Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Άγιο Φως


Άγιο Φως

Με τον όρο Άγιο Φως αναφερόμαστε στο φως το οποίο στην Ορθόδοξη Εκκλησία συμβολίζει την Ανάσταση. Ονομάζεται επίσης και Φως της Αναστάσεως.

Τελετουργικό εκκλησιών

Σε τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες το φως μεταδίδει ο ιερέας-λειτουργός της στους πιστούς τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου και λίγο πριν τον εορτασμό της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα λόγια:

"Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών".

Κατόπιν, ανάβουν όλα τα φώτα του ναού, συμβολίζοντας το φωτισμό της ανθρωπότητας δια μέσου της Ανάστασης του Χριστού. Το Άγιο Φως θεωρείται ένα από τα ιερότερα ιερά προσκυνήματα των μελών των Ανατολικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, αφού η αφή του γίνεται στον Πανάγιο Τάφο και παραδίδεται στους πιστούς από τον ίδιο τον Πατριάρχη. Η τελετή αφής χαίρει ευρύτερου σεβασμού και προστατεύεται από διεθνείς συνθήκες περί ελευθερίας και σεβασμού των δογμάτων και των ιερών παρ΄ εκάστου προσκυνημάτων.

Τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στο Ναό της Αναστάσεως

Η τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται στις 12 η ώρα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και αποτελείται από τρία στάδια:
α.Λιτανεία,
β.Την είσοδο του Πατριάρχη στον Πανάγιο Τάφο και
γ. Τις προσευχές του Πατριάρχη για να βγει το Άγιο Φως.

Προετοιμασία του Πανάγιου Τάφου

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί πριν από την τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται πρώτα ένας σχολαστικός έλεγχος του Παναγίου Τάφου και αμέσως μετά τον σφραγίζουν με το μελισσοκέρι που είχε ετοιμαστεί το πρωί. Ο έλεγχος γίνεται για να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε μέσα στον Πανάγιο Τάφο το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει φωτιά. Αφού σφραγιστεί ο Πανάγιος Τάφος με το μελισσοκέρι οι αρχές τοποθετούν πάνω στο κερί τις σφραγίδες τους.

Μεγάλο ενδιαφέρον για τον έλεγχο δείχνουν και τα άλλα δόγματα τα οποία έχουν από παλιά αποκτήσει δικαιώματα στον Πανάγιο Τάφο. Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Αν τύχει κάποια χρονιά να μη βγάλει το Άγιο Φως ο Ορθόδοξος Πατριάρχης τότε θα αναλάβουν το προβάδισμα της τελετής του Αγίου Φωτός άλλοι.

Ο έλεγχος αρχίζει στις 10 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και τελειώνει στις 11. Όσο γίνεται ο έλεγχος Ορθόδοξοι Άραβες νέοι διαδηλώνουν μέσα στον Ιερό Ναό υπέρ των ορθοδόξων δικαιωμάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τον έλεγχο του Παναγίου Τάφου παρακολουθούν εκπρόσωποι των Αρμενίων και άλλων δογμάτων.

Τελετή του Αγίου Φωτός

Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης με την συνοδεία του - αρχιερείς, ιερείς και διακόνους - αλλά και τον Αρμένιο Πατριάρχη μπαίνει στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, ενώ οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Πριν από την είσοδο του Πατριάρχη ο Σκευοφύλακας του Ιερού Ναού φέρει την ακοίμητο κανδήλα, σβηστή εκείνη την ημέρα, για να αναφτεί με το Άγιο Φως. Από την εσωτερική είσοδο του Ναού του Αποστόλου Ιακώβου μπαίνει ο Πατριάρχης στο Ιερό Βήμα του Καθολικού και κάθεται στον πατριαρχικό θρόνο. Από αυτό το σημείο περνάνε και ασπάζονται το χέρι του Πατριάρχη οι εκπρόσωποι των Αρμενίων, των Αράβων, των Κοπτών και άλλων για να τους δοθεί το Άγιο Φως. Σύμφωνα με τα προνόμια, αν δεν ασπαστούν το χέρι του Ορθόδοξου Πατριάρχη δεν έχουν το δικαίωμα να λάβουν το Άγιο Φως από τα χέρια του. Αμέσως μετά αρχίζει η Ιερή Λιτανεία η οποία περιφέρεται τρεις φορές γύρω από τον Πανάγιο Τάφο και μετά ο Πατριάρχης σταματάει μπροστά στον Πανάγιο Τάφο όπου βρίσκονται και οι επίσημοι.

Μετά τη Λιτανεία αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο Πατριάρχης βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο. Κατόπιν ο διοικητής της Ιερουσαλήμ και ο αστυνομικός διευθυντής ελέγχουν σχολαστικά τον Πατριάρχη μπροστά σε όλους ώστε να διαπιστωθεί ότι δεν έχει τίποτα μαζί του το οποίο μπορεί να μεταδώσει φως.

