Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Abdullah Öcalan


Αμπντουλάχ Οτζαλάν

Ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν ή Οτσαλάν και σπάνια Ότζαλαν λεγόμενος από τους οπαδούς του «Άπο», είναι ο ιδρυτής ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, γνωστού ως Ρ.Κ.Κ. του οποίου σκοπός είναι η εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου σοσιαλιστικού κουρδικού κράτους στο Κουρδιστάν. Ο Οτζαλάν έχει συλληφθεί από τις Τουρκικές αρχές και βρίσκεται φυλακισμένος στο νησί Ιμραλί.

Βίος

Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1948, από μία φτωχή οικογένεια χωρικών, στο Ομερλί της επαρχίας Ουρφ (της αρχαίας Έδεσσας), κοντά στον Ευφράτη. Έχει δύο αδελφούς, ο ένας εκ των οποίων, ο Μεχμέτ, συνελήφθη επανειλημμένα από τις τουρκικές αρχές και βασανίστηκε άγρια, με αποτέλεσμα να χάσει τελικά τα λογικά του. Ο νεαρός Αμπντουλάχ αποφοίτησε από το Επαγγελματικό Λύκειο Κτηματολόγιου και εργάστηκε για ένα διάστημα σε αυτόν τον κλάδο στην επαρχία του Ντιγιάρμπακιρ. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά πράγματα τον οδήγησε στην Άγκυρα, όπου σπούδασε και αποφοίτησε από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ρίχτηκε ένθερμα στην πολιτική αρένα στις αρχές της δεκαετίας του '70. Μελέτησε βαθιά τον σοσιαλισμό και προβληματίστηκε πολύ για τη θέση του κουρδικού λαού στο τουρκικό κράτος. Σχετίστηκε με το αριστερό κίνημα και πήρε ενεργό μέρος στο φοιτητικό κίνημα, στο οποίο σύντομα αναδείχτηκε σε ηγετικό στέλεχος. Ωστόσο, μέσα από τις πολιτικές συζητήσεις και τις ιδεολογικές ζυμώσεις σύντομα συνειδητοποίησε τη σωβινιστική θέση των Τούρκων αριστερών έναντι του Κουρδικού Ζητήματος. Εκείνα τα χρόνια το Κουρδικό θεωρείτο ως ζήτημα που έπρεπε να παραμεριστεί για «μετά την επανάσταση» και δεν αντιμετωπιζόταν ως πρόβλημα αυτοδιάθεσης ενός έθνους.

Το 1973 ο Οτζαλάν, κατά τη διάρκεια μίας διάλεξής του, δήλωσε ότι «στην Τουρκία υπάρχουν δύο έθνη, οι Τούρκοι και οι Κούρδοι». Επρόκειτο για μια ιστορική παρέμβαση καθώς παραβίασε ένα ζήτημα ταμπού για την τουρκική κοινωνία. Την ίδια χρονιά οι τουρκικές αρχές τον συνέλαβαν για τη δράση του και κρατήθηκε 7 μήνες στη φυλακή βασανιζόμενος. Ο ίδιος λέει σχετικά: «Είναι γνωστό ότι πριν ανακοινώσουμε το όνομα του Ρ.Κ.Κ. (Πε-Κα-Κα), δρούσαμε στην Άγκυρα για πολύ καιρό. Είχαμε διασυνδέσεις στην Κωνσταντινούπολη με την οργάνωση Επαναστατικό Κέντρο Ανατολικού Πολιτισμού (D.D.K.O.) και στην Άγκυρα με την τουρκική Αριστερά…Ύστερα από το θάνατο 10 ανθρώπων αρχίσαμε αποχή από τα μαθήματά μας στο Πανεπιστήμιο. Αυτό συνέβη το Μάρτη του '72. Κατόπιν άρχισαν οι συλλήψεις. Έμεινα στη φυλακή περίπου 7 μήνες. Εκεί μας έγινε έμμονη ιδέα ότι πρέπει να συγκροτηθεί μία μακρόπνοη οργάνωση με εθνικό χαρακτήρα».

