Ρωμανός Γ’
Ο Ρωμανός Γ' ο Αργυρός ή Αργυρόπουλος ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1028-1034).
Γόνος ευγενούς οικογένειας από την Ιεράπολη της Φρυγίας, λόγιος και πατρίκιος. Κατά χρόνο που ιδιώτευε στη Κωνσταντινούπολη, το Νοέμβριο του 1028, κλήθηκε αιφνίδια στα ανάκτορα από τον ψυχορραγούντα Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Η’ (άτεκνο) και διατάχθηκε να διαζευχθή την σύζυγό του και να νυμφευθεί την 48έτιδα Πριγκίπισσα Ζωή και με αυτή να τον διαδεχθεί στο θρόνο. Αν και ο Ρωμανός ήταν τότε 60 ετών στην αρχή αρνήθηκε αλλά φοβούμενος μη τυφλωθεί, η δε Ζωή για να τον σώσει «εκάρει» μοναχή, τελικά νυμφεύθηκε την Ζωή Α' (Νοέμβριος 1028). Μετά τρεις μέρες ο Κωνσταντίνος Η’ πέθανε .
Η βασιλεία του
Ο Ρωμανός Γ' αναλαμβάνοντας Αυτοκράτορας, αφενός μεν ανακάλεσε όλους τους αδίκως καταδιωχθέντες από τον προκάτοχό του, αφετέρου παρασυρόμενος στις διαβολές των αυλικών του καταδίωξε με σκληρότητα πολλούς διακεκριμένους άνδρες μέχρι και την γυναικαδέλφη του τη Θεοδώρα, την οποία έκλεισε σε μοναστήρι. Ήταν όμως και αδέξιος στην επιλογή κατάλληλων ανδρών στα ανώτερα υπουργήματα ενόσω η χώρα απειλούταν από πλείστους εχθρούς.
Οι Άραβες στα σύνορα της Κιλικίας, από την ανικανότητα και την ανανδρία του στρατηγού της Αντιοχείας Σπονδύλη (από Κωνσταντίνου Η') είχαν καταστεί επικίνδυνοι. Ο Εμίρης του Χαλεπίου με συνεχείς επιδρομές αιχμαλώτιζε κατοίκους, καταστρέφοντας κάστρα και θανατώνοντας τις φρουρές. Μετά τη αντικατάσταση του Σπονδύλη από τον Κωνσταντίνο Καραντινό και όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε αποφάσισε ο Ρωμανός Γ' το 1030 να εκστρατεύσει κατά των Αράβων.
Αυτό φαίνεται κατατρόμαξε τον Εμίρη και όταν ο Ρωμανός έφτασε στο Φιλομίλιο ( σημ. κοντά στη Κόνια δηλαδή το Ικόνιο) συνάντησε την πρεσβεία του Εμίρη φέρουσα δώρα και αποζητούσα «συμπάθεια» δηλώνοντας ότι με «ευγνωμοσύνη τους ετήσιους φόρους θα προσφέρουν». Οι περί τον Αυτοκράτορα πεπειραμένοι, ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα να δεχθεί τις προτάσεις και να αποφύγει την εκστρατεία κατά τη θερμή εκείνη εποχή του έτους. Ο Ρωμανός όμως φανταζόμενος ότι θα μπορούσε να επαναλάβει τα ανδραγαθήματα των άλλων προκατόχων, του Νικηφόρου Β' Φωκά, του Ιωάννη Α' Τσιμισκή και του Βασιλείου Β' απέπεμψε τους πρέσβεις και μετά πορεία 2 ημερών στρατοπέδευσε στο Αζάζιο.
Οι Άραβες διασκορπίζοντας το αναγνωριστικό απόσπασμα του πατρικίου Λέοντα Χοιροσφάκτη προήλασαν και περικύκλωσαν τον Ρωμανό στερούμενα έτσι τα στρατεύματα τροφών και νερού. Ο Ρωμανός καταληφθείς από τρόμο διέταξε την υποχώρηση στην Αντιόχεια. Επειδή όμως ο στρατός τελούσε σε πλήρη εξάντληση η υποχώρηση έγινε φυγή με πλήρη αποσύνθεση. Ο δε Ρωμανός που κινδύνεψε πολλές φορές να αιχμαλωτιστεί και μόλις που τον διέσωζαν οι σωματοφύλακές του, από δε την Αντιόχεια επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη.
Παρά ταύτα απερχόμενος διόρισε στρατηγό Αντιοχείας ένα θεράποντα των Ανακτόρων τον Συμεών. Μετά την κατατρόπωση και αυτού από τους Άραβες ο Ρωμανός έπεμψε επιτέλους τον ικανό στρατηγό Θεόκτιστο ο οποίος και κατατρόπωσε τους Άραβες, εκπόρθησε τα φρούριά τους και εξανάγκασε τον Εμίρη του Χαλεπίου να ζητήσει ειρήνη.
