Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Κλεοπάτρα


Κλεοπάτρα Ζ' της Αιγύπτου

Η Κλεοπάτρα γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 69 π.Χ. και πέθανε στις 12 Αυγούστου του 30 π.Χ., ήταν η τελευταία βασίλισσα της ελληνιστικής Αρχαίας Αιγύπτου, προτού αυτή αποτελέσει πλέον κομμάτι της πανίσχυρης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία της σηματοδοτεί το τέλος της ελληνιστικής και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο. Αποτέλεσε τον τελευταίο Φαραώ της Αρχαίας Αιγύπτου, καθώς ο γιος της Καισαρίων βασίλεψε μόνο κατ’ όνομα προτού εκτελεστεί.

Ο μύθος της επιβίωσε ως τις μέρες μας μέσα από πάρα πολλές δραματοποιήσεις της ιστορίας της, συμπεριλαμβανομένου του έργου «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» από τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και πολλών σύγχρονων κινηματογραφικών ταινιών. Αν και ικανή και δαιμόνια μονάρχης, έμεινε διάσημη κυρίως γιατί κατάφερε να γοητεύσει δυο από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής της, τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα και τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά και για το τραγικό της τέλος. Χάρη στη φιλοδοξία και την προσωπική της γοητεία επηρέασε καθοριστικά τη ρωμαϊκή πολιτική σε μια αποφασιστική περίοδο και κατέληξε να αντιπροσωπεύει, όσο καμιά άλλη γυναίκα στην αρχαιότητα, το πρότυπο της ρομαντικής μοιραίας γυναίκας.

Βιογραφικά στοιχεία.

Καταγωγή

Η Κλεοπάτρα ήταν άμεσος απόγονος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίου Α' του Σωτήρος. Ήταν κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίου ΙΒ' Αυλητή, με μητέρα την Κλεοπάτρα Ε' Τρύφαινα. Λίγα είναι πραγματικά γνωστά για την παιδική της ηλικία, μα θα πρέπει να υπήρξε μάρτυρας της αυξανόμενης δυσαρέσκειας του απλού λαού προς το βασιλικό οίκο των Πτολεμαίων, που κορυφώθηκε κατά τη βασιλεία του πατέρα της. Η αναρχία αυτή προέκυψε για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο φυσικός και ηθικός εκφυλισμός των κυβερνώντων, ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας και η διαφθορά. Αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια της Κύπρου και της Κυρηναϊκής, κάνοντας τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ' μια από τις πιο ολέθριες της δυναστείας.

Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΒ' το 51 π.Χ., ξεκίνησε η βασιλεία της μεγαλύτερης εν ζωή θυγατέρας του, της Κλεοπάτρας Ζ', με την οποία έμελλε να λάβει τέλος η Δυναστεία που ίδρυσε ο δαιμόνιος Μακεδόνας στρατηγός περίπου τριακόσια χρόνια πριν. Όταν η Κλεοπάτρα ανέβηκε στο θρόνο, το βασίλειό της ήδη έμοιαζε να έχει φτάσει στη δύση του: οι σημαντικότερες επαρχίες του, η Κοίλη Συρία, η Κυρήνη, η Κύπρος, ήδη είχαν χαθεί. Η δημοτικότητα του βασιλικού οίκου επίσης ποτέ δεν είχε υπάρξει χαμηλότερη, καθώς πλέον οι Ρωμαίοι επενέβαιναν απρόσκοπτα στα εσωτερικά του κράτους, το οποίο είχε μεταλλαχθεί σε ανεπίσημη ρωμαϊκή επαρχία. Όλα έδειχναν πως οι Πτολεμαίοι θα έσβηναν άδοξα όπως οι Σελευκίδες λίγα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο η Δυναστεία, λίγο πριν το τέλος, έμελλε να γνωρίσει μια τελευταία αναλαμπή δόξας, αγγίζοντας το όνειρο της κατάκτησης μιας αυτοκρατορίας μεγαλύτερης εδαφικά κι από το κράτος των πρώτων Πτολεμαίων. Και επειδή η στρατιωτική δύναμη του κράτους δεν μπορούσε να παραβγεί αυτή του ρωμαϊκού κολοσσού, η τελευταία ηγεμόνας δεν χρησιμοποίησε όπως οι πρόγονοί της τη δύναμη των όπλων, αλλά μια νέα: αυτή της προσωπικής γοητείας.

Η κληρονομιά της είναι αμφίβολη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα μονάχα το μισό της αίμα ήταν μακεδονικό. Όπως πληροφορούμαστε από ορισμένες πηγές, ο παππούς της, Πτολεμαίος Θ' Λάθυρος, είχε αποκτήσει παιδιά με μια Ελληνίδα ερωμένη, ευγενικής πιθανώς καταγωγής και εξαίρετης ομορφιάς. Αν υποθέσουμε πως η μακεδονική της καταγωγή της κληροδότησε τη σιδερένια πυγμή και αποφασιστικότητα, τότε ίσως το αίμα της γιαγιάς της τής χάρισε όχι μόνο τη φυσική ελκυστικότητα που παρέσυρε τους άνδρες, αλλά και μια οξύνοια που αιχμαλώτιζε το πνεύμα τους. Οι πηγές αναφέρουν πως την χαρακτήριζε επίσης μια ασυνήθιστη για τους Έλληνες της εποχής ικανότητα να μαθαίνει ξένες γλώσσες, όχι μόνο τα αιγυπτιακά, τη μητρική γλώσσα των υπηκόων της, αλλά και τα Αραμαϊκά, τα Εβραϊκά, τα Αραβικά, τα περσικά και τα αιθιοπικά. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως δεν ήταν εξαιρετικά όμορφη, όπως συχνά τείνουμε να πιστεύουμε στις μέρες μας, ωστόσο ήταν ικανότατη στην τέχνη της συζήτησης, στο να γίνεται ευχάριστη και να ψυχαγωγεί, στο να δείχνει ζωντάνια και ευφυΐα, κάτι που αιχμαλώτιζε τους συνομιλητές της.

Πρώτα χρόνια στο θρόνο

Η Κλεοπάτρα ανέβηκε στο θρόνο της Αιγύπτου σε ηλικία δεκαεπτά ή δεκαοχτώ ετών. Σύμφωνα με τη συνήθεια του οίκου των Πτολεμαίων, η διαθήκη του πατέρα της όριζε να συμβασιλεύσει με το μεγαλύτερο από τους δύο άρρενες αδερφούς της, που τότε ήταν μόλις εννέα ή δέκα ετών, και που μας είναι γνωστός με το όνομα Πτολεμαίος ΙΓ'. Εντούτοις, χαρακτηριστική είναι η λεπτομέρεια πως καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας της, ακόμη και έπειτα, όταν συμβασίλεψε με το δεύτερο αδερφό της, κανένα άλλο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε στα νομίσματα της χώρας παρά μόνο το δικό της, με την επιγραφή “Κλεοπάτρας Βασιλίσσης”.

