (Πόντιοι και Μικρασιάτες). Το
1935 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε
Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ως σταθερός
υπέρμαχος της δημοκρατίας και πολέμιος του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη
Μεταξά, εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα. Κατά την κατοχή της
Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη στις αρχές του
1942 από τους Ιταλούς ως εκδότης της παράνομης εφημερίδας
"Ελευθερία", και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Τον
Ιούνιο του 1943 υποβάλλει απευθείας στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ειδική
αναφορά με χαρακτήρα διακήρυξης που προκαλεί το συμμαχικό ενδιαφέρον με τίτλο:
«Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι
απόλυτος»:
.......«Σήμερον όμως σχηματίζεται νέα μορφή του παγκοσμίου ανταγωνισμού.
Δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος
Αγγλοσαξoνισμός,
και ενώ το περιεχόμενον της αντιθέσεως των κοινωνικών των καθεστώτων οσημέραι
θα ελαττούται, επειδή αμφότεραι αι παρατάξεις θα συγκλίνουν προς τον
Σοσιαλισμόν, θα παραμένη ως κύριον και, βαθμιαίως, ως αποκλειστικόν περιεχόμενον
της αντιθέσεως το μέγα θέμα της Ελευθερίας: ατομικής, πολιτικής, ηθικής. [...]
Μόνον μέσα εις την Σοσιαλιστικήν Πανευρώπην, επικουρουμένην από την ηθικήν και
υλικήν δύναμιν του Φιλελευθέρου Αγγλοσαξονισμού, ημπορεί και η Ελλάς να εύρη το
αίσθημα της ασφαλείας της απέναντι του καταθλιπτικού κινδύνου του
Κομμουνιστικού Πανσλαβισμού» .
Στις αρχές
του 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο.
Στις 14 Απριλίου του 1944, περίπου ένα μήνα μετά τη δημιουργία της ΠΕΕΑ, με
αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο φθάνει επειγόντως στο Κάιρο για σχηματισμό
Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, και αντικαθιστά τον Σοφοκλή Βενιζέλο που είχε
διαδεχθεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατά τη μετάβαση του τελευταίου στο Λονδίνο.
Τότε οργανώνει το συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο του 1944, στο οποίο και
αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή όλων των
πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του με σκοπό την εφαρμογή του
"Εθνικού Συμβολαίου". Αργότερα όμως σημειώθηκαν προστριβές και
διαφωνίες με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ που αφορούσαν κυρίως τον έλεγχο του
στρατού. Τότε προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό:
.......«Εκφράζομεν την ευγνωμοσύνην μας προς την επιτροπήν των βουνών
διότι εγκατέλειψεν, επιτέλους, τας υπεκφυγάς και τας προτάσεις και απεκάλυψε
τους αληθινούς της σκοπούς. [...] Μας ζητούν να παραδώσωμεν την Ελλάδα:
Αρνούμεθα [...] Η αποστολή μας είναι να εντάξωμεν τας οργανώσεις εις το Έθνος,
όχι να υποτάξωμεν το Έθνος εις τας οργανώσεις...» .
Ενώ
κυριαρχούσαν εντός του ΕΑΜ οι διαφωνίες μεταξύ διαλλακτικών και αδιάλλακτων,
βασική επιδίωξη του Παπανδρέου ήταν η αποτροπή πάση θυσίας της κατάληψης της
χώρας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και
η αναίμακτη μετάβαση στην ομαλότητα παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που
υπήρχαν. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά τη συμφωνία της Καζέρτας (η οποία
έθετε υπό συμμαχική διοίκηση του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι όλες τις
αντιστασιακές ομάδες και όριζε σαφώς να παρενοχλούνται οι Γερμανοί κατά την
αποχώρησή τους) και την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα από το Σαλέρνο της
Ιταλίας με το αγγλικό πολεμικό πλοίο Prince David και ανεβαίνοντας στο βράχο
της Ακρόπολης ύψωσε την ελληνική σημαία. Μετά τα Δεκεμβριανά παραιτήθηκε από
πρωθυπουργός.