Μετά τον έλεγχο ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων λαμβάνει τους σβηστούς πυρσούς και εισέρχεται μαζί με τον Δραγουμάνο των Αρμενίων στο Ιερό Κουβούκλιο. Όλα τα κανδήλια είναι σβηστά και τίποτα δεν είναι αναμμένο στον Ιερό Ναό αλλά και στον Πανάγιο Τάφο.

Η Αφή του Αγίου Φωτός

Η τέλεσή της αποτελεί προνόμιο του ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων που επαναλαμβάνεται κάθε Μέγα Σάββατο μεσημέρι στη λειτουργία της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού. Την παρακολουθούν χριστιανοί από όλα τα δόγματα αλλά και αλλόθρησκοι.

Αν και η πιο συνηθισμένη αναφορά για το "Άγιο Φως" περιλαμβάνει την αυτανάφλεξη των κεριών, εντούτοις, σύμφωνα με μαρτυρίες πιστών, το Άγιο Φως είναι ένα σύνθετο φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται στο θώλο εντός του Ναού της Αναστάσεως αλλά και κατ΄ άλλους έξω από αυτόν. Εμφανίζεται σαν λευκογάλανες οριζόντιες ταινιώδεις αστραπές, περιστρεφόμενες ανταύγειες ή κινούμενες φλόγες που κανείς δεν γνωρίζει από που προέρχονται. Στον Ναό δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτροφωτισμός. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι πολλές λαμπάδες των πιστών και κανδήλες ανάβουν μόνες τους, ενώ η φλόγα δεν τους καίει τα πρώτα λεπτά. Ορισμένα βίντεο δείχνουν ιερείς ή πιστούς να κινούν το κερί κοντά στα γένια τους ή στα χέρια τους και να μην παθαίνουν τίποτα.

Το Άγιο Φως αμέσως μετά την αφή του, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το μεταδίδει στους εκπροσώπους άλλων εκκλησιών και στους πιστούς που παρευρίσκονται στον Ναό του Παναγίου Τάφου. Στη συνέχεια ο έξαρχος του Παναγίου Τάφου της Αθήνας παραλαμβάνει το ιερό ή ανέσπερον φως και με ειδική πτήση το μεταφέρει στην Αθήνα όπου με απόδοση "τιμών αρχηγού κράτους" ακολουθεί η υποδοχή και μεταφορά του στην Μητρόπολη Αθηνών καθώς και σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων Μητροπόλεων.

Φαίνεται πως σχετικά με την τελετή αυτή, "η πρώτη αδιαφιλονίκητη μαρτυρία που την περιγράφει με αναγνωρίσιμη μορφή χρονολογείται από τον ένατο αιώνα. Πολλές μετέπειτα περιγραφές...δείχνουν ότι έχει διατηρηθεί ουσιαστικά χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα. Με τον τρόπο αυτό, η τελετή αφής του αγίου φωτός αναδεικνύει μια σπάνια περίπτωση ζωντανής παράδοσης, που επιβιώνει για τόσους αιώνες χωρίς να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.

Πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα θαυματουργικό υπερκόσμιο φως που βλέπουν οι πιστοί. Αυτοί που το θεωρούν θαύμα, πιστεύουν ότι είναι το φως της Αναστάσεως του Χριστού, που συμβαίνει πάνω από τον τάφο του. Σύμφωνα με την πάγια στάση των Πατριαρχείων για όλα τα προσκυνήματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, υπό την αιγίδα του οποίου γίνεται η τελετή της αφής, δεν παίρνει επίσημα θέση για το αν πρόκειται για θαυματουργική επέμβαση.

Όσον αφορά τις διαδικασίες που σχετίζονται με την απόδοση τιμών αρχηγού κράτους κατά τη μεταφορά και υποδοχή της φλόγας του αγίου φωτός, συχνά εκφράζεται η άποψη ότι πρόκειται για υπερβολή.

Αντιλήψεις περί του Αγίου Φωτός

Ιστορικό των μαρτυριών περί θαυματουργικής προέλευσης

Από τις πρώτες αναφορές στην τελετή αφής του Αγίου Φωτός στην Ιερουσαλήμ, βρίσκουμε στο οδοιπορικό της Αιθερίας, που αναφέρεται στην περιήγηση μιας μοναχής στους αγίους τόπους κατά τον 4ο ή 6ο αιώνα. Αν και στην αφήγηση αυτή δεν υπάρχει αναφορά σε θαυματουργικό γεγονός, κάποιοι θεωρούν ότι "το 'Άγιο Φως' που ανανεώνεται ετησίως την εποχή του Πάσχα" ήταν "ένα θαύμα διάσημο ήδη στις ημέρες της".