Τα υπόλοιπα πρόσωπα που απέκτησαν εξουσία την εποχή αυτή ήταν ο ευνούχος Ποθίνος, ο παιδαγωγός του νεαρού Πτολεμαίου, ο Θεόδοτος από τη Χίο, και ο στρατηγός Αχίλας, που είχε αιγυπτιακή (έστω κατά το ήμισυ) καταγωγή. Στη χώρα υπήρχαν ακόμη τα στρατεύματα που άφησε ο Γαβίνιος, που τα συγκροτούσαν κυρίως Γαλάτες και Γερμανοί. Οι τελευταίοι άρχισαν να μονιμοποιούν την παρουσία τους στη χώρα, πραγματοποιώντας μικτούς γάμους με ντόπιες γυναίκες, είτε αιγυπτιακής είτε ελληνικής καταγωγής. Μάλιστα όταν, στα πλαίσια της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στη Ρώμη – την εποχή εκείνη το δημοκρατικό πολίτευμα στη Ρώμη ήταν μόλις δύο ανάσες προτού παραδώσει τη θέση του στη μοναρχία – τα στρατεύματα αυτά κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, οι αρχηγοί τους φρόντισαν να θανατώσουν τους απεσταλμένους που μετέφεραν τη διαταγή.

Μια νέα πολιτική αναταραχή επρόκειτο να αναστατώσει τη Μεσόγειο: ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα και τον Πομπηίο. Το 49 π.Χ. ο γιος του Πομπήιου, εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια αναζητώντας πλοία, στρατεύματα και χρήματα από την Αίγυπτο, η οποία και χρωστούσε εκδούλευση στον πατέρα του για βοήθειες που είχε προσφέρει χρόνια πριν στον Πτολεμαίο Αυλητή. 

Ο νεαρός κατάφερε να αποσπάσει πενήντα πλοία, προμήθεια σε σιτηρά και πεντακόσιους από τους στρατιώτες του Γαβίνιου. Μάλιστα τα κατοπινά χρόνια, στα πλαίσια των φημών που διαδίδονταν για την ερωτική ζωή της Κλεοπάτρας, ειπώθηκε πως η σχέση του με την Κλεοπάτρα ήταν κάτι παραπάνω από διπλωματική, αν και δεν είναι δυνατό για τους σημερινούς μελετητές να ξεχωρίσουν την ιστορική αλήθεια από τη σκανδαλολογία.

Καθώς μεγάλωνε η πείρα και η φιλοδοξία της Κλεοπάτρας, σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τους αυλικούς του παλατιού, τον Ποθίνο, το Θεόδοτο και τον Αχίλα. Την κατηγόρησαν πως συνωμοτούσε κατά της ζωής του αδερφού της και τελικά πέτυχαν την εκδίωξή της από την Αλεξάνδρεια. Τότε εκείνη, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, συγκέντρωσε τον προσωπικό της στρατό, ανάμεσα στους Άραβες πέρα από τα ανατολικά σύνορα και ετοιμάστηκε να προελάσει κατά της Αιγύπτου. Οι αυλικοί και ο νεαρός βασιλιάς ετοιμάστηκαν να τη σταματήσουν κοντά στο Πελούσιο.

Αιγυπτιακός Εμφύλιος

Όμως την ίδια εποχή που ο εμφύλιος ξεσπούσε στην Αίγυπτο, ένας άλλος εμφύλιος καθόριζε τις τύχες της Ρώμης: ο Ιούλιος Καίσαρ υποχρέωσε σε ήττα τον Πομπηίο στη Μάχη των Φαρσάλων το 48 π.Χ. Ο Πομπηίος, ελπίζοντας στην υποστήριξη της Αιγύπτου, τη δύσκολη ώρα της πτώσης του αποφάσισε να βρει εκεί καταφύγιο. Έπλευσε όχι στην Αλεξάνδρεια, αλλά στην ακτή κοντά στο στρατόπεδο του Πτολεμαίου. Εκεί δεν βρήκε τίποτα άλλο παρά μόνο το θάνατο: μέσα στη μικρή λέμβο που τον μετέφερε από το πλοίο στην ακτή, ο αξιωματικός Σεπτίμιος, με τη διαταγή του Αχίλα που επίσης ήταν παρόν στη βάρκα, δολοφόνησε τον Ρωμαίο στρατιωτικό, υπό το βλέμμα του Πτολεμαίου που παρακολουθούσε τα πάντα από την ακτή. Ήταν Σεπτέμβριος του 48 π.Χ. Με την πράξη του αυτή, ο περίγυρος του Πτολεμαίου ήλπιζε αναμφίβολα να δείξει σημάδια καλής θέλησης προς τον Καίσαρα, ώστε να τον αποτρέψει από το να εισβάλει στην Αίγυπτο.

Ωστόσο το μόνο που κατάφερε ήταν να στραφεί αυτή του η πράξη εναντίον όλων τους. Ο Καίσαρ, που ακολουθούσε τον Πομπηίο από απόσταση, κατέφθασε στα αιγυπτιακά νερά ελάχιστες μέρες αργότερα από τη δολοφονία του αντιπάλου του. Ο Θεόδοτος τον συνάντησε στο πλοίο του και του επέδειξε το κεφάλι του εχθρού του. Εντούτοις, αντί να φύγει, ο Καίσαρ οργισμένος όχι μόνο δεν έπλευσε μακριά, αλλά αποφάσισε να καταλάβει την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων με τη δύναμη που είχε φέρει μαζί του. Αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια, παρέλασε στους δρόμους κρατώντας ψηλά τα εμβλήματα της Ρώμης και εγκαταστάθηκε στο παλάτι. Ο λαός δεν έμεινε βέβαια ασυγκίνητος από το γεγονός. Αντίθετα, σύντομα ξέσπασαν ταραχές στους δρόμους και δολοφονίες στρατιωτών του Καίσαρα που τυχόν απομακρύνονταν στα στενά της πόλης.

Με το βασιλικό ζεύγος να βρίσκεται μακριά από την πόλη, και συγκεκριμένα στα σύνορα όντας παραταγμένοι ο ένας εναντίον του άλλου, ο Καίσαρ αντιπροσωπεύοντας τη Ρώμη, διεκδίκησε το δικαίωμα να διευθετήσει το ζήτημα. Κάλεσε και τους δύο ενώπιόν του, με την απαίτηση να διαλύσουν πρώτα το στρατό τους. Ο μεν Ποθίνος πήρε το νεαρό Πτολεμαίο και επέστρεψε στην πόλη, αφήνοντας όμως το στρατό του σε αναμονή υπό τη διοίκηση του Αχίλα. Η Κλεοπάτρα είχε να αντιμετωπίσει τότε ένα δύσκολο ερώτημα: πώς θα μπορούσε να φτάσει ενώπιον του Καίσαρα χωρίς να τη δολοφονήσουν οι εχθροί της στη διαδρομή; Για το λόγο αυτό, ο έμπιστός της, Απολλώδωρος από τη Σικελία, τη μετέφερε με βάρκα στην πόλη και την έβαλε κρυφά στα διαμερίσματα του Καίσαρα τυλιγμένη σε ένα χαλί. Ο θρύλος θέλει τον Καίσαρα να βρήκε την κίνηση αυτή τόσο χαριτωμένη που, υπό το έκπληκτο βλέμμα των αντιπάλων της, την έκανε ερωμένη του άντρα που θα έκρινε τις τύχες τους.

