Μανουήλ Χρυσολωράς
Ο Μανουήλ Χρυσολωράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1350 και πέθανε στην Κωνστάντζα της Ελβετίας στις 15 Απριλίου 1415.
Ήταν Έλληνας ουμανιστής λόγιος που άκμασε στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αιώνα, ο πρώτος που εδραίωσε τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στην Δύση και επευφημήθηκε ως «homo prope divinus of incredibili humanitate» και πρωτεργάτης της Αναγέννησης.
Πρέσβης των Παλαιολόγων
Γόνος μιας οικογένειας αρχόντων της Κωνσταντινούπολης, η οποία φρόντισε να του δοθεί εξαιρετική καλλιέργεια (μαθήτευσε και υπό τον Γεώργιο Γεμιστό - Πλήθωνα), υπήρξε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β Παλαιολόγου (1391 - 1425) και υπηρέτησε από το 1391 ως πρέσβης των Παλαιολόγων στην Ιταλία, κατά δε την διετία 1394 – 1395 του είχε ανατεθεί να πείσει μαζί με τον Δημήτριο Κυδώνη τις αρχές της Βενετίας να συμμαχήσουν με τους Παλαιολόγους προς αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου.
Καθηγητής στην Ιταλία
Προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και στα τέλη του 1396 ο λόγιος πολιτικός Κολούτσιο Σαλουτάτι (Coluccio Salutati, 1331 – 1406) ίδρυσε ειδικά γι’ αυτόν στο φημισμένο «Στούντιο» της Φλωρεντίας μία έδρα Ελληνικής Φιλολογίας, την οποία ο Χρυσολωράς κράτησε επί μία τριετία (1397 – 1400, ενώ αργότερα την κράτησαν και οι Αργυρόπουλος και Χαλκοκονδύλης) και κυριολεκτικά «άφησε εποχή», μαθαίνοντας στους Ιταλούς σπουδαστές του τον ορθό τρόπο μετάφρασης των ελληνικών έργων στα λατινικά.
Επιφανέστεροι μαθητές του στην Φλωρεντία ήσαν οι Λεονάρντο Μπρούνι (Leonardo Bruni ή Aretino, περ. 1369 – 1444) και Αμπρόζιο Τραβερσάρι (Ambrogio Traversari, 1386 – 1439). Τα επόμενα χρόνια επισκέφθηκε διάφορες πόλεις και δίδαξε στα σπουδαστήρια («πανεπιστήμια») της Μπολώνια, της Βενετίας και της Ρώμης (μετά από πρόσκληση του Μπρούνι, που τότε ήταν γραμματέας του πάπα Γρηγορίου του ΙΒ), συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την μελέτη των έργων των κλασικών.
Τελικά, το 1408 ο πάπας Αλέξανδρος ο Ε τον έχρισε καρδινάλιο και του ανέθεσε να εργαστεί για την ένωση των Εκκλησιών, ενώ ο ίδιος πρωτοτύπησε αρκετά για την εποχή του, όταν προέτρεψε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης να αγωνιστεί για ένα «ημέτερον γένος» που κατάγεται από Έλληνες και Ρωμαίους. Οργάνωσε την Σύνοδο της Κωνστάντζας (1414 – 1415), έλαβε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων και κέρδισε με την ευγλωττία του πάρα πολλούς από τους συμμετέχοντες και μάλιστα προτάθηκε από πολλούς για επόμενος πάπας (πέθανε ωστόσο κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου) και θάφτηκε στο «παρεκκλήσι των Δομινικανών» ή «Inselhotel».
Φιλολογικό έργο
Συνέγραψε πολλά έργα ιστορικά, δογματικά και φιλολογικά, σημαντικότερο των οποίων θεωρείται το «Ερωτήματα» («Erotemata Civas Questiones»), μία Γραμματική της Ελληνικής γλώσσας προς χρήση των ξένων σπουδαστών, η οποία εκδόθηκε στην Βενετία πολύ μετά τον θάνατό του, το έτος 1471 και έκτοτε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Μετέφρασε στα λατινικά την «Πολιτεία» του Πλάτωνος, και την επιμέλεια της μετάφρασης έκανε ο μαθητής του Ουμπέρτος Δεκέμβριος, ενώ σημαντικό θεωρείται και το έργο του «Επιστολές», στο οποίο συγκρίνει την αρχαία και την σύγχρονή του Ρώμη.
Την παρουσίαση του βίου και του έργου του (καθώς και των Αργυρόπουλου και Χαλκοκονδύλη) έκανε το 1941 στην Φλωρεντία ο φιλόλογος Τζουζέπε Καμμέλλι (1890 - 1977) στον πρώτο τόμο του τρίτομου έργου του «I dotti bizantini e le origini dell' umanesimo» (1941 - 1954).
De Siris