Το Μανιφέστο

To 1975 επέστρεψε στο Κουρδιστάν μαζί με μία ομάδα φίλων του. Σε συνεργασία με τον Μαζλούμ Ντογκάν και τον Μεχμέτ Χαϊρί Ντουρμούς εξέδωσαν «Το Μανιφέστο», που σκιαγραφεί, σε γενικές γραμμές, τα κύρια καθήκοντα και τις προοπτικές της επανάστασης στο Κουρδιστάν.

Την ίδια εποχή και οι τρεις περιόδευσαν σε κάθε γωνιά του τουρκοκρατούμενου Κουρδιστάν, σε μία έντονη προσπάθεια να πληροφορήσουν και να διαφωτίσουν τον κουρδικό λαό. Κατάφεραν έτσι να αποκτήσουν πολλούς υποστηρικτές, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία. Σύντομα, όμως, η τουρκική εξουσία αντιλήφθηκε ότι η δράση τους αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη δύναμή της από την εποχή του 1930 και ότι θα έπρεπε να εξουδετερωθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Στο μεταξύ ο Οτζαλάν και η ομάδα του συνάντησαν πολλές αντιδράσεις και από τις αντιδραστικές φεουδαρχικές δυνάμεις του Κουρδιστάν, που περιφρουρούσαν ζηλότυπα τα προνόμιά τους.

Στις 27 Νοεμβρίου τον 1978, στο Φις, ένα μικρό χωριό στην περιοχή Λίτσε του Ντιγιάρμπακιρ ίδρυσαν τo Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, το γνωστό Ρ.Κ.Κ. Εκεί παρουσιάστηκε για συζήτηση το «Μανιφέστο», το οποίο τελικά υιοθετήθηκε ως ιδρυτικό πρόγραμμα του Κόμματος στο Πρώτο Συνέδριό του. To πρόγραμμα του Ρ.Κ.Κ ζητούσε ανεξαρτησία, δημοκρατία και ενοποίηση του Κουρδιστάν. Οι στόχοι και τα μέσα του συνοψίστηκαν ως εξής:

«Η Επανάσταση είναι διπλή, δηλαδή εθνική και δημοκρατική. Η εθνική επανάσταση θα εγκαθιδρύσει πολιτική, στρατιωτική και πολιτισμική δύναμη. Η δεύτερη φάση θα είναι η δημοκρατική επανάσταση.

Η δημοκρατική επανάσταση θα αγωνιστεί για να εξαφανίσει τις κοινωνικές αντιφάσεις που προέρχονται από την εποχή της φεουδαρχίας». Αυτές οι αντιφάσεις είναι «η φεουδαρχική εκμετάλλευση, η οργάνωση κατά φυλές, οι θρησκευτικές κάστες και η σκλαβιά της γυναίκας».

Σκοπός της επανάστασης θα πρέπει να είναι «να βάλει ένα τέλος σε όλες τις μορφές κυριαρχίας της τουρκικής αποικιοκρατίας και να εγκαθιδρύσει μία ανεξάρτητη οικονομία, καθώς και να αγωνιστεί για την ενότητα του Κουρδιστάν».
Σύντομα το Ρ.Κ.Κ κέρδισε αρκετούς οπαδούς ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και στρώματα, στους εργάτες, τους χωρικούς, τους σπουδαστές και τους τεχνίτες. Παράλληλα οργάνωσε απεργίες σε εργοστάσια, καθοδήγησε φοιτητικές διαδηλώσεις και βοήθησε στην οργάνωση της εξέγερσης των χωρικών ενάντια στους φεουδάρχες. Η τουρκική εξουσία απάντησε στην αρχή με συλλήψεις, σφαγές, αλλά και βασανιστήρια. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1978, στο Μαράς, με αφορμή τη δολοφονία δύο μελών ακροδεξιών κομμάτων, προκλήθηκε γενικευμένη σύρραξη, που κατέληξε σε σφαγή ανάμεσα σε Κούρδους και Τούρκους. Τότε η τουρκική κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις περισσότερες από τις κουρδικές επαρχίες της Ανατόλιας.

Στρατιωτική και πολιτική οργάνωση

To 1979 ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν, βλέποντας ότι επίκειται η στρατιωτική επέμβαση του στρατηγού Εβρέν και όντας ανέτοιμος να την αντιμετωπίσει στρατιωτικά, αναζήτησε βάσεις στον Λίβανο, όπου κατόρθωσε να οργανωθεί στρατιωτικά. Στην κοιλάδα Μπεκάα ίδρυσε τη στρατιωτική και πολιτική ακαδημία του.