Επίσης, σε ένα μακροσκελές γράμμα του κληρικού Νικήτα Βασιλικού που είναι σχετικό με το άγιο φως, χρονολογούμενου το έτος 547 (φμζ') μ.Χ. από τον Χρύσανθο Προύσης (αν και το ορθότερο είναι το 947 μ.Χ. αφού απευθύνεται στον Κωνσταντίνο Ζ' τον Πορφυρογέννητο), αναφέρεται:

"Τη ουν εβδόμη Απριλλίου μηνός...του δε αγίου και μεγάλου Σαββάτου εγγίσαντος...τω Αρχιεπισκόπω...την αγίαν και πάνδημον εορτήν του Χριστού τελέσαι...ο των θαυμασίων Θεός, τη απερινοήτω και αμάχω αυτού δυνάμει, δύο των του τριφώτου κανδήλων θείου Φωτός επλήρωσε...εν δε τω νυν χρόνω ανά πάσαν την Εκκλησίαν αναλάμψαι την θείαν φωτοχυσίαν"

Γύρο στον 9ο αιώνα αρχίζει να παρουσιάζεται από προσκυνητές το εν λόγω φως ως θαύμα, ως θεόπεμπτο δώρο που "κατέρχεται ουρανόθεν στον Άγιο Τάφο". Μια ακόμη μαρτυρία, από τις πρώτες που αποδίδουν υπερφυσικό χαρακτήρα στο άναμμα του Αγίου Φωτός ήταν αυτή του Γάλλου Βερνάρδου (Bernardus Monachus), Καθολικού μισιονάριου και μοναχού, ο οποίος έκανε προσκυνηματικό ταξίδι στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη μεταξύ του 865 έως το 870 μ.Χ. και αποδίδει σε άγγελο τη μετάδοση του φωτός στον Πατριάρχη. Στην καταγραφή του προσκυνηματικού ταξιδιού του αναφέρει:

"Αλλά είναι άξιο λόγου αυτό που συμβαίνει το Άγιο Σάββατο, κατά την Πασχαλινή Αγρυπνία. Το πρωί η λειτουργία ξεκινάει σε αυτόν τον Ναό [του Τάφου του Κυρίου]. Κατόπιν, όταν τελειώσει αρχίζουν να ψάλουν το Κύριε Ελέησον μέχρις ότου ένας άγγελος έρθει και ανάψει το φως στα λυχνάρια που κρέμονται πάνω από τον τάφο. Ο πατριάρχης μεταδίδει από το φως στους επισκόπους και τον υπόλοιπο λαό, και ο καθένας έχει φως εκεί όπου στέκεται".

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η καταγραφή του γεγονότος από τον Φουσέ της Σαρτρ (Foucher de Chartres, 1059-1127), τον Γάλλο ιερέα και χρονικογράφο της Α' Σταυροφορίας, έναν από τους αξιόπιστους μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων της εποχής:

"...το πολυαναμενόμενο φως εμφανίστηκε σε μία από τις κανδήλες του Αγίου Τάφου, και εκείνοι που βρίσκονταν πιο κοντά μπορούσαν να δουν το κοκκινωπό χρώμα του. [Ο πατριάρχης] αμέσως επιτάχυνε το βήμα του και ανοίγοντας την πόρτα του Τάφου με το κλειδί που κρατούσε στο χέρι του...άναψε μια λαμπάδα και βγήκε έξω για να δείξει σε όλους το Άγιο Φως...[είχαν] χαρά στις καρδιές τους και δάκρυα στα μάτια"

Μάλιστα, τέτοια ήταν η φήμη της αφής του Αγίου Φωτός, που ο "Γκιμπέρ ντε Νοζάν (Γάλλος μοναχός και ιστορικός, πέθανε το 1130) εξέτασε τα στοιχεία του θαύματος και δήλωσε ότι ήταν ένα γνήσιο θαύμα".

Επίσης "ο ηγούμενος της Βερντέν επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 1026 και είδε το νέο φως να κατεβαίνει επάνω στο φανάρι του" ενώ "ο Ρώσσος ηγούμενος Δανιήλ είδε το Άγιο Φως με δέος, και προχώρησε μπροστά ώστε να εξασφαλίσει έναν σπινθήρα για το φανάρι του. Η σημασία του θαύματος ήταν...ο συμβολισμός της Ανάστασης".

Τις παραμονές της Β' Σταυροφορίας, ο Πέτρος ο Σεβάσμιος του Κλυνύ (1094-1156), χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς τον χρόνο εμφάνισης του "θαύματος" της αφής του Αγίου Φωτός στην Ιερουσαλήμ, το τοποθετεί μέσα στη διάρκεια των πέντε αιώνων κατοχής των αγίων τόπων από τους μουσουλμάνους (δηλ. από το 637 μ.Χ. και μετά) και το ερμηνεύει ως σίγουρη απόδειξη της προτίμησης του Θεού για τους χριστιανούς και εναντίωσης του στο ισλάμ.

Την θαυματουργική εμφάνιση του Αγίου Φωτός περιγράφει και η μαρτυρία ενός ισλανδού προσκυνητή που επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ στα μέσα του 12ου αιώνα αιώνα και υποστήριξε ότι το άγιο φως εμφανίζεται στα κεριά το βράδυ του Πάσχα, και μάλιστα "όταν χριστιανοί κυβερνούν την πόλη".

