Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Άγιος Γεννάδιος


Γεννάδιος Α’

Ο Γεννάδιος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 458 - 471.

Πριν την εκλογή του ήταν πρεσβύτερος στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Ήταν λόγιος ιεράρχης και διακρίθηκε για την αυστηρότητα της ζωής του, την ταπεινότητά του και το ορθόδοξο φρόνημά του.

Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχία του πολέμησε τον Μονοφυσιτισμό και τη σιμωνία, για την καταπολέμηση της οποίας συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 458 ή το 459 με τη συμμετοχή 82 αρχιερέων. Η Σύνοδος αυτή θέσπισε για τη σιμωνία αυστηρότερες ποινές από αυτές που είχε θεσπίσει η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του ιδρύθηκε και η περίφημη αργότερα Μονή Στουδίου.

Ο Πατριάρχης Γεννάδιος επέδειξε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Έγραψε ερμηνευτικά υπομνήματα στην Αγία Γραφή, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα για την Γένεση, την Έξοδο και την Προς Ρωμαίος επιστολή του αποστόλου Παύλου. Διασώθηκαν επίσης κάποια αποσπάσματα από δογματικά έργα, καθώς και από σύγγραμμά του κατά των δώδεκα αναθεματισμών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, το οποίο γράφτηκε πριν την άνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο.

Ο Γεννάδιος παραιτήθηκε του Θρόνου το 471 και υπέδειξε διάδοχό του τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο του περιβάλλοντός του. Κατόπιν επισκέφτηκε ως απλός μοναχός τους Αγίους Τόπους και κατόπιν την Κύπρο. Εκεί, περιπλανώμενος στα περίχωρα της Πάφου, αναζητώντας το ασκητήριο του οσίου Ιλαρίωνος, πέθανε από το κρύο στο χωριό Μωρό Νερό. Ετάφη εκεί και πάνω από τον τάφο του κτίστηκε ναός στο όνομά του, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΩΡΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

Ο Άγιος Γεννάδιος, ο ονομαστός Οικουμενικός πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε την Κύπρο ως ασκητικό καταφύγιο. Έτσι, αφού προαισθάνθηκε το τέλος του, έσπευσε να χειροτονήσει και ν' αφήσει για διάδοχο του στον πατριαρχικό θρόνο τον πρεσβύτερο Ακάκιο, άνθρωπο αναγνωρισμένης ικανότητος κι αρετής και να αποσυρθεί. Φόρεσε τον δερμάτινο σάκο του ασκητή, έβαλε κατάσαρκα στο κορμί του σίδερα κι αναχώρησε νύχτα απ' την Πόλη. Με συνοδό ένα ευλαβή μοναχό, τον Νείλο, τράβηξε για τους Αγίους Τόπους. Εκεί αφού είδε και προσκύνησε τον Γολγοθά και τον Ζωοδόχου Τάφο προχώρησε για την Κύπρο. Έφτασε στην Πάφο και χωρίς καμιά χρονοτριβή άφηκε εκεί τον συνοδό του Νείλο κι αυτός μόνος ξεκίνησε για το όρος, όπου παλιά είχε στήσει την ασκητική του παλαίστρα ο γίγας της μοναστικής ζωής, Ιλαρίων ο Μέγας. Η απόσταση απ' την πόλη ήταν μεγάλη. Κουρασμένος, ο σεβάσμιος γέροντας, απ' τα χρόνια περπατούσε σιγά. Έτσι πριν να φτάσει, άρχισε να νυκτώνει και να πέφτει χιονόνερο. Για να φυλαχτεί απ' τη θύελλα, τάχυνε το βήμα του προς το χωριό Κισσότερρα (το παλιό όνομα του χωριού Μωρό Νερό), που είναι κοντά και ζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπίτι στο όποιο κατοικούσε μια χήρα με τα δύο παιδιά της. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού πολλές φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μα κανένας δεν του άνοιξε. Το αποτέλεσμα δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε. Από το δυνατό κρύο ο άγιος πάγωσε και τη νύχτα εκείνη παρέδωσε το πνεύμα.

Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν οι χωριανοί νεκρό. Την άπονη δε χήρα και τα παιδιά της μισοπεθαμένους και εξαγιασμένος. Ένας από το χωριό μετέφερε στον επίσκοπο της Πάφου το μήνυμα. Κι ο επίσκοπος Υπερόριος έστειλε ένα Ιερέα κι ένα λαϊκό μαζί, για να κανονίσουν τα της ταφής του μοναχού. Αυτή την εντύπωση έδινε ο νεκρός ιεράρχης. Ο λαϊκός πού έφτασε πρώτος ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους, τον ερχομό του ιερέα τον όποιο και περίμεναν. Ο ιερέας όμως, όταν έφτασε έξω από το χωριό, όπου βρισκόταν ή βρύση του νερού, αναγκάστηκε να σταματήσει και φοβισμένος να γυρίσει πίσω, γιατί αντί της βρύσης έβλεπε μπροστά του ένα μεγάλο κι απέραντο ποταμό. Σε λίγο άλλος απεσταλμένος από το χωριό έτρεξε προς τον επίσκοπο και του ανέφερε, πώς ο ιερέας δεν είχε πάει και του ζήτησε να ενδιαφερθεί για την κηδεία του μοναχού. Τη στιγμή εκείνη προσήλθε κι ο ιερέας πού είχε σταλεί κι εξήγησε πώς ο λόγος πού δεν πήγε στο χωριό ήταν ή ύπαρξη ενός πολύ μεγάλου ποταμού, πού βρισκόταν μπροστά στο χωριό. Τα λόγια αυτά κίνησαν την περιέργεια του επισκόπου, ο οποίος αφού κάλεσε όλους τους ιερείς της πόλεως ξεκίνησε μ' αυτούς και με πλήθη λαού προς το χωριό. Πραγματικά, όταν έφτασαν κοντά στη βρύση του νερού, είδαν με μεγάλη έκπληξη τους αντί της βρύσης όχι μόνο τον τεράστιο ποταμό, αλλά και σκοτάδι πάνω απ' το νερό. Ο Επίσκοπος κατάλαβε πώς ο νεκρός για τον οποίο του μίλησαν δεν μπορούσε να ’ναι ένας κοινός μοναχός, αλλά κάποιος μεγάλος άγιος, κι ότι αυτοί από αναξιότητα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Ύστερα από εκτενή και κατανυκτική παράκληση ο ποταμός εξαφανίστηκε, το σκοτάδι διαλύθηκε και φάνηκε ή βρύση του νερού. Αυτήν ο επίσκοπος ονόμασε Όμορον Ύδωρ (δηλ. κοντινό νερό) το γνωστό σήμερα χωριό με τ’ όνομα Μωρό Νερό που βρίσκεται κοντά στο χωριό Επισκοπή της Πάφου. Μετά την εξαφάνιση του ποταμού, ο επίσκοπος με τους ιερείς και τον λαό προχώρησε προς το μέρος πού βρισκόταν ο νεκρός. Σαν έφτασε προσκύνησε με ευλάβεια το δερμοφόρο και σιδηροφόρο σκήνωμα και διέταξε να φέρουν και να βάλουν κοντά σ' αυτό την ακίνητη και μισοπαγωμένη χήρα με τα παιδιά της. Τότε ο ευλαβής επίσκοπος Υπερόριος γονάτισε μπροστά στο λείψανο και προσευχήθηκε. Από μέρους της γυναίκας ζήτησε απ' τον ξένο μοναχό να την συγχωρήσει και να της χαρίσει πάλι την υγεία της.Το θαύμα έγινε με μιας. Η μισοπεθαμένη γυναίκα και τα παιδιά της ζωντάνεψαν στη στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροί και μεγάλοι ξέσπασαν σε φωνές και με δάκρυα χαράς δόξασαν τον Θεό και τον άγνωστο άγιο του. Σε λίγο πλήθη λαού απ' την πόλη και τα γειτονικά μέρη πού άκουσαν τα γενόμενα, άρχισαν να καταφθάνουν στο μικρό χωριό, για να δουν και να προσκυνήσουν τον θαυματουργό μοναχό. Ανάμεσα σ' αυτούς που ήρθαν ήταν κι ο συνοδός του αγίου, ο Νείλος. Σκηνή πολύ συγκινητική διαδραματίστηκε την ώρα πού αυτός αντίκρισε τον νεκρό ιεράρχη. Έπεσε πάνω στο άγιο λείψανο και με κλάματα και φωνές θρηνούσε τον κύριο του. Έτσι αποκαλούσε τον νεκρό. Ο επίσκοπος Υπερόριος κάλεσε ιδιαίτερα τον Νείλο και ζήτησε απ' αυτόν να του πει την ταυτότητα του νεκρού. Ο μοναχός Νείλος αρνιόταν στην αρχή. Ύστερα όμως του φανέρωσε το μυστήριο: Δέσποτα μου, του είπε, ο μοναχός αυτός, ο ξένος και ταπεινός, είναι ο Γεννάδιος, ο άλλοτε Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Στο άκουσμα του ονόματος ο επίσκοπος Υπερόριος σηκώθηκε και βαθιά συγκινημένος έδωσε εντολή να ετοιμάσουν για τον νεκρό το ανάλογο φέρετρο. Ύστερα, αφού τοποθέτησαν εκεί το άγιο λείψανο, με ύμνους και θυμιάματα, το σήκωσαν και με λαμπάδες κι άλλην ιερή δορυφορία το μετέφεραν για να το θάψουν στην επισκοπή. Μόλις οι άνθρωποι πού κρατούσαν το φέρετρο προχώρησαν κι έφτασαν εκεί πού κτίσθηκε αργότερα ο ομώνυμος ναός, ένιωσαν μεγάλη κούραση κι απέθεσαν το φέρετρο για να ξεκουραστούν λίγο. Όταν ύστερα δοκίμασαν να το σηκώσουν πάλι και να προχωρήσουν, στάθηκε αδύνατο. Το φέρετρο δεν μετακινείτο. Νόμιζε κανείς πώς είχε ριζώσει στη γη. Το γεγονός αυτό τους έκαμε να καταλάβουν, πώς ο άγιος ήθελε στον τόπο εκείνο να ταφεί. Αυτό και έγινε. Εκεί τον έθαψαν κι εκεί αργότερα η ευλάβεια των πιστών έκτισε ένα ναό. Σε τούτο τον ναό ο συνοδός του, ο Άγιος Νείλος, χειροτονήθηκε υποδιάκονος κι απέθανε σε λίγο. Αυτού του ναού τα ερείπια σώζονται μέχρι σήμερα στη μνήμη του Άγιου Γενναδίου στο χωριό Μωρό Νερό.

Η μνήμη του Αγίου Γενναδίου εορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.

Από: www.el.wikipedia.org και http://noctoc-noctoc.blogspot.com/

De Siris