Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Αργύρης Εφταλιώτης


Αργύρης Εφταλιώτης

Το «Αργύρης Εφταλιώτης» είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη που γεννήθηκε την 1 Ιουλίου 1849 και πέθανε το 1923.

Η ζωή του

Ο Εφταλιώτης γεννήθηκε στην κωμόπολη Μήθυμνα Λέσβου, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του, ο οποίος είχε ιδρύσει και διατηρούσε εκεί ιδιωτικό σχολείο. Το 1866 όμως ο πατέρας του πέθανε, οπότε τον διαδέχθηκε ο ίδιος σε ηλικία 17 ετών ως δάσκαλος στο σχολείο!

Αργότερα, ο Εφταλιώτης πήγε να εργασθεί στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον εκεί εγκατεστημένο θείο του Κέπετζη. Ο θείος του τον έστειλε στο Μάντσεστερ, όπου είχε υποκατάστημα του εμπορικού οίκου του. Στην πόλη αυτή, το εμπορικό δαιμόνιο του μελλοντικού λογοτέχνη τον ώθησε να ανοίξει δική του εμπορική επιχείρηση. Μη μπορώντας να ανταγωνισθεί τελικώς το μεγάλο κεφάλαιο, κατέληξε ως υπάλληλος στον οίκο των Ράλληδων.

Στο μεταξύ ο Εφταλιώτης είχε γνωρισθεί στο Μάντσεστερ με τον Αλέξανδρο Πάλλη, του οποίου οι θέσεις πάνω στο γλωσσικό ζήτημα κλόνισαν τις αρχικές δικές του. Από το Μάντσεστερ, ο Εφταλιώτης μετατέθηκε στο κατάστημα του Λίβερπουλ, και έπειτα στη Βομβάη της Ινδίας, όπου ήδη είχε μετατεθεί ο Πάλλης. Εκεί έμεναν στο ίδιο σπίτι και μπορούσαν έτσι να ανταλλάσσουν συχνά απόψεις για τα πνευματικά και λογοτεχνικά θέματα που τους απασχολούσαν, ιδίως για το γλωσσικό. Στη Βομβάη έμαθαν για το γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη, στο οποίο προσεχώρησαν με ενθουσιασμό για να αποτελέσουν τη μαχητική ηγεσία του μαζί με τον Ψυχάρη. Η πίστη του Εφταλιώτη στον δημοτικισμό ενέπνευσε όλα σχεδόν τα κείμενά του.

Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον έπαινο της κριτικής επιτροπής. Τα λυρικά ποιήματα αυτής της συλλογής είναι διαποτισμένα με έντονη νοσταλγία της πατρικής γης και με τη λαϊκή παράδοση. Το ψευδώνυμο άλλωστε του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται από την Εφταλού, παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ + θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα στην Ευθαλού αγόρασε αργότερα, επηρεασμένος, ένα χτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης.

Ο Αργύρης Εφταλιώτης πέθανε στο Αιξ-λα-Πεν, κοντά στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας, όπου είχε εγκατασταθεί αναζητώντας κατάλληλο κλίμα για την κλονισμένη υγεία του. Καθώς φαίνεται από τις επιστολές του, διατήρησε ως το τέλος της ζωής του την έντονη ανάμνηση του νησιού του, που το επισκέφθηκε συνολικά 5 φορές μετά την εγκατάστασή του στο εξωτερικό.

Το έργο του

Ποίηση

Η ποίηση καλύπτει χρονικά μάλλον την περίοδο της νιότης του Εφταλιώτη, αφού μετά το 1890 συνέθεσε ελάχιστα ποιήματα. Το ποιητικό έργο του βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο στη συλλογή «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου είναι ενσωματωμένα και τα «Τραγούδια του ξενητεμένου». Πέρα από αυτή, υπάρχει το «Τραγούδι της Ζωής», που πρωτοκυκλοφόρησε σε γαλλική μετάφραση μετά τον θάνατό του από τον Μ. Βάλσα (1929), και τα επίσης μεταθανατίως δημοσιευμένα σονέτα «Αγάπης λόγια», τα οποία τύπωσε ο Γ. Βαλέτας.

Από τα ποιήματα του Εφταλιώτη ξεχωρίζουν εκείνα όπου ο λαϊκός τόνος μαζί με ένα πηγαίο λυρισμό δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία. Γραμματολογικώς, το ενδιαφέρον όλων παραμένει, αφού συνδέονται άμεσα με την περίοδο της ανόδου του δημοτικισμού.

