Μοχάντας Γκάντι
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγιότητα του βίου της, την ευγένειά της και τη θρησκευτική της πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Η μετάβαση στο Λονδίνο
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη οπότε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτή την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο University College London. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα, όμως, υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό των συμφοιτητών του για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, που είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εντούτοις, παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Ορισμένα από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για το σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Επιστροφή στην Ινδία
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα του είχαν κρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει το συναισθηματικό κλονισμό, όντας τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν, όμως, προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία του στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επιπλέον ένιωθε άβολα μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του έγινε πρόταση από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Ενάντια στο απαρτχάιντ
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με το φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους σε βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι του ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή του στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί για πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μίας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή του για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα του για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Το 1914 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
Πορεία προς την ινδική ανεξαρτησία
Για δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.
Ο Γκάντι χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση για αυτό το θέμα. Στη Βομβάη πραγματοποιήθηκε συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε όλη τη χώρα με στόχο να λάβει υποστήριξη στον αγώνα του. Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, που ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο, μέσω της πράξης του Rowlatt, παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι προώθησε μία οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.
Το τέλος
Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις 30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε.
De Siris