Παρομοίως, μαρτυρία περί θαύματος καταθέτει και ο Φίλιππος της Φλάνδρας "που είχε παρευρεθεί στο θαύμα του Αγίου Φωτός στην Ιερουσαλήμ, το Πάσχα του 1178

Το ίδιο μαρτυρά και ο λόγιος, πρώην Βυζαντινός αυτοκράτορας (1347-1355) και μετέπειτα μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός, στην γ' απολογία του:

"Αλλά και περί του κατ' έτος γινομένου εν Ιεροσολύμοις εν τω Τάφω του Χριστού θαύματος, κατά τον καιρόν της αυτού Αναστάσεως...κατέρχεται φως ουρανόθεν, ανάπτον τας εις τον Τάφον του Χριστού ευρισκομένας λαμπάδας."

Επίσης, στα τέλη του 15ου αιώνα ένας Γερμανός Δομινικανός μοναχός ονόματι Φέλιξ Φάμπρι (Felix Fabri) κατέγραψε τις εμπειρίες του από τα δύο προσκυνηματικά του ταξίδια στους Αγίους Τόπους. Σε έργο του αναφέρεται στο "θαύμα" του αγίου φωτός:

"Καθώς οι κληρικοί και ο λαός προσεύχονταν, ιδού! ξαφνικά μια αστραπή ήρθε από τον ουρανό και άναψε τα Πασχαλινά κεριά και όλες τις κανδήλες...Όπου κι αν ήταν οι άνθρωποι, τόσο στον ναό όσο και στα σπίτια τους, παρέμεναν ακίνητοι προσευχόμενοι για το Άγιο Φως το οποίο θεωρούσαν ως το πιο βέβαιο σημάδι της εύνοιας του Θεού προς εκείνους. Όταν κατερχόταν από τον ουρανό, όλοι τους άναβαν τα λυχνάρια τους και μετέφεραν τη φλόγα σε άλλες εκκλησίες παντού...καθώς και στα σπίτια των ανθρώπων, οι οποίοι συνήθιζαν να το κρατούν αναμμένο σε όλη τη διάρκεια του έτους".

Αναφορά για θαυματουργή κάθοδο του Αγίου Φωτός συναντάμε και για το Πάσχα του 1634, οπότε θέλησαν οι Αρμένιοι να εμποδίσουν τους Έλληνες να διεξάγουν την τελετή του Αγιου Φωτός και να την τελέσουν εκείνοι αφού έπειθαν πρώτα τις αρχές.

"Αν κατόρθωναν να διεξάγουν την τελετή του Αγίου Φωτός και Αρμένης Πατριάρχης έβγαζε το Άγιο Φως...πιθανώς από το έτος αυτό να αφαιρούσαν για πάντα το προνόμιο τούτο από τους Έλληνες Αγιοταφίτες...Με δωροδοκία των διοικητών της Παλαιστίνης και του σατράπη της Δαμασκού Κουτζούκ Αχμέτ πασά κατόρθωσε...να απαγορευτεί στους Έλληνες η είσοδος στον Πανάγιο Τάφο"

Τελικά, και ενώ ο ορθόδοξος κλήρος και λαός ήταν συγκεντρωμένος και προσευχόταν έξω από το Ναό της Ανάστασης το Μεγάλο Σάββατο, ο Πανάγιος Τάφος:

"τρις ένδον μεγαλοφώνως εβρόντησε και το Άγιον Φως ως αστραπή ένδον έλαμψε και παρρησία εις όλους εφάνη"

ενώ το παρευρισκόμενο πλήθος των ορθόδοξων αλλά και οι Φράγκοι ακόμη, πιστοποίησαν την αλήθεια του υπερφυούς αυτού θαύματος και ομολόγησαν ότι το άγιο και Μεγάλο Σάββατο, την ενάτη περίπου πρωινή, παράξενο φως εκλάμπει ο Πανάγιος Τάφος.

"Παρόλη τη θαυμαστή αλήθεια του πράγματος δόθηκε εντολή στους φύλακες στρατιώτες να μην αφήσουν κανένα να ανάψει κεριά από το Άγιο Φως που εξήλθε από τον Πανάγιο Τάφο...ενώ οι Αρμένιοι το ίδιο ακριβώς έτος κίνησαν μεγαλύτερο αγώνα εναντίον των Ελλήνων".

Έτσι περίπου περιγράφει το γεγονός της καθόδου του Αγίου Φωτός και ο Χρύσανθος Προύσης:

"Επάνω τούτου του Παναγίου Τάφου εκλάμπει το άγιον φως τω αγίω και μεγάλω Σαββάτω, ώρα εβδόμη ή ογδόη της ημέρας, η δε τάξις έχει ούτω: σβυσάντων ημών πρότερον πάσας τας εν τω θείω ναώ κανδήλας, έρχονται οι προρηθέντες πορτάρηδες Τούρκοι, μετά του Μουτεβελή , και του επιτρόπου του ηγεμόνος, και άλλων πολλών εξουσιαστών, και κλείοντες την πόρταν του αγιωτάτου Κουβουκλίου, και σφραγίζοντες αύτην επιμελώς, οι μεν ανέρχονται εις τα Κατηχούμενα...και γίνονται θεαταί του μεγίστου τούτου θαύματος...πλησιάζει μόνος ο Αρχιερεύς εις την θύραν του αγίον Κουβουκλίου και προσεύχεται...και εισερχόμενος μόνος...μετά φόβου πολλού και μεγάλης ευλαβείας...θεωρεί θαυμασίως το άγιον φως επάνω του αγίου τάφου..."