Μεταπολεμική περίοδος
Μετά το 1946
συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας (προπολεμικά εκλεγόταν
στη Μυτιλήνη όπου είχε διατελέσει και νομάρχης), ως αρχηγός του κόμματος
Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1946
και ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας
Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952. Το 1950 ίδρυσε το
Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1950 και
1951. Τα χρόνια 1950-1952 ήταν Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης με
Πρωθυπουργούς τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα. Αυτή την περίοδο
της Αντιπροεδρίας του δημιουργεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που μέχρι
σήμερα προσφέρει υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές. Στις εκλογές του 1952
συνεργάστηκε με τον Ελληνικό Συναγερμό του Στρατάρχη Παπάγου, που κατήλθε στις
εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, λόγω της εκτίμησης που του είχε
ο Παπάγος και παρά την αντίθεση πολλών παραγόντων του Συναγερμού. Τον Απρίλιο
του 1953 όμως, μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού
Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό, επανίδρυσε το κόμμα
του και το συγχώνευσε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας συναρχηγός
του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Μετά το 1953 οι βενιζελογενείς
φιλελεύθερες δυνάμεις υπέφεραν από συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και πολιτικό
κατακερματισμό, και έφτασαν σε σημείο να πέσουν πιο κάτω και από την Αριστερά
(ΕΔΑ) τα χρόνια 1958-1961.
Το 1961 ο
Γεώργιος Παπανδρεου αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα
Ένωση Κέντρου, ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων βενιζελικών και
απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3
των εδρών της Βουλής και αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα, κατηγορώντας το παρακράτος
για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις, κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και
νοθείας». Τότε ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου
Καραμανλή για τη διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως
«ανένδοτος αγών».
Πρωθυπουργία με την Ένωση Κέντρου
Το κόμμα του
κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138
έδρες σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28
έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε
την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων
και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που
έπαιζε ο γιος του, Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών
κύκλων. Pύθμισε τα αγροτικά χρέη, πρόσφερε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες,
διαπλασίασε τις βασικές αποδοχές των δικαστικών, απελευθέρωσε πολιτικούς
κρατούμενους. Kυρίως όμως, συνέβαλε στο να «φυσήξει» ένας φρέσκος άνεμος
πολιτικής ελευθερίας και να αναθαρρήσουν έτσι πολλοί πολίτες που ζούσαν επί
χρόνια υπό τη σκιά αστυνομικών παρακολουθήσεων και εκφοβισμών. Προσπάθησε να
ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, παραγκωνίζοντας τους
ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, μείωσε
τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα. Κατηγορήθηκε από
τους αντιπάλους του ότι τα οικονομικά μέτρα που εφάρμοσε ήταν εφικτά, λόγω της
ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την
άλλη, η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το
εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια αμετάβλητο.
Το Κυπριακό
Ο Γεώργιος
Παπανδρέου ήταν από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της Ένωσης της Κύπρου με
την Ελλάδα ήδη από τα πρώτα του πολιτικά βήματα. Όμως στα χρόνια αμέσως μετά
την Απελευθέρωση συχνά συμβούλευε τους Κύπριους ηγέτες να προσέχουν πολύ τις
κινήσεις τους, όπως για παράδειγμα το 1950 σε συνάντησή του με τον δήμαρχο
Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, καθώς η ίδια η Ελλάδα χρειαζόταν απόλυτα όλη την
οικονομική βοήθεια που ήταν σε θέση να προσφέρουν ΗΠΑ και Βρετανία.Το 1959
απέρριψε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος
της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως
Πρωθυπουργός, το 1964, μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί,
δεν δίστασε να στείλει μία ελληνική μεραρχία για τη διατήρηση της τάξης και την
προώθηση των ελληνικών συμφερόντων, την οποία μεραρχία αργότερα η Χούντα
απέσυρε για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, με τραγικά αποτελέσματα.
Tον Iούνιο του 1964 ο Γ. Παπανδρέου στις συνομιλίες του με τους Aμερικανούς
αξιωματούχους στην Oυάσιγκτον υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις και δεν δέχτηκε
το «κλείσιμο» του Kυπριακού σύμφωνα με τις επιταγές των ΗΠΑ, παρά τις έντονες
πιέσεις του ίδιου του Αμερικανού Προέδρου Λύντον Τζόνσον.
Σύγκρουση με τα ανάκτορα
Κατά τη
διακυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά
Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του Παλατιού και
αναμειγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους
κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση
στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει
την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου
πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στο
πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επέβαλλε το 1964 ως
Αρχηγό της Χωροφυλακής τον Αντιστράτηγο Σταύρο Βαλσαμάκη, παρά τις αντιδράσεις
των Ανακτόρων. Επίσης, απέκτησε τον έλεγχο της ΚΥΠ εκδιώκοντας τον επί πολλά
χρόνια Αρχηγό της Αλέξανδρο Νάτσινα.