Το επόμενο έτος, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις με πραξικόπημα κατέλαβαν την εξουσία και εγκαθίδρυσαν δικτατορία. Ένας από τους κύριους στόχους σε πρωτεραιότητα της τουρκικής χούντας ήταν η καταστολή του Κουρδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος. Στο μεταξύ στον Λίβανο ο Οτζαλάν ανέπτυσσε τη στρατιωτική οργάνωση. Ήταν ήδη εκλεγμένος Γενικός Γραμματέας τον P.Κ.K., από το πρώτο Συνέδριό του, στις 27 Νοεμβρίου του 1978. To Δεύτερο Συνέδριο, που διεξήχθη από τις 20 έως τις 25 Αυγούστου 1982, έλαβε την απόφαση επιστροφής στο Κουρδιστάν και την έναρξη ένοπλης εξέγερσης. Δύο χρόνια μετά, τον δεκαπενταύγουστο του 1984, το Ρ.Κ.Κ. επέστρέψε στην Τουρκία με εκπαιδευμένα στελέχη και ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα με επιθέσεις στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ερούχ και του Σεμντινλί.

Το 1987, με την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρο το τουρκικό Κουρδιστάν, ξεκίνησε η ανάπτυξη «ειδικού πολέμου» από την Τουρκία, που είχε ως συνέπεια την εκκένωση 900 περίπου πόλεων και 3.000 χωριών του τουρκικού Κουρδιστάν. Η Τουρκία εστίασε όλη την προσοχή της στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Τον βάπτισε τρομοκράτη, αφαιρώντας το επαναστατικό ιδεολογικό του υπόβαθρο και τρομοκρατική οργάνωση το P.K.K. Σε αυτή την άποψη συνηγόρησαν οι Η.Π.Α., η Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλές άλλες χώρες.
Μετά από 8 χρόνια επιχειρήσεων ένθεν και ένθεν στις 15 Δεκεμβρίου 1995, το P.K.K. κήρυξε μονομερή κατάπαυση πυρός στο Κουρδιστάν. Ο Οτζαλάν κάλεσε το τουρκικό κράτος σε διάλογο προκειμένου να εξευρεθεί ειρηνική πολιτική λύση.
Όμως δεν έλαβε απάντηση, αντίθετα η Τουρκία κατέστρωσε σχέδια για τη σύλληψή του. Διαθέτοντας στρατιωτική υπεροπλία απείλησε τη Συρία, στην οποία βρισκόταν ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν, με τη διπλωματική υποστήριξη των Η.Π.Α. και του Ισραήλ. Η Συρία στην αρχή αντέδρασε αλλά στη συνέχεια οπισθοχώρησε.

Η Οδύσσεια της περιπλάνησης

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν εγκατέλειψε τη Συρία προς άγνωστη κατεύθυνση, μετά από τις πιέσεις που άσκησαν Αμερικανοί και Τούρκοι στη Δαμασκό για να σταματήσει να παρέχει υποστήριξη στο Ρ.Κ.Κ. και τον ηγέτη του. Από εκεί αρχίζει μια περιπλάνηση, η οποία καταλήγει, σχεδόν πέντε μήνες μετά, στη παράδοση και τη "σύλληψή" του από τους Τούρκους.

Στις 9 Οκτωβρίου 1998 αεροσκάφος των Συριακών Αερογραμμών προσγειώνεται στο Ελληνικό προερχόμενο από τη Δαμασκό. Οι επιβάτες του, και κυρίως ο ένας από αυτούς, ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν προκαλούν αναστάτωση στην ελληνική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αρνείται κατηγορηματικά να τον δεχτεί. Έτσι, τo αεροσκάφος του ανεφοδιάζεται και αναχωρεί για τη Μόσχα.