Τελικά ο Καίσαρ διακήρυξε δημόσια τη συμφιλίωση των δύο αδελφών και τους ανακήρυξε για άλλη μια φορά συμβασιλείς σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα τους. Ωστόσο στην πόλη, η δυσαρέσκεια προς την ανοικτή επέμβαση της Ρώμης συνεχιζόταν υποδαυλιζόμενη από τον Ποθίνο και τον Αχίλα, που είχαν ακόμη στην κατοχή τους τη διοίκηση ολόκληρου στρατού. Ο στρατός αυτός αποτελούταν από 20.000 άνδρες, σημαντικό ποσοστό των οποίων ήταν πεπειραμένοι στρατιώτες ή είχαν εκπαιδευτεί με το ρωμαϊκό τρόπο. Εκτός από τους Γερμανούς και Γαλάτες του Γαβίνιου, περιελάμβανε μεγάλο αριθμό προσφύγων και φυγάδων σκλάβων από την Ιταλία και τη Δύση, αλλά και συμμοριτών και πειρατών από τη Μικρά Ασία και τη Συρία, απομεινάρια του στρατού που διέλυσε κάποια χρόνια πριν ο Πομπηίος. Η κακομεταχείριση δύο απεσταλμένων του – ο ένας θανατώθηκε και ο άλλος μόλις που γλίτωσε – σήμαινε πως ο Καίσαρ είχε στα χέρια του νέο πόλεμο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως “Αλεξανδρινός Πόλεμος”. Διαμέσου της Συρίας στρατεύματα βρίσκονταν προς το παρόν καθ’ οδόν να τον βοηθήσουν, αλλά μέχρι να φτάσουν ο Καίσαρ βρέθηκε σε δυσμενή θέση, γιατί η δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν κατά πολύ μικρότερη.

Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να ταμπουρώσει στρατιώτες κάπου κοντά στο μεγάλο λιμένα ώστε να κρατήσει τον εχθρό στη θάλασσα, αλλά δεν ήταν δυνατόν να επιβιβάσει στρατό στα πλοία χωρίς να τους κατανικήσει ο εχθρός. Κατάφερε ωστόσο να μην αποκοπούν οι επικοινωνίες του καίγοντας τον αλεξανδρινό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο μεγάλο λιμένα. Σε αυτή την περίσταση έπιασαν φωτιά κάποιες αποθήκες όπου και φυλασσόταν πάπυρος. Ο ιστορικός Λίβιος αναφέρει πως 40.000 πολύτιμοι τόμοι έγιναν στάχτη. Έτσι δημιουργήθηκε η εντύπωση στις μετέπειτα γενεές πως τη χρονική αυτή στιγμή κάηκε η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Το βασιλικό παλάτι, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, αλλά και τα δύο μικρότερα παιδιά του Αυλητή παρέμεναν στα χέρια του Καίσαρα. Η μικρότερη κόρη του, Αρσινόη Δ', σε ηλικία δεκαπέντε ετών, κατάφερε να διαφύγει από το παλάτι με τη βοήθεια του ευνούχου που τη φρόντιζε, και που ονομαζόταν Γανυμήδης. Στα τέλη του φθινοπώρου του 48 π.Χ. κατέφυγε στο στρατόπεδο του Αχίλα. 
Την εξέλιξη αυτή ακολούθησε μια δεύτερη: η εξόντωση των δολοφόνων του Πομπήιου λίγους μήνες πριν. Ο μεν Αχίλας ήρθε σε σύγκρουση με το Γανυμήδη κι έτσι έχασε τη ζωή του με διαταγή της Αρσινόης. Περίπου την ίδια περίοδο ο Ποθίνος κατηγορήθηκε πως επικοινωνούσε μυστικά με τον εχθρό και εκτελέστηκε από τον Καίσαρα, κατά πάσα πιθανότητα με την προτροπή της Κλεοπάτρας.

Ο επιτιθέμενος στρατός, πλέον υπό τις διαταγές του Γανυμήδη, άσκησε μεγάλη πίεση στον Καίσαρα. Κατάφερε μάλιστα να αποκόψει την παροχή νερού από τη Λίμνη Μαρεότιδα, αλλά ο Καίσαρ αντιμετώπισε το πρόβλημα σκάβοντας πηγάδια. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει την λωρίδα γης που ένωνε τη νήσο Φάρο με την ενδοχώρα, ο Καίσαρ έχασε τετρακόσιους λεγεωναρίους. Ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας προς το πλοίο του. Τότε οι Αλεξανδρινοί μπήκαν σε διαπραγματεύσεις υποσχόμενοι πως αν ο Καίσαρ τους έστελνε τον νεαρό βασιλιά, θα ανέτρεπαν την Αρσινόη και θα δέχονταν την εξουσία του Πτολεμαίου. Ο Καίσαρ δεν εμπιστεύτηκε αυτές τις υποσχέσεις, ωστόσο για λόγους πολιτικής ελευθέρωσε το αγόρι. Πράγματι, μόλις εκείνο πήγε στο στρατόπεδο των Αλεξανδρινών τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά των Ρωμαίων.

Τελικά, οι δυνάμεις που ο Καίσαρ περίμενε έφτασαν στην Αίγυπτο. Επρόκειτο για μια δύναμη υπό τη διοίκηση του Μιθριδάτη της Περγάμου, άντρα ελληνικής και γαλατικής καταγωγής που προσέκειτο στον Καίσαρα. Ανάμεσά τους ήταν και μια δύναμη τριών χιλιάδων Εβραίων, υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου. Ο Μιθριδάτης πέρασε την έρημο με αφετηρία την Παλαιστίνη, πήρε το Πελούσιο, κινήθηκε κατά μήκος του ανατολικού κομματιού του Νείλου με προορισμό τη Μέμφιδα, και από κει κάτω κατά μήκος του δυτικού κομματιού στην Αλεξάνδρεια. Οι Αλεξανδρινοί αποπειράθηκαν να τον σταματήσουν προτού ενωθεί με τις λεγεώνες του Καίσαρα, αλλά ο τελευταίος κινήθηκε ταχύτατα γύρω από τη λίμνη Μαρεότιδα και έτσι οι ενωμένες ρωμαϊκές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Αλεξανδρινούς που είχαν εγκατασταθεί στο ποτάμι. Τη δεύτερη ημέρα είχαν καταλάβει τη θέση και μεγάλο μέρος του αλεξανδρινού στρατού – Γαλάτες, Γερμανοί, Ασιάτες, Ρωμαίοι, Ιταλοί, Ελληνοαιγύπτιοι και ντόπιοι – εξοντώθηκε. Όταν η σφαγή έλαβε τέλος, ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ' δεν βρέθηκε πουθενά. Αναφέρθηκε πως το πλοίο με το οποίο αποπειράθηκε να δραπετεύσει γέμισε τόσο με φυγάδες που βυθίστηκε.