Σύμφωνα με την Ruth-Inge Heinze:

"Για εκείνους που εξακολουθούν να το αναγνωρίζουν ως θαύμα, η δύναμη που το γεγονός αυτό μεταδίδει, όχι μόνο επικυρώνει την πεποίθησή τους, αλλά επανατοποθετεί την εμπιστοσύνη τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να κατεδαφίζει την τυραννία του χρόνου και να αναπαράγει μια ζωτικής σημασίας αίσθηση της ύπαρξης στο παρόν και να γίνεται μάρτυρας σε μια υπέρτατη σκηνή της θείας δόξας που αφαιρεί εντελώς κάθε ανθρώπινη ματαιοδοξία, ζηλοτυπία, και φόβο. Ώστε να δει, να αισθανθεί, και να ξέρει, ότι πέρα από τις ανθρώπινες μετρήσεις ή εξηγήσεις...το γεγονός ότι ο θάνατος έχει νικηθεί, είναι ο πραγματικός σπινθήρας που αναφλέγεται σε αυτή την ιεροτελεστία"

Όπως γράφει ο ισραηλινός συγγραφέας Αμώς Ελυόν:

"Μεταξύ των τελετουργιών που έχουν καθαγιαστεί από την παράδοση, ίσως η πιο εκπληκτική είναι το ετήσιο θαύμα του Αγίου Φωτός".

Μη θαυματουργική προέλευση και τέχνασμα

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καλοκύρης, στο βιβλίο του Το Αρχιτεκτονικό Συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός, ερμηνεύοντας την ευχή που διαβάζει ο Πατριάρχης, γράφει ότι «πουθενά δεν γίνεται λόγος (ούτε καν υπαινιγμός) περί "άνωθεν κατερχόμενου αΰλου Φωτός" κατά τη στιγμή εκείνη, αλλά νοείται μόνο φως φυσικό, που ανάβεται στην ανάμνηση του Αναστάντος Χριστού» και ότι το άγιο φως είναι απλώς «το ιερό σύμβολο του "ανεσπέρου Φωτός" Χριστού, το Άγιο Φως, το νέο Φως της Αναστάσεως».

Σύμφωνα με τον καθηγητή της Ελληνικού Κολεγίου-Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης πρωτοπρεσβύτερο Αλκιβιάδη Καλύβα, οι πιστοί των πρώτων χριστιανικών χρόνων άναβαν λαμπάδες κάθε βράδυ αλλά και το πρωί για να εξυμνείται με αυτό τον τρόπο ο Χριστός ο οποίος είναι «φως ιλαρόν». Στο έργο του Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην ελληνορθόδοξη εκκλησία, ο καθηγητής αναφέρει ότι το άναμμα της λαμπάδας της Αναστάσεως με το Άγιο Φως διασώζει δύο κυρίως χριστιανικές παραδόσεις: Πρώτον, το άναμμα της κανδήλας στην Ακολουθία του Εσπερινού και, δεύτερον, το άναμμα της καινούργιας φλόγας που άναβε μόνο τις ημέρες του Πάσχα. Κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα πίστευαν ότι το φως «παράγεται» με θαυματουργικό τρόπο. Την ίδια εκείνη περίοδο, στον Καθεδρικό Ναό της Ιερουσαλήμ ο πατριάρχης Ιεροσολύμων άρχισε να εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο και, αφού πρώτα προσευχόταν, έδινε στον αρχιδιάκονό του το Φως. Εκείνος με τη σειρά του το προσέφερε στον λαό. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και στις ημέρες μας το Φως από τον Πανάγιο Τάφο μεταφέρεται από εκεί στις υπόλοιπες Ορθόδοξες εκκλησίες. Έτσι, σε χιλιάδες Ορθόδοξους ναούς σε ολόκληρο τον κόσμο οι ιερείς παίρνουν το Φως από την «ακοίμητη κανδήλα», η οποία βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού τους και συμβολίζει τον Τάφο του Κυρίου.

Σε δημοσίευμα του πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο π. Γεώργιος Τσέτσης συμφωνεί με τη θέση του καθηγητή Κωνσταντίνου Καλοκύρη ότι «πρόκειται για έναν θρύλο», ο οποίος αναπτύχθηκε στους Αγίους Τόπους μετά την εισβολή των Σταυροφόρων και μέσα στα πλαίσια της διαμάχης που υπήρχε μεταξύ των Ορθοδόξων, των Λατίνων και των Αρμενίων, καθένας από τους οποίους διεκδικούσε για τον εαυτό του το προνόμιο τού «λαμβάνειν εξ ουρανού» το Άγιο Φως. «Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για «θαύματα» προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή της αφής το άγιον φως κατέρχεται θαυματουργικά «ουρανόθεν» για να ανάψει την λαμπάδα του πατριάρχου» αλλά διευκρινίζεται ότι ο Πατριάρχης «δεν προσεύχεται για την διενέργεια θαύματος» αλλά απλώς «"αναμιμνήσκεται" της θυσίας και της τριημέρου Αναστάσεως του Χριστού». Ο ίδιος ο Πατριάρχης «ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο [...] όπως ακριβώς πράττει ο κάθε Πατριάρχης και ο κάθε κληρικός την ημέρα της Λαμπρής».

