Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Κωνσταντίνος Τσάτσος


Κωνσταντίνος Τσάτσος

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1 Ιουλίου 1899 και πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, ήταν νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975 - 1980). Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα εκλεγόμενος τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου στη νομική σχολή Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1961), της οποίας χρημάτισε και πρόεδρος.

Ασχολήθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1945 αναλαμβάνοντας υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη και από τότε εξελίχθηκε σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της Ελλάδας. Διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με την υποστήριξη του τελευταίου κατάφερε το 1975 να εκλεγεί πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1980, οπότε και παραιτήθηκε.

Το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και νομικό του έργο θεωρείται σημαντικό. Επηρέασε σημαντικά το Σύνταγμα του 1975 όντας ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής συντάξεως του συντάγματος, ενώ θεωρείται και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας. Για τη σημαντική προσφορά του στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οράματος του απονεμήθηκε το 1980 το μέγα ευρωπαϊκό βραβείο Κουντενχόβε - Καλλέργη. Επίσης, ήταν μέλος πολλών ξένων ακαδημιών μεταξύ των οποίων της Γαλλίας, του Μαρόκου κ.α.

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1899 στην Αθήνα και ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Τσάτσου, δικηγόρου και βουλευτή και της Θεοδώρας Ευστρατιάδη. Αδερφός του ήταν ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ενώ από την πλευρά του πατέρα του ήταν απευθείας απόγονος του Κωνσταντίνου Ιωνίδη. Μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της οδού Βησσαρίωνος, αλλά επισκεπτόταν συχνά την Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς της μητέρας του. Από νεαρή ηλικία μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, ενώ διάβαζε φιλοσοφικά έργα και ποιήματα ήδη από 13 ετών. Στην ηλικία των 15 ετών άρχισε να γράφει ποιήματα μαζί με τον παιδικό του φίλο Αλέξανδρο Εμπειρίκο - Κουμουνδούρο.

Το 1914 εγγράφηκε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1918. Την ίδια χρονιά συμπεριλήφθηκε στην ελληνική αποστολή του συνεδρίου της ειρήνης στο Παρίσι, της οποίας ομάδας επικεφαλής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για έναν χρόνο. Το 1920 πήρε την άδεια εξασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και το 1921 ανέλαβε μαζί με τον Μαριδάκη το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Το 1925 εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη προκειμένου να συμπληρώσει τις νομικές του σπουδές και να κάνει το διδακτορικό του. Εκεί γνωρίστηκε με τους Γιάννη Θεοδωρακόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από τους Γερμανούς καθηγητές Ρίκερτ, Γιάσπερς κ.α. Με την επιστροφή του παρέλαβε μαζί με τον αδερφό του αυτή τη φορά, τον Θεμιστοκλή, το γραφείο του πατέρα του και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία έως το 1931.

Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία

Το 1929 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της νομικής, τον επόμενο χρόνο έγινε υφηγητής και το 1933 καθηγητής στην έδρα της εισαγωγής στην επιστήμη του Δικαίου και της φιλοσοφίας του Δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄30 ο Τσάτσος ήρθε σε επαφή με τους σημαντικούς λογοτέχνες και ποιητές της εποχής, ενώ ξεχωριστή υπήρξε η φιλία του με τον Κωστή Παλαμά, τον οποίο είχε γνωρίσει ήδη από το 1922. Την ίδια εποχή, το 1930, μαζί με τον Κανελλόπουλο και τον Θεοδωρακόπουλο εξέδωσε το τριμηνιαίο περιοδικό "Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών", η έκδοση του οποίου συνεχίστηκε για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Παράλληλα με τα μαθήματά του στην νομική σχολή, δίδασκε και φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (1935 - 1938). Το 1938 απέτυχε να γίνει τακτικός καθηγητής λόγω της δικτατορίας Μεταξά.

Το 1939 το καθεστώς Μεταξά τον συνέλαβε και τον εκτόπισε στη Σκύρο ως κομμουνιστή. Στη συνέχεια μετατοπίστηκε στις Σπέτσες, όπου διέμεινε μέχρι το 1940, οπότε και του επετράπη να επιστρέψει στην Αθήνα. Το 1941 απολύθηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο, αλλά επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα, το 1943. Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με τον Τσιγάντε ως μέλος της επιτροπής που αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ της κυβερνήσεως του Καΐρου και των αντιστασιακών οργανώσεων. Για τη δράση του αυτή καταδιώχθηκε για να διαφύγει τελικώς το 1944 στη Μέση Ανατολή. Την ίδια χρονιά έγινε τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1946, όταν και παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές.

