Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Σωτηρία Μπέλλου


Σωτηρία Μπέλλου.

Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στα Χάλια στις 22 Αυγούστου 1921 και πέθανε στις 27 Αυγούστου 1997. Η Σωτηρία (μεγαλύτερη από το άλλα τέσσερα αδέλφια της) πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι και της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία... Από μικρό κοριτσάκι την έπαιρνε κοντά του στην εκκλησία. Εκείνη άρχισε να επηρεάζεται από τα τροπάρια και έψελνε μόλις «κατάλαβε» τον εαυτό της.

Σπουδάζοντας στο ψαλτήρι

Με τα εκκλησιαστικά η μικρή Σωτηρία είχε αποκτήσει ένα μεγάλο πάθος πριν ακόμη τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Μπαινόβγαινε στο Ιερό, έψελνε στο αριστερό ψαλτήρι και χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό. Όταν έγινε δέκα χρόνων, έφυγε από τον παππού της και πήγε μέσα στη Χαλκίδα όπου έμεναν οι γονείς της και τα μικρότερα αδέλφια της. Ο πατέρας της ήταν από τους πλέον εύπορους κατοίκους της πόλης γιατί διατηρούσε το μεγαλύτερο και το καλύτερο κατάστημα τροφίμων στην πολυσύχναστη οδό Αβάντων.

Τις εφημερίδες που έπαιρνε ο Κυριάκος Μπέλλος, η μικρή Σωτηρία της «ξεκοκάλιζε» μετά τα μαθήματά της. Μια μέρα είπε στον πατέρα της: «Μπαμπά, θέλω να με πας στον κινηματογράφο να δω την "Προσφυγοπούλα" γιατί πρωταγωνιστεί η Βέμπο που μου αρέσει πολύ». Έγινε το χατίρι της, είδε τη Βέμπο στο σινεμά και ύστερα άρχισε να τη μιμείται. Πήγαινε κάθε μέρα μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού της κι έκανε σκέρτσα και κινήσεις όπως η Βέμπο στην οθόνη. Παρά τις συστάσεις της μάνας της, η Σωτηρία συνέχιζε το βιολί της ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της.

Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. Έφυγε από τη Χαλκίδα, για την Αθήνα, όπου αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες δυσκολίες για ένα κορίτσι που ζει πλέον μόνο του στην πρωτεύουσα της χώρας. Ήταν αρχές της ναζιστικής κατοχής. Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.

Η βιτριολίστρια

Στην απειρία της, γνωρίσθηκε στη Χαλκίδα, στα 17 της χρόνια, το 1938 με έναν άνδρα που την κορτάριζε συνεχώς όταν την έβλεπε στο μαγαζί του πατέρα της. Το επάγγελμά του ήταν ελεγκτής στα λεωφορεία και λεγόταν Βαγγέλης Τριμούρας.

Οι γονείς της την είχαν προειδοποιήσει να προσέξει αυτή τη γνωριμία της. Εκείνη δεν τους άκουσε και παντρεύτηκε. Έζησε μαζί του έξι μήνες. Εκείνος, όμως, έκανε άστατη ζωή. Γύριζε με άλλες κι όταν γυρνούσε σπίτι, την έδερνε. άρχισαν οι καβγάδες. Η Σωτηρία δεν σήκωνε από τότε φοβέρες και ζοριλίκια. Κάποια στιγμή πάνω σ' έναν από τους πολλούς καβγάδες τού 'ριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών χρόνων και έξι μηνών. Έμεινε υπόδικη 3 μήνες στη Χαλκίδα, ενώ ένα μήνα κάθισε στις φυλακές «Αβέρωφ» στην Αθήνα.

