Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911. Ήταν κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
Ο βίος του
Πρώιμη περίοδος
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας και αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η συγγραφική του πορεία
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος, ανοργάνωτος. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκίαθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, όπως ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του, και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατέστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκαναν να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα Νικόλας Πλανάς.
Τα τελευταία χρόνια
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.ά, διοργάνωσαν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του, εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του.
Το έργο του
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, της Σκιάθου. Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη που τις κάνει διηγήματα εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του ή τη τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.
Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου : «Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από ποιητικό οίστρο και μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο Αιγαίο είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει τον βυζαντινό μυστικισμό του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι όπως ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλους, ο Δημήτριος Κορομηλάς, ο Ιωάννης Ζερβός, ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ), είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, δεν ανέφεραν ούτε λέξη για το έργο του, ειδικά όταν ζούσε. Έτσι, τον διεκδικούσαν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούσαν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι μεν γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα είκοσιπεντάχρονά του στον Παρνασσό πάλι το 1908, μόνο ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης έγραφε: «Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης». Οι επιφυλάξεις έξακολουθούσαν. Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που «δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης». Όπως γράφει, «ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...). Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Είκόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα 1906 : «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(...) την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου καί μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (...). Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».
Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Εκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής καί αδιάφθορου (...). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την Φόνισσα και την χαρακτηρίζει «τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην». Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι: «μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα». Ο Φώτος Πολίτης με ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα έγραψε: «Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης». Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό: «Μόνο ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό». Παράλληλα με τον Πολίτη, ο Κωστής Μπαστιάς στα 1928, αγωνιζόταν να συνειδητοποιήσει στους νέους το βαθύτερο νόημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Στα 1933, ο Φάνης Μιχαλόπουλος σε μια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη, και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του με το πρίσμα των νέων ιδεών καί με κοινωνιολογικά κριτήρια. Ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τέλος Άγρας και πολλοί άλλοι, νέοι τότε, είχαν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν στα 1933 ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, με ένα οξύτατο και αποστομωτικό άρθρο του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: "Είναι να γελά κανείς, γράφει, με μερικούς κριτικούς, που με τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα «κοινωνικού περιεχομένου», τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν' αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη (...). Ετσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν «ιδέες», εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την ομορφιά". Και τελειώνει το άρθρο του ο Ξενόπουλος με τη διαπίστωση, πως ο Παπαδιαμάντης είναι «δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του».
Στα 1937, ο Γιώργος Κοτζιούλας με μια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η περιφρονεμένη νεοελληνική ηθογραφία είναι «ο ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας» και ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι «ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ' αυτόν». Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. «Πνεύμα Θεού φυσούσε καί γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα... Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός. Ομοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου καί σώζεται από το καθετί, που θα έκανε το έργο του ν' αρρωσταίνει ψυχές... Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημά του». Θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζαν Μορεάς, που χαρακτήρισε το Μοιρολόγι της φώκιας αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.
Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η σημαντική φιλολογική μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο καί την εποχή του Παπαδιαμάντη η οποία είδε το φως τον Μάιο του 1940, και βραβεύτηκε με το Α' Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 απο τον ίδιο τον κριτικό) στην κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" με επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν σημαντικοί άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων όπως οι Άγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, Δημήτριος Μπαλάνος, Άγγελος Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δημήτριος Λουκάτος, Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Νικόλαος Ποριώτης, Ηλίας Βενέζης, Τάκης Παπατσώνης, Μ. Καραγάτσης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Δημήτριος Εύαγγελίδης, Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Γιώργος Κασιμάτης, Μυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύτηκε μια διεξοδική μελέτη του Πέτρου Χάρη που εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρεις αξίες: «Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας». Και τονίζει: «αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου».
Το ίδιο περιοδικό (Νέα Εστία) τον Μάρτιο του 1951 αφιέρωσε κι άλλο τεύχος του στον Παπαδιαμάντη για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Και άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαναν αφιερώματα και νεότερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία βιογραφικά και εργογραφικά. Βαθυστόχαστη είναι η μελέτη του Μ.Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τον τίτλο "Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη". Ο Παπαϊωάννου τοποθετεί ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη καί συλλαμβλανει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: «Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ'όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οί δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω». Η εργασία του Παπαϊωάννου άνοιξε τον δρόμο για το ξεκαθάρισμα και την τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.
Αξιολογότατο βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη έγραψε ο Μιχαήλ Περάνθης με τον τίτλο Ο Κοσμοκαλόγερος, το οποίο ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα με τη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που με σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό ύφος, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του Παπαδιαμάντη.