Στις 12 Οκτωβρίου 1998 ο ηγέτης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος αναχωρεί από τη Μόσχα για τη Ρώμη, αφού προηγουμένως έχουν γίνει πολλές μυστικές διαπραγματεύσεις με πολλές ευρωπαϊκές χώρες που αρνούνται να τον δεχτούν. Τελικά δεν παραμένει στη Ρώμη, αλλά τα ίχνη του χάνονται για σχεδόν ένα μήνα. Οι ενδείξεις, σύμφωνα με τον τύπο, συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως εξακολουθεί να παραμένει κρυμμένος στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Στις 12 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν προσγειώνεται στο Φιουμιτσίνο της Ρώμης και συλλαμβάνεται, από την ιταλική Αστυνομία. Αρχικά ανακοινώνεται η σύλληψή του από τον υπουργό Εξωτερικών Λαμπέρτο Ντίνι, ως καταζητούμενου για παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, ενώ την ίδια στιγμή στη Ρώμη και άλλες πόλεις χιλιάδες Κούρδοι διαδηλώνουν υπέρ του ηγέτη τους. Η Τουρκία απειλεί ευθέως πλέον την Ιταλία με διπλωματικό επεισόδιο και ζητά την έκδοσή του, κατηγορώντας τον για το θάνατο 30.000 αμάχων.

Τέσσερις μέρες μετά στις 16 Νοεμβρίου ξεσπά διπλωματική κρίση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, ενώ ο πρωθυπουργός Μάσιμο Ντ' Αλέμα εμφανίζεται αρχικά αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις και κάνει σκληρή δήλωση κατά των τουρκικών παρεμβάσεων.

Στις 20 Νοεμβρίου ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν, που μέχρι τότε βρίσκεται σε κατ' οίκον περιορισμό στη Ρώμη, μπορεί πλέον να κυκλοφορεί ελεύθερος, καθώς οι ιταλικές αρχές απέρριψαν το αίτημα της Τουρκίας για έκδοσή του, με την αιτιολογία ότι το ιταλικό Σύνταγμα απαγορεύει την έκδοση ατόμων σε χώρα που εφαρμόζει ακόμη τη θανατική ποινή.

Η ένταση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας κορυφώνεται. Στις 22 Νοεμβρίου η τουρκική κυβέρνηση απειλεί ευθέως με μποϊκοτάζ των ιταλικών προϊόντων αν δεν παραδοθεί ο Οτζαλάν στην Τουρκία.

Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Σαντέρ αντιδρά στις τουρκικές δηλώσεις και στις 24 Νοεμβρίου 1998 απειλεί με αντίποινα τους Τούρκους, αν υπάρξει μποϊκοτάζ στα ιταλικά προϊόντα. Η Γερμανία κάνει έκκληση για ενότητα. Τελικά η ένταση εκτονώνεται, ο Οτζαλάν δίνει κάποιες συνεντεύξεις, στις οποίες αφήνει αιχμές για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Από εκεί και έπειτα τις κινήσεις του Κούρδου πολιτικού καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ή αν παραμένει στην Ιταλία, ως τις 15 Ιανουαρίου, ημέρα που αναχωρεί αιφνιδιαστικά από την ιταλική πρωτεύουσα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ακούγονται πολλά για την επίσκεψη του στη Ρωσία, την Εσθονία, την Αρμενία και αλλού.

Στις 29 Ιανουαρίου ο απόστρατος πλοίαρχος Π.Ν. Αντώνης Ναξάκης, σύμφωνα με δική του ομολογία, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να μεταφέρει τον Οτζαλάν και τους συντρόφους του στην Ελλάδα με ιδιωτικό τζετ αεροσκάφος από το Μινσκ της Λευκορωσίας. Μόλις προσγειώνεται το αεροπλάνο στο Ελληνικό, ο Ναξάκης ειδοποιεί τον τότε Έλληνα Υπ-Εξ Θεόδωρο Πάγκαλο και στη συνέχεια κρύβει τον Οτζαλάν στο σπίτι του, αφού προηγουμένως φιλοξενείται για ένα βράδυ στο σπίτι της Βούλας Δαμιανάκου στη Νέα Μάκρη.