Τέλος, οι υπερβολικές τιμές που παραδοσιακά και κατά εθιμικό τυπικό αποδίδονται στο Άγιο Φως χαρακτηρίζονται ως «διασυρμός των Θείων» και γεγονός «σόλοικο που αποτελεί ασέβεια». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη το Άγιο Φως χαίρει σεβασμού όπως κάθε εκκλησιαστικό δρώμενο και όπως το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς σε κάθε εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης χωρίς όμως υπερφυσικές προεκτάσεις. Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης σε αυτό συνηγορεί και η ευχή που λέει ο Πατριάρχης κατά την τελετή της αφής: «[...] διά τούτο εκ του επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον, ενδελεχώς και αειφώτως εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοις πιστεύσουσιν εις σε το αληθινόν φως [...]». Από αυτό το εδάφιο κάποιοι συμπεραίνουν ότι δεν κατεβαίνει κάποιο υπερκόσμιο φως εξ ουρανού, αλλά χρησιμοποιείται το φως της ακοίμητης κανδήλας που καίει όλον τον χρόνο, αν και στην ευχή δεν διευκρινίζεται ούτε η προέλευση του φωτός που βρίσκεται στον Άγιο Τάφο, ούτε και η φύση του.

Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ Β΄ (1766-1771) κατάργησε την τελετή του αγίου φωτός ως «χειροποίητον μηχανουργίαν» και, καθώς ο ίδιος γνώριζε από την προσωπική του εμπειρία τον μηχανισμό εμφάνισής του, το περιέγραψε ως το «το χειροποίητον εκείνο φως, ού καγώ, φησι, την δραματουργίαν αυτοψεί κατανοήσας».

Για τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας για την μαρτυρία αυτή, αφού ούτε γραπτή δήλωση του πατριάρχη Εφραίμ υπάρχει, ούτε και στήριξη από τη βιβλιογραφία για τους ισχυρισμούς του Νεοφύτου περί κατάργησης της τελετής:

"Ο Νεόφυτος...μνημονεύει προφορική απάντηση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Έφραίμ (1766-1771), στην οποία εδήλωσε (1769) ότι αυτός κατάργησε την "χειροποίητον" του "Αγίου Φωτός" "μηχανουργίαν", ως μη θαυματουργική ενέργεια, αλλά απάτη, που απέβλεπε στην "φωτεμπορία". Γραπτή δήλωση του Εφραίμ δεν υπάρχει, άρα η διάσωση της οφείλεται στον Νεόφυτο, όχι σε όλα αξιόπιστο συγγραφέα. Διότι είναι ανάγκη να εξιχνιασθεί η περίπτωση ότι ο Εφραίμ κατάργησε το έθιμο του "Αγίου Φωτός", το επανέφεραν δε οι διάδοχοι του, διότι η γνωστή σε μας βιβλιογραφία δεν θίγει αυτό το θέμα.".

Την ίδια μαρτυρία, αυτή του Νεοφύτου, σχετικά με την εξομολόγηση της αλήθειας από τον Πατριάρχη σε κάποιον ανώνυμο στο Βουκουρέστι, ο Κων/νος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων την αντιμετωπίζει με ειρωνία και ελέγχει τον Κοραή που την υιοθετεί αποκρύπτωντας μάλιστα την πηγή του, για να φανεί, όπως λέει, ότι εκείνος πρώτος αποκάλυψε την υποτιθέμενη απάτη:

"Καν μη ήθελεν συγκρύψαι ότι ανέγνω και την περί του επιταφίου φωτός διατριβήν του Καυσοκαλυβίτου, φιλοτιμούμενος όπως αυτός φανή πρώτος του πλάσματος ελεγκτής και προσεχών μη τις άλλος κύδος άροιτο ο δε δεύτερος έλθη, είχεν αν και εξ εκείνης προσθείναι μάρτυρας του πλάσματος αυτόν τε τον Καυσοκαλυβίτην (όστις ουχί τους Φραγκοπατέρας, αλλά τους ημετέρους άντικρυς κατηγορεί) και ότι εκείνος μόνος (καθό λίαν αξιόπιστος!) συνεπιφέρει ως ομόγνωμον εαυτώ, Εφραίμ τον Ιεροσολύμων Πατριάρχην, εξομολογηθέντα δήθεν προς τίνα (ανώνυμον) την μηχανουργίαν εν Βουκουρεστίω τω 1769.".
Μια άλλη όμως μαρτυρία που προέρχεται από τον Νικόλαο Λογάδη και αφορά τον πατριάρχη Εφραίμ, αναφέρει:

"Εις δε τα 1766 παρητήσατο ο Παρθένιος εις Έφραίμ [...] Ετύπωσεν εκ δευτέρου το "Εγχειρίδιον" του Χρύσανθου, ποιήσας εν αυτώ καλόν Πρόλογον και συντυπώσας και την "Εγκύκλιον Συνοδικήν Επιστολήν" υπέρ βοηθείας του παναγίου Τάφου, του Παναγιότατου και Οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου, διακοινωθείσαν τοις απανταχού Ορθοδόξοις εις τα 1727. Εν ταύτη τη Επιστολή είναι και ο αφορισμός "Οσοι δε των Χριστιανών [...] από ανευλαβειαν και ολιγοπιστίαν [...] εμποδίζουσι και αποκόπτουσι με ματαιολόγους φλυαρίας και ψυχρολογίας ή με κανένα άλλον τρόπον σατανικής απάτης τους Χριστιανούς από το να απέρχωνται εις προσκύνησιν του αγίου Τάφου [...] οι τοιούτοι, αν δεν παύσωσιν, αφωρισμένοι είησαν" κ.λπ. Μετά την Έγκύκλιον ταύτην επρόσθεσεν ο Έφραίμ και συντομωτατην χριστιανικήν διδασκαλίαν, δίγλωσσον, ελληνιστί τε και τουρκιστί, προς ωφέλειαν των εντυγχανόντων.".

Τα παραπάνω, φαίνεται να δημιουργούν κάποια επιπλέον ερωτηματικά για τη μαρτυρία του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου: ο πατριάρχης Εφραίμ φαίνεται να προσπαθεί να στηρίξει το προσκύνημα και γι αυτό τυπώνει εκ νέου, και με προσθήκες, την επιστολή περί αφορισμού εκείνων που με λόγια ή έργα εμποδίζουν τη μετάβαση των πιστών στους Αγίους Τόπους. Ταυτόχρονα όμως, ο Νεόφυτος ισχυρίζεται ότι ο Εφραίμ καταργεί την τελετή αφής του Αγίου Φωτός ως "χειροποίητον μηχανουργίαν" και "το ερώτημα είναι, πως μετά από αυτά ο Εφραίμ στράφηκε εναντίον του θαύματος του "Αγίου Φωτός", αν βέβαια η μαρτυρία του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου είναι ορθή".

Ο Άγγλος περιηγητής και διπλωμάτης Robert Curzon καταγράφει ότι κατά την επίσκεψη του στην Ιερουσαλήμ το 1833, την ίδια χρονιά που οι Αρμένιοι είχαν αποτύχει για άλλη μια φορά να πάρουν δια της βίας τα δικαιώματα του Παναγίου Τάφου, ο Αρμένιος Ορθόδοξος πατριάρχης είχε απευθυνθεί στο εκκλησίασμά του και «εξήγησε ότι ήταν ψεύδος το θαύμα του αγίου φωτός», προς έκπληξη όλων, «οι οποίοι για αιώνες είχαν αμετακίνητη πίστη σε αυτό το ετήσιο θαύμα ως ένα από τα πρωτεύοντα άρθρα της πίστης τους». Περιγράφει ότι «η συμπεριφορά των προσκυνητών ήταν ταραχώδης σε υπερβολικό βαθμό [...] σαν να ήταν δαιμονισμένοι» και ότι αποτελούσε «σκηνικό απερίγραπτης αταξίας και βεβήλωσης».

Άλλοι θεωρούν ότι, εκτός του ότι δεν πρόκειται για θαυματουργική φλόγα, πρόκειται για απάτη και το αποδίδουν σε τέχνασμα των κληρικών του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου με σκοπό την εκμετάλλευση των πιστών. Για παράδειγμα, στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αδαμάντιος Κοραής, μαζί με τις περισσότερες παραδόσεις και πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απέρριπτε και την ερμηνεία του αγίου φωτός ως θαύματος υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για μηχανορραφία και «απάτη» με σκοπό οικονομικά οφέλη (αν και ο ίδιος δεν είχε ταξιδέψει ποτέ από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα για να παραβρεθεί στο γεγονός).

Ο Πάπας Γρηγόριος Η' (Αρχιερατεία: 1227-1241) αποκήρυξε το Άγιο Φως ως απάτη και απαγόρευσε στους Φραγκισκανούς να έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Επακολούθησε η καταγραφή χρονικών των Αγίων Τόπων στα οποία οι Φραγκισκανοί καυτηρίαζαν μαρτυρίες σχετικά με την τελετή. Ένας Φραγκισκανός του 15ου αιώνα, ο Φραντσέσκο Σουριάνο (Fra Francesco Suriano), εξιστόρησε λεπτομερώς την απείθαρχη έξαψη συναισθημάτων της οποίας υπήρξε μάρτυρας πριν καταγράψει την εξής παρατήρηση: «Η λεγόμενη φωτιά, όμως, δεν κατέρχεται αληθινά (και κατά τη δική μας γνώμη, των μοναχών), αν και όλα τα έθνη εξαιτίας ημών των μοναχών προσποιούνται ότι αυτό το ψεύδος είναι αληθές».