Κλεοπάτρα και Καίσαρ

Ο Καίσαρ επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια κύριος της κατάστασης τον Ιανουάριο του 47 π.Χ. Παρόλο που η Κλεοπάτρα είχε πλέον γίνει αντιπαθής στους υπηκόους της γιατί συντάχθηκε με το Ρωμαίο, αναγκάστηκαν να την δεχτούν ως βασίλισσα, υπό την πίεση του Καίσαρα. Με τον Πτολεμαίο ΙΓ' να έχει πλέον χαθεί, βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο νεότερος αδερφός τους, Πτολεμαίος ΙΔ', που τότε ήταν δώδεκα ετών. Η Αρσινόη Δ' εστάλη στη Ρώμη έτσι ώστε, όταν μελλοντικά διοργανωνόταν ο θρίαμβος του Καίσαρα στην πόλη, η πριγκίπισσα να παρελάσει αλυσοδεμένη πίσω από το άρμα του. 
Όσο για τον ίδιο τον Καίσαρα, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές περιστάσεις απαιτούσαν την άμεση αναχώρησή του, εκείνος δεν βιάστηκε να εγκαταλείψει έναν ευχάριστο χειμώνα στο πλευρό της Κλεοπάτρας στην Αίγυπτο. Έκαναν μαζί μια μεγάλη περιοδεία αναψυχής στο Νείλο, στο πολυτελές της πλοίο, μέχρι και τα σύνορα με την Αιθιοπία, επισκεπτόμενοι τους ναούς και τα μνημεία των αρχαίων φαραώ, όπου η παλαιά θρησκεία τελούνταν ακόμη βάσει των αρχαίων εθίμων. Ήταν πια Απρίλης όταν ο Καίσαρ αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια με προορισμό τη Συρία. Στην Αλεξάνδρεια άφησε τρεις λεγεώνες υπό τη διοίκηση του Ρούφινου, για να εξασφαλίσει την παραμονή της Κλεοπάτρας στο θρόνο. Πρέπει να ήταν περίπου την εποχή αυτή που ο Καίσαρ απέδωσε την Κύπρο και πάλι στους Πτολεμαίους.

Στις 23 Ιουνίου 47 π.Χ. η Κλεοπάτρα έφερε στον κόσμο ένα γιο δικό της, όπως διακήρυξε, και του Καίσαρα. Αυτό αποτελούσε σκάνδαλο τόσο για τους Ρωμαίους όσο και για τους Έλληνες και Μακεδόνες της Αιγύπτου, ωστόσο εκείνη χωρίς καμία αναστολή του έδωσε το όνομα του Καίσαρα. Οι Αλεξανδρινοί τον ονόμασαν Καισαρίωνα (που είναι υπό μία έννοια υποτιμητικό υποκοριστικό, κάτι σαν “μικρός Καίσαρ”). Οι Αιγύπτιοι ιερείς διακήρυξαν πως ήταν γιος του θεού Ρα, που ήρθε στην Κλεοπάτρα με τη μορφή του Καίσαρα.

Όταν ο Καίσαρ επέστρεψε θριαμβευτής στη Ρώμη το 46 π.Χ., Δικτάτωρ του Ρωμαϊκού Κόσμου, η 
Κλεοπάτρα πήγε να τον βρει με τον γιο τους. Δεν διέμενε ωστόσο στο κέντρο της πόλης, αλλά στην εξοχική κατοικία του Καίσαρα στην άλλη όχθη του Τίβερη. Μαζί της έφερε και τον αδερφό της, τον Πτολεμαίο ΙΔ', καθώς και θησαυρούς. Στους αριστοκράτες επισκέπτες της, επεδείκνυε βασιλική συμπεριφορά και αναφερόταν ως «η Βασίλισσα» (regina). Ο Καίσαρ της αφιέρωσε ένα χρυσό άγαλμα στον νεόκτιστο ναό της Venus Genetrix, θεότητας αντίστοιχης με την ελληνική Αφροδίτη, από την οποία η Ιουλία Οικογένεια υποστήριζε πως καταγόταν. Στα μάτια των Ρωμαίων, όμως, η Βασίλισσα δεν ήταν παρά μια τυχοδιώκτρια ερωμένη, κι όχι σύζυγος του Δικτάτορα. Άλλωστε ο ίδιος είχε ήδη νόμιμη σύζυγο, την Καλπουρνία, αν και δεν είχε νόμιμους απογόνους από εκείνη.

Όπως διαφαινόταν ο Ρωμαϊκός Κόσμος βάδιζε προς μια μεγάλη αλλαγή: η Ρωμαϊκή Δημοκρατία επρόκειτο να παραδώσει τη θέση της σε μια μοναρχία ελληνιστικού τύπου, με τον Καίσαρα βασιλιά, η οποία θα περιελάμβανε όλες της φυλές του γνωστού κόσμου: Ιταλούς, Έλληνες, Αιγυπτίους, Μακεδόνες, Γαλάτες, Ισπανούς, και Ασιάτες. Και σαν απόδειξη της αποτίναξης της ρωμαϊκής παράδοσης και της οικουμενικότητας του νέου βασιλείου, τι θα μπορούσε να είναι καταλληλότερο από την ένωσή του με την αντιπρόσωπο της πανίσχυρης μακεδονικής αυτοκρατορίας. Η Κλεοπάτρα μπορούσε να δει τον εαυτό της ως αυτοκράτειρα ενός κόσμου, του οποίου η Αίγυπτος δεν θα αποτελούσε παρά μια επαρχία. Και αυτής της αυτοκρατορίας διάδοχος θα ήταν ο γιος της, στον οποίο ενώθηκε το πτολεμαϊκό με το ρωμαϊκό αίμα.

Επιστροφή στην Αίγυπτο

Ωστόσο οι Ρωμαίοι αριστοκράτες, που επίσης μπορούσαν να νιώσουν ότι τα γεγονότα οδηγούσαν προς αυτήν την κατάσταση, αντιμετώπισαν με καχυποψία και φόβο την προοπτική αυτή. Έτσι στις Ιδούς του Μαρτίου, το 44 π.Χ., το εγχειρίδιο του Βρούτου και των συμμάχων του έδωσαν τέλος στα όνειρα της Κλεοπάτρας. Η δολοφονία του Καίσαρα την έθετε σε τρομερό κίνδυνο. Έτσι εγκατέλειψε την πόλη μες το επόμενο δεκαπενθήμερο και επέστρεψε στο στενό της βασίλειο του Νείλου, ελπίζοντας πως εκεί θα ήταν ασφαλής.