Πεζογραφία

Το πεζό έργο του λογοτέχνη είναι πολύπλευρο. Αρχίζει χρονολογικά με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες» (1894), με την οποία και εξασφάλισε μια θέση στη νεοελληνική διηγηματογραφία αμέσως μετά από εκείνη του Καρκαβίτσα. Στις ιστορίες του αυτές με το άφθονο ηθογραφικό υλικό ενυπάρχει η πνοή μιας γνήσιας ελληνικότητας, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κοινοτοπία και δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Αξεπέραστος ανάμεσα στους ήρωές τους θεωρείται ο Μαρίνος Κοντάρας, του ομώνυμου διηγήματος. Το διήγημα αυτό μεταφράσθηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον ελληνιστή γλωσσολόγο Ιμπέρ Περνό το 1901, ενώ το 1948 γυρίσθηκε και σε ελληνική κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη.
Αξιόλογο θεωρείται και το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), εμπνευσμένο από την Κρήτη και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις της τον 19ο αιώνα. Τα διηγήματα είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ωστόσο έγραψε και ένα μυθιστόρημα: το «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης», που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του το 1952. Το μυθιστόρημα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ελαττώματα που δυσκολεύουν την ανάγνωση πολλών κειμένων της εποχής του: φόρτο περιγραφών, μακροπερίοδο λόγο, λεξιθηρία κάποτε. Σε αντιστάθμισμα, τα προσόντα του είναι η ειλικρίνεια των προθέσεων, τα πλούσια και ποικίλα στοιχεία από μια ανεκμετάλλευτη ως τότε από τη νεοελληνική πεζογραφία θεματική: τον απόδημο ελληνισμό, που τον γνώρισε και ο ίδιος με πολύχρονη προσωπική επαφή.
Για την ηθογραφική του δύναμη, ο Εφταλιώτης είχε συγκριθεί από τον Ψυχάρη με τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ. Πολλά από τα διηγήματα του Μυτιληνιού λογοτέχνη έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και είχαν μεταφρασθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά ήδη στα μέσα του εικοστού αιώνα.

Υπόλοιπο πρωτότυπο έργο

Ο Εφταλιώτης συνέγραψε τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897) ως ένα ιστορικό ανάγνωσμα για παιδιά, αλλά η διάρθρωση και το περιεχόμενό τους τις καθιστά πιο προσιτές στους μεγάλους. Οι «Φυλλάδες» αυτές προαναγγέλλουν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο έργο του, την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901), με ευρύτερους στόχους και προοπτικές, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Φώτος Πολίτης έγραψε για τον Εφταλιώτη: «Ποιητής δεν ήτο. Κατά βάθος ήτο πατριώτης αγνός. Ο αγών του υπήρξε κατ' εξοχήν κριτικός.». Ιστορικό του έργο, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, είναι και το «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», που βρέθηκε στα ανέκδοτα γραπτά του. Σε αυτό παρουσιάζει με γλαφυρότητα τους μεγάλους σταθμούς της βυζαντινής ιστορίας τονίζοντας τις προσωπικότητες που την καταξίωσαν.

Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε και ένα θεατρικό έργο, τον «Βουρκόλακα» (1900), που πρωτοπαίχθηκε στη Βάρνα όταν υπήρχε εκεί ακμαίος ελληνισμός. Το έργο αντλεί από την πλούσια πηγή των δημοτικών τραγουδιών, ενώ αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο και τις αισθητικές προτιμήσεις του συγγραφέα.
Επιλογή από τα έργα του Εφταλιώτη εκδόθηκε το 1921 υπό τον τίτλο «Εκλεχτές σελίδες».

Μεταφράσεις

Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Εφταλιώτη. Εκτός από τις μεταφράσεις ποιημάτων των Πέρσι Σέλλεϋ, Βύρωνα, Λονγκφέλοου κ.ά., απέδωσε στη νεοελληνική στίχους των Μυτιληνιών αρχαίων ποιητών Σαπφούς και Αλκαίου. Αλλά το απόγειο της μεταφραστικής του δουλειάς είναι η απόδοση της Οδύσσειας του Ομήρου. Παρότι της αφιέρωσε πολλά χρόνια εντατικής εργασίας, δεν πρόφθασε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες. Αποτόλμησε να τον συμπληρώσει σε αυτό ο Ν. Ποριώτης. Η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Εφταλιώτη, παρά τις ατέλειές της, θεωρείται η καλύτερη ίσως απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα.

De Siris