Μάχη
της Αράχωβας
Η μάχη της
Αράχωβας ήταν μια από τις πολεμικές εμπλοκές της επανάστασης του '21 με
νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Έγινε μεταξύ 18 και 24 Νοεμβρίου του 1826
στην Αράχωβα της Βοιωτίας.
Η εξέλιξη των γεγονότων
Μετά την
επανάσταση του '21, οι Έλληνες είχαν κατορθώσει όχι μόνο να κατακτήσουν εδάφη
στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και να αποκτήσουν τον έλεγχο θαλάσσιων προσβάσεων
και πολλών νησιών του Αιγαίου. Η περιοχή αυτή τότε ήταν υπό την επιρροή του
Ιμπραήμ Πασά. Ο Ιμπραήμ Πασάς μετά από την Ναυμαχία της Σφακτηρίας συνέχισε την
επιδρομή του με δυο κατευθύνσεις:
πρώτον, μέσα
στον Κορινθιακό κόλπο εναντίον της Άμφισσας στην Φωκίδα που κατέλαβε στις 4
Μαΐου, και το Μεσολόγγι της Αιτωλοακαρνανία που πολιορκήθηκε από τις 15 ως τις
24 Απριλίου 1826 και έπεσε με ακόλουθο οι Τούρκοι να σφάξουν τα γυναικόπαιδα.
δεύτερον,
στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου εναντίον της Τρίπολης στην Αρκαδία που έπεσε
στις 10 Ιουνίου, και τον Πύργο που έπεσε στις 9 Νοεμβρίου. Εκτός από τις
καταστροφές και σφαγές, τμήματα του πληθυσμού πιάστηκαν αιχμάλωτοι και
πουλήθηκαν σκλάβοι στην Αίγυπτο.
Ιστορικό σκηνικό
Νοέμβριος
1826. Γύρω κι απέναντι απ' την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γίνεται η μεγάλη
μάχη, που χαρακτηρίστηκε σαν δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης. Η σημασία της
μάχης εκείνης ήταν καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, πού μετά την
πτώση του Μεσολογγίου "έπνεε τα λοίσθια". Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε
την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και εξαπέλυσε "φιρμάνι στους
Ρωμηούς" να προσκυνήσουν, να παραδώσουν τα όπλα τους και να πάρουν γενική
αμνηστία. Το μέγεθος του κινδύνου δείχνει η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον
πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαΐμη: "Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον διά την κοινήν
σωτηρίαν".
Τα σχέδια των
Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη
της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, πού διορίστηκε
αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τούς θορυβημένους
οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την
απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Στη μάχη της
Αράχωβας βρέθηκαν αντιμέτωποι οι πιο έμπειροι αξιωματικοί των Τούρκων και οι
Έλληνες καπεταναίοι, πού τούς ένωσε και τους οδήγησε στο θρίαμβο ο Γ.
Καραϊσκάκης. Η επιστολή του Ανδ. Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της
ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: "Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν,
τί είναι ό Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι
θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον" (17-1- 1827).
Για τους
Τουρκαλβανούς, όμως, η ανάμνηση της μάχης της Αράχωβας και η καταδίωξη που
ακολούθησε ήταν οδυνηρή για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η
φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: "Που φεύγεις μωρέ,
ωσάν να σε κυνηγά ό Καραϊσκάκης;" Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι
Αλβανοί φώναζαν: "Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη".
Γεγονότα
Η Ακρόπολη
των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ό Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη
Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της
περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια
ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Προχωρεί,
λοιπόν, ο Καραϊσκάκης απ' τη Δόμβραινα προς το Δίστομο, αφού πέρασε απ' τα
μοναστήρια Δομβού και Οσίου Λουκά. Ο Μουστάμπεης για να τον εμποδίσει κίνησε
απ' τη Λιβαδειά για να καταλάβει την Αράχωβα. Τον συνοδεύουν κι άλλοι μπέηδες
και 2.000 Τουρκαλβανοί. Φτάνουν στην Αράχωβα και ταμπουρώνονται πάνω απ' τον Αϊ
Γιώργη. Στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και στα γύρω σπίτια ταμπουρώθηκε η
εμπροσθοφυλακή του Καραϊσκάκη κι ο στρατάρχης στήνει το στρατηγείο του στην
εκκλησιά του Άϊ Γιώργη.