Στο μεταξύ οι Άραβες στη Σικελία επωφελούμενοι την ανικανότητα του εκεί στρατηγού Ορέστη αφού κατατρόπωσαν τα βυζαντινά στρατεύματα εισήλθαν στη χώρα. Το 1032 ο Ρωμανός εκστράτευσε πάλι κατά των Αράβων αλλά καθ' οδόν πληροφορηθείς ότι εξυφαίνονταν συνομωσία (υπό του Κ. Διογένη και της Θεοδώρας) και ότι οι Πατζινάκοι διαβαίνοντας τον Δούναβη εισήλθαν στη χώρα ενώ ο στόλος των Αράβων λεηλατεί τις ακτές της Πελοποννήσου και τα Ιόνια έσπευσε να επανέλθει. Αλλά πριν αφιχθεί ο Διογένης, είχε αυτοκτονήσει, η δε Θεοδώρα είχε κλειστεί σε Μοναστήρι από τη Ζωή Α'.
Και ενώ συνέβαιναν αυτά ο στρατηγός Ευφρατησίας Γ. Μανιάκης νικούσε τους Άραβες και εκπόρθησε το φρούριο της Έδεσσας (σημ. Ούρφας), ο δε ναύαρχος Νικηφόρος Καραντινός κατατρόπωσε όλους τους Αραβικούς στόλους. Το επόμενο δε έτος 1033, ο ναύαρχος Τεκνέας επερχόμενος κατά των Αράβων της Αιγύπτου κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και καταλαμβάνοντας πλείστα πλοία και άφθονη λεία επέστρεψε θριαμβευτής στη Κωνσταντινούπολη.
Οι νίκες αυτές κατατρόμαξαν τους Άραβες τόσο ώστε ο Εμίρης Αλέμ παρέδωσε αμαχητί το φρούριο Περκρίν, παρά τη Βαβυλώνα, ενώ συγχρόνως έπεμψε τον γιο του στη Κωνσταντινούπολη αλλά μη τυχών των τιμών (λόγω ασθενείας του γέροντα πλέο Ρωμανού) επέστρεψε δυσαρεστημένος κι έπεισε το πατέρα του να διαρρήξει την προς το Βυζαντινή Αυτοκρατορία φιλία. Και πράγματι ο Αλέμ επιτεθείς αιφνίδια ανακατέλαβε το Φρούριο και θανάτωσε τη φρουρά. Όμως ο στρατηγός Νικήτας Πηγονίτης ανέκτησε το φρούριο και για τη παρασπονδία του Εμίρη θανάτωσε τον ίδιο και το γιο του. Έτσι αναστηλώθηκε το βυζαντινό γόητρο στη περιοχή ώστε η Αλδή ηγεμονίδα της Αβασγίας (Καυκάσου) έσπευσε να δηλώσει αυτοπροαίρετα υποτέλεια και συμμαχία και συνάμα παρέδωσε το παραμεθόριο φρούριο της Ανακουφής.
Θάνατος
Στη Κωνσταντινούπολη όμως η Ζωή οργίαζε με τους εραστές της. Καταληφθείσα από έντονο ερωτικό πάθος με τον νεαρό και ωραίο Μιχαήλ, αδελφό του πρωτοευνούχου και παρακοιμώμενου Ιωάννη, αποφάσισε να τον παντρευτεί και προς τούτο άρχισε να ποτίζει καθ' εκάστη το σύζυγό της Ρωμανό με διάφορα δηλητήρια βραδείας ενέργειας μέχρι που η ανυπομονούσα Ζωή και ο εραστής της Μιχαήλ (Μιχαήλ Δ') (ως νέοι Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος) έπνιξαν τον Ρωμανό Γ’ μέσα στο λουτρό (11 Απριλίου 1034) και την ίδια μέρα τέλεσαν τους γάμους τους, ενώ ακόμη ο νεκρός βρισκόταν «παρερριμμένος» σε δωμάτιο του Παλατιού.
Κληρονομιά
Ο Ρωμανός Γ' υπήρξε μονάρχης συνετός αλλά είχε την ατυχία να ανέλθει στο θρόνο σε μεγάλη ηλικία. Η μόνη του δράση στα εσωτερικά της Αυτοκρατορίας υπήρξε η κατάργηση του «αλληλέγγυου», η επιεικής είσπραξη των φόρων, η απαλλαγή χρεών πολλών πολιτών και η διανομή άφθονων χρημάτων σε ναούς και Μοναστήρια (εξ' ου κατά κάποιους και το προσωνύμιο).
De Siris