Ανδρέας Ζάκος
Ο Ανδρέας Ζάκος γεννήθηκε στο χωριό Λινού, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 12
Νοεμβρίου 1931. Σε νεαρή ηλικία μετοίκησε με την οικογένειά του στη Λεύκα. Απαγχονίστηκε στις 9 Αυγούστου 1956 στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας. Γονείς του ο Χαρίλαος και η Αφροδίτη Ζάκου.
Ο Ανδρέας Ζάκος φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Λεύκας και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο
Λευκωσίας και αποφοίτησε από την Ελληνική Σχολή Σολέας. Από παιδί του άρεσε να
μελοποιεί στίχους, εκφράζοντας έτσι το πηγαίο μουσικό αίσθημα που τον διέκρινε.
Ήταν αγνός και ενθουσιώδης ιδεολόγος. Φιλοσοφούσε τη ζωή, λέγοντας ότι, αν
είναι να προσφέρει ο άνθρωπος τη ζωή του για τα πιστεύω του, αξίζει να το κάνει
ενόσω είναι νέος.
Εργαζόταν ως σχεδιαστής στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Αγωνίστηκε
σκληρά για τα δίκαια των εργαζομένων και πέτυχε, με τις προσπάθειές του, να
συντονίσει τις δραστηριότητες των εθνικοφρόνων σωματείων των γύρω χωριών για
εθνική δράση. Η εθνική του προσφορά ξεκίνησε αμέσως μετά το 1950 με ενέργειες που
αποσκοπούσαν στην τόνωση του εθνικού φρονήματος του λαού.
Ο μεγαλύτερός του αδελφός Γεώργιος υπήρξε ένας από τους πυρήνες της ΠΕΟΝ, μια
από τις προεπαναστατικές ενέργειες της οποίας ήταν και η δολιοφθορά στα
ηλεκτροφόρα καλώδια της Αρχής Ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα τη συσκότιση της Λευκωσίας
και τη διάλυση των εορταστικών εκδηλώσεων για τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ
στο Κυβερνείο τον Μάιο του 1953.
Ο Γιώργος προσπαθούσε να κρατήσει μακριά από τα μυστικά της Οργάνωσης τον
φλογερό αδελφό του Ανδρέα, ο οποίος όμως εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ με το ξεκίνημα του
αγώνα και όργωσε την περιοχή Λεύκας-Πύργου, ετοίμασε κρησφύγετα και στρατολόγησε
άνδρες ως μέλη της ΕΟΚΑ. Για να μπορεί απερίσπαστα να προσφέρει τις υπηρεσίες του
στον αγώνα, ο Ανδρέας κατέφυγε σε ανταρτική ομάδα στην περιοχή της Γαληνής, όπου
επιδόθηκε σε αναγνωρίσεις στόχων για μελλοντικές επιθέσεις και δολιοφθορές, σύμφωνα
με οδηγίες του Αρχηγού Διγενή.
Στην επίθεση της 15ης Δεκεμβρίου 1955 στην τοποθεσία Μερσινάκι, κατά την
οποία έπεσε ο Χαράλαμπος Μούσκος, ο Ανδρέας Ζάκος συνελήφθη πληγωμένος μαζί με
τον Χαρίλαο Μιχαήλ, καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν στις Κεντρικές Φυλακές
Λευκωσίας μαζί με τον Ιάκωβο Πατάτσο.
Ως τελευταία χάρη, πριν από τον απαγχονισμό του, ζήτησε και άκουσε μουσική Μπαχ
και Μπετόβεν. Γράφει σχετικά στον αδελφό του Γιώργο:
“Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει ηρεμία. Τη στιγμή αυτή
ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με
το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο...”
De Siris