Οι όροι της
παράδοσης που πρότειναν οι Έλληνες ήταν βαρείς. Στις 22-11-1826 ο Μουστάμπεης
τραυματίζεται και την επόμενη ημέρα πεθαίνει. Ο Κατεβατός και τα βόλια δεν
αφήνουν περιθώρια αναμονής και ενίσχυση δεν μπορεί να πλησιάσει. Έτσι, οι
Τουρκαλβανοί επιχειρούν έξοδο προς τον Παρνασσό, αλλά ο στρατάρχης Καραϊσκάκης
είχε διακόψει κάθε δυνατότητα διαφυγής. Στο πεδίο της μάχης γίνεται πάλη σώμα
προς σώμα και άγρια καταδίωξη στις απόκρημνες πλαγιές του Παρνασσού μέσα στο
χιόνι και στο "καταργιακό". Την επόμενη ημέρα (25 Νοεμβρίου) 300
τούρκικα κεφάλια στήθηκαν τρόπαιο της νίκης στη θέση Πλόβαρμα, στα Πλατάνια. Η
συνήθεια αυτή, πού ήταν τουρκική, υιοθετήθηκε απ' τον Καραϊσκάκη για να
αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων.
Η πολιορκία της Ακρόπολης και η μάχη
της Αράχωβας
Μετά την
πτώση του Μεσολογγίου, 10.000 αγωνιστές κατέφυγαν στην Αθήνα και οχυρώθηκαν
στην Ακρόπολη, αφού η περιοχή της Ακρόπολης, το Ναύπλιο και τα νησιά Ύδρα και
Αίγινα ήταν τα μόνα ισχυρά οχυρά που είχαν πλέον απομείνει. Οι Τούρκοι
πολιόρκησαν την Ακρόπολη. Στην κατάσταση αυτή, ο Καραϊσκάκης με λίγους
πολεμιστές έφυγε από την Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1826 με κατεύθυνση την Ρούμελη
για να ανακόψει τον ανεφοδιασμό των Τούρκων από τον βορά και να τους κάνει
αντιπερισπασμό.
Η πρώτη επαφή
με τους Τούρκους έγινε στην Δομβραίνα όπου αυτοί οχυρώθηκαν και πολιορκήθηκαν
από τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη και άλλα σώματα ρουμελιωτών και Σουλιωτών που
ήλθαν σε βοήθεια. Αλλά και το τουρκικό στράτευμα ενισχύθηκε με βοήθεια από
άλλες πόλεις και ανέλαβε την αρχηγία του ο Αλβανός Μουσταφά Μπέη που ήλθε από
τη Λειβαδιά. Μαζί του ενώθηκε και ο Κεχαγιάμπεης, αξιωματικός του Κιουταχή. Οι
ελληνικές δυνάμεις, αφού δεν κατώρθωσαν κάποια αποφασιστική νίκη κατά των
Τούρκων στην Δομβραίνα έλυσαν την πολιορκία την 14η Νοεμβρίου και εκινήθηκαν
προς Αράχωβα περνώντας από τη Μονή του Αγ. Σεραφείμ στην Δομπό και του Οσίου
Λουκά στο Στείρι.
Το μεγαλύτερο
μέρος του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στρατοπέδευσε στο Δίστομο όπου είχε
σκοπό να αναπαυθεί για μερικές μέρες. Ταυτόχρονα ο Μουσταφάμπεης μέσω Δαυλείας
εκινήθη προς τα Σάλωνα για να βοηθήσει του Τούρκους που πολιορκούνταν εκεί από
τον Γ. Δυοβουνιώτη και τον Νάκο Πανουργιά. Ο ίδιος έμεινε στη Μονή Ιερουσαλήμ,
σε πλαγιά του Παρνασσού πάνω από τη Δαύλεια. Εκεί κάποιος διάκονος που γνώριζε
την αλβανική γλώσσα, αφού άκουσε από τις συνομιλίες των τουρκαλβανών ότι
επρόκειτο να βαδίσουν μέσω Αράχωβας προς τα Σάλωνα, πήγε νύχτα στο Δίστομο στο
στρατόπεδο του Καραϊσκάκη όπου έδωσε την πληροφορία. Μέσα στη νύχτα ο
Καραϊσκάκης απέστειλε τον Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Γεώργιο Βάϊο με 500 ενόπλους
να σπεύσουν στην Αράχωβα και να καταλάβουν οχυρά μέρη. Ταυτόχρονα τοποθέτησε
σκοπιές (καραούλια) σε διάφορα σημεία για να πληροφορείται την κίνηση του εχθρού.
Το επόμενο πρωί οι τούρκοι διηρέθηκαν σε δύο σώματα και κινήθηκαν προς Αράχωβα
από το Ζεμενό και από το Μοναστήρι της Ιερουσαλήμ. Οι Τούρκοι αιφνιδιασθέντες
δεν τόλμησαν να εισέλθουν στην πόλη και οχυρώθηκαν στο ύπαιθρο, σε υψώματα του
Παρνασσού γύρω από την Αράχωβα.