Όμως υπήρξαν
και συμβιβασμοί. Είναι σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964 προτιμούσε ως
Αρχηγό του ΓΕΣ τον διακεκριμένο στρατηγό Σιαπκαρά, αλλά μετά την αλλαγή Αρχηγών
σε Χωροφυλακή και ΚΥΠ που είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει, δεν ήθελε να τραβήξει
τελείως το σκοινί. Η επιλογή τελικά του φιλοβασιλικού στρατηγού Γεννηματά, αλλά
και η επιλογή ως υπουργού Άμυνας του Πέτρου Γαρουφαλιά, έδειχνε ότι η κυβέρνηση
Παπανδρέου είχε επιλέξει έναν περίπλοκο συνδυασμό "μαστίγιου και
καρότου" στη σχέση της με τα ανάκτορα. Παρ' όλη τη βούληση για συμβιβασμό
της ΕΚ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχωρεί σε μια σειρά από μεταθέσεις
αντι-παπανδρεϊκών αξιωματικών μακριά από την Αθήνα. Οι περισσότεροι από αυτούς
τους αξιωματικούς ήταν οι μετέπειτα πρωταίτιοι της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Το Παλάτι αντιδρά και θεωρεί ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις. Παράλληλα, η
πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από μεγάλη οξύτητα (προϊόν περισσότερο του
"ανένδοτου αγώνα" και των ανακρίσεων για το σχέδιο Περικλής), ενώ ταυτόχρονα
το Κυπριακό βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Η ΕΚ ήταν εξ αρχής σε βαθύ
διχασμό, η δε άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου έκανε την κατάσταση ακόμα πιο
δραματική, την οποία επιβάρυνε και ο ακραίος τρόπος λειτουργίας του τύπου. Μέσα
σ' αυτό το κλίμα ξεσπάει η Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορούμενοι για το
"σχέδιο Περικλής" βρίσκουν την πρόφαση για αντεπίθεση. Η κρίση πλέον
γύρω από τον έλεγχο του στρατού βγαίνει εκτός ελέγχου. Το Παλάτι προσπαθεί,
στηριζόμενο στην υπόθεση "Ασπίδα", να πάρει τη ρεβάνς και τον έλεγχο του
στρατού. Αυτή τη φορά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν επαναλαμβάνει τον συμβιβασμό
Γεννηματά και απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του στρατού. Τελικά επέρχεται στην
κρίση του Ιουλίου του 1965, όταν ο Κωνσταντίνος αρνείται το δικαίωμα στον
Πρωθυπουργό να αναλάβει Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η συνταγματική και πολιτειακή
κρίση είναι πλέον γεγονός.
Όταν έγινε η
αποστασία, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με
υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως
δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία
Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 η νέα
κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο κατάφερε να πάρει ισχνή ψήφο
εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο "ανένδοτο"
αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21
Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου
Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ' υπόδειξή τους την
πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε
έγινε γνωστή ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Γ.
Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί, όπου και πέθανε το
1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε ορόσημο στον
αντιδικτατορικό αγώνα, καθώς συγκέντρωσε πλήθος λαού και έγινε αφορμή για την
πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας.
Ρήσεις
Ο Γεώργιος
Παπανδρέου ήταν γνωστός ως αριστοτέχνης ρήτορας και ετοιμόλογος ευφυολόγος.
Αυτός έπλασε τη φράση 'Μέγα πλήθος μέγα πάθος', που χρησιμοποιείται και σήμερα
για μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις. Εδώ παρατίθενται μερικές από τις ρήσεις
του:
Παραφράζοντας
το σύνθημα του δικτατορικού καθεστώτος, 'Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών', έκανε λόγο
για 'Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών καθολικώς διαμαρτυρομένων'.
Για τον
στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, είπε: 'Εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη
εμφανιζόμενος'.
Σε μία
κοινοβουλευτική συζήτηση, ακούγοντας μίαν ύβρη προς το πρόσωπό του, ρώτησε
'Ποίος το λέει αυτό;' για να απαντήσει, μόλις ο υβριστής απάντησε 'εγώ': 'Τότε
δεν έχει καμία σημασία!'
'Ψήφισαν
ακόμα και τα δένδρα'
De Siris