Μαζί της, όπως φανερώνουν αρχαιολογικά ευρήματα, πρέπει να επέστρεψε και ο αδερφός της, Πτολεμαίος ΙΔ', ο οποίος όμως άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα. Ο Πορφύριος αναφέρει πως εκείνη συνέβαλε στο θάνατό του, ενώ ο Ιώσηπος θεωρεί πως τον δηλητηρίασε. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι, λίγο μετά την επιστροφή της, η Κλεοπάτρα ανακήρυξε συμβασιλέα της το γιο της. Το γεγονός επιβεβαιώνουν μια σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα όπως επιγραφές και στήλες, με απεικονίσεις της Κλεοπάτρας και του Καισαρίωνα.

Από την Αίγυπτο, η Κλεοπάτρα παρακολούθησε τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα που συγκλόνιζαν το Ρωμαϊκό Κόσμο μετά το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα. Μέχρι τη νίκη του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού Καίσαρα στη Μάχη των Φιλίππων το φθινόπωρο του 42 π.Χ. η βασίλισσα της Αιγύπτου δεν έδωσε τη βοήθειά της ούτε στο στρατόπεδο των νικητών, ούτε σε αυτό των ηττημένων. Η πολιτική της να μην επεμβαίνει όσο η κατάσταση ήταν αμφίρροπη μπορεί να έμοιαζε προσεχτική και ασφαλής, ωστόσο την εξέθεσε στις διαθέσεις των νικητών. Ίσως εκείνοι να περίμεναν μια πιο ενεργή της ανάμειξη στα γεγονότα που σχετίζονταν με τη μνήμη του νεκρού εραστή της, ωστόσο η Κλεοπάτρα είχε το δικό της τρόπο να βρίσκει τη θέση της στον πολιτικό κόσμο.

Κλεοπάτρα και Μάρκος Αντώνιος

Μετά τη νίκη στους Φιλίππους, ο Μάρκος Αντώνιος έγινε κύριος του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής επικράτειας. Στην Έφεσο, λίγους μήνες μετά δοξάστηκε ως ενσάρκωση του Διόνυσου. Μυστηριωδώς η Κλεοπάτρα δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια επικοινωνίας μαζί του, μέχρι που ο Αντώνιος που άρχισε να θεωρεί τη συμπεριφορά αυτή προκλητική, έστειλε το φίλο του, Κουίντο Δήλιο, για να της προτείνει να έρθει να τον συναντήσει στην Κιλικία.
Ένα υπέροχο πλοίο έπλευσε τον ποταμό Κύδνο, φέρνοντας τη νέα Αφροδίτη με την ακολουθία της από Ερωτιδείς, Νηρηίδες και Χάριτες, να συναντήσει το νέο Διόνυσο. Στην Ταρσό πέτυχε τη νέα μεγάλη της νίκη: ήταν για άλλη μια φορά η ερωμένη ενός από τους ισχυρότερους άνδρες στον κόσμο. 

Ο Αντώνιος επρόκειτο να χρησιμοποιήσει όλη του τη δύναμη αυτή για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Τα πραγματικά του συναισθήματα ίσως να μην μας είναι πλήρως κατανοητά και κατά πόσο αυτό που τον κυριάρχησε ήταν ο έρωτας. Ίσως και να έπαιρνε ευχαρίστηση απλά από το γεγονός ότι είχε στο κρεβάτι του μια πραγματική βασίλισσα – οι προγενέστερες σύζυγοι και ερωμένες του δεν ήταν καν αριστοκρατικής καταγωγής.

Πράγματι εκείνος ζήτησε κάποια εξήγηση για την αδράνειά της τους περασμένους μήνες. Εκείνη ήταν προετοιμασμένη. Υποστήριξε πως πράγματι εξεστράτευσε η ίδια, αλλά συνάντησε καταστροφικό καιρό και κατόπιν ασθένησε βαριά. Ο Αντώνιος δέχτηκε την εξήγηση αυτή κι από εκεί κι έπειτα άρχισε να πραγματοποιεί τις επιθυμίες της. Αρχικά να θανατώσει πρόσωπα που αποτελούσαν κίνδυνο για εκείνη: πρώτα την αδερφή της, την Αρσινόη Δ', η οποία μετά τη διαπόμπευσή της στους δρόμους της Ρώμης, κατέφυγε στο Ναό της Άρτεμης στην Έφεσο. Εκεί δολοφονήθηκε για να ικανοποιήσει το μίσος της αδερφής της. Επόμενο θύμα ήταν ένας άντρας που υποστήριξε πως ήταν ο χαμένος της αδερφός, ο Πτολεμαίος ΙΓ'. Ακόμη ο διορισμένος κυβερνήτης της Κύπρου, που παρείχε βοήθεια στον Κάσσιο.

Ο Αντώνιος πέρασε το χειμώνα του 41 – 40 π.Χ. στην Αίγυπτο, παραδομένος κατά τον Πλούταρχο σε εξωτικές απολαύσεις. Υπάρχουν αρκετές ανεπιβεβαίωτες, αλλά και διάσημες ιστορίες για την Κλεοπάτρα, και μια από αυτές είναι η παρακάτω: σε ένα από τα εξεζητημένα δείπνα που μοιράστηκε με τον Αντώνιο, έβαλε ένα στοίχημα μαζί του πως θα μπορούσε να ξοδέψει ένα ανήκουστο χρηματικό ποσό για ένα δείπνο. Εκείνος το δέχτηκε. Την επόμενη νύχτα, εκείνη έδωσε ένα κανονικό δείπνο, χωρίς κάτι το θεαματικό. Ο Αντώνιος την κορόιδεψε γι’ αυτό, οπότε εκείνη ζήτησε να της φέρουν το δεύτερο πιάτο, που αποδείχτηκε να είναι ένα κύπελλο με δυνατό ξύδι. Έβγαλε ένα από τα αμύθητης αξίας μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, το έριξε στο ξίδι, το άφησε να διαλυθεί και ήπιε το μείγμα. Η πρώτη μαρτυρία για το γεγονός προέρχεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, κοντά στα 100 χρόνια μετά την εποχή που θα πρέπει να συνέβη το γεγονός. Το ανθρακικό ασβέστιο στα μαργαριτάρια πράγματι διαλύεται στο ξίδι, ωστόσο με πολύ αργούς ρυθμούς.

Στο μεταξύ λάμβαναν χώρα γεγονότα που αργότερα επηρέασαν δυσμενώς τη θέση του Αντωνίου: μια σφοδρή διαμάχη μεταξύ Οκταβιανού και της οικογένειας του Αντωνίου, μια επιδρομή των Πάρθων στη Συρία και τη Μικρά Ασία υπό το Ρωμαίο αποστάτη Λαβίνιο. Την άνοιξη του 40 π.Χ. ο Αντώνιος έφυγε από την Αίγυπτο με προορισμό την Αθήνα, όπου και συνάντησε τη Ρωμαία σύζυγό του, Φουλβία, η οποία τον έβγαλε από την άβολη θέση πεθαίνοντας στη Σικυώνα λίγες εβδομάδες αργότερα. Όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία, η διαμάχη του με τον Οκταβιανό διευθετήθηκε και η φιλία τους σφραγίστηκε με γάμο ανάμεσα στον Αντώνιο και τη χήρα αδερφή του Οκταβιανού, την Οκταβία. 