Στο Εφετείο μειώθηκε η ποινή της στους έξι μήνες. Πλήρωσε και βγήκε από τη φυλακή. Ξαναγύρισε στη Χαλκίδα και με το που έφτασε στο σπίτι της, άρχισε η γκρίνια και το ξύλο. Την έδερναν όλοι. Γονείς κι αδέρφια. Θεωρούσαν ότι τους ντρόπιασε όλους στην οικογένεια. Τη φώναζαν χωρισμένη, βιτριολίστρια, φυλακισμένη. Η ζωή της πραγματικό μαρτύριο. Δεν άντεχε άλλο. Ήταν πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν αποχαιρετούσε τη Χαλκίδα κι έμπαινε στην «πόστα», το τρένο που θα τη μετέφερε στην Αθήνα. Οι σειρήνες ηχούσαν. Ανατριχίλα, γενική αναστάτωση. Πόλεμος. Η Σωτηρία στα ίδια βαγόνια με τους φαντάρους. Όταν κατέβηκε στο σταθμό Λαρίσης, κάποιος της έδωσε μια κουραμάνα. Νέος Γολγοθάς, στην Αθήνα, αρχίζει μες στου πολέμου τη φωτιά για το πλουσιοκόριτσο του Μπέλλου από τη Χαλκίδα.

Πολεμώντας και τραγουδώντας

Η οικογένεια της Σωτηρίας χάνει τα ίχνη της. Κανείς δεν ήξερε για την τύχη της. Μετά επτά ολόκληρα χρόνια, την εντοπίζουν να τραγουδά πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» στην Αχαρνών.

Στην Κατοχή, όμως, η Μπέλλου δεν πάλεψε μονάχα για να ζήσει, να βρει το δρόμο της στην Αθήνα. Πάλεψε και κατά των Γερμανών κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.

Οργανώθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ. Κινδύνευσε πολλές φορές. Οι Γερμανοί την έπιασαν, τη βασάνισαν, την έκλεισαν φυλακή. Στον εμφύλιο συνελήφθη και πάλι από τους «ισχυρούς» κρατούντες και ξανακλείσθηκε φυλακή. Κρατήθηκε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες της σε ένα υπόγειο καμπαρέ της οδού Βουκουρεστίου, το «Κιτ-Κατ». Όταν αφέθηκε ελεύθερη, πήγε κι έπιασε δουλειά στου «Τζίμη του Χοντρού» με τον Τσιτσάνη. Είχε όμως μια άσχημη περιπέτεια.

Ένα βράδυ που τραγουδούσε, μπήκε στο μαγαζί μια παρέα από Χίτες. Της κρατούσαν γινάτι από τα Δεκεμβριανά το 1944, όπου η Μπέλλου είχε λάβει μέρος στις μάχες σαν αγωνίστρια του ΕΛΑΣ. Ένας από τους Χίτες ανέβηκε στο πάλκο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και τότε μαζεύτηκαν όλοι της παρέας και την τσάκισαν στο ξύλο. Κι όμως η Μπέλλου γι' αυτό το περιστατικό είχε ένα παράπονο, μια πικρία που ανέφερε σ' όλη της τη ζωή. Δεν περίμενε την ώρα που την χτυπούσαν έξι Χίτες μαζί να μη σηκωθούν από τις καρέκλες τους δύο άνδρες να αντισταθούν σ' αυτή την πρόκληση. Οι τρομοκράτες που έκαναν άνω κάτω το μαγαζί φώναζαν στην Σωτηρία: «Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα». Ήταν Δεκέμβρης του 1948. Η τραγουδίστρια έφυγε από τον «Τζίμη τον Χοντρό» και πήγε σε ένα μαγαζί και εργάσθηκε μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ήταν το κέντρο «Παναγάκη» στην οδό Παρασίου.

Η καταξίωση

Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου, είναι μια περιπέτεια, ένα θρίλερ. Οι δραματικές στιγμές που πέρασε στην Αθήνα και έχει περιγράψει η ίδια, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Δούλεψε σε εστιατόριο λαντζιέρα. Νύχτες ολόκληρες έπλενε πιάτα. Πουλούσε τσιγάρα με τον ταβλά και παστέλια. Έκανε τον αχθοφόρο σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. Με ένα καρότσι έπαιρνε τα ταγάρια, τα καλάθια και τις βαλίτσες των επαρχιωτών και τα ξεφόρτωνε στην Ομόνοια. Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια. Με τα χαρτζιλίκια που μάζευε από όλες αυτές τις δουλειές, αγόρασε παπούτσια και κουβέρτες, νοίκιασε μια κάμαρα - σπίτι στο Περιστέρι, κι αγόρασε μια κιθάρα, που ήταν το μεγάλο της όνειρο. Στερήθηκε πολλά αγαθά τόσα χρόνια, αλλά με το αρβανίτικο πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε πέτυχε τον στόχο της. Να γίνει τραγουδίστρια.