Πολιτική σταδιοδρομία

Η πρώτη ουσιαστική ανάμειξη με την πολιτική ήταν το 1945, όταν και ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη. Κατόπιν όμως πιέσεων που ασκούσε ο τύπος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου που σχηματίσθηκε τον ίδιο χρόνο ανέλαβε δύο υπουργεία, του τύπου και της αεροπορίας. Τον επόμενο χρόνο έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Το 1947 επισκέφθηκε το Κάϊρο και το 1948 τη Ρώμη εκπροσωπώντας την ελληνική Βουλή στις διακοινοβουλευτικές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν.

Το 1949 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Παιδείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του οργάνωσε την εθνική πινακοθήκη, ενώ συγκρούστηκε με τους καθηγητές στο θέμα της αυξήσεως των μισθών. Επίσης επί της υπουργίας του πραγματοποιήθηκε η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου από την Ιερά Σύνοδο λόγω του θανάτου του Δαμασκηνού. Σε αυτήν ο Τσάτσος στήριξε τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος τελικώς εξελέγη. Στις εκλογές του 1950 έθεσε υποψηφιότητα με το κόμμα του Κανελλόπουλου αποτυχάνοντας όμως να εκλεγεί.

Τότε άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα "Καθημερινή" και επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην ενεργή δικηγορία. Στα τέλη του 1950 διορίστηκε υφυπουργός Συντονισμού. Το 1951 ξαναέθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής χωρίς όμως επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο απέτυχε ξανά στις εκλογές, ενώ τρία χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για οικονομικό σκάνδαλο. Γι' αυτό τον λόγο οργανώθηκε εξεταστική επιτροπή, η οποία τελικά τον αθώωσε.

Το 1956 προσχώρησε στο υπό ίδρυση κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την ΕΡΕ, με την οποία και εξελέγη βουλευτής. Στην κυβέρνηση που σχηματίσθηκε υπό τον Καραμανλή ανέλαβε το υπουργείο Προεδρίας. Στις επόμενες εκλογές, του 1958, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής και ανέλαβε πάλι το υπουργείο Προεδρίας. Το υπουργείο Προεδρίας είχε αρκετές αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων και αυτή του τουρισμού. Επί θητείας του κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας, ενώ ενίσχυσε σημαντικά και τα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής ανά την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1961 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με 24 ψήφους υπέρ και 6 κατά με έδρα τη Φιλοσοφία του Δικαίου. Σε αυτήν διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος. Τον ίδιο χρόνο επανεξελέγη βουλευτής χωρίς όμως να αναλάβει κάποιο υπουργείο. Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Όταν αποχώρησε ο Καραμανλής, οι Τσάτσος και Παπακωνσταντίνου απομακρύνθηκαν από τις διαμάχες για την ηγεσία. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου ο Τσάτσος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών την 21η Απριλίου.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσάτσος υπέγραψε κάποιες αντιδικτατορικές προκηρύξεις δίχως να προβεί σε κάποια άλλη νέα ενέργεια. Μετά τη Χούντα ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και στις εκλογές που ακολούθησαν εξελέγη στην τρίτη θέση με το ψηφοδέλτιο επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα, ανέλαβε την προεδρία της κοινοβουλευτικής επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος. Εισηγητής της αντιπολίτευσης για το νέο σύνταγμα ήταν ο ανεψιός του, Δημήτρης Τσάτσος.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Ως ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προτάθηκε από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας για τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας. Η απόφαση του Καραμανλή για την επιλογή Τσάτσου αναγγέλθηκε στην αίθουσα της γερουσίας, όπου συνεδρίαζε η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Τσάτσος στα απομνημονεύματά του, ο Καραμανλής είχε θέσει ως μοναδικό όρο ότι σε περίπτωση που θα ήθελε να μεταπηδήσει νωρίτερα από τα πέντε χρόνια στην προεδρία της δημοκρατίας, αυτός θα παραιτείτο. Στην ψηφοφορία που διεξάχθηκε στην βουλή έλαβε 210 ψήφους σε σύνολο 295 ψηφισάντων. Απο αυτές οι 210 ανήκαν πιθανότατα στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που διέθετε 215 έδρες. Μοναδικός αντίπαλος ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε στις 19 Ιουλίου 1975.