Οι ανατολικές επαρχίες του δόθηκαν επισήμως ως περιοχή εξουσίας, μα εκείνος παρέμεινε στη Ρώμη ως το τέλος του 39 π.Χ. διευθετώντας το όποιο θέμα διαμέσου των λεγάτων του, οι οποίοι και απέκρουσαν την εισβολή των Πάρθων.

Επεκτατικές διαθέσεις

Λίγο μετά την αναχώρηση του Αντωνίου από την Αίγυπτο, η Κλεοπάτρα έφερε στον κόσμο δίδυμα, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που παρομοιάστηκαν με τις δίδυμες θεότητες της Σελήνης και του Ήλιου. Έτσι ονομάστηκαν Αλέξανδρος Ήλιος και Κλεοπάτρα Σελήνη. Ο Αντώνιος έφυγε από την Ιταλία το 39 π.Χ. ώστε να μεταφέρει το σπίτι του στην Αθήνα, στο πλάι της συζύγου του, της Οκταβίας. Δεν κινήθηκε ανατολικότερα παρά το 36 π.Χ., οπότε και πήγε στη Συρία, χωρίς τη σύζυγό του, για να οδηγήσει ο ίδιος μια μεγάλη εκστρατεία κατά των Πάρθων. Ωστόσο είχε επιθυμήσει να ξανασμίξει με την Κλεοπάτρα και, επιπροσθέτως, είχε ανάγκη την οικονομική στήριξη της Αιγύπτου. Κάλεσε κοντά του τη Βασίλισσα στη Συρία και ο δεσμός τους συνεχίστηκε. Απέκτησαν έναν ακόμη γιο, τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο.

Η Κλεοπάτρα εξακολούθησε να απαιτεί εδάφη για το βασίλειό της. Η Παλαιστίνη, κάποτε επαρχία των Πτολεμαίων, τώρα ήταν η επικράτεια του Ηρώδη, του Ιδουμαίου βασιλιά των Ιουδαίων, τον οποίο ο Αντώνιος θεωρούσε ισχυρό σύμμαχο για να τον προδώσει τις παραμονές του πολέμου με τους Πάρθους. Ωστόσο την ικανοποιούσε με μικρότερες παραχωρήσεις στην Ασία και τα νησιά. Στα πόδια του Λιβάνου, σε μια περιοχή με το όνομα Χαλκίς, ηγεμόνας ήταν ο Λυσανίας. Η Κλεοπάτρα του απέδωσε διάφορες κατηγορίες, κι έτσι το βασίλειό του πέρασε στα χέρια της. Επίσης της δόθηκε η φοινικική ακτή ως τη Σιδώνα, περιοχή που επίσης κάποτε άνηκε στους Πτολεμαίους. Ακόμη μια περιοχή πλούσια σε ξυλεία κέδρου στην Κιλικία και μια άλλη περιοχή στην Κρήτη. Τέλος δάση πλούσια σε πολύτιμη ξυλεία κοντά στην Ιεριχώ, με τον Ηρώδη να ονομάζεται επιστάτης των συμφερόντων της στην περιοχή

Η Κλεοπάτρα συνόδευσε τον Αντώνιο στην εκστρατεία του μέχρι και τον ποταμό Ευφράτη και κατόπιν επέστρεψε διαμέσου της Συρίας. Με την ευκαιρία επισκέφτηκε και τα νέα της εδάφη. Ο Ηρώδης την συνόδεψε μέχρι και τα σύνορα της Αιγύπτου. Οι δυο τους ήταν θανάσιμοι εχθροί ωστόσο, με δεδομένη την κατάσταση, κράτησαν μια τυπική ευγένεια. Στην Αίγυπτο, η κεφαλή του Αντωνίου άρχισε να εμφανίζεται στα νομίσματα, αν και όχι με τον τίτλο του βασιλιά.

Η εκστρατεία του Αντωνίου στην Παρθία ήταν αποτυχημένη. Επανέκτησε τη Συρία με τα υπολείμματα του στρατού του. Η Κλεοπάτρα τον συνάντησε στη Φοινίκη, με εφόδια για τους ταλαιπωρημένους του άντρες. Επέστρεψαν μαζί στην Αίγυπτο στις αρχές του 35 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους ο Αντώνιος ξεκίνησε από τη χώρα του Νείλου για μια δεύτερη εκστρατεία κατά τον Πάρθων, στην οποία η Κλεοπάτρα τον συνόδευσε μέχρι τη Συρία. Στο μεταξύ η Οκταβία αναχώρησε από τη Ρώμη φέρνοντας ενισχύσεις και εφόδια για το στρατό του άνδρα της, μια κίνηση που θα μπορούσε και να αποτελεί παγίδα του Οκταβιανού. Όταν εκείνη έφτανε στην Αθήνα, τη συνάντησε ένα γράμμα με το οποίο ο Αντώνιος της παρήγγειλε να μην προχωρήσει περισσότερο. Αυτός ο δημόσιος εξευτελισμός έκανε τον πόλεμο ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο να μοιάζει βέβαιος στο κοντινό μέλλον. 
Από τη Συρία ο Αντώνιος, αντί να συνεχίσει την εκστρατεία του στην ανατολή, επέστρεψε στην Αίγυπτο με την Κλεοπάτρα για άγνωστους λόγους. Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος εξεστράτευσε και πάλι, αυτή τη φορά όχι κατά της Παρθίας, αλλά κατά της Αρμενίας. Είχε την καλή τύχη να επιστρέψει νικητής με πολλά λάφυρα και το βασιλιά της Αρμενίας αιχμάλωτο. Καμία θριαμβική πομπή δεν είχε ως τότε διεξαχθεί πουθενά αλλού, παρά στην Ιερά Οδό, στην πόλη της Ρώμης, όπως όριζε η ιερή παράδοση. Προς μεγάλη οργή των Ρωμαίων, ο Αντώνιος πραγματοποίησε το θρίαμβό του σε κεντρικό δρόμο της Αλεξάνδρειας, μπροστά στο χρυσό θρόνο της Κλεοπάτρας, τιμώντας την σαν θεά.

