Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης
O Ανδρέας
Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1892 στα Χανιά και πέθανε στην στις 11 Αυγούστου 1981,
ήταν ζωγράφος με το προσωνύμιο ο Κρης.
Ο πατέρας του μόλις έχει επιστρέψει στην Κρήτη το 1892, μετά από την
αμνήστευσή του από καταδικαστική απόφαση της Πύλης και έχει καταφύγει στην
Αθήνα στέλνοντας τους δικούς του στη Μήλο.
Το 1896 ο Ανδρέας φτάνει στην Αίγυπτο μετά την πυρπόληση της πόλης των
Χανίων. Στην Ισμαηλία και το Κάιρο ζει τα παιδικά του χρόνια. Δουλεύει στην
αρχή στα συνεργεία του εργολάβου Β.Βερνάρδου που αναλαμβάνει διακοσμήσεις
οικοδομών. Με την εμπειρία που αποκτά εργάζεται αργότερα κοντά στον ζωγράφο –
διακοσμητή Orlando και στην συνέχεια στο αρχιτεκτονικό γραφείο των αδελφών Nistri, μέχρι που συμπλήρωσε
τα 18 του χρόνια.
1910 : Έρχεται στη Αθήνα το 1910 και δίνει εξετάσεις στην Σχολή Καλών
Τεχνών («Σχολή Γραφικών Τεχνών» τότε) και κατατάσσεται στην τρίτη τάξη με
δάσκαλο τον Γερανιώτη.
Πολεμά ως εθελοντής με το σώμα των Γαριβαλδίνων («Ερυθροχιτώνων»), στους
Βαλκανικούς Πολέμους. Στη μάχη του Δρίσκου τραυματίζεται και χάνει το ένα του
μάτι.
Ξαναρχίζει τις σπουδές του στη Σχολή το 1914 για μια επταετία με δασκάλους
του τους Ιακωβίδη, Ροϊλό και Βικάτο. Παίρνει το πρώτο βραβείο του Υπουργείου
Τ.Τ.Τ. το 1922 στον Πανελλήνιο Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό για τη δημιουργία έργου
με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Αποσπά το πρώτο βραβείο στον Αβερώφειο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και
εξασφαλίζει τετραετή υποτροφία για το Παρίσι (1925 – 1929). Εκεί φοιτά στην Ecole des Beaux Arts και στις ελεύθερες
Ακαδημίες Julian, Colarossi και Grande Chaumiere. Μελετά παράλληλα τα
έργα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης στα μουσεία του Παρισιού, της
Μαδρίτης, του Τολέδο και του Εσκοριάλ. Ταξιδεύει επίσης στις Βρυξέλες, στην
Αμβέρσα και στην Γάνδη. Εκπονεί μια σειρά από εικοσιπέντε μελέτες με ελεύθερες
αφομοιώσεις από τα έργα των Ριμπέρα, Καρένιο, Τισιανού, Βελάσκεθ, Ρούμπενς, Βαν
Ντάικ και Ρενουάρ.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1929 και παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση
με σαράντα έργα στην αίθουσα «Παρνασσός». Του χορηγείται υποτροφία Ηρακλέους
Βόλτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών και συνεχίζει για τρία χρόνια τις σπουδές του
πάνω στις τεχνοτροπικές και τεχνικές εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Μελετά τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο στο Λούβρο και στην Γκαλερία Κορσίνι.
Το έργο του «Μάνα» γίνεται δεκτό από κριτική επιτροπή ζωγράφων και
παρουσιάζεται στην έκθεση του Grand Palais στο Σαλόν της χρονιάς, όπου εκθέτουν κατ’εξαίρεση και μη
γάλλοι ζωγράφοι. Φοιτά για ένα χρόνο στην Βασιλική Ακαδημία Regia Scuola per Industria Arte στην Μπολόνια και
ειδικεύεται στην τεχνική της νωπογραφίας με καθηγητή τον Μάριο Ροβέρσι.
Του απονέμεται «τιμής ένεκεν» μετάλλιο και δίπλωμα για τα εκατό χρόνια της
απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους το 1931. Ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της
Ενώσεως Παλαιών Πολεμιστών και του δίνεται δίπλωμα για τις υπηρεσίες του προς
το έθνος και την τέχνη. Το 1934 παίρνει
μέρος στην Διεθνή Έκθεση της Βενετίας και μαζί με τον Δημήτριο Δήμα αποσπούν το
ενδιαφέρον του κριτικού τέχνης Ούγκο Οτζέτι.
Το 1935 διορίζεται, μαζί με τον Φώτη
Κόντογλου, από το Υπουργείο Παιδείας, μέλος της Επιτροπής για την επισκευή και
αποκατάσταση των τοιχογραφιών στην Αίθουσα Τροπαίων στα Παλιά Ανάκτορα. Εκλέγεται
από την Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών να αποστείλει έργο
του στη Διεθνή Έκθεση του Σίδνεϋ της Αυστραλίας.
Διορίζεται από την ολομέλεια των καλλιτεχνικών σωματείων μέλος της Κριτικής
Επιτροπής της Πανελληνίου Εκθέσεως και το 1947 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη
Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει χρώμα και σύνθεση στην έδρα της ζωγραφικής
μέχρι το 1961. Το 1965 επιλέγεται πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και
μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1970.
Πεθαίνει στην Αθήνα στις 11 Αυγούστου 1981.
De Siris