Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Σταύρος Δαμιανίδης

Σταύρος Δαμιανίδης

Ο Σταύρος Δαμιανίδης ήταν Έλληνας μουσικός γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 17 Σεπτεμβρίου 1941. Πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2001 στο Περθ της δυτικής Αυστραλίας.

Βίος

Ορφανός από μικρή ηλικία ο Δαμιανίδης αναγκάστηκε να εργαστεί για να συντηρήσει μια οικογένεια οκτώ ατόμων. Σε μια εποχή που το μπουζούκι είχε κακή φήμη, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να μάθει να παίζει. Στην ηλικία των 8 ετών έφτιαξε το πρώτο του μπουζούκι από ένα ένα παλιό τενεκεδένιο δοχείο και μάθαινε κρυφά την τεχνική του. Όταν αργότερα αγόρασε το πρώτο του όργανο, έπαιζε στους γάμους και τα βαφτίσια και άλλες γιορτές στο χωριό που μεγάλωσε.

Αφού υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό, άρχισε να παίζει επαγγελματικά μουσική περιοδεύοντας τη Μεσόγειο με δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, το Τρίο Μπελ Κάντο, η Σωτηρία Μπέλλου ο Σπύρος Ζαγοραίος, η Γιώτα Λύδια και άλλοι.

Μετά τις περιοδείες του στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ο Δαμιανίδης μετανάστευσε στην Αυστραλία προς το τέλος της δεκαετίας του '60, επιθυμώντας να καθιερωθεί εκεί ως καλλιτέχνης. Όμως, οι οικογενειακές υποχρεώσεις του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει προσωρινά την τέχνη του. Παρ' όλες τις δυσκολίες έπαιξε ζωντανά στην Τασμανία, τη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ, την Αδελαΐδα, το Ντάρβιν και τελικά στο Περθ, όπου και εγκαταστάθηκε.

Η τέχνη του

Μέσω αυτής της γιγαντιαίας περιοδείας στην Αυστραλία, ο Σταύρος έφερε μια ανανέωση στο μπουζούκι. Θεωρημένος ένας από τους καλύτερους μουσικούς του μπουζουκιού που πάτησε ποτέ στην Αυστραλία, ο Σταύρος έκανε γρήγορα όνομα. Του προσφέρθηκαν συμβόλαια για ηχογραφήσεις με τις πιο γνωστές αυστραλιανές δισκογραφικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της Virgin, EMI, ABC, αλλά αρνήθηκε. Η επιλογή του να μην ηχογραφήσει μουσική βασίστηκε στην τιμή των παραδοσιακών καλλιτεχνών, που αισθάνονται η εργασία ότι τους είναι μια εμπειρία που πρέπει να απολαμβάνουν οι άνθρωποι. Το παίξιμο του μπουζουκιού του δεν ήταν ένας μονόλογος, ήταν ένας διάλογος με το ακροατήριό του. Όταν ρωτήθηκε γιατί αρνήθηκε, ο Σταύρος αποκρίθηκε: "η μέγιστη ανταμοιβή μου είναι να βλέπω τους ανθρώπους όταν παίζω".

Ο Σταύρος, όπως πολλοί άλλοι μεγάλοι Αυστραλιανοί μπουζουκτσήδες στην Αυστραλία, δεν παρήγαγε ποτέ οποιουσδήποτε δίσκους ή άλμπουμ, αλλά προτίμησε να παίξει για την απόλαυση και την καλή επιχείρηση. Θαυμάστηκε από πολλούς μουσικούς και ενέπνευσε πολλούς μουσικούς μπουζουκιού στη Δυτική Αυστραλία και σε άλλες πολιτείες της Αυστραλίας, ενώ αποτέλεσε επίσης παράδειγμα για πολλούς Έλληνες μπουζουκτσήδες που επιδίωξαν να απομακρυνθούν από τις παραδοσιακές μορφές.

Η μετακίνηση του Σταύρου προς το Περθ παρακινήθηκε αρχικά από μια σύμβαση εργασίας και μια συνεργασία με τα εστιατόρια Lucas. Ο διευθυντής των εστιατορίων Lucas στην αναζήτησή του του καλύτερου μουσικού μπουζουκιού για το νέο ελληνικό εστιατόριό του, έστειλε τον αδελφό του Lucas στην Ελλάδα και σε όλη την Αυστραλία. Τελικά για καλή του τύχη ανακάλυψε το Σταύρο, που μετακόμισε αμέσως στο Περθ και άρχισε να εμφανίζεται εκεί.

Ο Σταύρος ήταν επίσης δάσκαλος στο μπουζούκι. Είχε λίγους μαθητές που έγιναν επίσης πολύ ειδικευμένοι στο παίξιμό του. Ο Δαμιανίδης έχει γράψει επίσης πολλά τραγούδια και ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι αδημοσίευτα.

Ο Σταύρος εισήγαγε στην αυστραλιανή μουσική τους ελληνικούς και μικρασιατικούς ρυθμούς και κλίμακες (τις αποκαλούμενες και δρόμους). Ο δρόμος είναι μουσική κλίμακα που ποικίλλει στις νότες σύμφωνα με το ρυθμό, κάτι που επιτρέπει κάθε τόνος να έχει πολλαπλούς δρόμους, ευδιάκριτα διαφορετικούς στον ήχο. Ο δρόμος είναι μια αρχαία ελληνική άποψη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η μουσική πρέπει να παιχτεί και ήταν ένα από τα πράγματα που δίδαξε στους μαθητές του, καθώς επίσης και το ζωντανό παίξιμο. Τα διάφορα σύγχρονα τραγούδια και οι δίσκοι ελληνικής μουσικής που παράγονται στην Αυστραλία δανείστηκαν και εμπνεύστηκαν από την ιδιαίτερα ζωντανή ερμηνεία του.

Εκτός από μουσικός είχε ακόμα συμβολή στο σχηματισμό μιας μικρής ελληνικής κοινοτικής ομάδας στο Περθ, καθώς και ηγετικό ρόλο ως ένα από τα αρχικά επτά μέλη της Ποντιακής Αδελφότητας Αγίου Γεωργίου στη δυτική Αυστραλία. Η κοινότητα συγκέντρωσε από την Ανατολία Έλληνες και Πόντιους ώστε να κρατήσουν ζωντανές διάφορες πτυχές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της μουσικής, συντηρώντας παράλληλα το χριστιανικό ήθος και την ορθοδοξία. Η Ποντιακή Αδελφότητα άκμασε κάτω από την προεδρία του (1988-2001) και έφθασε αργότερα να περιλαμβάνει πάνω από πεντακόσια μέλη.

De Siris