Λίγες μέρες μετά μια ακόμη προκλητικότερη τελετή έλαβε χώρα στο Γυμνάσιο. Σε μια ασημένια πλατφόρμα, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα κάθισαν σε δύο χρυσούς θρόνους, με τη Βασίλισσα του Νείλου αυτή τη φορά ντυμένη αιγυπτιακά, ως προσωποποίηση της Ίσιδος. Τα βασιλικά τέκνα κάθονταν σε θρόνους λίγο χαμηλότερα. Πρώτα ο Πτολεμαίος Καίσαρ, συμβασιλέας της μητέρας του, κατόπιν τα παιδιά του Αντωνίου: ο Αλέξανδρος Ήλιος με ένδυμα Μήδου βασιλιά, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος με μακεδονικό ένδυμα – καυσία, χλαμύδα και κρεπίδες – και η Κλεοπάτρα Σελήνη. Κηρύχθηκε πως από δω και στο εξής η Κλεοπάτρα θα ονομαζόταν "Βασίλισσα των Βασιλέων" και ο γιος της, ο Καισαρίων, ως νόμιμος διάδοχος του Ιουλίου Καίσαρα, θα ονομαζόταν "Βασιλεύς των Βασιλέων". Ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάστηκε "Μέγας Βασιλεύς" της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Αλεξάνδρου του Μέγα που θα κατακτιόνταν στο μέλλον μέχρι την Ινδία, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλιάς της Συρίας και της Μικράς Ασίας και η μικρή Κλεοπάτρα Σελήνη, βασίλισσα της Κυρηναϊκής.

Η Κλεοπάτρα αυτή τη φορά υποδυόταν τη Θεά περισσότερο από ποτέ. Καθώς δεν της αρκούσε πλέον ο τίτλος "Θεά Φιλοπάτωρ" τον οποίο και διατηρούσε ως τότε, τώρα διεκδίκησε τον τίτλο "Νέα Ίσις" ή "Θεά Νεοτέρα", μια αρχαία θεά, δηλαδή, που επέστρεψε στη Γη στο πρόσωπο μιας σύγχρονης γυναίκας, ή μια σύγχρονη γυναίκα ανάλογης λάμψης με μια αρχαία θεά. Συνήθιζε πλέον να εμφανίζεται σε σημαντικές εκδηλώσεις ντυμένη με τα ρούχα της Ίσιδος. Δέκα χρόνια μετά την πρώτη της προσπάθεια να γίνει αυτοκράτειρα του κόσμου, η Κλεοπάτρα είχε την απίστευτη ευτυχία να αγγίξει το όνειρο αυτό για δεύτερη φορά. Σε περίπτωση που ο Αντώνιος αναδεικνυόταν νικητής στη διαμάχη του με τον υιοθετημένο γιο του Καίσαρα, τον Οκταβιανό, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα ενωνόταν και πάλι, ακόμη μεγαλύτερη από πριν, ακόμη μεγαλύτερη κι από αυτήν του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπό το σκήπτρο του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας.

Ναυμαχία του Ακτίου

Αλλά για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά έπρεπε να εξοντωθεί το εμπόδιο που ονομαζόταν Οκταβιανός. Η ίδια η πόλη της Ρώμης ήταν διαιρεμένη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους, κάτι που εκδηλωνόταν με οδομαχίες. Το χειμώνα του 33 – 32 π.Χ. ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα έμεναν στην Έφεσο, όπου και ο Αντώνιος είχε συγκεντρώσει το στρατό του. Το 32 π.Χ. πήγαν πρώτα στη Σάμο και έπειτα στην Αθήνα. Από εκεί ο Αντώνιος έστειλε στην Ιταλία ένα γράμμα με το οποίο ανακοίνωνε πως έπαιρνε διαζύγιο από την Οκταβία. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στο να αναβαθμίσει τη θέση της Κλεοπάτρας από παλλακίδα σε νόμιμη σύζυγό του, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τότε, εξοργισμένος ο Οκταβιανός απέσπασε με τη βία από τις Εστιάδες Παρθένες τη διαθήκη που είχε συντάξει ο Αντώνιος και τη δημοσίευσε, για να προκαλέσει την οργή του λαού, μιας και εκείνος χάριζε τα πάντα στην Κλεοπάτρα και τα παιδιά της. Κατόπιν κήρυξε επισήμως τον πόλεμο της Ρώμης ενάντια στη Βασίλισσα της Αιγύπτου.

Ένας αριθμός από Ρωμαίους μεγάλου κύρους πήγαν με το μέρος του Αντωνίου και συντάχθηκαν μαζί του στην Έφεσο. Ωστόσο τον συμβούλευαν για κάποιο διάστημα να κρατήσει κάποια απόσταση από την Κλεοπάτρα και να την στείλει πίσω στην Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα οργίστηκε τόσο που εξαιτίας της συμπεριφοράς της παραπάνω από ένας σύμμαχοι του Αντωνίου άλλαξαν στρατόπεδο. Είναι πράγματι περίεργο που μια τόσο έξυπνη γυναίκα υπέπεσε στο σφάλμα του να μην μπορεί να δείξει πλέον αυτοσυγκράτηση. Ωστόσο, όντας πλέον στα τριάντα επτά της, η Κλεοπάτρα είχε περάσει πολλά χρόνια αποκρούοντας επιθέσεις στο πρόσωπό της, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κερδίσει την εξουσία που πίστευε πως της άνηκε, ώστε είναι πιθανό η υπομονή της να μην είχε τις αντοχές που είχε παλαιότερα.

Η αποφασιστική μάχη ήρθε το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. Πρόκειται για την περίφημη Ναυμαχία του Ακτίου, σε ελληνικά δηλαδή ύδατα. Τον στόλο του Αντωνίου αποτελούσαν εξήντα πλοία με την ίδια τη Βασίλισσα εν πλω. Ο Αντώνιος, έχοντας συγκεντρώσει τα στρατεύματά του στον Αμβρακικό Κόλπο, έπρεπε πάση θυσία να σπάσει τον κλοιό που το επέβαλε ο Οκταβιανός. Στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ., πραγματοποιήθηκε η τελευταία μάχη στην ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου, όπου η Αίγυπτος παρέταξε τις δυνάμεις της ως ανεξάρτητο έθνος. Η Βασίλισσα της δεν ήταν Αιγυπτία και πιθανώς το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της συγκροτούσαν άντρες μακεδονικής και γενικότερα ελληνικής καταγωγής, ωστόσο τα πληρώματα πρέπει να απαρτίζονταν από Αιγυπτίους.

Μεσούσης της μάχης οι αιγυπτιακές γαλέρες έπλευσαν μέσα από το μέτωπο του Αντωνίου, αλλά αντί να επιτεθούν στον εχθρό τράπηκαν σε φυγή προς το νότο. Αμέσως μετά από αυτό ο Αντώνιος με το πλοίο του εγκατέλειψαν τη μάχη και τα ακολούθησαν. Σύμφωνα με την άποψη που απορρέει από την αφήγηση του Πλουτάρχου, επρόκειτο για προδοσία εκ μέρους της Κλεοπάτρας. Όταν είδε ότι ο Αντώνιος θα έχανε τη μάχη τον εγκατέλειψε ελπίζοντας πως είχε ακόμη την ευκαιρία για διαπραγματεύσεις με το νικητή. Από την πλευρά του ο Αντώνιος έδρασε από τυφλό πάθος: όταν την είδε να φεύγει έχασε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του. Ο Κάσσιος Δίων δίνει μια άλλη εκδοχή: ότι επρόκειτο για σχέδιο που είχαν οι δύο τους συνεννοηθεί. Όταν ο Αντώνιος είδε πως ο στρατός ξηράς του βρισκόταν σε απελπιστική θέση, συνειδητοποίησε πως μόνη του ελπίδα ήταν να διαφύγει με όσα καράβια μπορούσε να περισώσει, να ανασυντάξει τις δυνάμεις του στην Αίγυπτο και να σκεφτεί νέο σχέδιο δράσης.