Το κρύο και
το χιόνι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Οι Έλληνες είχαν καταφύγιο
στα σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες εκτεθειμένοι στο
ύπαιθρο και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η παγίδευση του
στρατεύματος του Μουσταφάμπεη, τουρκικές δυνάμεις από διάφορες φρουρές έρχονταν
προς βοήθειά του. Όμως ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλες τις διαδρομές από
όπου θα μπορούσε να έλθει βοήθεια προς τον εχθρό. Στο Ζεμενό αποκρούστηκε σώμα
από περίπου 800 στρατιώτες υπό τον Αλβανό Αμπντουλά και άλλο σώμα που ήλθε από
τη Δαύλεια. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συμμετείχε στις αψιμαχίες ενθαρρύνοντας τους
πολεμιστές του.
Οι Τούρκοι,
υποφέροντας από το κρύο και την έλειψη εφοδίων, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη
συνθήκη ώστε να αποχωρήσουν. Αυτός ζήτησε για αντάλλαγμα να του παραδοθούν η
Λειβαδιά και η Άμφισσα, καθώς και να μείνουν ως όμηροι ο Μουσταφάμπεης και ο
Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί των Τούρκων δεν δέχτηκαν και παρέμειναν οχυρωμένοι
περιμένοντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Ο Μουσταφάμπεης για να ενθαρρύνει κι
αυτός τους στρατιώτες του συμμετείχε στις ανταλλαγές πυρών πυροβολώντας ο
ίδιος. Σε ένα τέτοιο επισόδειο τραυματίστηκε στο κεφάλι. Την 24η Νοεμβρίου
σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση που απείλησε να καλύψει ζωντανούς τους Τούρκους.
Βλέποντας ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στο ύπαιθρο, επιχείρησαν έξοδο
προς το δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Ιερουσαλήμ. Οι Έλληνες δεν αντελήφθησαν
έγκαιρα τη φυγή γιατί λόγω του χιονιού είχαν αποσυρθεί στα σπίτια της Αράχωβας.
Όταν η φυγή έγινε αντιληπτή οι Έλληνες έσπευσαν και κατέκοβαν τους αποχωρούντες
Τούρκους. Δεν χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα γιατί αυτά είχαν καταστεί άχρηστα
λόγω του χιονιού και του παγετού.
Η καταδίωξη
εξελίχθηκε σε σφαγή, που άρχισε δύο ώρες πρό της δύσης του ηλίου και
συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όσοι Τούρκοι απέφυγαν τη σφαγή πάγωναν όταν
αποκαμωμένοι σταματούσαν να αναπαυθούν. Ο Καραϊσκάκης, μή ακούγοντας
πυροβολισμούς, νόμισε ότι οι εχθροί διέφυγαν έως ότου πήγε ο ίδιος να
διαπιστώσει την κατάσταση. Οι φονευθέντες Τούρκοι εκείνη την ημέρα ήταν περίπου
600 ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Από αυτούς ο Καραϊσκάκης μπόρεσε να διασώσει μόνο
50 καθώς οι υπόλοιποι πέθαναν από τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες. Οι δύο
αρχηγοί του τουρκικού στρατοπέδου επίσης εφονεύθησαν και οι Έλληνες στρατιώτες
έφεραν τα κεφάλια τους στον Καραϊσκάκη. Ο ίδιος είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή σε
όποιον συνελάμβανε τους δύο τουρκαλβανούς ζωντανούς. Αλλά ο μεν Κεχαγιάμπεης
δεν μπόρεσε να δηλώσει την ιδιότητά του στους Έλληνες διότι δεν μιλούσε τη
γλώσσα τους, ο δε Μουσταφάμπεης είχε αποκεφαλιστεί κατά την έξοδο από τον ίδιο
τον αδελφό του για να μη συλληφθεί ζωντανός.
Από όλο το
Τουρκικό σώμα που ήταν περισσότεροι από 1800, διασώθηκαν μόνο 300 και αυτοί όχι
όλοι σε καλή κατάσταση. Οι Έλληνες κυρίευσαν 23 σημαίες, όλες τις αποσκευές και
τα ζώα. Από τους Έλληνες σε όλο το διάστημα της πολιορκίας και την έξοδο
εφονεύθησαν 12 και τραυματίστηκαν περίπου 20. Ο Καραϊσκάκης διένειμε αμοιβές
στους ανδραγαθήσαντες εκ των Ελλήνων και διέταξε να στηθεί στην Αράχωβα
πυραμίδα από τα κεφάλια των Τούρκων. Πάνω σε μια πέτρα έγραψε "Τρόπαιο των
Ελλήνων κατά των βαρβάρων" και στα δύο άκρα της πέτρας έβαλε τα κεφάλια
του Κεχαγιάμπεη και του Μουσταφάμπεη.
Αποτελέσματα της μάχης
Η νίκη του
Καραΐσκάκη είχε μεγάλη απήχηση και έδωσε θάρρος στους Έλληνες να συνεχίσουν τον
απελευθερωτικό τους αγώνα. Η Ακρόπολη έμεινε πολιορκημένη και έπεσε τελικά στις
24 Μαΐου του 1827.
De
Siris