Στις 31 Ιανουαρίου μια νέα οδύσσεια ξεκινά για τον Κούρδο ηγέτη. To αεροπλάνο που τον μεταφέρει περιφέρεται και πάλι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζητώντας άδεια προσγείωσης από διάφορες χώρες, την οποία δεν παίρνει. Η Ολλανδία τον διώχνει, το ίδιο και η Ελβετία. Από το Μινσκ ξαναγυρίζει στην Ελλάδα για να οδηγηθεί τελικά στην Κένυα.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν βρίσκεται στην Κένυα και κρύβεται στην ελληνική πρεσβευτική κατοικία μαζί με τους συντρόφους του. Τον συνοδεύει και ο έλληνας ταγματάρχης της Ε.Υ.Π. Σάββας Καλεντερίδης ως σωματοφύλακάς του. Την ίδια μέρα η κυβέρνηση της Άγκυρας καλεί τους πρεσβευτές της Σερβίας, της Νορβηγίας και του Βελγίου και τους ζητά να μη δεχτούν τον Οτζαλάν, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή είναι άγνωστο πού βρίσκεται. Στις 13 Φεβρουαρίου στην Κένυα φτάνει ο έλληνας δικηγόρος τον Οτζαλάν Φ. Κρανιδιώτης, ο οποίος συζητά με τον Κούρδο ηγέτη και τον Έλληνα πρέσβη. Αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης, επιστρέφει στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Οτζαλάν σκέφτεται να παραδοθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκουν τον κούρδο ηγέτη να μεταφέρεται με χειροπέδες στην Τουρκία με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Όλα όσα έγιναν και αφορούν στη σύλληψή του παραμένουν άγνωστα. Η Άγκυρα πανηγυρίζει και στα Μ.Μ.Ε. κυκλοφορούν βίντεο της μεταφοράς του.

Φυλάκιση και δίκη

Από τη σύλληψή του και εντεύθεν ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν είναι ο μοναδικός κρατούμενος στη νησίδα Ιμραλί στη Θάλασσα του Μαρμαρά, σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Στο νησί παραμένει μονάδα στρατιωτικού προσωπικού -1000 άτομα- για τη φύλαξή του. Το αποτέλεσμα της δίκης ήταν καταδίκη σε θάνατο, αλλά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, όταν η θανατική ποινή απαγορεύτηκε στην Τουρκία τον Αύγουστο του 2002.

Από τη φυλάκισή του και μετά υπήρξαν σημαντικές αντιδράσεις από εξόριστους Κούρδους οι οποίοι ζητούσαν την απελευθέρωσή του, κάτι που θεωρείται απίθανο στο εγγύς μέλλον εξαιτίας της δεδομένης στάσης της τουρκικής δικαιοσύνης απέναντί του και της πίεσης που ασκεί η τουρκική κοινή γνώμη. Η απόφαση μη επιβολής της θανατικής ποινής ξεσήκωσε διαμαρτυρίες στην Τουρκία, στις οποίες πρωτοστάτησαν τουρκικές εθνικιστικές ομάδες. Το 2007, δικηγόροι του Οτζαλάν διαμαρτυρήθηκαν πως ειδικά τεστ που έγιναν σε τρίχες από το κεφάλι του αποκάλυπταν πως δηλητηριαζόταν επίμονα. Η τουρκική κυβέρνηση απάντησε στην κατηγορία με τη δημιουργία μιας ιατρικής ομάδας η οποία διενήργησε σχετικά τεστ που αποδείκνυαν το αντίθετο, δηλαδή καμία ένδειξη τοξινών ή βιολογικών διαταραχών. Στην κυβερνητική δήλωση που ακολούθησε η τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε τους δικηγόρους ότι προσπαθούσαν να ελκύσουν το διεθνές ενδιαφέρον στον πελάτη τους, μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι ο Οτζαλάν δεν δικαιούτο δεύτερη δίκη.

Εργογραφία

Εκτός από την ενεργό πολιτική και στρατιωτική δράση ο Οτζαλάν έγραψε τα εξής βιβλία:
Μανιφέστο, 4 εκδόσεις, 1978, 1982, 1986 και 1992.
Προβλήματα της Προσωπικότητας και τα Χαρακτηριστικά του Μαχητή, 1982.
Πολιτικές Αναφορές 2 Τόμοι 1981-1990. 5 Τόμοι, 1986-92.
Προβλήματα της καθοδήγησης και η επίλυσή τους, 1990.
Η επαναστατική προσέγγιση στο θρησκευτικό ζήτημα. 1991.
Το ζήτημα των γυναικών και η οικογένεια. 1992.
Με τη μορφή άρθρων έχουν δημοσιευτεί αρκετά αρχεία ήχου και αποσπασματικά του κείμενα.

De Siris