Γιώργος Γουναρόπουλος
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος γεννήθηκε στη Σωζόπολη της Μαύρης Θάλασσας (σημερινή
Βουλγαρία) στις 22 Μαρτίου 1889 και πέθανε στην Αθήνα στις 17 Αυγούστου 1977, ήταν έλληνας ζωγράφος
της Γενιάς του Τριάντα, ο οποίος διακρίθηκε για τους ιδιαιτέρως ονειρικούς του
πίνακες.
Βιογραφία
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί της Άννας και του
Ηλία Γουναρόπουλου από την Ανατολική Ρωμυλία. Το 1904, υπό την πίεση της βουλγαρικής
κυβέρνησης, η οικογένειά του, όπως και πολλές άλλες οικογένειες Ελλήνων από την
Ανατολική Ρωμυλία, αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Ελλάδα. Η οικογένεια
περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη: στην Αθήνα, στην Ευξεινούπολη Μαγνησίας, την Ξάνθη
και τη Θεσσαλονίκη.
Κατά το 1904, ο 17χρονος Γιώργος Γουναρόπουλος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην
Αθήνα, για να εργαστεί ως επιγραφοποιός και να βοηθήσει έτσι στην επιβίωση της οικογένειάς
του. Επειδή είχε μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική, το 1907 έδωσε εξετάσεις και έγινε
δεκτός στο Σχολείο Καλών Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας.
Εκεί σπούδασε προοπτική και σκηνογραφία με δάσκαλο τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη, και
κατόπιν ζωγραφική, με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Γεώργιο Ροϊλό κ.ά. Η
επίδραση αυτών των ακαδημαϊκών ζωγράφων της Σχολης του Μονάχου είναι εμφανής στα
πρώτα έργα του καλλιτέχνη, τα οποία ο ίδιος αργότερα αποκήρυξε.
Από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, υπηρέτησε επανειλημμένα στον Ελληνικό Στρατό. Την περίοδο εκείνη φιλοτέχνησε
προσωπογραφίες στρατιωτικών και πολεμικές σκηνές, όπως και πολλοί άλλοι ζωγράφοι
της εποχής του.
Μόλις αποστρατεύθηκε το 1919, έλαβε υποτροφία από τον Αβερώφειο Διαγωνισμό του
Πολυτεχνείου και πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του επί τέσσερα
χρόνια στην Ακαδημία Ζυλιάν και κατόπιν για έναν χρόνο στην Ακαδημία της Γκραντ
Σωμιέρ. Το 1924 άνοιξε δικό του ατελιέ στο Παρίσι, στο 95 της οδού Βοζιράρ (Rue
Vaugirard), όπου ήταν και το σπίτι του.
Το 1925 συμμετείχε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ενώ από το 1926 άρχισε
να συνεργάζεται με την παριζιάνικη Galerie Vavain Raspail, για να πραγματοποιήσει
εκεί τις τρεις πρώτες ατομικές του εκθέσεις. Το 1928 πραγματοποίησε ατομική έκθεση
στην Galerie Jaques Bernhein στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε το
προσωπικό του ύφος με τις αχνές γραμμές και τα βαθυγάλανα, κίτρινα, κοκκινωπά και
ιώδη χρώματα.
Το 1929, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα, με 24 έργα
που παρουσίασε στην Αίθουσα Τέχνης Στρατηγοπούλου στην Αθήνα. Η έκθεση είχε μεγάλη
εμπορική επιτυχία, αλλά δίχασε το κοινό και τους κριτικούς.
Οι πιο νέοι κριτικοί τον επαίνεσαν πάρα πολύ. Αντιθέτως, οι οπαδοί της Σχολής
του Μονάχου, και κυρίως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον κατηγόρησαν ότι αγνοούσε τους
κανόνες της ζωγραφικής.
Το 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στα Άνω Ιλίσια. Ακολούθησε ο
γάμος του με την μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου και η γέννηση του μοναχογιού τους,
του Ηλία, που έγινε αργότερα αρχιτέκτονας. Μόνιμος πλέον στην Αθήνα, ο Γουναρόπουλος
συνέχισε να συμμετέχει σε εκθέσεις, ενώ άρχισε να εικονογραφεί βιβλία και να
φιλοτεχνεί σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις.
Μεταξύ άλλων, το 1934 συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας και το 1935
παρουσίασε έργα του μαζί με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Τόμπρο στην «Έκθεση
των Τριών» στην Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ. Το 1937 ανέλαβε να διακοσμήσει την αίθουσα
συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Η εκτέλεση
του έργου αυτού κράτησε σχεδόν δύο έτη· το αποτέλεσμα ήταν μια μοναδική τοιχογραφία
συνολικής επιφάνειας 113 m2 με θέματα παρμένα από την ιστορία της πόλης.
