Χρήστος Θεοφίλου
O Τζιμ Λόντος υπήρξε θρυλικός Ελληνοαμερικανός επαγγελματίας παλαιστής της ελεύθερης πάλης. Γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι του Άργους στις 2 Ιανουαρίου 1897 και πέθανε στις 19 Αυγούστου 1975.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου (Christos Theofilou ή Christopher Theophelous) και ήταν το μικρότερο από τα 13 παιδιά της οικογένειας του.
Η μητέρα του ήθελε να γίνει ιερέας, ενώ ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό. Ο ίδιος προτίμησε να γίνει μετανάστης και σε ηλικία μόλις 13 ετών εγκατέλειψε το σπίτι του, ταξίδεψε στην Αμερική κι έπιασε δουλειά ως λαντζέρης σ' ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης.
Η ιδέα να ασχοληθεί με την πάλη τού δημιουργήθηκε όταν βρέθηκε τυχαία σ' έναν αγώνα, καθώς «εξερευνούσε» τους δρόμους του Μανχάταν, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε από τη δουλειά του, γράφτηκε σ' ένα προπονητήριο και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος.
Πολύ σύντομα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των οργανωτών αγώνων, καθώς διέφερε απ' όλους τους άλλους παλαιστές. Ήταν μικρόσωμος και χωρίς κανένα ψεγάδι τερατομορφίας, ενώ διέθετε δύναμη, ευκινησία, ευστροφία και πονηριά. Αυτή η διαφορετικότητά του ταύτιζε τους θεατές μαζί του, στο ρόλο του «καλού» που μάχεται και τελικά νικάει τον γιγαντόσωμο «κακό» αντίπαλό του.
Δεκάδες χιλιάδες κόσμου συνέρεαν σε κάθε αγώνα του για να παρακολουθήσουν τα κατορθώματά του και να απολαύσουν τις θεαματικές λαβές και τα «αεροπλανικά» του.
Το 1929 επισκέφθηκε την Ελλάδα όπου και οργάνωσε αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας τον Πολωνοαμερικανό Καρλ Ζύμπρσκο, τον οποίο και νίκησε. Το 1930 προκάλεσε σε αγώνα στην Αμερική τον τότε παγκόσμιο πρωτοπαλαιστή Ριχάρδο Σίκατ, τον οποίο και κατανίκησε λαμβάνοτας ταυτόχρονα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωτοπαλαιστή. Το 1933 επανήλθε στην Ελλάδα και αγωνίσθηκε και πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κβαριάνι. Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο μεγάλος του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο :
«Πάρ' την αιμοβορία σου, και άντε στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι, που σ' έστειλε ο Λόντος μας σε μακρυνό σεργιάνι. Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει, μα όσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ' εκείνοι. Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, έγινε παλληκάρι, κι όλος ο κόσμος τον αγαπά , του Άργους το καμάρι.»
Προικισμένος εκ φύσεως με καταπληκτική δύναμη αλλά και τεχνικά καταρτισμένος άρτια είχε καταστεί το ίδαλμα των φιλάθλων, όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και όλου του κόσμου. Σπάνιας αντοχής, είχε δώσει μεγάλη σειρά αγώνων ασυνήθους αριθμού στην Αμερική, Ευρώπη, Αφρική (Αίγυπτο) και Αυστραλία. Συνδίαζε τη σωματική ρώμη με την τεχνική της πάλης . Έγινε ταχύτατα γνωστός για το λεγόμενο "αεροπλανικό κόλπο" (τεχνική), με το οποίο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Κέρδισε πολλές διακρίσεις στην πάλη με σημαντικότερη την ανάδειξή του σε παγκόσμιο Πρωταθλητή βαρέων βαρών στις 18 Νοεμβρίου 1938. Σκληρότεροι αντίπαλοί του, κατά τους αθλητικούς χρονογράφους της εποχής, ήταν ο "στραγγαλιστής Λιούις" και οι "Στέκερ" Μπράουνιγκ και Σίκατ.
Μετά το 1946 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, διατηρώντας εθιμικά τον τίτλο του ισόβιου παγκόσμιου πρωταθλητή και λαμβάνοντας στην Αμερική τη περίφημη χρυσή και αδαμαντοποίκιλτη ζώνη που φορά σε πολλές φωτογραφίες. Το όνομά του έγινε θρύλος στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις δεκαετίες του '50 και του '60 σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα άτομο δυνατό, τον αποκαλούσαν Τσιμπλόντο, σε παραφθορά του ονόματός του. Αναφορά επίσης στο όνομά του κάνουν και κάποια ελληνικά λαϊκά τραγούδια της ίδιας εποχής.
De Siris