Αν πράγματι είχε τέτοιες βλέψεις, αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ξαναμπήκαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, οι εξήντα γαλέρες καταστόλιστες σαν να επέστρεφαν από νικητήρια μάχη, έτσι ώστε να παραπλανήσουν το λαό μέχρι τα στρατεύματά του να σιγουρέψουν την εξουσία τους στην πόλη. Επέστρεψαν στην παλιά τους ζωή των απολαύσεων, αλλά νιώθοντας το επικείμενο τέλος. Τα στρατεύματα του Αντωνίου στις γειτονικές χώρες, στην Κυρηναϊκή και τη Συρία, πέρασαν στο στρατόπεδο του Οκταβιανού.

Ο θάνατος της Κλεοπάτρας.

Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός Καίσαρ μπήκε στην Αίγυπτο από τη Συρία με το στρατό του χωρίς μεγάλη δυσκολία, καθώς ο Αντώνιος δεν είχε αξιόπιστες δυνάμεις να τα υπερασπιστούν. Όταν έφτασε στα τείχη της Αλεξάνδρειας, η Κλεοπάτρα κλείστηκε σε ένα ταφικό μνημείο κάπου στην πόλη δίνοντας στον Αντώνιο την εντύπωση ότι αυτοκτόνησε. Μαζί είχε δύο από τις γυναίκες της, που τα ονόματά τους ήταν Ειράς και Χάρμιον. Ο Αντώνιος κατάφερε χτύπημα στον εαυτό του με το σπαθί του, αλλά δεν πέθανε προτού μπει στο μέρος όπου κρυβόταν η Κλεοπάτρα. Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη εκεί παρά μονάχα η Βασίλισσα και οι δύο γυναίκες. Όταν οι Ρωμαίοι έφτασαν εκεί βρήκαν το απλά το άψυχο σώμα του.

Ο Οκταβιανός εισήλθε σαν κατακτητής στην Αλεξάνδρεια την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. Εκεί συναντήθηκε με τη Βασίλισσα στο παλάτι των Πτολεμαίων. Αργότερα ειπώθηκε, ότι η Κλεοπάτρα, στο τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της προσπάθησε για άλλη μια φορά να αποπλανήσει τον νέο κατακτητή, αλλά δεν τα κατάφερε μπροστά στην ψυχρή αδιαλλαξία του νεαρού Καίσαρα. Ωστόσο είναι πιθανόν αυτή η εκδοχή της ιστορίας να ήταν παρά ένα μεταγενέστερο κατασκεύασμα με σκοπό να παγιώσει την εικόνα της Κλεοπάτρας ως ξεδιάντροπης πόρνης. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως καθένας τους προσπάθησε να επιβληθεί στον άλλο και πως ο Οκταβιανός δεν επιθυμούσε το θάνατό της, όχι προτού την διαπομπεύσει στην Ρώμη ώστε να αποδείξει το θρίαμβό του.

Ο θάνατος της Κλεοπάτρας θα αιχμαλωτίζει πάντα τη φαντασία των ανθρώπων, καθώς απομυθοποιήθηκε στις ταινίες και τα λογοτεχνικά κείμενα. Στην πράξη καλύπτεται από μυστήριο. Το σίγουρο γεγονός είναι πως κάποια μέρα βρέθηκε νεκρή, ντυμένη με τα βασιλικά της ενδύματα. Η ιστορία που κυκλοφόρησε στη Ρώμη τις επόμενες εβδομάδες ήταν ότι κατάφερε να της σταλούν μυστικά μία ή δύο ασπίδες (είδος φιδιού), στις οποίες επέτρεψε να την δαγκώσουν. Η Ειράς επίσης βρέθηκε νεκρή στα πόδια της κυρίας της, ενώ η Χάρμιον στα πρόθυρα του θανάτου. Φίδι δεν βρέθηκε στο δωμάτιο, αλλά το είδος του θανάτου της αποδείκνυαν τα μικρά σημάδια από το δάγκωμα που βρέθηκαν στο σώμα της.

Τέλος της δυναστείας

Υπήρχε ακόμη ένα αγόρι της δυναστείας εν ζωή, που έφερε το διπλό όνομα Πτολεμαίος Καίσαρ και που είχε ήδη αναγνωριστεί ως βασιλεύς της Αιγύπτου υπό το όνομα Πτολεμαίος ΙΕ'. Πριν το θάνατο της μητέρας του είχε σταλεί κρυφά με τον Έλληνα δάσκαλό του στην Βερενίκη, μια πόλη στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Οκταβιανός κατάφερε να τον παραπλανήσει ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, πετυχαίνοντας εύκολα το θάνατο του πιθανού ανταγωνιστή του. Τα παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο, ο Αλέξανδρος Ήλιος, η Κλεοπάτρα Σελήνη και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος, εστάλησαν στην Ιταλία, όπου και ανατράφηκαν από την Οκταβία, η οποία ανέλαβε την προστασία όλων των παιδιών που είχε ποτέ αποκτήσει ο Αντώνιος. Όταν μεγάλωσε η Κλεοπάτρα Σελήνη δόθηκε ως σύζυγος στον πρίγκιπα Ιόβα της Νουμιδίας, που είχε λάβει ελληνική παιδεία και μάλιστα είχε τη φήμη πολυγραφότατου λογίου. Οι Ρωμαίοι τον αναγόρευσαν σε βασιλιά της Μαυριτανίας (Μαρόκο) όταν η θέση έμεινε κενή, και σύμφωνα με μια εκδοχή η Κλεοπάτρα Σελήνη πήρε μαζί της και τα αδέρφια της. Μετά το θάνατο και του γιου της από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Καλιγούλα χάνονται τα ίχνη του Οίκου των Πτολεμαίων από την ιστορία.

Ο Οκταβιανός Καίσαρ μετέτρεψε την Αίγυπτο σε ρωμαϊκή επαρχία το 30 π.Χ. Εν τούτοις, ο Οκταβιανός – ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος αυτοκράτωρ της Ρώμης με το όνομα Αύγουστος – πήρε την πλούσια αυτή χώρα σαν προσωπική του περιουσία και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε από τους Συγκλητικούς να πάει εκεί χωρίς την άδειά του. Οι ντόπιοι ωστόσο συνέχισαν για άλλα τριακόσια χρόνια να απεικονίζουν στα μνημεία τους τούς ξένους ηγεμόνες τους με τη μορφή Αιγυπτίων βασιλέων να προσφέρουν τιμές στις αρχαίες θεότητες του τόπου.


De Siris