Ιωακείμ Γ΄
ο Μεγαλοπρεπής
Ο
Ιωακείμ Γ΄ γεννήθηκε στο προάστειο Βαφειοχώρι (Μπογιατζήκιοϊ) της
Κωνσταντινούπολης τον Ιανουάριο του 1834 και το κοσμικό του όνομα ήταν Δεβετζής
ή Δημητριάδης, με καταγωγή από το Κρούσοβο της Πελαγονίας. Το 1852
χειροτονήθηκε διάκονος από το Μητροπολίτη Πωγωνιανής Νίκανδρο στο Βουκουρέστι,
όπου και παρέμεινε ως το 1854 σπουδάζοντας και μαθαίνοντας ρουμανικά. Από το
1854 ως το 1860 υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στους ελληνικούς ναούς της Βιέννης,
συνεχίζοντας τις σπουδές του και μαθαίνοντας γερμανικά. Ο Ιωακείμ Γ' δεν έλαβε
πανεπιστημιακή μόρφωση, άλλα μπόρεσε να αναπληρώσει αυτό το κενό με την
ευρύτητα της σκέψης του και την αγάπη του για τα γράμματα.
Πνευματικό
παιδί του Μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Β',
μετά την εκλογή του τελευταίου στον οικουμενικό θρόνο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος
το 1863 και διορίστηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος. Τον Δεκέμβριο του 1864 εξελέγη
Μητροπολίτης Βάρνης, θέση στην όποια παρέμεινε ως το 1874. Μετά την επάνοδο του
Ιωακείμ Β' στον οικουμενικό θρόνο ανέλαβε τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης τον
Ιανουάριο του 1874, την οποία ποίμανε ως το 1878.
Στις
4 Οκτωβρίου 1878, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ Β', εξελέγη Οικουμενικός
Πατριάρχης. Ρύθμισε με επιτυχία πολλά διοικητικά ζητήματα και φρόντισε
ιδιαίτερα για την ενίσχυση της παιδείας. Έκτισε το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και
το 1880 έθεσε και πάλι σε λειτουργία το πατριαρχικό τυπογραφείο και εξέδωσε το
περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια, με διευθυντή συντάξεως το Μανουήλ Γεδεών
(1883). Επίσης ίδρυσε την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, έθεσε τα θεμέλια του νέου
οικοδομήματος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο λόφο του Φαναρίου (30
Ιανουαρίου 1880) και επέκτεινε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου. Με
έξοδα του ευεργέτη Ευστάθιου Ευγενίδη οικοδομήθηκε ιδιαίτερο ενδιαίτημα για τον
Πατριάρχη, καθώς και πατριαρχικό παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Συνέστησε την
κεντρική Ιερατική Σχολή και ενίσχυσε τη Θεολογική Σχολή Χάλκης, βοηθώντας
μάλιστα τους αποφοίτους της να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Το
1879 αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της σερβικής Εκκλησίας και μεταβίβασε τη
Μητρόπολη Δρύστρας στην Εκκλησία της Ρουμανίας. Το 1882 παραχώρησε τις
μητροπόλεις Θεσσαλίας και Άρτας στην ελληνική Εκκλησία αφού ήδη είχε προηγηθεί
η πολιτική τους ενσωμάτωση. Στις 30 Μαρτίου 1884 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση
επειδή αντέδρασε στις απαιτήσεις της τουρκικής κυβέρνησης να καταργηθούν τα
προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αποσύρθηκε
στη γενέτειρα του και περιόδευσε στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και
Αντιοχείας, και τέλος εγκαταστάθηκε στο κελί Μυλοποτάμου της Ιεράς Μονής
Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους όπου παρέμεινε επί 12 έτη. Στις 25 Μαΐου 1901
επανήλθε στον οικουμενικό θρόνο, καθώς εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός
Πατριάρχης, διαδεχόμενος τον παυθέντα Κωνσταντίνο Ε΄.
Κατά
τη 2η πατριαρχεία του συμπλήρωσε και βελτίωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου,
ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στη νήσο Πρώτη και αρρένων στην Πρίγκηπο, συνέστησε
τη σχολή Γλωσσών και Εμπορίου με μαθητές και Τούρκους, συμπλήρωσε την οικοδομή
των νοσοκομείων Βαλουκλή βοηθούμενος κυρίως από τις οικογένειες Ζαρίφη,
Μαυρογορδάτου, Βαλλιάνου, Νεγρεπόντη, Κορωνιού, Σινιόσογλου και άλλων από
Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία καθώς και από Αίγυπτο. Στις 18 Μαρτίου 1908
εξέδωσε Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, με τον οποίο οι ορθόδοξες ελληνικές
κοινότητες που λειτουργούσαν στην Ευρώπη, την Αμερική και σε άλλες χώρες, παραχωρούνταν
στην Εκκλησία της Ελλάδος. Τέλος, παρασκέυασε Άγιο Μύρο δύο φορές, το 1903 και
το 1912.
Τιμήθηκε
με τα ανώτερα παράσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και των Βασιλείων Ελλάδος,
Βουλγαρίας, Αιγύπτου, Ρωσίας και Ρουμανίας (Στη φωτογραφία, στο μέσον επάνω σε
πορφυρή ταινία, φέρει και το μέγιστο των παρασήμων των Σουλτάνων). Στις 21
Μαρτίου του 1912 το πανεπιστήμιο Αθηνών τίμησε την προσφορά του αναγορεύοντας
τον επίτιμο διδάκτορα της Θεολογίας. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της
Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, υπήρξε μέλος της μασονικής στοάς «Πρόοδος».
Ο
Ιωακείμ Γ΄ πατριάρχευσε έως τις 14 Νοεμβρίου του 1912, οπότε μετά από
ολιγοήμερη ασθένεια πέθανε και κηδεύτηκε στο πατριαρχικό κοιμητήριο της
Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μετά την είσοδο των
ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη.
De
Siris