Μετά την έκδοση των «Απάντων» του, η κριτική, έχοντας στη διάθεσή της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο για την εθνική σημασία του έργου του Παπαδιαμάντη. Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μιλάει για την αρετή και κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό, που γι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής και αλήθειας. Επίσης μιλάει για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει τα μέτρα για την ηθική ανάπλαση, για την παιδεία, το χτύπημα του λογιωτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στίς ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ως τη νεότερη. Με την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ' όλη την αντίθεσή του στον άκρο ψυχαρισμό, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Υποστήριξε από τη μια πλευρά την πνευματική αναγέννηση ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση, προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας».
Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα Η μετανάστις. Είναι ένα έργο στα για την εποχή του, του ξενιτεμένου ελληνισμού. Επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, που κατ' αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την Ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια) που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και την ευγένεια της ψυχής της οδηγείται με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας, και μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη γύρω της διαφθορά και κακία της κοινωνίας.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του Οι έμποροι των εθνών, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο, το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα. Μια πληθωρική φαντασία, πλαισιωμένη με την τεχνική του ταλέντου, έδωσε ένα έργο πραγματικά γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων, και περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι «οι έμποροι των εθνών» που η δίψα του χρήματος τους μεταβάλλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των ελληνικών νησιών.
Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή. Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του το θρύλο του μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Η Γυφτοπούλα είναι ένα μυθιστόρημα της Άλωσης, ο θρήνος της Πόλης, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρεία του, τον αποδοκιμάζει για τη θρησκευτική του πλάνη και την άγονη προσπάθειά του να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις, που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες, τον Πλήθωνα, την άτυχη κόρη του και τον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο, οι οποίοι στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό. Είναι η παραμονή της Άλωσης της Πόλης. Με τον Χρήστο Μηλιόνη ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Έθνους. Είναι ένα προανάκρουσμα της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του, «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους». Κατά τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις νόθες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα το καλύτερο, ίσως, που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική γραμματεία[εκκρεμεί παραπομπή]. Τον πυρήνα του έργου του τον πήρε απο το γνωστό δημοτικό τραγούδι για τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Με το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό και ασίγαστη πίστη για την ελευθερία.
Η φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα και συγκλονιστική και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη βρίσκεται στο κορύφωμά της όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, και την οποία εξανθρωπίζει το ανθρωπιστικό ιδανικό της.
Τα Ρόδινα Ακρογιάλια με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή καί τα γηρατειά του συγγραφέα[εκκρεμεί παραπομπή]. Ούτε κοινωνικό είναι, ούτε μυθιστόρημα συγκρούσεων συμφερόντων. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Αν βγάλει κανείς το πρώτο μέρος με τη θαλασσινή εκδρομή και περιπέτεια, τα άλλα κεφάλαια είναι Ο γάμος του Παπαστάθη, του άλαφροϊσκιωτου και η διήγηση του Αγάλλου. Αξιόλογες είναι οι περιγραφές, που τις θαύμαζε και ο Καβάφης.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά τον θάνατό του τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925-1930, και έναν τόμο Θαλασσινά διηγήματα ο Αθ. Καραβιάς το 1945. Το 1955, τα Άπαντά του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους καί επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, πού αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες καί σχέδιο. Αυτά είναι: Το χριστόψωμο, Η χήρα παπαδιά, Η τελευταία βαπτιστική, Η υπηρέτρα, Ο σημαδιακός, Η σταχτομαζώχτρα, Εξοχική Λαμπρή, Η χτυπημένη, Ο Πανταρώτας, Η παιδική πασχαλιά, Η μαυρομαντηλού, Το Πάσχα ρωμέϊκο, το Θέρος-έρος, Ο φτωχός άγιος, Η νοσταλγός, Μια ψυχή, Ο Αμερικάνος, Στο Χριστό στο Κάστρο, Στην Αγ' Αναστασά και το Όλόγυρα στη λίμνη. Σε αυτά μπορεί να καταταχθεί και το Έρως-ήρως'. Με το αριστούργημά του, Ολόγυρα στη λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του. Εκτός του διηγήματος Ολόγυρα στη Λίμνη, κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί και η Νοσταλγός.
Με το Ολόγυρα στη λίμνη, ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία. Με έντονη πλαστική δύναμη, δίνει διάφανες περιγραφές, καθαρές και έντονες, δροσερές εικόνες, που κάνουν το διήγημα ένα πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών.
Από το 1892 ως το 1897, περίοδο όπου η Ελλάδα είδε τη χρεωκοπία και την πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του '97, ο Παπαδιαμάντης αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής απόχρωσης. Με τη σάτιρά του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει με το διήγημα Οι Χαλασοχώρηδες και συνεχίζει με τα Τα δύο τέρατα, Ο καλόγερος, Τυφλοσύρτης, Ναυαγίων ναυάγια, Βαρδιάνος στα Σπόρκα κ.α. Με τους Ελαφροΐσκιωτους, μεταφέρει τη σάτιρά του στη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τη μαγεία κλπ. Οι Παραπονεμένες και μερικά άλλα διηγήματα, όπως το Πατέρα και σπίτι, ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα, Φιλόστοργοι, και κοινωνικό το διήγημα, Χωρίς στεφάνι. Επίσης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Απόλαυσις στη γειτονιά, Για τα ονόματα κ.ά.
Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα, για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία. Το ταλέντο του ξεδίπλωσε μορφοπλαστικές μορφές μεγάλης δύναμης. Στην κορύφωση αυτής της περιόδου ανήκουν τα διηγήματα: Μερακλίδικα, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο καλούμπας, Για την περηφάνια, Η στρίγγλα μάννα, Ο έρωτας στα χιόνια, Άγια καί πεθαμένα, Τρελλή βραδιά, Τ' αγνάντεμα. Επίσης τα παιδικά : Δαιμόνια στο ρέμα, Υπό την βασιλικήν δρυν, Τα κρούσματα, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το πνίξιμο του παιδιού, Γουτού-γουπατού, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ω! τα βασανάκια κ.ά.
Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμοκολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα, όπου θα θα μπορούσαν να μπουν καί Τα ρόδινα ακρογιάλια Στην τέταρτη, την τελευταία ρεαλιστική-κοινωνική περίοδο, που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως τη μεγάλη δημιουργία του Παπαδιαμάντη, ανήκουν τα διηγήματα: Η τύχη απ' την Αμέρικα, έργο πνοής και ωμού ρεαλισμού, Κοκκώνα θάλασσα, Μάννα και κόρη, Η αποσώστρα, Η ξομπλιάστρα, Η συντέκνισσα, Τα δυο κούτσουρα, Θάνατος κόρης, Έρμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Τ' αγγέλιασμα, Η ασπροφουστανούσα, Η πεποικιλμένη, Το χατζόπουλο, Οι Κανταραίοι και Η Φόνισσα.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα και νουβέλες
Η Μετανάστις (1880)
Οι έμποροι των εθνών (1883)
Η γυφτοπούλα (1884)
Χρήστος Μηλιόνης
Η φόνισσα
Διηγήματα
Αγάπη στον γκρεμό
Άγια και πεθαμένα (1896)
Αλιβάνιστος
Άνθος του γιαλού
Απόλαυσις στη γειτονιά
Αψαλτος
Γουτού γουπατού
Δαιμόνια στο ρέμα
Εξοχική Λαμπρή
Ερως - Ήρως (1896)
Ζάνος Χαρίσης
Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική)
Η βλαχοπούλα (1893)
Η στρίγγλα μάννα
Η μαυρομαντηλού (1891)
Η νοσταλγός
Η παιδική πασχαλιά
Η σταχτομαζώχτρα
Η τύχη απ' την Αμέρικα (1901)
Η Φαρμακολύτρια
Η χολεριασμένη
Θαλασσινά ειδύλλια
Μια ψυχή
Ναυαγίων ναυάγια
Ο Αμερικάνος (1891)
Ο βαρδιάνος στα Σπόρκα
Ο Γαγάτος καί τ' άλογο
Ο γείτονας με το λαγούτο
Ο έρωτας στα χιόνια
Ο καλούμπας
Ο σημαδιακός
Ο νεκρός ταξιδιώτης
Ο ξεπεσμένος δερβίσης
Ο πανδρολόγος (1902)
Ο Πανταρώτας
Ο φτωχός άγιος
Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη
Ολόγυρα στη λίμνη (1892)
Όνειρο στο κύμα (1900)
Οι μάγισσες (1900)
Οι Χαλασοχώρηδες
Στο Χριστό, στο Κάστρο (1892)
Το μοιρολόγι της φώκιας (1908)
Τ' αγνάντεμα (1899)
Τ' αστεράκι (1908)
Τ' μπούφ' του πλι
Τα δυο κούτσουρα
Τα δυό τέρατα (1909)
Τα κρούσματα
Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Της Κοκκώνας το σπίτι
Το ενιαύσιον θύμα (1899)
Το Πάσχα ρωμέϊκο
Το πνίξιμο του παιδιού
Το χριστόψωμο (1887)
Τρελλή βραδυά (1901)
Φτωχός άγιος (1891)
Υπηρέτρα (1888)
Υπο την βασιλικήν δρύν (1901)
Ω! τα βασανάκια
Ποιήματα
Στην Παναγίτσα στο Πυργί
Προς την μητέρα μου (1880)
Δέησις (1881)
Έκπτωτος ψυχή (1881)
Η κοιμισμένη βασιλοπούλα (1891)
Το ωραίον φάσμα (1895)
Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
Νύχτα βασάνου (1903)
Επωδή παπά στη χολέρα (1879)
Επωδή γιατρού στη χολέρα (1879)
Το τραγούδι της Κατίνας (1892)
Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν (1907)
Έρωτες στα κοπριά (1907)
De Siris