Ένα βράδυ του Μάη του 1945 κατέβαινε την Ιπποκράτους. Είχε πάει να συναντήσει κάποιες κοπέλες, που ήταν συγγενείς της, στην οδό Διγενή Ακρίτα. Κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ταβέρνα και μπήκε μέσα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι στην αυλή και παρήγγειλε κάτι να φάει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κρητικός την καταγωγή, και μερικοί θαμώνες κοίταζαν επίμονα τη Σωτηρία. Τόσο όμορφη κοπέλα, ίδια κούκλα, μόνη της τέτοια ώρα; Εκείνη απτόητη. Καθώς περίμενε την παραγγελία, το μάτι της έπεσε πάνω σε μια κιθάρα. Ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη αν μπορεί να παίξει, πήρε θετική απάντηση και άρχισε να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Τι έχεις κι όλο κλαις και δεν μου το λες». Δεν σταμάτησε όμως στο ένα τραγούδι. Είπε και δεύτερο: «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ' Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές». Στην απέναντι γωνιά, άκουγε με πολλή προσοχή την κοπέλα με την κιθάρα, ένας 45άρης καλοντυμένος, με ψαρά μαλλιά, χωρίς να πει κουβέντα. Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε. Στην ταβέρνα, παρ' ότι ήταν λαϊκή, πήγαιναν πολλοί κοσμικοί. Ανάμεσά τους και ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος δύο βράδια αργότερα, πήγε με τον Βασίλη Τσισάνη εκεί. Στο φουλ της επιτυχίας του ο βάρδος του ρεμπέτικου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τη φωνή της Μπέλλου, αλλά και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. Τα είπαν οι δυο τους και συμφώνησαν να μπουν στο στούντιο. Η Σωτηρία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της δινόταν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία της ζωής της που την οδήγησε στη μεγάλη λεωφόρο του ρεμπέτικου και στη συνέχειά του, που ήταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι με κοινωνικό χαρακτήρα.

Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας στο ελληνικό τραγούδι, η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συνεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη» «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης» «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «ανοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου). Από το '41 ως το '76 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς συνθέτες, ενώ από τότε μέχρι πριν από πέντε χρόνια τάραξε πάλι τα νερά, με πρωτοποριακές συνεργασίας που έκανε με έντεχνους και γενικά σύγχρονους συνθέτες: Μούτσης (Το φράγμα), Σαββόπουλος (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Ανδριόπουλος (Λαϊκά προάστια), Κουνάδης (Δεν περισσεύει υπομονή), Ανδριόπουλος, Λάγιος (Λαός) κ.ά. Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Στο λαϊκό πάλκο, σε όλη της την πορεία στο τραγούδι, είχε πολύ έντονη παρουσία στα πιο διάσημα μαγαζιά της περιοχής Αθηνών: «Νήσος Ύδρα» του Αλάογλου στο Περιστέρι, «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια, «Τζίμης ο Χοντρός» (Αχαρνών), «Τριάνα» και «Λουζιτάνια» (λεωφόρος Συγγρού), «Φαληρικόν» (Τζιτζιφιές), «Καλαματιανός» (Τζιτζιφιές), «Μάριος» (Ίωνος). Ξεχωριστή ιστορία έγραψε μαζί με Τσιτσάνη - Παπαϊωάννου, στην Καισαριανή, στο «Σκοπευτήριο» και στο «Χάραμα», για 10 χρόνια, ενώ με τους δύο τελευταίους εμφανίστηκε για μεγάλα διαστήματα στο «Όνειρο» και στο «Πρόσωπο» της Εθνικής οδού. Σημαντική παρουσία είχε στη δεκαετία του 1980, στον «Δία» της πλατείας Αττικής.

Έδωσε δεκάδες συναυλίες σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια σαν καλλιτέχνις και σαν άνθρωπος. Βοήθησε όσο μπορούσε πολλούς νέους συναδέλφους της να σταθούν στο τραγούδι. Αγαπήθηκε από τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού και όχι μόνο. Προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ, αλλά και Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι θαύμασαν, λάτρεψαν και αποθέωσαν την Μπέλλου στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως.

De Siris