Ώς πρόεδρος της δημοκρατίας ανέλαβε να οργανώσει καλύτερα τον όλο θεσμό. Ασχολήθηκε με βασικά ζητήματα της εθνικής πολιτικής όπως ήταν π.χ. το σλαβομακεδονικό. Δέχθηκε τις επισκέψεις αρκετών αρχηγών ξένων κρατών, ενώ συναντήθηκε και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες, όπως οι Τίτο, Αϊζενχάουερ, Ζισκάρ, Νάσσερ, Όττο Αψβούργος κ.α. Επίσης εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία του Μακαρίου το 1977 και του Τίτο. Λίγο πριν το τέλος της θητείας του τιμήθηκε με το βραβείο Κούντενχοβε-Καλλέργη και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Σορβόννης. Στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας παρέμεινε μέχρι τον Μάϊο του 1980, όταν και τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Μετά το τέλος της θητείας του πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό είτε αναψυχής είτε κυρίως για ακαδημαϊκούς λόγους, αφού ήταν μέλος αρκετών ακαδημιών. Το 1980 διορίστηκε μέλος της ακαδημίας του Μαρόκου ύστερα από διάταγμα του βασιλιά Χασάν του δεύτερου. Παράλληλα συμμετείχε σε αρκετές συγκεντρώσεις για το ευρωπαϊκό όραμα, ενώ βοηθούσε και στη συγγραφή κάποιων ιστορικών μελετών.

Συγγραφικό έργο

Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Τσάτσου από νεαρή κιόλας ηλικία με τη φιλοσοφία και την ποίηση τον βοήθησαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειάς του. Την τριετία 1921-1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα με το ψευδώνυμο "Ηβός Δελφός".

Προσωπική ζωή

Ήταν παντρεμένος δύο φορές. Νυμφεύθηκε αρχικά την Λίλη Ζηρίνη τον Φεβρουάριο του 1925 για να χωρίσει όμως το 1929. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους έμεναν μεταξύ Αθήνας και Χαϊδελβέργης. Στη συνέχεια γνώρισε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδερφή του Γιώργου Σεφέρη, την οποία και παντρεύτηκε στις 30 Ιουνίου 1930 με κουμπάρα την Ειρήνη Οικονομοπούλου. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες:

τη Δέσποινα Τσάτσου, σύζυγο του καθηγητή κ. Μυλωνά
τη Ντόρα Τσάτσου, χορογράφο και σύζυγο του Αλέξανδρου Συμεωνίδη, καθηγητή ιατρικής

Εργογραφία

Λογοτεχνικά

Η τριλογία της ψυχής μου (1923)
Ποιήματα (1924)
Δύο Δράματα (1924)
Τα ποιήματα του Κ. Τσάτσου (1973)
Ένας διάλογος για την ποίηση (1975)

Φιλοσοφικά

Δοκίμια αισθητικής και παιδείας (1960)
Αισθητικά δοκίμια (1961)
Διάλογοι σε μοναστήρι (1974)
Αισθητικά μελετήματα (1977)
Θεωρία της Τέχνης (1978)
Η ζωή σε απόσταση (1985)
Ο σύγχρονος κόσμος (1987)
Πριν από το ξεκίνημα (1988)

Κριτικές

Παλαμάς (1936)
Οι μεγάλοι ρήτορες και η ιστορία τους (1968)
Κικέρων (1968)
Δημοσθένης (1971)

Βιογραφίες

Ελευθέριος Βενιζέλος (1986)
Ο άγνωστος Καραμανλής (1986)
Λογοδοσία μιας ζωής (αυτοβιογραφία, 2000)

Φιλοσοφία περί δικαίου

Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου (1932)
Η κοινωνική φιλοσοφία του Καντ (1935)
Το πρόβλημα των πηγών του Δικαίου (1941)
Ελληνική πορεία (1952)
Μελέται φιλοσοφίας του δικαίου (1960)
Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων (1962)
Αφορισμοί και διαλογισμοί (1965-1969)
Πολιτική, θεωρία πολιτικής δεοντολογίας (1965)
Η Ελλάς και η Ευρώπη (1978)
Δημοκρατία και Ευρώπη (1982)

Άλλα

Αγάπη (1950)
Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων (Μετάφραση, 1980)
Οράτιος, Βιργίλιος, Προπέρτιος, Κάτουλος (Μετάφραση, 1981)

De Siris