Ο Αιγύπτιος Σιίτης χαλίφης Χακίμ (Αλ-Χακίμ μπι-αμρ-Αλλάχ, 996-1021), διώκτης των Χριστιανών αν και γιος Χριστιανής, διέταξε το 1009 να καταστραφεί ολοκληρωτικά ο Ναός του Αγίου Τάφου. Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ο Ναός του Αγίου Τάφου ήταν αξιοκατάκριτος καθώς «εξαπατούσε τους πιστούς» μέσω του «"θαύματος" του Αγίου Φωτός» καθώς οι αυτοκράτορες, οι στρατηγοί και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι κυρίως από το Βυζαντινή Αυτοκρατορία έφερναν σε πομπές χρήματα και άλλα τιμαλφή για να τα προσφέρουν στον ναό αλλά και «οι πιο αδαείς προσκυνητές οι οποίοι πίστευαν ότι το Πάσχα το άγιο φως κατέρχεται θαυματουργικά από τον ουρανό και ανάβει τα κεριά του ναού». Ο λόγος για αυτή του την ενέργεια ήταν ότι το θαύμα του αγίου φωτός (που ήδη υφίστατο εκείνη την εποχή) αποτελούσε μια «σκανδαλώδη απάτη». Η είδηση για την καταστροφή των κτισμάτων, όταν έφτασε στην Ευρώπη, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις οι οποίες οδήγησαν τελικά στην Πρώτη Σταυροφορία.

Υπάρχει η άποψη ότι πρόκειται για μια απόκρυφη εφαρμογή που οργανώνουν οι κληρικοί του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εδώ και αιώνες. Μία εκδοχή που προβάλλεται σύμφωνα με την άποψη αυτή είναι ότι τα κεριά έχουν εμβαπτιστεί προηγουμένως σε φώσφορο, ο οποίος έχει την ιδιότητα της αυτοανάφλεξης μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ο φωσφόρος από την άλλη ως χημικό στοιχείο ανακαλύφθηκε κατά τον 17ο αιώνα και δεν απαντάται ελεύθερος στη φύση. Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης ήταν παρ' όλα αυτά γνωστές από πολύ παλαιότερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κάποιες «θαυματουργές ουσίες» ή «κρήνες» (πηγές) που παρουσίαζαν τέτοιου είδους φαινόμενα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να σημαίνει ότι είτε ολόκληρος ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται σε μια τέτοια περιοχή είτε ότι χρησιμοποιείται αυτούσια κάποια πανάρχαιη «θαυματουργή ουσία» (χημική ένωση) της οποίας το όνομα και η σύσταση διατηρούνται μέχρι σήμερα ως ιερατικό «επτασφράγιστο» μυστικό. Εντούτοις, όπως υποστηρίζεται από πιστούς, η φλόγα που προέρχεται από το Άγιο Φως φέρεται να φωτοβολεί αλλά να μην προκαλεί καύση κατά τα πρώτα 33 λεπτά, σε αντίθεση με τη φυσική δράση της φωτιάς. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση καταφανής είναι η σύγκριση που γίνεται αναφορικά όχι με το φως αλλά με τη φωτιά.

Ο συγγραφέας Μιχάλης Καλόπουλος έχει δημοσιεύσει έρευνα που υποδεικνύει ότι τα αυτοαναφλεγόμενα υλικά και η θρησκευτική πυροτεχνουργία που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα είναι επαρκή για να παράγουν το αποτέλεσμα που περιγράφεται ως «άγιο φως». Βεβαίως η εκτίμηση αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι τα κεριά δεν αυταναφλέγονται άκαιρα, αν και η προμήθεια τους γίνεται από υπαίθριους χώρους ή καταστήματα, τα οποία έχουν τα εμπορεύματα εκτεθιμένα στον αέρα, και μάλιστα η προμήθεια των κεριών, συχνά γίνεται αρκετές ημέρες πριν την Ανάσταση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, οι πιστοί παραμένουν στον Ναό της Αναστάσεως από το βράδυ της Μ. Παρασκευής.

Ιστορικά γεγονότα και αναφορές

Συστηματικές αναφορές στο Άγιο Φως υπάρχουν περίπου από τον 9ο αιώνα.
Στις 3 Μαΐου 1834, 198 Ορθόδοξοι προσκυνητές έχασαν τη ζωή τους όταν προκλήθηκε πανικός κατά τη διάρκεια της τελετής της αφής του Αγίου Φωτός. Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς, που κατέλαβε την Παλαιστίνη το 1831, παρακολουθούσε την τελετή και μόλις κατάφερε να διαφύγει πριν από την φυγή του πανικόβλητου πλήθους, αφού πρώτα, "μερικοί από τους ακολούθους του άνοιξαν δρόμο με τα σπαθιά τους μέσα από τις πυκνές τάξεις των προσκυνητών" ενώ "οι στρατιώτες του σκότωσαν αρκετούς από τους δυστυχείς εξαθλιωμένους με τις ξιφολόγχες τους" και οι τοίχοι γέμισαν με το αίμα των ανθρώπων που είχαν χτυπηθεί από τους υποκόπανους των μουσκέτων τους.

De Siris