Μετά το τέλος του Πολέμου, η φήμη του Γουναρόπουλου άρχισε να απλώνεται πολύ.
Το 1947, συμμετείχε σε ομαδική έκθεση στη Στοκχόλμη μαζί με πολλούς άλλους έλληνες
καλλιτέχνες. Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Τον επόμενο χρόνο
πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην αμερικανική μεγαλούπολη, στην γκαλερί Hugo του
Αλέξανδρου Ιόλα.
Με παραγγελία του βιομήχανου Απόστολου Παπαγεωργίου, το 1951, ο Γουναρόπουλος
αγιογράφησε το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο Βόλου.
Πρόκειται για έργο μοναδικό στο είδος του που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη
παραδοσιακή (βυζαντινή) ή μη αγιογράφηση.
Το 1955, συμμετείχε σε διεθνή ομαδική έκθεση στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας μαζί
με άλλους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους. Το 1958, παρουσίασε έργα του στην γκαλερί
Ζυγός της Αθήνας και στον διεθνή διαγωνισμό Γκουγκενχάιμ (Guggenheim) σε αίθουσα
της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου και έλαβε το αντίστοιχο ελληνικό βραβείο
Γκουγκενχάιμ. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και πολλές συμμετοχές σε
ομαδικές εκθέσεις εκτός Ελλάδας: στο Άαχεν της Γερμανίας (1959), στη Μπιενάλε
του Σάο Πάολο (1959), στην Αμμόχωστο (1960), στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1963),
στις Βρυξέλλες (1964) και στο Μπουένος Άιρες (1964).
Από το 1965, ο Γουναρόπουλος άρχισε να πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην
αθηναϊκή γκαλερί Άστορ, σε μια συνεργασία που διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του
καλλιτέχνη.
Το 1975, η Εθνική Πινακοθήκη τίμησε τον Γουναρόπουλο με μεγάλη αναδρομική έκθεση
έργων του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την τιμή που του έγινε, ο ζωγράφος χάρισε
στην Εθνική Πινακοθήκη δεκαπέντε μεγάλους πίνακες, αντιπροσωπευτικούς της εξηντάχρονης
καλλιτεχνικής του πορείας. Στο απόγειο πλέον της φήμης του, παρουσίασε έργα του
σε μερικές ακόμα ομαδικές εκθέσεις, καθώς και σε μία ακόμα ατομική έκθεση στη
γκαλερί Άστορ (Απρίλιος 1977), πριν φύγει για πάντα από τη ζωή.
Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1977 και κηδεύτηκε την μεθεπομένη στο
Νεκροταφείο Ζωγράφου. Αν και πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό, η κηδεία του δεν έγινε
με δημόσια δαπάνη. Το 1978, ο γιος του δώρισε το σπίτι του καλλιτέχνη, όπου ήταν
και εργαστήριό του, στο Δήμο Ζωγράφου για να γίνει το Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου.
Το έργο του
Ο Γουναρόπουλος υπήρξε μοναδικός στην τεχνοτροπία του. Η παρισινή εικαστική
σκηνή των αρχών του 20ού αι. τον έκανε να απαρνηθεί την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία,
αλλά και τον ιμπρεσιονισμό και να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος, το
οποίο δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποια κατηγορία.
Οι πίνακές του έχουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα: εξαϋλωμένες μορφές σχεδιασμένες
με λίγες λιτές γραμμές που χάνονται μέσα σε ονειρώδη χρώματα βαθυγάλανα, κιτρινοκόκκινα
έως ιώδη. Στα έργα του Γουναρόπουλου, γυναικείες μορφές, δένδρα, νεκρές φύσεις με
ψάρια και όστρακα σμίγουν σε μυθώδη ποιητικά οράματα. Ακόμα και οι προσωπογραφίες
του με κάρβουνο ή μολύβι έχουν χαρακτήρα φευγαλέου ονείρου.
Ωστόσο, γι' αυτή την εμμονή του στα ποιητικά και συμβολικά θέματα, στη
«συμπαντική ζωγραφική» όπως έλεγε ο ίδιος[10], ορισμένοι κριτικοί τον επέκριναν
για «κάπως περιορισμένη ή κάπως obsédée (σικ) φαντασία».
Ως δημιουργός, ο Γουναρόπουλος ήταν παραγωγικότατος. Έργα του υπάρχουν στο
Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Σημειώνεται ότι τα έργα του τα υπέγραφε με το ακρώνυμο G. Gounaro.
De Siris